Fractal

«Το μέλλον της χώρας θα αποφασιστεί με μία ζαριά»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

«Μέση Αγγλία», Jonathan Coe,  Μετάφραση: Άλκηστη Τριμπέρη, εκδ. Πόλις

 

«Κάθε λίγα λεπτά, συναντάς ένα άλλο σταυροδρόμι και πρέπει να επιλέξεις. Και κάθε σου επιλογή μπορεί ενδεχομένως να σου αλλάξει τη ζωή».

 

O Jonathan Coe επιστρατεύει για μια ακόμη φορά το σπουδαίο ταλέντο του, της σε βάθος καταγραφής του πολιτικοκοινωνικού γίγνεσθαι της πατρίδας του.

Ως λεπτοφυής ανατόμος της βρετανικής ψυχής σε όλη την κοινωνική και μορφωτική της διαστρωμάτωση, μας παραδίδει ένα πολυσέλιδο αφήγημα με τη βαρύτητα της προσωπικής εμπειρίας στο είδος, με ευρηματική αφηγηματική τεχνική, με λόγο που μεταλλάσσεται από σαγηνευτικά λυρικό, γλαφυρό, σε κυνικό, κωμικό, σκωπτικό, αιχμηρό, σατυρικό, ειρωνικό, χωρίς να γίνεται δραματικός. Αυτή είναι η τέχνη του! Του πραγματικά σπουδαιότερου χρονικογράφου της αγγλικής νοοτροπίας!

Με ένα μωσαϊκό απόψεων και ηρώων από σχεδόν όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση της Βρετανίας αποτυπώνει ευφυώς και με αντικειμενικότητα, την πόλωση της κοινωνίας, προϊόν κυρίως των πολιτικών ακροβασιών, του ρόλου των μέσων μαζικής ενημέρωσης, του εκφυλισμού των θεσμών, της πάλης του συντηρητισμού με το political correct, τη σταδιακή φτωχοποίηση των κατωτέρων οικονομικά μαζών, την άνοδο του εθνικισμού,  που οδήγησαν στην έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο πολυπρόσωπος μύθος του διανθισμένος με όλα τα προλεχθέντα χαρακτηριστικά γίνεται ολοένα και πιο ενδιαφέρων καθώς   προχωράει στην εμβάθυνση των χαρακτήρων, στην καταβύθιση  στις μύχιες σκέψεις και τις εμμονές τους που απηχούν στη δράση τους, στις πράξεις που αναιρούν κάποιες φορές τις πεποιθήσεις τους, στον αγώνα να διακριθούν ή να επιζήσουν. Πασχίζουν να αντιμετωπίσουν τις διαψεύσεις, την απώλεια των βεβαιοτήτων τους, να βρουν λύσεις, να συμφιλιωθούν ή και να παραιτηθούν από τους στόχους τους.

Η μελαγχολία ορισμένων εκ των ηρώων από την αδυναμία να δράσουν μέσα σ’ ένα περιβάλλον που γίνεται ολοένα και πιο τοξικό, μεταλλάσσεται σε νοσηρή νοσταλγία για ό,τι έχει χαθεί. Θεωρούν ως υπεύθυνους τους μετανάστες και όσους υποστηρίζουν τη διαφορετικότητα.. Κινούνται προς την κατεύθυνση μιας περιχαρακωμένης εθνικής πολιτικής, μιας εθνικής απομόνωσης,  με την λαθεμένη βεβαιότητα ότι η χώρα τους θα ανακτήσει την παλιά της αίγλη. Οι πεποιθήσεις τους υποδαυλίζονται από τη σύγχυση αξιών, την έλλειψη προτύπων, τη διαρκή φτωχοποίηση των κατωτέρων οικονομικά στρωμάτων, με αποτέλεσμα να φλερτάρουν με εθνικιστικές  ιδεοληψίες. Η Μέση, η Βαθιά Αγγλία πάσχει σοβαρά από ξενοφοβικό σύνδρομο.            

