Fractal

“Με τα φτερά του έρωτα”

Γράφει ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου // *

 

 

Σκέψεις πάνω στην ποιητική συλλογή  της Ξανθίππης Ζαχοπούλου,  “Βαθύς ουρανός βυθός, θάλασσας”, Εκδόσεις “Ροδακιό”

 

 

Η ποίηση που σέβεται τον εαυτό της κι έχει λόγους ύπαρξης, υψώνεται στα μάτια του αναγνώστη σαν κάστρο ψηλό κι επιβλητικό. Ο αναγνώστης γνωρίζει πως κάπου υπάρχουν πύλες, όμως δεν τις διακρίνει με την πρώτη ματιά. Γνωρίζει ότι δεν πρέπει να έχει την αξίωση να τις βρει ορθάνοιχτες. Άλλωστε, πολύ συχνά, ό,τι προσφέρεται απλόχερα και χωρίς κόπο, γρήγορα κατατάσσεται στο μυαλό μας δίπλα στα ανούσια και βαρετά. Δε θέλω να πω μ` αυτό πως η ποιοτική ποίηση είναι κατ` ανάγκη ακατανόητη. Επιτρέψτε μου πάντως την άποψη πως η ποιοτική ποίηση δεν είναι εύπεπτη. Ακόμα κι αν δείχνει λεξιλογικά απλή, έχει πάντα βάθος δυσθεώρητο. Ό,τι γέννησε το πνεύμα κι η καρδιά ενός ανθρώπου δεν μπορεί να προσφερθεί με ρηχότητα, μόνο και μόνο για να μην κοπιάσει ο αναγνώστης. Η ποίηση της Ξανθίππης Ζαχοπούλου καλοδέχεται τον αναγνώστη και τον ταξιδεύει. Ηρεμεί το νου και την ψυχή. Είναι, όμως, ποίηση απαιτητική και βαθιά.

Η Ξανθίππη Ζαχοπούλου στη νέα της ποιητική συλλογή Βαθύς ουρανός, βυθός θάλασσας”, μιλά για έναν έρωτα που δεν τρίβεται και δεν ξεφτίζει, αλλά παραμένει πάντα λαμπερός, ζωντανός, καθαρός, σχεδόν διάφανος. Είναι ο  έρωτας της ψυχής που ποθεί να επιστρέψει στην ευτυχία που γνώρισε στον Κόσμο των Ιδεών, πριν επισκεφτεί τον φθαρτό και μάταιο κόσμο μας. Σύμφωνα με τις φιλοσοφικές θεωρίες του Πλάτωνα, αυτός ο έρωτας οδηγεί την ψυχή σε μια διαρκή αναζήτηση, σε μια διαρκή ανάταση, πάνω από τη σκόνη της ύλης, σε όσα αξίζουν πραγματικά, γιατί είναι αιώνια. Είναι μια ποίηση ανθρωπιστική, βαθιά φιλοσοφική, που αποφεύγει όμως να γίνει εγκεφαλική και στεγνή. Πλημμυρίζει από εικόνες που ρέουν γύρω, από φωνές που καλούν, από φώτα που σαγηνεύουν, καθώς η ψυχή αναζητά διαρκώς τον δρόμο της προς την άφθαρτη ομορφιά του “αιώνιου”.

Το βάθος του ουρανού και το βάθος της θάλασσας σύμφωνα με την ποιήτρια μάς βοηθούν να θυμηθούμε τη λησμονημένη μας καταγωγή. Τα πάθη, όμως, θολώνουν την όραση. Ο φθαρτός κόσμος μόνο σκόνη και στάχτη αφήνει. Η αγάπη, άπιαστη κι άφαντη, εξώκοσμη και μαγική, σαν ανεξάντλητη πηγή ενέργειας, γίνεται η δύναμη που μας στηρίζει στην αναζήτηση. Έτσι η φύση γίνεται ξαφνικά φιλική κι η ζωή κερδίζει ξανά αξία και νόημα. Ο έρωτας της ψυχής μας πλημμυρίζει γαλήνη κι η αρμονία μας διασώζει από το χώμα κι απ` τη φθορά του. Οι στιγμές μας περνούν με ταχύτητα φωτός. Μας σκεπάζει η λάμψη κι η φωτιά του ηλιοβασιλέματος. Η εφηβεία πόθησε το φως και την αγάπη. Τώρα ο καιρός ταξιδεύει σαν καράβι στη θάλασσα. Όσα μας πόνεσαν πέρασαν. Ακόμα κι αν η ζωή μάς λιθοβόλησε, υπάρχει πάντα περιθώριο για αναζήτηση της ομορφιάς. Μια στέγη να προσφέρει στη ζωή μας ασφάλεια και σταθερότητα είναι πάντα εφικτή. Μια στέγη που υψώνεται σε “αέρηδες ευωδιαστούς”:

