Fractal

Αυτογνωσία, αναγκαστικοί συμβιβασμοί και συναισθηματική ωριμότητα

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

 

Τζένη Μανάκη, «Με το χέρι στο στήθος». Εκδόσεις Ωκεανίδα. Δεκέμβριος 2020, Αθήνα

 

Στο καινούργιο, τέταρτο πια, μυθιστόρημα της Τζένης Μανάκη η νεαρή γυναίκα που ακούει στο όνομα Νικολέττα-Θεοδώρα Πάζη, μια Ελληνίδα δημοσιογράφος που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο καλύπτοντας κοινωνικά θέματα για ένα πολιτικό περιοδικό, έρχεται εντελώς τυχαία σ’ επαφή με κάποιον  που της φέρνει στο νου έντονα τον άντρα από τον πίνακα του Γκρέκο, ‘Ο ευγενής με το χέρι στο στήθος’. Ο αναγνώστης γρήγορα γνωρίζει κάποιες λεπτομέρειες από το βιογραφικό σημείωμα της αφηγήτριας και της οικογένειάς της. Τώρα βρίσκονται στον κόσμο μόνο η αδελφή της, η Αίγλη, και αυτή, αφού η μεν μητέρα τους πέθανε, ενώ ο πατέρας τους, γιατρός στο επάγγελμα, και ο αδελφός τους σκοτώθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η αδελφή της τελικά εγκατέλειψε την ιατρική όταν η μητέρα της αρρώστησε και έμεινε στο νησί του Αιγαίου, όπου οι αδελφές γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, δίνοντας συνέχεια σε ένα γάμο, στην κυριολεξία, άτυχο.

 

Ελ Γκρέκο, Ο Ευγενής με το χέρι στο στήθος (1580).

 

