Fractal

Όταν η ποίηση επισημαίνει πώς πεθαίνει η ζωή στην καθημερινότητα

Γράφει ο Γιάννης Πλαχούρης // *

 

Νατάσα Βασιλάκου «Μέρα σαν όλες τις άλλες», εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος

 

Η πρώτη ποιητική συλλογή της αγαπητής φίλης Νατάσας Βασιλάκου, με τον γενικό τίτλο «Μέρα σαν όλες τις άλλες» νομίζω πως ενδιαφέρει για πολλούς λόγους.

Πρώτος λόγος είναι η κατεύθυνση της συλλογής και η χρησιμότητά της σε μια αδιέξοδη και θολή υπαρξιακά χρονική περίοδο. Ανήκει στα έργα που προωθούν, χωρίς να συνθηματολογούν, την ανάγκη της κοινωνικής ζωής, με τη διαπίστωση ότι παρόμοια ζωή γίνεται ανυπόφορη όποτε οι άνθρωποι ισοπεδώνονται στο βόλεμά τους. Δέχεται πράξεις που η ηθική τους δημιουργείται στο παρόν ως λογικό αποτέλεσμα∙ κατανοεί συμπεριφορές με την προϋπόθεση ότι σέβονται τον συνάνθρωπο, ο οποίος είναι και το όριο που καθορίζει την προσωπική μας ελευθερία. Η ποίησή της υποφέρει για τα ατομικά και συλλογικά λάθη μας, μπορεί, όπως γράφει, να «κοιτάζει τον ήλιο που κοιτάς/όσο τα μάτια τα δικά σου είναι ανοιχτά/αλλιώς δεν θέλω άλλον ήλιο», δεν αφήνει τον άνθρωπο να χάσει την πραγματικότητα ούτε στον ύπνο του, να γίνει δηλαδή «θεατής του αόρατου», και τον ξυπνά βάζοντας «τον ρεαλισμό μέσα στα όνειρά του».

Ο δεύτερος λόγος είναι πως όλα αυτά θα μπορούσαν εύκολα να στρατευθούν αλλά δεν στρατεύονται, δεν πειθαρχούν σε διακηρύξεις, δεν υποχωρούν, δεν δένονται από τα δεσμά που συνήθως επιλέγουμε για να νιώσουμε ασφαλείς, τυλίγοντας με σχοινιά  τον εαυτό μας. Αντίθετα η Νατάσα προσπαθεί –και το κατορθώνει, πιστεύω– αναδεικνύοντας διάφορα περιστατικά ζωής μέσω της Τέχνης, να μας πάει σε δρόμους όπου μπορούμε ν’ αντιληφθούμε το πόσο απλά το καθημερινό γίνεται διαφορετικό· πόσο εύκολα γεμίζει, αν θέλουμε, το άδειο «μιας επαναλαμβανόμενης ημέρας» –αρκεί να ακολουθήσουμε τον τρόπο που αδιάφορες καταστάσεις ζωής και η συνακόλουθη συναισθηματική νέκρωση μπορούν να επιστρέψουν το αίσθημα που διώξαμε· πώς συμβαίνει να μεταβάλλουμε σε κέρδος τη ζημιά από τις τραυματισμένες κοινωνικές δράσεις και σχέσεις –αρκεί να δούμε γύρω μας τη δυναμική της ποιότητας, του έρωτα, της συμπαράστασης, της γόνιμης θλίψης, να μεθύσουμε από την ωφέλεια της βαθιάς σκέψης.

 

Ξημέρωσε στο φρύδι του γυαλού(…)

εσύ στ’ απάνεμο μπαλκόνι τι περιμένεις (…)

μυρίζει θάνατο η ζωή.

