Fractal

«Αυτή η ιστορία είναι η ιστορία όλων των ανθρώπων εκείνης της εποχής».

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Καμέλ Νταούντ «Μερσώ, ο άλλος ξένος», Μετάφραση: Γιάννης Στρίγκος, Εκδόσεις Πατάκη, σελ. 200

 

«Σήμερα πέθανε η μητέρα». Αυτή είναι η πρώτη φράση στο εμβληματικό βιβλίο του Καμύ, «ο Ξένος».

«Σήμερα, η μητέρα ζει ακόμη», η πρώτη φράση του Νταούντ, στον άλλο Ξένο. Εκτός από την προφανή νοηματική αντιστροφή, ουσιώδης λεπτομέρεια τονισμού, το κόμμα. Την τελευταία ωστόσο φράση του Καμύ, ο Νταούντ την αναπαράγει αυτούσια χωρίς την παραμικρή αλλοίωση, αφού μέσα της κατοικεί το μίσος.

 

Ο αδερφός του Άραβα που δολοφονήθηκε από τον Μερσώ, τον κεντρικό ήρωα του Καμύ, προσπαθεί να περιγράψει την άλλη πλευρά του νομίσματος, να τραβήξει τον εκλιπόντα  εδώ και πολλά πλέον χρόνια Μούσσα, από την ανωνυμία και να αφηγηθεί τα γεγονότα κάτω από άλλο πρίσμα: το δικό του.

Ο Μερσώ σκότωσε τον Μούσσα από ανία, «όπως σκοτώνει κανείς τον χρόνο του περιφερόμενος άσκοπα». Μετά την δολοφονία, κανείς δεν προσπάθησε να μάθει το όνομα του θύματος, αν είχε γυναίκα, παιδιά ή συγγενείς που θρήνησαν τον χαμό του. Δεν αποδόθηκε ποτέ αυτό που ο Νταούντ αποκαλεί «δικαιοσύνη των ισορροπιών».

Οι εκδοχές της τελευταίας ημέρας του δολοφονημένου, παίρνουν τη μορφή θρύλου στην πόλη του και στους κόλπους της οικογενείας του. Πότε ο Μούσσα έχει δει προφητικό όνειρο, πότε μια τρομακτική φωνή τον φώναξε με τ’ όνομά του, πότε αποδέχεται την πρόσκληση φίλων για έναν περίπατο στη θάλασσα. Από την πρώτη στιγμή του θανάτου του, η μητέρα του Χαρούν, του αφηγητή αδερφού, αφήνει χίλιες και μια ιστορίες να ξεπηδούν από τα χείλη της και η αλήθεια λίγη σημασία έχει για το επτάχρονο, τότε, παιδί που τις άκουγε.

 

«Αυτό που προείχε εκείνες τις στιγμές ήταν το σχεδόν αισθησιακό πλησίασμα με τη μαμά και μια αδιόρατη συμφιλίωση τις ώρες της επερχόμενης νύχτας. Ξυπνώντας το πρωί, όλα ξανάρχονταν στη θέση τους, η μητέρα μου σ’ έναν κόσμο κι εγώ σ’ έναν άλλον… Αργότερα φυσικά, το σκέφτηκα λίγο και, σιγά σιγά, ανάμεσα στις χίλιες εκδοχές της μαμάς, στα θραύσματα της μνήμης και στα προαισθήματα, ζωντανά ακόμα, είπα μέσα μου πως πρέπει να υπήρχε και μια εκδοχή πιο αληθινή από τις άλλες. Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος, αλλά στο σπίτι μας, εκείνη την εποχή, πλανιόταν στον αέρα κάτι σαν άρωμα γυναικείας αντιζηλίας ανάμεσα στη μαμά και σε κάποια άλλη».

 

Σθεναρά ο αφηγητής, καταρρίπτει ένα ένα τα ψέμματα και τα επιχειρήματα του Μερσώ. Καμία αδερφή, και μάλιστα ελαφρών ηθών, δεν υπήρχε, καμία διαμάχη, και υποθέτει μια λογική εξήγηση της δολοφονίας· ο Μούσσα θέλησε να σώσει την υπόληψη μιας αλγερινής κοπέλας που αγαπούσε, δίνοντας ένα μάθημα στον Μερσώ, κι εκείνος για να αμυνθεί τον σκοτώνει καταμεσήμερο, εν ψυχρώ, σε μια παραλία, την ώρα που ο ήλιος κατάκαιγε ανελέητα κορμιά και συνειδήσεις. Ο Χαρούν, ο οποίος αρνείται το παράλογο του θανάτου, ψάχνει για λογικοφανείς απαντήσεις και ο έρωτας τού μοιάζει «ικανό σάβανο».