 

«Η δημοσίευση των τελευταίων στοιχείων για τη μετανάστευση είχε δώσει μια νέα ώθηση στην εκστρατεία του δημοψηφίσματος, καθώς αυτό έμπαινε στο τελικό του στάδιο. Η συζήτηση άλλαξε. Έπαψαν να είναι τόσο κεντρικά θέματα οι οικονομικές προβλέψεις, η εθνική κυριαρχία και τα πολιτικά οφέλη της συμμετοχής στην ΕΕ: τώρα τα πάντα φαίνονταν να εξαρτώνται από τη μετανάστευση και τον έλεγχο των συνόρων. Ο τόνος άλλαξε επίσης. Έγινε πικρός, πιο προσωπικός, πιο μνησίκακος . Οι μισοί πολίτες της χώρας φέρονταν με λυσσασμένη εχθρότητα στους άλλους μισούς.»

Ο μύθος εκτυλίσσεται κυρίως στο αποβιομηχανισμένο πλέον Μπέρμιγχαμ, του 2010, όπου οι παλαιότερα ακμάζουσες βιομηχανίες αυτοκινήτων έχουν “παραδώσει” τους χώρους τους σε απέραντα εμπορικά κέντρα, περνάει από το Λονδίνο που “μαστίζεται” από αναταραχές, διαδηλώσεις, πολιτικές ίντριγκες για την επικράτηση προσώπων και απόψεων, την εθνική λάμψη των Ολυμπιακών Αγώνων, παρά το δυσχερές οικονομικό κλίμα, και φθάνει μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2018, στην πρωθυπουργία της Τερέζα Μέι, μετά τον χαοτικό απόηχο του δημοψηφίσματος.

 

Κεντρικοί ήρωες ο Μπέντζαμιν Τρότερ, συγγραφέας (παιδί στη Λέσχη των Τιποτένιων, ενήλικας στον Κλειστό Κύκλο) μεσήλικας πλέον εδώ, προσπαθεί να τελειώσει “Το μυθιστόρημα”!

 

«Ίσως η απώλεια της Σίσιλι να ήταν μεγαλύτερο χτύπημα απ’ όσο νόμιζε, και από τότε να ζούσε σε μια κατάσταση συναισθηματικού σοκ. […] 

Η “Αναστάτωση”, το έργο πάνω στο οποίο δούλευε από τότε που ήταν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, τώρα εκτεινόταν σε κάτι περισσότερο από ενάμισι εκατομμύριο λέξεις, μεγαλύτερο ακόμα και από τα άπαντα της Τζέιν Ώστεν και του Ε.Μ.Φόρστερ μαζί.» 

 

Ο Μπέντζαμιν βρίσκει νεκρό τον πατέρα του Κόλιν. Δεν προλαβαίνει να αποτρέψει την τελευταία επιθυμία του, που ήταν να προλάβει πριν πεθάνει να ψηφίσει υπέρ του Brexit.

Ο Φίλιπ, συμφοιτητής του Μπεντζαμιν, μικροεκδότης, αναλαμβάνει να εκδώσει το βιβλίο ή μάλλον ένα αυτόνομο μέρος του βιβλίου το οποίο έχει επιτυχία, μπαίνει στη μακρά λίστα του Booker.

Ο Κόου είχε δηλώσει γι αυτόν: «ο Μπέντζαμιν είναι μια κωμικά μεγενθυμένη εκδοχή του παιδιού που ήμουν» (συνέντευξη στον Ανταίο Χρυσοστομίδη- Οι κεραίες της εποχής μου).

 

«…είμαι πενήντα επτά χρονών πια, αλλά πιθανότατα τα τελευταία χρόνια ήταν τα καλύτερα της ζωής μου, μένω μόνος, ζω άνετα, βλέπω φίλους, δεν έχω πια εμμονή με την Σίσιλι, και έπειτα η έκδοση του βιβλίου και μετά η εύνοια της τύχης και ύστερα η επικοινωνία με τους αναγνώστες, αληθινούς, ειλικρινείς αναγνώστες […] ο ενθουσιασμός να ξέρω ότι μερικοί άνθρωποι, ακόμα κι αν είναι πολύ λίγοι, έχουν συγκινηθεί με αυτό που έγραψα, και μετά η παράδοξη συνάντησή μου με την Τζένιφερ ξανά […] έτσι αποδεικνύεται ότι δεν χρειάζεται να μοιράζεσαι τις ίδιες πολιτικές απόψεις με κάποιον για να τον ερωτευτείς, νομίζω ότι αυτό σκέφτηκα για τη Σόφι και τον Ίαν κάποτε, κι όμως η σχέση τους κατέρρευσε…»

    

Στην ίδια συνέντευξη είχε δηλώσει για τον άλλον εκ των ηρώων του, διάσημο δημοσιογράφο Νταγκ Άντερτον- επίσης μεσήλικα πλέον: «ήταν μια κωμικά μεγεθυμένη εκδοχή του αγοριού που θα ήθελα να ήμουν».