Οι παραπάνω στίχοι διευκολύνουν να διευκρινίσουμε ότι πρόκειται για μια καθημερινότητα που προκύπτει από έρωτες προς τ’ αντικείμενα της εποχής μας (με τα νοήματα που συμπεριλαμβάνουν, όπως: ευδαιμονισμό, πλούτο, μοντερνισμό,  κλπ.), και αναπτύσσεται στον χρόνο που ορίζεται ως η διάσταση που δημιουργούν οι μνήμες καθενός από εμάς («συναλλάσσω με τον χρόνο αμύθητους θησαυρούς τις αναμνήσεις μου» το περιγράφει). Θεωρητικά η τεχνολογία αναπτύχθηκε για να βοηθήσει τον σύγχρονο κόσμο που, θέλοντας ή μη, υποχρεώνεται πια να συμμορφωθεί με τη χρήση της. Έτσι η καθημερινότητα έχασε τη φυσικότητά της, (παράδειγμα το ημερόνυχτο, οι εναλλαγές των εποχών ή το επαναλαμβανόμενο ξημέρωμα στο φρύδι του γυαλού) και κατάντησε μια τεχνητή, βίαιη, ασφυκτική καθημερινότητα, όπως την επεσήμανε πολύ έγκαιρα στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ο ποιητής Νίκος Καρούζος.

Ένας ακόμα καθοριστικός λόγος ενδιαφέροντος είναι ότι με αφορμή τη συγκεκριμένη συλλογή, πιστεύω πως μπορούμε να φτάσουμε και στις αθέατες πτυχές μιας έκδοσης, αρκετές από τις οποίες δεν είναι εύκολο ή είναι και αδύνατον να προσεγγίσει ο αναγνώστης, λόγω θέσης. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η επισήμανση αυτών των πτυχών, καθώς ορισμένες αφορούν καίρια λογοτεχνικά ερωτήματα, τα οποία είναι υποχρεωμένος να απαντήσει κάθε καλλιτέχνης, σχετικά με τη δημιουργία του.

Έχω την τιμή να γνωρίζω, με λίγους ακόμα, ένα πολύ μεγάλο μέρος της διαδρομής του βιβλίου της από την αρχή του. Γνωρίζοντας τα ποιήματα, πιέσαμε για την έκδοση, ξεπεράστηκαν οι δισταγμοί, το βιβλίο πήρε τον δρόμο του.

 

Νατάσα Βασιλάκου

 

Ας μείνουμε λίγο εδώ. Ήθελε να γράψει μεν, δεν ήθελε να δημοσιοποιήσει δε. Πρόκειται για ποιήματα κρατημένα χρόνια, θεματικά επίκαιρα, εύστροφα, χυμώδη, έτοιμα. Το έργο ανήκει στον δημιουργό ή στον αναγνώστη; Για να ισχυροποιήσω τη σημασία του ερωτήματος –ανεξαρτήτως λογοτεχνικού μεγέθους– θυμίζω ότι η Ντίκινσον δημοσίευσε ελάχιστα ποιήματα όσο ζούσε, ο Κάφκα κρατούσε στο συρτάρι του κάποια μυθιστορήματα, κι αν ένας φίλος του τηρούσε τον όρκο που του έδωσε, τα μυθιστορήματα θα είχαν καεί. Η Νατάσα Βασιλάκου υποδεικνύει πως πρέπει να ασχολείσαι με την Τέχνη, να ευχαριστιέσαι απ’ ό,τι κάνεις και να επικοινωνείς, χωρίς να νοιάζεσαι για την έκταση της επικοινωνίας. Ποιήματα ριγμένα μποτίλια στο πέλαγος των φίλων, και όχι μόνο. Παλμοί ψυχής προς όποιον έχει αυτιά να τους ακούσει.

 

Αντιστάθηκε

και συγκλίνοντας αποκλίνοντες άξονες

θυρίδα άνοιξε

να χωρέσουν τ΄ αστέρια

αυτά που πέφτουν για να γίνουν ευχές.

