Fractal

«Ανθρώπινα ροκανίδια μέσα σ’ έναν κόσμο σκληρό και άγριο»

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Sebastian Barry «Μέρες δίχως τέλος», Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, Εκδόσεις Ίκαρος

 

«Μόλις είχε σβήσει η δροσιά από τα μάγουλα» του Τόμας όταν παρουσιάστηκε εθελοντής στα δεκαεφτά του χρόνια, για να αποκτήσει έστω και αυτό το άθλιο μεροκάματο του στρατού, σε μια Αμερική διαλυμένη από την πείνα, στην δεκαετία του 1850. Ταυτόχρονα κατατάσσεται στο ιππικό και ο Τζον, ο καλύτερος φίλος του, ο μοναδικός στην ουσία.

Ξεκινούν μαζί την απίστευτη ζωή των Γιάνκηδων, οι οποίοι έχουν ιερή αποστολή των αφανισμό των σκληρών και άκαρδων Ινδιάνων που μόνο να σκοτώνουν θέλουν, αυτή ήταν η παγιωμένη άποψη όλων. Πρόκειται για δυο παιδιά «ανθρώπινα ροκανίδια μέσα σ’ έναν κόσμο σκληρό και άγριο», που απλά ψάχνουν μια μπουκιά φαγητό και είναι έτοιμα να εισπράξουν δύο δολάρια για κάθε κεφάλι Ινδιάνου,  διασχίζοντας ατελείωτες πεδιάδες ώσπου να φτάσουν στον προορισμό τους.

 

«…γύρω τους απέραντη ερημία, στους ώμους τους αλλόκοτος μανδύας η παγωνιά κι ο κρύος αγέρας κι από πάνω τους ο μεγάλος μαύρος ουρανός με τ’ αστέρια του, σαν πελώριος δίσκος κεντημένος με μπριλάντια και διαμάντια».

 

Τα αγόρια ρίχνονται με μανία στον απάνθρωπο αφανισμό των Ινδιάνων, σκοτώνουν για να ζήσουν, θυμωμένοι ωστόσο με τους εαυτούς τους γιατί ήξεραν πόσο παράξενη ευχαρίστηση είχαν νιώσει μ’ αυτή την άδικη επίθεση.

 

«… Κάποιοι από μας κλαίγανε, όμως αυτά τα δάκρυα δεν τα ’ξερα. Άλλοι πετούσαν ψηλά τα καπέλα τους, σαν να πανηγύριζαν. Άλλοι πάλι είχαν σηκώσει τα χέρια και κρατούσαν τα κεφάλια τους, σαν να ’χαν μόλις ακούσει πως πέθαναν δικοί τους άνθρωποι, αγαπημένοι. Ήταν λες και δεν υπήρχε κανείς ζωντανός εκεί πέρα, ούτε καν εμείς. Είχαμε βρεθεί αλλού, δεν ήμασταν εκεί. Φαντάσματα ήμασταν… Ακόμα κι αν εσύ δεν θέλεις άλλο και δεν αντέχεις, ακόμα κι αν έχεις κουραστεί από κάτι και θες να πάψεις, άμα η Μοίρα σου σε βάζει εκεί, και σε στριμώχνει και σου τρίβει τη μούρη εκεί που δεν θες ούτε να κοιτάξεις, θέλοντας και μη το κάνεις…»

 

Προχωρούν ασταμάτητα, στοιχισμένοι πίσω από τους ιχνευτές τους, καίνε ινδιάνικα χωριά και σκοτώνουν οδηγούμενοι από αξιωματικούς τραχείς, πότε με αδιανόητη παγωνιά πότε μέσα στην κάψα του καλοκαιριού, πεινασμένοι, διαλυμένοι από την αϋπνία και την κούραση, άρρωστοι. Κι ο φόβος, «αρκούδα κρυμμένη στην καρδιά της κοροϊδίας», να τους αναγκάζει να σκεφτούν τι γυρεύουν εκεί πέρα, αν και κάτι σ’ αυτή την ιστορία τούς δένει γερά μεταξύ τους.

 

«Ο καθένας μας έχει μια μπαταριά στο μουσκέτο του και τη φυλάει για ένα σίγουρο χτύπημα, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα μέσα σ’ αυτό το μπέρδεμα….Δεν είμαστε εραστές που τρέχουν ν’ αγκαλιαστούν, αλλά υπάρχει μια αίσθηση τρομερής ένωσης, λες και το κουράγιο βλέπει κουράγιο απέναντί του και λαχταράει να γίνει ένα μαζί του…»

 

Ύστερα από χρόνια οι δύο φίλοι αποστρατεύονται και φεύγουν από το οχυρό, παίρνοντας μαζί τους για υπηρέτρια μια από τις μικρές αιχμάλωτες Ινδιάνες, σχεδόν παιδί ακόμα. «Η μαγεία του άγνωστου μέλλοντος διαπερνάει τα κόκαλά τους». Η μικρή Γουινόνα εκπολιτίζεται κοντά τους και τους χαρίζει αφειδώλευτα γέλια κελαρυστά και στιγμές χαράς που ζεσταίνουν την καρδιά τους. Σαν να ήταν κόρη τους. Η ευτυχία – παρά τη βία που κυριαρχεί – φαίνεται να τους χαμογελά και δίνει την εντύπωση πως οι μέρες τους θα είναι δίχως τέλος, διαμορφώνοντας το πορτραίτο μιας ευτυχισμένης οικογένειας, παρά τις ιδιαιτερότητες των δύο ερωτευμένων αντρών, οι οποίοι δεν κρύβουν πια πως είναι ζευγάρι στη ζωή όπως και στον πόλεμο.