Ο Νταγκ διατυπώνει τις σοσιαλιστικές του ιδέες μέσα από τη χλιδάτη κατοικία του – έχει παντρευτεί μια πολύ πλούσια γυναίκα- νιώθει την περιφρόνηση της έφηβης κόρης του, Κοριάντερ, “στρατευμένης” στον αγώνα κοινωνικής δικαιοσύνης ή πιθανόν στη συνήθη εξεγερσιακή διάθεση των εφήβων.

O Nταγκ χωρίζει, ερωτεύεται την Γκέιλ, βουλευτή του συντηρητικού κόμματος, γεγονός για το οποίο τον κατηγορούν,  συναντιέται συχνά με τον Νάιτζελ – γιο ενός συμφοιτητή του- σύμβουλο επικοινωνίας του πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον. Οι συζητήσεις τους έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, παρουσιάζουν με πολλή ειρωνεία τον τρόπο που λαμβάνονται σοβαρές πολιτικές αποφάσεις από την κυβέρνηση των Συντηρητικών για το μέλλον του βρετανικού λαού. «:Αλήθεια;” Ο Νάιτζελ φαινόταν να έχει μείνει άφωνος. “Το θεωρείς πράγματι τόσο σημαντικό;” 

Κάτσε να στο κάνω πιο λιανά, είπε ο Νταγκ. “Πολιτική αναταραχή σε πρωτοφανή κλίμακα. ;Oχι μόνο στο Λονδίνο, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα- Μάντσεστερ- Μπέρμιγχαμ, Λέστερ. Απίστευτες καταστροφές ιδιωτικών περιουσιών. Μια κατάσταση που φαινόταν να έχει βγει εκτός ελέγχου. Εκατοντάδες τραυματίες και ήδη πέντε νεκροί. Πόσο χειρότερα θα μπορούσε να είναι;”  […]

“ Μόνο το Συντηρητικό Κόμμα είναι ικανό να επιφέρει πραγματική αλλαγή και πραγματική επιλογή για την Ευρώπη, με ένα δημοψήφισμα παραμονής ή αποχώρησης ως το τέλος του 2017”

“Το θεωρείς στ’ αλήθεια τόσο καλή ιδέα”

“Είναι ιδέα του Ντέιβ (Κάμερον). Φυσικά και είναι καλή”.

 “Έστω ότι γίνεται δημοψήφισμα, τι θα συμβεί αν ψηφίσουμε την αποχώρηση;

“Τότε αποχωρούμε. Ο κόσμος θα έχει μιλήσει”. […] Εννοούσα τον κόσμο του Συντηρητικού Κόμματος που κοπανάει διαρκώς πόσο μισεί την ΕΕ και δεν θα το βουλώσει, ώσπου να κάνουμε κάτι για αυτό”».

Ο Νταγκ παρά την παραπομπή εκ μέρους του Νάιτζελ στο σημείο του μανιφέστου του Κόμματος, που εμφανίζει το δημοψήφισμα ως συμβουλευτική λαϊκή παρέμβαση, δηλώνει ότι αυτό που κάνει ο Κάμερον είναι άκρως επικίνδυνο, γιατί προτείνει ένα δημοψήφισμα παραμονής ή αποχώρησης γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι η διαφορά του αποτελέσματος θα είναι μικρή και η όποια πλειοψηφία αποδυναμωμένη.

Νάιτζελ: Σε κάθε περίπτωση, τόσο κακό θα ήταν να αποχωρήσουμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Ως σοσιαλιστής, πρέπει να έχεις πολλά προβλήματα με αυτή. Κοίτα για παράδειγμα πως αντιμετωπίζουν τους καημένους του Έλληνες».