     

Στο μεταξύ διάστημα, μέχρι την έκδοση, τους προβληματισμούς που είχε για τα φυσικά χαρακτηριστικά της συλλογής της (σχήμα, όγκο, υλικό, γραμματοσειρά)∙ τις αποφάσεις της για την τελική μορφή των ποιημάτων∙ είδαμε μέρος της επεξεργασίας τους, τις διορθώσεις της, ώστε το πραγματικό του μέσα κι έξω χώρου να γίνει «δικό της» και να μεταφερθεί ζωντανό στην ανάγνωση∙ χάρηκα για την τύχη που είχα να δω αυτές τις παρεμβάσεις της, οι οποίες, λόγω ειδικής γνώσης, αφορούν από την αρχή έως το τέλος του βιβλίου. Σπούδασε Εσωτερική Διακόσμηση, Ζωγραφική και Γραφικές Τέχνες στο Κέντρο Τεχνολογικών Σπουδών. Φιλοτέχνησε το εξώφυλλο, έχτισε/έστησε η ίδια το βιβλίο. Έτσι εδώ  παρουσιάζεται η σπάνια περίπτωση κρίσης ενός ολοκληρωτικά δικού της έργου και στις τρεις μορφές τέχνης του (ζωγραφικό εξώφυλλο-ποιήματα-γραφιστικά). Καταλαβαίνετε τη διαφορά. Το στήσιμο (σχήμα – χαρτί – γράμματα κ.ά) γενικά στοχεύει στην άνεση, θέλει να προκαταλάβει και να μειώσει τις αντιστάσεις μας. Άλλοτε διευκολύνει, σπανιότερα  κρυπτογραφεί. Αναδείχθηκε πάντως σε Τέχνη. Γνωρίζετε τα σχηματικά/οπτικά ποιήματα των Απολλιναίρ, Εγγονόπουλου, Ελύτη κ.ά. που ενσωματώνουν τον λόγο στην τυπογραφία. Έχουμε κι εδώ μια άσκηση με ποίημα ακροστιχίδα και λεκτρισμό, αλλά η Νατάσα τώρα μένει στην παράδοση. Το στήσιμο του βιβλίου είναι κλασικό, πολύ προσεγμένο. Τυπώνεται με φωτοστοιχειοθεσία, την απολύτως σύγχρονη διαδικασία εκτύπωσης.

Το εξώφυλλο είναι η πόρτα που θα προστατεύσει τις σελίδες, θα προσελκύσει ή θα απωθήσει τον δυνητικό αναγνώστη. Το εξώφυλλο της συλλογής είναι ζωγραφικό έργο της, που αποδίδει με απαλούς χρωματισμούς την αύρα που θα βρει ο αναγνώστης στη συνέχεια. Προβάλλεται ένα αόριστο αλλά πολύ σταθερό περιβάλλον, με ακίνητα σχήματα, σαν σκηνικό που συμβαίνει σε δρόμο ή διάδρομο (δηλαδή όμοιος ο έξω με τον μέσα χώρο) όπου κυριαρχεί, μολονότι είναι πολύ λιγοστό, το φως, χυμένο παντού σε τοίχους, σε δάπεδα, ώστε να μην αφήνει γωνίες, σαν μια συνείδηση που κυριαρχεί στο σκοτάδι, έστω κι αν δεν μπορεί να το διώξει. Το οπισθόφυλλο είναι πράσινο, μόνο χρώμα, καμιά σημείωση, πιθανός συμβολισμός της καρδιάς και της ελπίδας.

Επομένως Εξώφυλλο – Γραφιστικά συνυπάρχουν όχι ως δάνεια από ζωγραφικούς πίνακες ή αποφάσεις μετά από υποδείξεις σε ατελιέ, όπως συμβαίνει στις περισσότερες εκδόσεις, όχι σαν κίνηση ξεχωριστών στοιχείων από διαφορετικούς δημιουργούς που οφείλουν τα έργα τους να ενωθούν σε κάποιο αποδεκτό αισθητικό αποτέλεσμα, αλλά εμφανίζονται ως πρωτογενής δημιουργία, υπογραμμίζουν τη δυνατότητα της ψυχής να εκπνέει σε πολλές μορφές τον εαυτό της. Καμία έκδοση δεν είναι μόνο ό,τι φαίνεται. Έχει σώμα και λόγο, που η τελική ευθύνη τους βαρύνει τον καλλιτέχνη. Είναι σημαντικό παρόμοια υπόδειξη να έρχεται από μια πετυχημένη εκδότρια, ως ουσιαστική απάντηση σ΄ ένα άλλο παλιό ερώτημα για το σημείο τομής των αρμοδιοτήτων εκδότη και συγγραφέα.