Η αφηγήτρια από το Λονδίνο βρίσκεται για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στην Τύνιδα της Τυνησίας, απελευθερωμένη σε ικανό βαθμό, αλλά όχι τελείως, από την προηγούμενη σχέση της με τον Μαξ, όταν γνωρίζει τον Φουάντ Μαζίν, έναν συγγραφέα γεννημένο στη Τζέρμπα, από πατέρα Αλγερινό και μητέρα Γαλλίδα, όχι τόσο αρεστό στην εξουσία της χώρας του και πολέμιου των εξτρεμιστικών ισλαμικών επιθέσεων και των όποιων βιαιοτήτων λαμβάνουν χώρα στο όνομα της θρησκείας. Εκείνος, κατοικούσε αναγκαστικά ανάμεσα στο Παρίσι και το Αλγέρι. Η εκμαυλιστική και χαρούμενη μεσογειακή ατμόσφαιρα του Σιντί Μπου Σαΐντ, γνώριμη κατά κάποιο τρόπο στην αφηγήτρια από την πατρίδα της, το δικό της νησί στην καρδιά του Αιγαίου με τα άσπρα και μπλε χρώματα, την οδήγησαν σταδιακά και αθόρυβα στην αγκαλιά του Φουάντ. Ήταν ένα από εκείνα τα συνέδρια τα οποία, σύμφωνα με τη γνώμη εκείνου, ωφελούν αποκλειστικά τους συμμετέχοντες συνέδρους σε αυτό, επειδή είτε πλουτίζουν τεχνηέντως το βιογραφικό τους σημείωμα, είτε «…διασκεδάζοντας δωρεάν σε κάποιον νέο τόπο». Έτσι έμαθε σύντομα απ’ αυτόν, πως η γυναίκα του δολοφονήθηκε πριν λίγα χρόνια, ενώ ο μικρότερος γιος του, ο Μαρίντ, φαίνεται ότι δείχνει περίεργη στροφή σε μια ασυνήθιστη θρησκευτικότητα, εκφράζοντας φόβους ότι πιθανόν να στρατολογήθηκε από ακραίους ισλαμικούς κύκλους σε ομάδα με άγνωστους σκοπούς και μεθοδεύσεις. Το χειρότερο απ’ όλα είναι πως κατά πάσα πιθανότητα εκείνος που προσπάθησε να εμπλέξει τον μικρό γιο του στην οργάνωση, είναι και ο δολοφόνος της μητέρας του, μέλος κάποιας επίσης εξτρεμιστικής μουσουλμανικής ομάδας. Η συγγραφέας μας πληροφορεί τις βαθύτερες πεποιθήσεις του λογοτέχνη και μυθιστοριογράφου Φουάντ, όταν εκείνος δηλώσει στην αφηγήτρια, πως «… Η έλλειψη στοιχειώδους μόρφωσης σε συνδυασμό με την απόλυτη φτώχεια αποτελούν παράγοντες εύκολης πρόσβασης στον φανατισμό και στην εκδίκηση που αποκαθηλώνει κάθε στοιχείο πολιτισμού και φτάνει μέχρι την αυτοκαταστροφή». Βρίσκονταν ακόμα στη μνήμη των περισσότερων γεγονότων που τάραξαν την Αλγερία και έμειναν γνωστά ως ‘Μαύρος Οκτώβρης’ τον οποίο οσονούπω ακολούθησαν μεγάλα διαστήματα ταραχών και εξεγέρσεων.
Στο όμορφο προάστιο της Τύνιδας, μέσα στο ηλιόλουστο και ζεστό περιβάλλον, πλημμυρισμένο από τις όμορφες μπουκαμβίλιες και όλα τα πολύχρωμα λουλούδια, η αφηγήτρια αρχίζει να ερωτεύεται και κάπως έτσι δρομολογούνται και τα αισθήματα εκείνου γι’ αυτή. Ακολουθούν περιστασιακές συναντήσεις στο Λονδίνο, όπως όταν εκείνος ήρθε να δρομολογήσει την αγγλική έκδοση ενός καινούργιου βιβλίου του, με τις ανάλογες συναντήσεις και διασυνδέσεις τους. Όμως παράλληλα με την πορεία της αφηγήτριας, πορεύεται και η ιστορία της αδελφής της, της Αίγλης, που ταλαντεύεται μεταξύ του νησιού και της Αθήνας όπου μεταβαίνει είτε λόγω της σχολής της, είτε ακολουθώντας κάποια σκιρτήματα της καρδιάς της. Η αφηγήτρια δείχνει να γνωρίζει καλά την πόλη του Λονδίνου και να είναι προσαρμοσμένη δεόντως στη ζωή εκεί, αλλά στην πραγματικότητα ο νους της πετάει συχνά στην Ελλάδα με έκδηλη νοσταλγία. Πίσω στο νησί τους, η ίδια, γνωστή και απαράλλαχτη επαρχιακή νοοτροπία, αλλά και εκφάνσεις παράλληλα της σύγχρονης πραγματικότητας με πολίτες άλλων χωρών που βρήκαν εκεί αποκούμπι, αλλά και με τον ερχομό κάποιων απελπισμένων μεταναστών, τελευταία. Η όλη αφήγηση του μυθιστορήματος εμπλουτίζεται σε συχνά διαστήματα με την αναφορά σε υποθέσεις βιβλίων, θεατρικών και κινηματογραφικών έργων και λόγων μεγάλων συγγραφέων και μερικές φορές με λεπτομερέστερη ανάλυση των κειμένων τους, αλλά και των ενεργειών των πρωταγωνιστών τους, με πρόσχημα την απασχόληση της αφηγήτριας αφ’ ενός ως υπεύθυνης τώρα του πολιτιστικού ρεπορτάζ, και του επαγγέλματος αφ’ ετέρου του εραστή της, Φουάντ. Μετά τις αδιάκοπες μετακινήσεις των πρωταγωνιστών μεταξύ Λονδίνου και Παρισιού, καθώς και μεταξύ Λονδίνου, Αθήνας και μικρού νησιού, ενσκήπτει η οικονομική κρίση λόγω της πανδημίας η οποία επηρεάζει μεταξύ των άλλων και τον χώρο του πολιτισμού, ο οποίος πλέον φάνταζε ως περιττή πολυτέλεια για όλους, πολίτες, επιχειρήσεις και κυβερνήσεις. Οι απολύσεις των εργαζομένων και οι περιορισμοί στη διακίνηση των εντύπων, εφημερίδων και περιοδικών, αλλάζει δραματικά το προσκήνιο και δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα. Πίσω, στην πατρίδα των δύο αδελφών, εκτός από την οικονομική κρίση διαφαίνεται άλλος κίνδυνος, εκείνος των μεταναστών, ειδικά στα νησιά του Αιγαίου. Τα τελευταία οικονομικά και κοινωνικά γεγονότα τροποποιούν τις συμπεριφορές των κύριων χαρακτήρων του μυθιστορήματος. Για τις αδελφές, ενώπιον όλων αυτών, το αιγαιοπελαγίτικο νησί τους φαντάζει ως η πλέον κατάλληλη επιλογή για παραμονή. Άλλα γεγονότα, ωστόσο, γίνονται παράλληλα στην οικογένεια του Φουάντ που επίσης διαμορφώνουν γεγονότα, καταστάσεις και περαιτέρω επιλογές. Προς το τέλος του βιβλίου, η αφηγήτρια αναρωτάται γιατί και πως δημιουργείται εκείνη η έρημος που χωρίζει τους περισσότερους ανθρώπους, «…γιατί πάντα το προσωπικό προηγείται του συλλογικού, ακόμα κι’ αν μέσα στο συλλογικό περιλαμβάνονται και αγαπημένοι απομακρυσμένοι από τη γεωγραφία ή τον χρόνο».