 

Σπασμένοι καθρέφτες

 

Τώρα που μετράς

τις πέτρες που πέσαν στο κορμί σου

λιθοβόλια χρόνων χαλεπών

γυμνά στην άκρη των κυμάτων

τώρα μπορείς να χτίσεις τη σκέπη σου

με μύρτο και κανέλα και μυριστικά

να αναδύσεις τη ζωή σου

σε αέρηδες ευωδιαστούς χωρίς σταματημό

 

ταξίδια που λάτρευες

στο χέρι που λάτρεψες

 

Τώρα που μοιάζουν με παγόνια οι στιγμές

να μείνουνε  τα μάτια ανοιχτά

με τα φτερά να πάνε σε εικόνες φωτεινές

εκεί που είναι σπασμένοι οι καθρέπτες

κι η μέρα είναι πάνω απ’ τους αιώνες

και το φεγγάρι καίει μες στις πυγολαμπίδες

κει που φλέβες της γης είναι τα δέντρα

 

και οι καρποί το αίμα για να ζούμε.

 

Η ζωή μάς προσφέρει γνώση κι η γνώση νικά τα παραμύθια και τον τρόμο που κρύβουν. Ο Μινώταυρος μικραίνει ολοένα. Γίνεται τόσο αδύναμος κι ανίσχυρος! Ο φόβος παύει να υπάρχει. Ίσως κάποτε ξαναγεννηθεί, αφού κατέληξε να γίνει σπόρος στη μήτρα της βασίλισσας. Η Αριάδνη, αχρείαστη πια, ξεκουράζεται στο μουσείο κι ο μίτος δεν είναι παρά το κουβάρι του ήλιου που ξετυλίγεται:

 

 

 

Ο  Λαβύρινθος

 

Ο  Λαβύρινθος

Μια ιεροτελεστία γνώσης

Με τον Μινώταυρο

Κάθε μέρα όλο να μικραίνει

Μέχρι να γίνει σπόρος

Στη μήτρα της Πασιφάης

Η Αριάδνη μια κόρη

Με βοστρύχους και πτυχές

Στο Μουσείο της Ακρόπολης

Κι ο μίτος μια ακτίνα

Που ξετυλίγει γρήγορα

κουβάρι του ήλιου.

 

   H ψυχή πετά πέρα απ’ τη φθορά. Το αιώνιο αντιφεγγίζει τη λάμψη του στα μάτια μας, για να βρεθεί η ώθηση, η δύναμη, ο άνεμος που θα φουσκώσει τα πανιά στο ταξίδι:

 

Στολίδι στέρεο στο στερέωμα

 

Αυτό που χρειάζεσαι

μια νύχτα να περπατήσεις

με τα αστέρια να γυαλίζουν

τα μάτια σου κόψη  ξυραφιού

να κόβουν τους δρόμους σε χάσματα

κενά και άλματα πέρα από τη φθορά

Ζητάς μια πρύμνη για να σπρώξεις το καράβι

να γίνεις ο άνεμός του

να γίνει το ταξίδι σου στον κόσμο […]

 

Β΄ πρόσωπο λοιπόν, κι ένας ζεστός εμπιστευτικός – συμβουλευτικός τόνος, χωρίς δογματική αυστηρότητα. Τι θα απογίνουμε -λέει- αν χαθεί για πάντα η ομορφιά, αν πάψουμε να την προσέχουμε γύρω μας στα μικρά κι ασήμαντα της ζωής; Τι θα απογίνουμε αν τα μάτια μας πάψουν να την αποζητούν; Είναι πολύ σημαντικό να μην ξεχάσει ποτέ ο άνθρωπος την αναζήτηση της ομορφιάς:

 

Αποκατάσταση της ομορφιάς

 

 

Ακόμα υπάρχουν πεταλούδες

Φαντάσου να λείψουν οι πεταλούδες από τον κόσμο

Τα εύθραυστα στον άνεμο φτερά

Το αλαφρό πέταγμα

Η ομορφιά

 

Φαντάσου να λείψει

το τριγωνικό σχήμα της σιωπής

στην αόρατη των λουλουδιών γεωμετρία […]

[…]

Και να ζητάς εσύ, πόσο να ζητάς

την αποκατάσταση της ομορφιάς στον κόσμο.

 

 

 

 

Λουλούδι ξεχωριστό

[…]

όμως να ανθίζεις

γιατί έτσι μας θέλει η ζωή

λουλούδι ξεχωριστό ο καθένας.

