Fractal

«Μεταμοντέρνες αυταπάτες να γυρεύεις»

Της Ευσταθίας Δήμου //

 

Θεοχάρης Παπαδόπουλος, «Μεταμοντέρνες αυταπάτες», εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα 2021.

 

Ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος επανέρχεται ποιητικά με μία νέα συλλογή, ένατη κατά σειρά, που φέρει τον ευθύβολο και ευθύ τίτλο Μεταμοντέρνες αυταπάτες, μία φράση που μπορεί να αναφέρεται και να αφορά εξίσου την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της εποχής, αλλά και την τέχνη, όπου η έννοια του μεταμοντέρνου έχει κυριαρχήσει τόσο στις θεωρητικές αναλύσεις, όσο και στη λογοτεχνική πράξη και πρακτική. Η ίδια η λέξη «αυταπάτες», μάλιστα, διαμορφώνει έναν ορίζοντα προσδοκιών που έχει στο κέντρο του τη διάψευση και τη ματαίωση ή, καλύτερα, την ψευδαίσθηση που, ως πάγια και ευρεία τακτική και επιλογή, έχει σφραγίσει τη συγχρονία και τις ποικίλες εκφάνσεις της. Από αυτή την άποψη, φαίνεται, ευθύς εξ αρχής, πως το βιβλίο στοχεύει και αποσκοπεί στην πνευματική εγρήγορση και αφύπνιση του αναγνώστη, ενώ ταυτόχρονα απομακρύνεται και απέχει πόρρω από την παραμυθιακή λειτουργία της τέχνης, της ποίησης εν προκειμένω, και υπακούει σε μία μπρεχτικής προέλευσης επιταγή, αυτήν που θέλει το έργο να αποτελεί μία κριτική παρέμβαση και τον καλλιτέχνη να υπηρετεί και να προάγει αυτήν ακριβώς την αποστασιοποίηση από το αίσθημα και την προσέγγιση προς τους διανοητικούς μηχανισμούς, την κριτική αποτίμηση, την συνειδητοποιημένη κρίση και απόκριση.

Η συλλογή χωρίζεται σε τρεις επιμέρους ποιητικές ενότητες που φέρουν αντίστοιχα τους τίτλους «Έμπνευση», «Σήψη» και «Παρακμή» και περιλαμβάνουν ελευθερόστιχα ποιήματα μικρής κατά κανόνα έκτασης τόσο ως προς τον αριθμό των στίχων, όσο και ως προς τον αριθμό των συλλαβών ανά στίχο. Η επιλογή αυτή λειτουργεί προς όφελος της ανάδειξης του νοήματος το οποίο, εξαιτίας ακριβώς της μικρής έκτασης του ποιήματος, καθίσταται ιδιαίτερα καίριο και καταλυτικό και αναδύεται με άκρα αμεσότητα στην επιφάνεια και, κατ’ επέκταση, στην αναγνωστική συνείδηση και αντίληψη. Η αμεσότητα αυτή ενισχύεται σημαντικά από τον ίδιο τον ποιητικό λόγο που αναπτύσσεται και απευθύνεται απρόσκοπτα στον αναγνώστη, από την απλότητα και τη λιτότητα των εκφραστικών μέσων που εξυπηρετούν την ανεμπόδιστη διείσδυση στο νόημα και την ουσία του ποιήματος, αλλά και από το απροσποίητο ύφος που διαμορφώνει ένα πεδίο εύκολης, ταυτόχρονα όμως ουσιαστικής περιδιάβασης στα ποιήματα και στον εσωτερικό τους κόσμο.