Μόνο που όπως πάντα συμβαίνει, οι στιγμές ευτυχίας δεν κρατάνε πολύ. Ένας άλλος πόλεμος ξεσπά. Ο αμερικάνικός εμφύλιος αυτή τη φορά. Οι δύο φίλοι κατατάσσονται και πάλι στο παλιό τους τάγμα, αφήνοντας τη μικρή Γουινόνα στη φύλαξη ενός γερο-νέγρου. Ρίχνονται από την αρχή, με την ίδια λύσσα, στη μάχη, πολεμώντας για έναν κόσμο καινούριο, για την πολυπόθητη Ένωση. Η πατρίδα ζητά την αφοσιωμένη πίστη τους, δίνοντας ως αντάλλαγμα μόνο θάνατο.

 

«… Πώς μπορεί ο Θεός και θέλει να πολεμάμε σαν ήρωες και μετά να καταντάμε ένα κομμάτι καμένο κρέας, που ούτε οι λύκοι δεν καταδέχονται; …Τα παιδιά που δεν είχαν ξαναδεί μάχη, είναι σαν ζεματισμένα. Τέτοια πράγματα φριχτά δεν είναι να τα βλέπεις. Κάνουν ζημιά. Κάποιοι τρέμουνε μέσα στα αντίσκηνά τους και δεν συνέρχονται, όσο παστό κρέας, όσο ουίσκι κι αν τους δώσεις. Όχι μουσκέτο, ούτε πιρούνι δεν μπορούνε να κρατήσουν…. Πώς θα μετρήσουμε όλους τους ανθρώπους που θα χαθούν σ’ αυτόν τον πόλεμο; Χτυπάνε τα δόντια μου. Δεν νομίζω πως γνώρισα πάνω από διακόσιες ψυχές στη ζωή μου, διακόσιους ανθρώπους να τους ξέρω με τ’ όνομά τους δηλαδή. Οι ψυχές δεν είναι ποτάμια που κυλάνε, κυλάνε ώσπου να φτάσουν στον καταρράχτη και να γκρεμιστούν στο θάνατο. Δεν είναι έτσι οι ψυχές των ανθρώπων · αλλά ο πόλεμος έτσι τις θέλει. Μας περισσεύουν τόσες ψυχές;»

 

Sebastian Barry

 

Μέσα στην άχρονη ομίχλη της μάχης, όλοι, δειλοί και γενναίοι, εχθροί και συμπολεμιστές, γίνονται ένα. «Άνθρωποι που πεθαίνουν απ’ τον θάνατο τον ίδιο», χαμένοι στον ζόφο του πολέμου που ρημάζει τα πάντα στο πέρασμά του. Λες και έχουν βαλθεί να αφανίσουν την Αμερική αντί να την αναγεννήσουν.

Κάποτε ξημερώνει η μέρα που ο πόλεμος τελειώνει και οι δύο φίλοι, ανταμωμένοι πια με την μικρή τους Ινδιάνα, κάνουν σχέδια, νιώθουν και πάλι «τη φαγούρα της ζωής». Ένας μισότυφλος παπάς παντρεύει τον Τζον και τον Τόμας- Τομαζίνα, αφού, «μέσα στην γενική ευφορία του τέλους του πολέμου, μια στάλα τρέλα δεν πειράζει κανέναν».

 

Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία με όμορφα δομημένους ήρωες, βαθιά ατμοσφαιρική, σκληρή και τρυφερή ταυτόχρονα. Ένα βιβλίο πολεμικό και λυρικό μαζί, με εξαιρετική χρήση της γλώσσας και λόγο συχνά αποφθεγματικό, γοητευτικό και έντονο. Το μεστό λογοτεχνικό ύφος για το οποίο είναι γνωστός ο Sebastian Barry, του χάρισε επάξια, και γι’ αυτό το μυθιστόρημα, βραβεία και διακρίσεις. Ιδιαίτερη μνεία ωστόσο αξίζει και στην Μαρία Αγγελίδου για την εξαιρετική μετάφραση.

Γραφή απλή και κρυστάλλινη σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση γεμάτη ζωντάνια, δημιουργεί έντονα συναισθήματα και γλαφυρότατες εικόνες των τόπων αλλά και της αλλόκοτης αγάπης που έχουν μεταξύ τους αυτοί οι άντρες, οι στρατιώτες.

Παρά τις σκηνές που αποδεικνύουν περίτρανα τη δύναμη της αγάπης η οποία μπορεί να ομορφύνει την ασχήμια, ο αντιπολεμικός χαρακτήρας του βιβλίου, παρασύρει τον αναγνώστη σε πάμπολλες αναρωτήσεις, χωρίς ίχνος διδακτισμού ωστόσο.

Ο συγγραφέας έχει αφιερώσει το «Μέρες δίχως τέλος» στον γιο του και στη διερεύνηση της δικής του σεξουαλικότητας, σαν να προσφέρει μια ήρεμη και γλυκιά αποδοχή, με φυσικότητα και αξιοσέβαστη διακριτικότητα.

 

Αν με μια φράση του συγγραφέα ήθελα να τονίσω ένα από την πληθώρα των μηνυμάτων αυτής της ιστορίας που διαβάζεται απνευστί, αυτήν θα διάλεγα:

 

«Η ζωή θέλει να σε γονατίσει, να σε τσακίσει. Κι εσύ, πρέπει να τα ξεπερνάς όλα χορεύοντας»

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top