 

Θα έλεγα πως η ποιήτρια επιθυμεί ο κόσμος να αποκτήσει την ομορφιά που του αξίζει, σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης, από το ρήμα «κοσμώ». Να γίνει ξανά ένα στολίδι! Βροχή φεγγαριών, πυγολαμπίδες, κι ανάμεσά τους φλόγα άσβηστη η αγάπη. Οι αναμνήσεις μας φέρνουν πίσω στα ήρεμα παιδικά μας χρόνια, με τα ανοιχτά παράθυρα στο φως. Ας μένουν ανοιχτά τα παράθυρα, «κι ας γίνονται έρμαιο των ανέμων», συμπληρώνει η ποιήτρια. Κι έπειτα δυναμικές υπέρ-ρεαλιστικές εικόνες παρμένες από τη θάλασσα: Η γλώσσα των ανθρώπων είναι απέραντη σαν τη θάλασσα και το να αναζητάς λέξεις μοιάζει σαν να αναζητάς βράχους σπαρμένους στα μακρινά πελάγη. Τα μαλλιά σου γίνονται φύκια, το κορμί διάφανο σαν το νερό κι ένας αστερίας δραπετεύει και γίνεται αστέρι στον ουρανό. Παντού το ωραίο ταξίδι κι η αναζήτηση της ομορφιάς με όλες τις αισθήσεις, όπου κι αν κρύβεται. Η ποίηση σπέρνει τριαντάφυλλα εκατόφυλλα, για να ματώσει με τα κόκκινα πέταλά τους τη νωχελική πλήξη των ανθρώπων. Η ποίηση πολεμά την πλήξη. Φέρνει ξανά στη ζωή μας την ευαισθησία του ονείρου. Η ποιήτρια τονίζει διαρκώς την ανάγκη για ανάταση ψυχής, αλλιώς θα καταντήσουμε να έρπουμε στο χώμα, νικημένοι από τη ματαιοδοξία της ύλης και της φθοράς:

 

Ακαριαία

 

[…]

Ο ουρανός μιλά

με αλφαβήτα ακατάληπτη

Γι’ αυτούς που έρπουν

με τις σαλαμάνδρες

 

   Η ποιήτρια δε ζει στον δικό της προστατευμένο χώρο. Δε βρίσκεται εγκλωβισμένη σε κάποιο παράλληλο σύμπαν, σε μια εικονική πραγματικότητα ομορφιάς και αρμονίας. Τη βλέπει την ασχήμια, όταν μιλάει για «του κόσμου το αγιάτρευτο». Την ώρα που η πόλη καίει σαν σκεύος πάνω στη φωτιά και τα τροχοφόρα περνούν με κρότο, αναρωτιέται αν μέσα στις ανούσιες μηχανικές επαναλήψεις, στα τόσα δρομολόγια, σε τόσο καταναγκασμό, είναι δυνατό να ανακαλύψει κανείς την ψυχή του. Κρότοι, φως εκτυφλωτικό, ζέστη, αποχαύνωση και γυάλινα ψυχρά μάτια παντού. Τα «κώνεια βλέμματα» την ενοχλούν και τη θλίβουν:

 

Πόλεις τσίγκινα δοχεία στη φωτιά

Πόλεις σημάδια από ρόδες φορτηγού στον δρόμο

Πόλεις συριγμός από άρρυθμες αναπνοές

Κοιτάζεις τον πηγαιμό σου και το έλα σου

Μια σκλαβιά αλυσοδεμένη στα πεζοδρόμια

Ποτήρια μισοάδεια που δε μέθυσες

Άσπροι πάτοι κώνεια  βλέμματα

Πόλεις πατούσες θυμωμένου ελέφαντα

Πόλεις αναμμένα αναστενάρια μπούλμπερη

Πόλεις κρυφές νοσταλγίες ανόητων

Κοιτάζετε με τα γυάλινα μάτια ρινόκερου

 

Το ποίημα που ακολουθεί στηρίζεται στο “Υπόγειο” του Ντοστογιέφσκι, έργο ολιγοσέλιδο και βαθιά φιλοσοφικό, που πραγματεύεται τη σύγκρουση ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα. Η αναφορά της ποιήτριας περνάει αθόρυβα το μήνυμα ότι αυτοί οι προβληματισμοί σημαδεύουν και τη δική της σκέψη. Αμείλικτο το ερώτημα στο τέλος του ποιήματος: Πολλοί άνθρωποι γύρω μας ζουν, αλλά είναι βέβαιοι πως ζουν τις δικές τους ζωές;

 

Με αφορμή το ‘’Υπόγειο’’

 

Το βλέμμα σου

Δεν είναι βλέμμα σου

Αλλά το στέγνωμα  μάσκας

Στο ραγισμένο πρόσωπο του κόσμου

 

Μια σιδερογροθιά όμως

Να ματώνει ζητά

Τα δόντια που ροκανίζουν

Τον τρυφερό  του άνθους μίσχο

Που δεν την άνοιξη πρόλαβε

 