Νταγκ: Αλλά υποθέτω ότι ο Κάμερον θέλει να παραμείνουμε.

Νάιτζελ: Φυσικά.

Ο Νάιτζελ τελικά συμφώνησε με την άποψη του Νταγκ ότι πράγματι είναι ένα τεράστιο ρίσκο, με πιθανότητα το αποτέλεσμα να είναι πενήντα – πενήντα πάνω σε κάτι, που γνώριζε η κυβέρνηση, πόσο διχασμένη ήταν η κοινή γνώμη. “Το μέλλον της χώρας θα αποφασιστεί με μία ζαριά”.

Ο Νταγκ θυμόταν την 24 Ιουνίου 2016 ως τη μέρα που συνέβησαν τρία πράγματα:

Ανακοινώθηκε ότι ο βρετανικός λαός είχε ψηφίσει υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο Ντέιβιντ Κάμερον είχε παραιτηθεί από πρωθυπουργός

Ο Νάιτζελ Άιβς είχε πάψει να απαντάει στις κλήσεις του. 

         

Λοιποί ήρωες η Λόις, αδελφή του Μπέντζαμιν, παντρεμένη με τον Κρίστοφερ με τον οποίο χωρίζει σε κάποια φάση. Ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στους οικογενειακούς δεσμούς. Ο Μπεντζαμιν φροντίζει με αγάπη και αφοσίωση τον πατέρα του για αρκετό καιρό, χωρίς να συμφωνεί με τις απόψεις του. Η Λόις μετακομίζει στο Μπέρμιγχαμ για να απαλλάξει τον αδελφό της από αυτό το βάρος, αναλαμβάνοντας την ευθύνη. Δυστυχώς και οι δύο δεν προλαβαίνουν να τον αποχαιρετήσουν. Η εμμονή του να μεταβεί μετά ένα εγκεφαλικό στο ταχυδρομείο, για να αφήσει την ψήφο του υπέρ του Brexit έχει θανάσιμο αποτέλεσμα.

 

Τζόναθαν Κόου

 

Ο Τζόναθαν Κόου παρεμβάλλει συγκινητικές σκηνές, που ξετυλίγονται σε φυσικό περιβάλλον που περιγράφει με έξοχο λυρισμό.

Πρωταγωνιστεί η Σόφι – κόρη της Λόις, ανηψιά του Μπεν- καθηγήτρια Φιλολογίας, παντρεύεται τον Ίαν έναν καθηγητή οδήγησης. Η Σόφι είναι ένθερμη οπαδός του political correct, εχθρός κάθε ομοφοβικής συμπεριφοράς. Παρ’ όλα αυτά  θυματοποιείται εξαιτίας ενός χιουμοριστικού, ελαφρά ειρωνικού σχολίου απέναντι σε μία αλλοδαπή φοιτήτρια που επιθυμεί αλλά διστάζει ν’ αλλάξει φύλο. Η Κοριάντερ, αυτόνομη συμπαραστάτρια, δίνει έκταση στο ζήτημα, και η Σόφι τίθεται σε διαθεσιμότητα. Σ’ αυτή τη φάση, οι διαφορετικές απόψεις με τον Ίαν, σχετικά με το Brexit ή εξ αφορμής του, δυναμιτίζονται και από τη Ελένα -μητέρα του Ίαν, με απόψεις άκρως συντηρητικές-  γίνονται αιτία ψυχρότητας και μακράς διάστασης στο γάμο τους. Αξιοσημείωτη η στάση της ίδιας της φοιτήτριας απέναντί της, πριν και αφού έχει καταλαγιάσει ο θόρυβος.

Σόφι: «Βρήκα καινούργια δουλειά, στο Λονδίνο. Είναι τέλεια. Αλλά αυτό σημαίνει πως πρέπει να λείπω από το σπίτι δυο με τρεις μέρες πράγμα που μερικές φορές προκαλεί προβλήματα. Αλλά ο Ίαν δεν πήρε μια προαγωγή πέρσι και χρειαζόμασταν οπωσδήποτε και τους δύο μισθούς.

Πάντα όλα καταλήγουν στα λεφτά.» 