 

Τζένη Μανάκη

 

Τελειώνοντας την ανάγνωση του μυθιστορήματος, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με τις λεπτομέρειες της τελευταίας δεκαετίας, όπως αυτή σημάδεψε χώρες, ανθρώπους, νοοτροπίες, συμπεριφορές, διαπροσωπικές σχέσεις και γενικότερες ενέργειες. Η Νικολέτα βρίσκεται στον γεωγραφικό τόπο όλων των γεγονότων του βιβλίου, αφού άλλωστε αποτελεί και την μοναδική αφηγήτρια. Ο χαρακτήρας της είναι καλά αναπτυγμένος, είναι προσγειωμένη αρκετά στον περίγυρο όπου ζει και δραστηριοποιείται, παρά τις όποιες μικρές συναισθηματικές της αδυναμίες. Πενθεί με τον τρόπο της την απώλεια των γονιών της, του αδελφού της, και για κάποιο διάστημα γίνεται συνένοχος κάποιων ατυχιών της αδελφής της. Τουλάχιστον, όμως, δημιουργεί μια στέρεα και αληθινή σχέση με τον Φουάντ, παρά τα πολλαπλά προβλήματα εκατέρωθεν. Επιστρέφοντας στο νησί, έρχεται κοντύτερα με την Αίγλη, την αδελφή της, κάποια καλά κρυμμένα μυστικά της οποίας αρχίζουν να ξετυλίγονται σταδιακά, τα οποία σε μεγάλο βαθμό δικαιολογούν και τις συμπεριφορές της αδελφής της απέναντι σε συγκεκριμένα πρόσωπα και κυρίως τις ψυχικές μεταπτώσεις του χαρακτήρα της, ενώ ταυτόχρονα διαφαίνεται να διαγράφεται στον ορίζοντα και κάποιας μορφής συναισθηματική σταθερότητα. Στο μυθιστόρημα της Τζένης Μανάκη, βρίσκονται παντού διάλογοι και απόψεις πανεθνικές, οι έννοιες του έρωτα και του θανάτου, οι παράπλευρες απώλειες της οικονομικής κρίσης που συντάραξε την τελευταία δεκαετία την ανθρωπότητα, εθνικές συμπεριφορές και ιδιαιτερότητες, η τέχνη με όλες τις εκφάνσεις της, και τέλος οι πολιτιστικές διαφορές του δυτικού και του μουσουλμανικού κόσμου και βεβαίως οι προστριβές που προκαλούν στα δύο μέρη, χωρίς να αφήσουμε φυσικά εκτός της σχετικής λίστας το ζωτικής σημασίας επώδυνο θέμα της βίας, απ’ όπου κι’ αν αυτό προέρχεται.
Βέβαια δεν μπορούμε, διαβάζοντας και τούτο το βιβλίο, να παραβλέψουμε και να μην αναφέρουμε την υπέροχη και αριστοκρατική χρήση της ελληνικής γλώσσας από την Τζένη Μανάκη. Σκέψεις και ενέργειες που αναλύονται με έναν τρόπο που παραπέμπει σε γνωστούς μας μεγάλους ξένους συγγραφείς. Φράσεις, λέξεις, ιδέες, σκιαγραφούνται με ιδιαίτερη προσοχή μέσα σ’ ένα κείμενο-ψυχογραφία, κυριολεκτικά, των κύριων πρωταγωνιστών. Ένα μυθιστόρημα που διαπραγματεύεται τη χαμένη νιότη και σηματοδοτεί την ωριμότητα, γιατί «Η επόμενη μέρα μπορεί να ξημερώσει αλλιώς, με εκείνη την παράλογα αισιόδοξη διάθεση που με μετατρέπει σε πειραματόζωο της προσδοκίας», έλεγε ένας από τους χαρακτήρες! Τελικά, στη ζωή δεν προχωράς σίγουρα με την όπισθεν, αλλά μας επηρεάζουν οπωσδήποτε όλα όσα γεγονότα προηγήθηκαν χρονικά και σημάδεψαν ποικιλοτρόπως τη ζωή μας!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top