Μαμά και αδερφός, εγκαταλείπουν το Αλγέρι, που παραμένει στη μνήμη τους πλάσμα βρόμικο, διεφθαρμένο και σκοτεινό, και εγκαθίστανται στο Οράν, μακριά από την θάλασσα που έτσι δεν θα μπορεί πλέον να τραβήξει κανέναν στα βάθη της, όπως έκανε με τον Μούσσα.

Μια ανυπόφορη ντροπή είναι αυτή που ωθεί τον Χαρούν να μάθει γαλλικά. Ντροπή για τον παραληρηματικό τρόπο που επέλεξε η μητέρα του να ζήσει μετά τη δολοφονία του γιου της, αλλά και μια γιγάντια ανάγκη να απομακρυνθεί, να βάλει τη γλώσσα εμπόδιο ανάμεσα σ’ εκείνον και την μητέρα του. Έπρεπε να μάθει μιαν άλλη γλώσσα για να καταφέρει να επιβιώσει, «να διευθετήσει τον κόσμο με τις δικές του λέξεις», επιτέλους, όχι σαν φερέφωνο μια σαλεμένης μεσήλικης. Αποδεικνύεται ωστόσο πως η ενήλικη ζωή του Χαρούν θα μετατραπεί σ’ ένα σισύφειο μαρτύριο, να σπρώχνει ένα πτώμα ως την κορυφή ενός υψώματος, εκείνο να κατρακυλά και πάλι από την αρχή, ψάχνοντας αέναα τη λύση του μυστηρίου, οργισμένος κυρίως από την ιστορία όπως περιγράφεται από τον Καμύ, όπου καμία απολύτως αναφορά δεν γίνεται για το πτώμα του Μούσσα. Και μιλά διαρκώς γι’ αυτό, πότε μόνος του, πότε σε άγνωστους θαμώνες του μπαρ που και ο ίδιος συχνάζει, μιλά ακόμα και στον Καμύ, τον ρωτά, τον μαλώνει, τον διορθώνει.

 

«Είναι μια αδικία σοκαριστικής βιαιότητας, δεν βρίσκεις; Από τη στιγμή που του ρίχνει τη σφαίρα, ο φονιάς γυρίζει την πλάτη και κατευθύνεται προς ένα μυστήριο που το θεωρεί πιο άξιο ενδιαφέροντος απ’ τη ζωή ενός Άραβα. Συνεχίζει το δρόμο του, ανάμεσα στο δέος και στο μαρτύριο. Ο αδερφός μου, αποσύρεται διακριτικά από την σκηνή και μεταφέρεται ποιος ξέρει πού. Ούτε τον είδαμε ούτε τον ξέρουμε. Μόνο που τον σκοτώσαμε. Θα ‘λεγε κανείς πως το πτώμα του το έκρυψε ο Θεός ο ίδιος! Κανένα ίχνος του στα πρακτικά των αστυνομικών τμημάτων, κατά τη διάρκεια της δίκης, στο βιβλίο ή στα νεκροταφεία. Τίποτα».

 

Όταν του δίνεται η ευκαιρία να εκδικηθεί για τον άδικο φόνο του αδερφού του, ο Χαρούν την αρπάζει. Φέρνει τη λύτρωση στη μάνα που νιώθει πια ότι μπορεί να γεράσει ομαλά, αλλά όχι στον ίδιο. Καταδικασμένος ισόβια ν’ αναζητά το μέτρο, το όριο που υπάρχει ανάμεσα στη ζωή και το έγκλημα, ν’ αναζητά μια ζωή που δεν ξαναγίνει ποτέ πια ιερή στα μάτια του.

 

Καμέλ Νταούντ

 

Πέρα απ’ τις φιλοσοφικές αναζητήσεις και τις ασύλληπτες συνέπειες ενός ανεξιχνίαστου εγκλήματος, γλαφυρές περιγραφές πλημμυρισμένες ποιητικότητα, ζωντανεύουν τόπους και εικόνες.