                                                              […]

Ίαν: «Φαίνεται πως αυτή η Κοριάντερ βάλθηκε να το διαδώσει»

Σόφι: «Ωχ σκατά. Είναι άσχημα; Τι λένε;

“Κοίτα, ό,τι κι αν κάνεις, μην τα διαβάσεις. Το ξέρω πως δεν μ’ ακούς ποτέ, αλλά σου έχω πει πως είναι αυτοί οι Αγωνιστές Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από ένα μάτσο αριστερούς, από τη στιγμή που θα ξεκινήσουν μια σταυροφορία υπεράσπισης της ηθικής και μπει κάποιος στο στόχαστρό τους.

Στενός φίλος και συνάδελφος της Σόφι ο Σόχαν, ομοφυλόφιλος, δίνει αφορμή στον συγγραφέα να αναπτύξει το ζήτημα της αληθινής φιλίας χωρίς ανταγωνισμούς, την πίστη στον φίλο και σε κάθε επιλογή του. Η Σόφι σε μια στιγμή επαναπροσδιορισμού των συναισθημάτων της, κάπου στο Μπέρμιγχαμ, μια ηλιόλουστη μέρα του Απρίλη βλέπει τους νέους σε μια χαρούμενη και ειρηνική αποδοχή εκείνης ακριβώς της ένωσης των διαφορετικών πολιτισμών και θυμάται το περιφρονητικό σχόλιο του Σόχαν όταν κάποιος συγγραφέας περιέγραφε τους Βρετανούς ως λαό φιλόξενο και φιλικό, αλλά δεν μπορούσε να μην ελπίζει ότι ο συγγραφέας είχε δίκιο, όχι μόνο για τους Άγγλους, αλλά και για τους ανθρώπους όλου του κόσμου. Διαφορετικά, σε τι θα μπορούσε να ελπίζει κανείς; 

 

Ο Μπέντζαμιν συναντά τον Τσάρλι, παλιό συμμαθητή, που εγκατέλειψε τη δουλειά του για να ακολουθήσει το χόμπι του, να γίνει κλόουν – διασκεδαστής μικρών παιδιών. Η σχέση του με την Πακιστανή Γιασμίν, μια διεκδικητική επιθετική γυναίκα τον απελπίζει, η δουλειά του πάει κατά διαβόλου, ο ανταγωνισμός με έναν συνάδελφο τον κάνει επιθετικό και μόνη παρηγοριά του είναι η αλληλοκατανόηση με την Άννικα, την ταλαντούχα κόρη της Γιασμίν. Ο Τσάρλι παρά την οικονομικά άθλια κατάστασή του, θέλει να την βοηθήσει να σπουδάσει. Ένας ήρωας με αντικρουόμενες απόψεις και συμπεριφορές. Ένας ήρωας που δεν είχε εντοπίσει το πραγματικό του ταλέντο!

Ο μύθος προχωρά και μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, την παραίτηση του Ντέιβιντ Κάμερον, την άνοδο στην πρωθυπουργία της Τερέζα Μέι, που παρά την υποστήριξή της υπέρ της παραμονής στην ΕΕ, παρέμεινε μυστήριο το πως ήταν ικανή να κάνει μια τόσο ομαλή αναστροφή και να αναλάβει το καθήκον να οδηγήσει τη χώρα στο Brexit.

Ακολουθεί η προσπάθεια εμπλοκής διαφόρων επιτήδειων να αναλάβουν τα ηνία της διακυβέρνησης back stage, με πρωταρχικές κινήσεις τον χειρισμό των μέσων ενημέρωσης κλπ.

Ο Νάιτζελ, άλλοτε ένθερμος υποστηρικτής της πολιτικής του Κάμερον, καταρρακωμένος από το θλιβερό αποτέλεσμα δηλώνει:  Ξέχνα τη βούληση του λαού. Από τέτοιους παλαβούς κυβερνιόμαστε.

Οι ήρωες νιώθουν να διαψεύδονται τα όνειρά τους, συμβιβάζονται με λύσεις που δεν τους ικανοποιούν απόλυτα, κάποιων οι έρωτες ατονούν, άλλοι βασίζουν τη σχέση τους αποκλειστικά στο σεξ, κάποιοι  αναδιπλώνονται, αναθεωρούν τις απόψεις τους για τις ανθρώπινες σχέσεις. Άλλοι νοσταλγούν το παρελθόν και άλλοι έχουν στραμμένο το βλέμμα στο όχι ευοίωνο μέλλον.