Η συλλογή ξεκαθαρίζει από την πρώτη σελίδα πού αφιερώνεται: του Σταύρου. Γενική κτητική δίχως προσδιορισμό, επειδή προφανώς του Σταύρου ανήκουν όλα. «Προεκτείνεται στο αδιάβλητο», του παραδίνεται «απόστροφος του σ’ αγαπώ», ή «καληνύχτες στα σεντόνια που προσμένουν τον ιδρώτα σου ν΄ αγαπήσουν», σαν «αχώριστα συναισθήματα Αγάπη και Πόνος οδεύουν στην απεραντοσύνη της συνύπαρξης».

Τα θέματα που ακολουθούν είναι οικεία. Πρόσφυγες, γκρεμόσπιτα, μάταιες αναμονές, ελπίδες θηλιασμένες στο αύριο με ατακτοποίητο το σήμερα, εγκύκλιοι, πλάνα διαχείρισης σχέσεις επαγγελματικές ή άλλες, πρότζεκτ για τριαντάφυλλα, ειδήσεις, μια μέρα σαν τις άλλες. Η εξιστόρηση είναι συγκεκριμένη. Η διήγηση συγκροτημένη. Νοηματικά σφιχτή, πολυθεματική, σαφής. Μοιάζει περισσότερο με συμπεράσματα, με προτέρημα την δυνατή, πρωτότυπη εικόνα. Λέξεις στο σύνολό τους απλές, ακριβώς για να μη χαθεί αυτό που περιγράφουν. Τον ρυθμό σε πολλά σημεία δίνουν πότε παρηχήσεις (προβάλλει ανηδονία πλασματικά ηδονική/ με στέλνει απόστροφο του σ΄ αγαπώ στον τοίχο) πότε οι τόνοι κι εσωτερικές ομοιοκαταληξίες (ευωδιαστές οι μυρωδιές της σκέψης μου ζωγραφιστές καρδιές οι καληνύχτες στα σεντόνια).

Κλείνω αναστρέφοντας τον λόγο του δασκάλου μου, πανεπιστημιακού καθηγητή Φιλοσοφίας Γιώργου Φαράντου που ξέρω θα έγραφε, αν η μοίρα του επέτρεπε να είναι μαζί μας ακόμα εδώ, με  την αγάπη του για τη Νατάσα Βασιλάκου και με τον ιδιότυπο λόγο του ότι:

Η Νατάσα Βασιλάκου – Ζαχαροπούλου είναι μια δημιουργός ανάμεσά μας, δηλαδή «εν μέσω ημών» μέσα σε ένα κόσμο που είναι δικός μας και δεν είναι δικός μας, είναι οικείος και ξένος, καθ΄ ημάς και χωρίς ημάς, ημέτερος, κοινός και αλλότριος που χαρακτηρίζεται από ακοσμία, μέσα στην τάξη του εμφανίζονται βλάβες καταστροφές, μέσα στην δυναμική του αδυναμίες, μέσα στη δομική συναρμογή του δυσαρμονίες και κρυπτόγαμα κίνητρα. Πρόκειται για μια διάγνωση η οποία οδηγεί όχι στην παθολογία του σύγχρονου ανθρώπου, αλλά στην αναστοιχείωσή του, στην ποιητολογική αναμέτρηση της ιστορικής ύπαρξης του ανθρώπου ανάμεσά μας.

 

 

* Ο Γιάννης Πλαχούρης είναι δημοσιογράφος. Γράφει ποίηση, παραμύθια και βιβλιοκριτικές προσεγγίσεις

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top