 

«Ο ήλιος ήταν συντριπτικός σαν ουράνια μομφή. Κομματιαζόταν σε βελόνες πάνω στην άμμο και την θάλασσα, αλλά χωρίς να εξαντλείται ποτέ…. Κι έπειτα, στο τέρμα της παραλίας, πήρε το μάτι μου μια μικρή πηγή που έτρεχε πάνω στην άμμο, πίσω απ’ τον βράχο. Και είδα έναν άντρα ξαπλωμένο νωχελικά. Τον κοίταξα φοβισμένος και γοητευμένος· εκείνος έδειχνε μάλλον να μη μ’ έχει δει. Ο ένας απ’ τους δυο μας ήταν μια επίμονη οπτασία και η σκιά ήταν κατάμαυρη, δροσερή σαν κατώφλι».

 

Παρότι τονίζει την ποιητικότητα του Καμύ «ακόμα κι όταν περιγράφει έναν πυροβολισμό», ο λόγος του Καμέλ Νταούντ δεν υπολείπεται σε λυρισμό και τρυφερότητα. Πρόκειται για μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση – κατάθεση ψυχής που αποπνέει ωμό ρεαλισμό και άδικη καταρράκωση.

Μέσα από την αντιστροφή της γνωστής ιστορίας του Καμύ, με φιλοσοφική διάθεση για την ζωή, το θάνατο, την απώλεια οποιασδήποτε μορφής, έως και το υπερπέραν, ο συγγραφέας περιγράφει με σοκαριστική γλαφυρότητα μια χώρα που μαστιζόταν από λιμούς και επιδημίες, από φτώχεια και καταπίεση, μια χώρα που απαρτιζόταν από ανθρώπους που ζητιάνευαν τη συμπόνια, χαμένοι σ’ έναν αυστηρό κώδικα ηθών και εθίμων.  Ο «αποικιοκράτης» από την μια πλευρά της διαιρεμένης Αλγερίας και ο «Άραβας» από την άλλη. Μια ιστορία πάλης ανάμεσα στον αόρατο γίγαντα Μούσσα και στον αλλόπιστο παχύσαρκο Γάλλο, τον «κλέφτη ιδρώτα και γης». Λόγος με μεγάλη πειθώ ως προς την αυθεντικότητα των ηρώων, πυκνός, μεστός νοημάτων, αλληγοριών και μεταφορών, ασκεί δριμεία κριτική στον «βιαστή» αποικιοκράτη, στην θρησκοληπτική υποκρισία, στην απραξία και στην φοβική ανικανότητα αλλά και στα έργα και τις ημέρες μετά την Ανεξαρτησία της Αλγερίας.

 

Μια φρενήρης διαδρομή ήταν ο «Ξένος», ο ίδιος ο Καμύ, για να βγει έξω από τα σύνορα της λογικής, να φτάσει στο «παράλογο», στην ιδεατή αιώνια ελευθερία. Την ίδια ακριβώς διαδρομή ακολουθεί και ο Νταούντ, επιχειρώντας μια επώδυνη κατάδυση στον πυρήνα της συνείδησης, της ανθρώπινης υπόστασης του ήρωά του, ο οποίος, σαν άλλος Μερσώ, πηγαίνει κόντρα στη λογική.

Και ενώ ο Καμύ γράφει εξημερώνοντας τον λυρισμό του, ο Νταούντ τον αφήνει αδάμαστο, περιγράφοντας ωστόσο την ίδια περί παραλόγου θεωρία, χωρίς να επιχειρεί κανενός είδους σύγκριση. Συμφωνώ απόλυτα με αυτό που γράφτηκε στην Le Monde livres, δηλαδή, πως ο Μερσώ του Καμύ και ο Χαρούν του Νταούντ, θα πρέπει να μελετώνται δίπλα δίπλα πλέον.

Εν κατακλείδει, αυτό το έξοχο μυθιστόρημα που διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον ως την τελευταία σελίδα, δηλώνει την ουσία του με μια φράση του αφηγητή του:

 

«Αυτή η ιστορία είναι η ιστορία όλων των ανθρώπων εκείνης της εποχής».

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top