«Ορισμένες φορές, είναι ωραίο να κοιτάς πίσω», είπε ο Μπέντζαμιν με αμυντικό ύφος.

«Η νοσταλγία είναι αγγλική ασθένεια», είπε ο Νταγκ. «Οι Άγγλοι έχουν εμμονή με το καταραμένο παρελθόν τους – και κοιτάξτε πού μας οδήγησε αυτό πρόσφατα». 

Τον Μπέντζαμιν μετά μία συνάντηση των παλιών συμμαθητών, σ’ έναν γενικότερο  απολογισμό, τον απασχολεί και το ζήτημα τού πόσο απομακρυσμένοι είναι οι πολιτικοί από αυτά που πραγματικά συμβαίνουν στον λαό, σκέπτεται την πολιτεία αυτών που σπούδασαν στην Οξφόρδη, τις θλιβερές διαφωνίες τους που δεν περιορίστηκαν σε μικρό πλαίσιο αλλά το έκαναν σε εθνικό επίπεδο και οι ζωές όλων μας διαμορφώνονταν και ανακατευθύνονταν από αυτούς τους ανθρώπους και τις ηλίθιες εσωτερικές διαμάχες για το αν θα ψηφίσουμε ή όχι…»  και όχι δεν πρόκειται να γράψει ένα βιβλίο πάνω στο πως αυτή η χώρα συνεχίζει να κυβερνάται από ένα μάτσο κακομαθημένα κολεγιόπαιδα που όλα τους πήραν το βάπτισμα του πυρός στην Οξφόρδη».

Ο Μπέντζαμιν, απολύτως προσηλωμένος στο μέλλον, βρίσκει την αλήθεια στην αδελφική αγάπη με την Λόις. Αποφασίζουν από κοινού να μετοικήσουν στη νότια Γαλλία.

Εκεί θα συγκεντρωθούν μαζί με άλλους Ευρωπαίους φίλους όλοι τους, στα εγκαίνια του “Παλιού Μύλου” που τα δυο αδέλφια θα μετατρέψουν σε ξενοδοχείο, και σχολή για επίδοξους συγγραφείς, ως ένα υπέροχο παράδειγμα της ευρωπαϊκής εναρμόνισης.   

Εκεί η Σόφι μαζί με την ταλαντούχα Πακιστανή Άννικα, πριν αναχωρήσουν, η μία για μια θέση σε κάποιο Βρετανικό Πανεπιστήμιο και η δεύτερη για σπουδές στην Ισπανία, θα δώσουν με καλλιγραφικά γράμματα, ένα νέο όνομα στο ξενοδοχείο: «Η Λέσχη των Τιποτένιων» ένα όνομα που ενσωματώνει συνοπτικά τις ιδιότητες των Βρετανών, γιατί τελικά  “η συνοπτικότητα είναι η κατ’ εξοχήν αγγλική ασθένεια», ένα ευφυές, σαφές σχόλιο του συγγραφέα για το “ΝΑΙ” ή το “ΟΧΙ” τις δύο μικρές λέξεις που οδήγησαν στην έξοδό της Βρετανίας από την ΕΕ.

 

Η Μέση Αγγλία είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, ένα χρονικό αυτής της οκταετίας με πολύ περισσότερα πρόσωπα από αυτά που έχουν αναφερθεί σ’ αυτό το κείμενο, που δεν είναι παρά ο κεντρικός κορμός του, με θέσεις, απόψεις, πλοκή, που θα παραπέμψει τον αναγνώστη σε πολλά από τα οικεία κακά. Η ενδελεχής κοινωνικοπολιτική αναψηλάφηση των πραγματικών γεγονότων είναι δεμένη άρρηκτα με τον μύθο, οι γλαφυρές περιγραφές της φύσης σαγηνευτικές, οι χαρακτήρες μελετημένοι σε βάθος, οι μεταξύ τους εμπλοκές και διάλογοι άκρως ενδιαφέροντες. Αξίζει περισσότερες από μία αναγνώσεις. Σας το προτείνω ανεπιφύλακτα.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top