Σε πολλά από τα ποιήματα ο Παπαδόπουλος εκκινεί και καταλήγει στον εαυτό του, γράφει δηλαδή απολύτως προσωπικά είτε για να εκθέσει τη δική του σκέψη είτε τη δική του εμπειρία και βίωμα: Ψάχνω να με βρω/ στα περιθώρια μέσα στο τετράδιο,/ στις πιο τσαλακωμένες του σελίδες.// Ψάχνω να με βρω/ εκεί που μ’ έχω χάσει. («Αναζήτηση») Αυτή, ωστόσο, η επικέντρωση και η εστίαση στο προσωπικό, με την κυριαρχία του πρώτου ενικού προσώπου, δεν είναι παρά ένα τέχνασμα, ένας τρόπος που βρίσκει ο ποιητής προκειμένου να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη και να τον κάνει συμμέτοχο και – γιατί όχι; – κοινωνό της δικής του κοσμοθεωρίας και πράξης. Στο πλαίσιο αυτό και με αυτήν την επιδίωξη η ποίηση του Παπαδόπουλου αποκτά μία χροιά και έναν χαρακτήρα συμβουλευτικό και παραινετικό που διαμορφώνει μία σειρά ομόκεντρων κύκλων που έχουν στο κέντρο τους το ποιητικό υποκείμενο για να εξακτινωθούν έπειτα σε κάθε αναγνώστη και κάθε άνθρωπο γενικότερα. Καθένα από τα ποιήματα καθίσταται έτσι όχι απλώς και μόνο μία αφορμή για περίσκεψη και προβληματισμό, αλλά κυριολεκτικά μία στάση ζωής, ένα κέντρισμα για δραστηριοποίηση και δράση: Γι’ αυτό/ όσο τουλάχιστον θα ζεις/ πρόσεχε/ μήπως σε βρούνε ξαπλωμένο. («Σήψη»)

 

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

 

Εκκινώντας από αυτήν την τελευταία παρατήρηση και στηριζόμενος σε συγκεκριμένα ποιήματα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι παράλληλα και ταυτόχρονα με τη συμβουλευτική λειτουργία η ποίηση του Παπαδόπουλου αποκτά και μία κοινωνική διάσταση και τάση στο μέτρο και στο βαθμό που επιχειρεί να αποτυπώσει σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα που αφορούν τις συνθήκες ζωής, τη δράση και την πράξη του σύγχρονου ανθρώπου: Κι όλο βλέπω γύρω μου/ ανθρώπους που δεν πρόσεξαν/ κι όλο βλέπω γύρω μου/ ανθρώπους, που έπεσαν/ κι όλο βλέπω γύρω μου/ κενούς ανθρώπους. («Προσοχή στο κενό») Στο πλαίσιο αυτό το ύφος των ποιημάτων διαφοροποιείται και ποικίλει, αποκτά δηλαδή διάφορες αποχρώσεις και γίνεται άλλοτε καταγγελτικό, άλλοτε ειρωνικό, άλλοτε σαρκαστικό, επιμένει όμως πάντα να έχει στόχο την κριτική, την αποτίμηση, τον απολογισμό ακόμα κι αν αυτό δεν φαίνεται αμέσως με την πρώτη ανάγνωση. Γιατί εκείνο που αναδύεται άμεσα από τους στίχους είναι ο ανθρωποκεντρικός προσανατολισμός των ποιημάτων, η σταθερή προσήλωση του ποιητή στην ανθρώπινη ύπαρξη και το «γίγνεσθαί» της, στον τρόπο με τον οποίο μορφοποιείται η ανθρώπινη σκέψη και συμπεριφορά. Γι’ αυτό και ο ποιητικός λόγος του Παπαδόπουλου μοιάζει να προσλαμβάνει τη φυσιογνωμία μιας συζήτησης και ενός διαλόγου που διεξάγεται με τον εαυτό με καθένα από τα ποιήματα να αποτελεί ένα μονολογικό θραύσμα, ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο ανάπτυγμα σε στίχους μιας σκέψης, μιας ιδέας, μιας εντύπωσης, μιας γνώμης. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που το βιβλίο ελαχιστοποιεί στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την απόσταση ανάμεσα στον ποιητή και τον αποδέκτη και προσφέρεται τόσο άμεσα και απροσποίητα για την ανάγνωσή του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top