Αυτό που ντύθηκες

Μισοτελειωμένης ρούχο ζωής

Που άγγιξε την ανάσα της

Αλλά  που δεν την ένιωσε

Τη θαλπωρή της να σε καίει

 

Φωτιά Ζωής

Που μάστοροι δε βρέθηκαν

Για να τη χτίσουν

Σε κάποιο υπόγειο

Να ξεχαστεί  απ’ τους αιώνες

Αλλά να ζήσει τη ζωή της

                                 

Άραγε ζωές πολλές υπάρχουνε

Που ζούνε τη Ζωή τους;

    

Για τους λόγους αυτούς, η ποιήτρια ετοιμάζει την απόδρασή της εκεί που ο αέρας είναι καθαρός, εκεί που οι ήχοι γίνονται μελωδικοί, εκεί που είναι τα ανοιχτά ακρογιάλια. «Μ` έναν λόγο δραπέτη», γεμάτη έρωτα και δίψα για ζωή, ακολουθεί τα πουλιά που ταξιδεύουν μαζί της, ενώ γύρω της, εκρήξεις πυροτεχνημάτων γεμίζουν τον δικό της ουρανό. Είναι μια ποίηση εκλεπτυσμένη κι ακριβή που χτίζει λέξη τη λέξη έναν κόσμο γαλήνης κι αρμονίας. Αυτή τη γαλήνη, η ποιήτρια τη μοιράζεται γενναιόδωρα με τον αναγνώστη.

 

Ερωτικόν

 

[…]

Μιλάω με κύματα

μήπως και χωρέσουν

οι θάλασσές μου μέσα σου

[…]

Μιλάω με βροχές

μήπως και ανθίσει

η γη σου που δίψασε

 

Ο έρωτας φορά λευκά. Γίνεται άγγελος να φέρει το μήνυμα της άνοιξης. Η φωνή του ανοίγει τα φύλλα της καρδιάς και τα μυστικά γίνονται ήχοι. Ο έρωτας ανοίγει πανιά, ταξιδεύει και τα κορμιά γίνονται γνώριμα νησιά. Πάνω απλώνονται τα νεφελώματα των άστρων και κάτω τα πρόσωπα μοιάζουν σαν φεγγάρια ολόγιομα. Ο έρωτας χαρίζει φως και τα σώματα γίνονται διάφανα. Ποια είναι η άποψη της ποιήτριας για το έργο της; Ας δούμε πώς περιγράφει η ίδια τα ποιήματά της:

 

Τα ποιήματα έχουνε χορδές που παίζουνε τις μουσικές των ερώτων.

[…]

Τα ποιήματα έχουν αστραφτερά σπαθιά κι όλο χαράζουνε βαθιά λέξη τη λέξη

Το κάθε ποίημα είναι:

«Ποίημα μωρό»

«ποίημα δώρο»

Τα λόγια της έχουν:

«Συλλαβές απόκοσμες»

«Κόκκους αστεριών»

«Ανύποπτα σκοτάδια»

«φίλημα ανέμου»

 

Η ποιήτρια εξηγεί τους λόγους για τους οποίους γράφει. Ξέρει καλά πως χωρίς την ποίηση είναι εύκολο να την ισοπεδώσει η ανούσια- πεζή καθημερινότητα:

 

Γράφω για να μην πέσω στα τέσσερα

Άλλλος ρινόκερος του εαυτού μου.

(Σημείωση: Η ορθογραφία με τα τρία “λ” ανήκει στην ποιήτρια).

[…]

Για να ρίξω στάχτη στα μάτια

Στην καθημερινή απληστία της συνήθειας.

 

Η ποίηση της Ξανθίππης Ζαχοπούλου λάμπει σαν ολόγιομο φεγγάρι. Είναι ποίηση γοητευτική που εξευγενίζει την ψυχή. Δεν είναι ποίηση δύσκολη κι απρόσιτη. Δεν είναι όμως και “ξεκλείδωτη!” Αναζητώντας λοιπόν “τα κλειδιά” για να μπω στα ενδότερα, διάβασα προσεκτικά το κείμενο με το οποίο αρχίζει η Τρίτη ενότητα που έχει τίτλο «Μικρή κατεργάρα άνοιξη». Η ποιήτρια σημειώνει πως η ποίηση καλείται να υπερβεί την πραγματικότητα, να υπερβεί τη λογική, να αναδημιουργήσει τον κόσμο και να μας δώσει πίσω ένα μέρος της χαμένης μας αθωότητας. Μπορεί να παίζει κρυφτό, το κάνει όμως γιατί είναι πολύτιμη και σκοπεύει να ενδώσει μόνο σε όσους αναγνώστες διαθέτουν εξασκημένα αισθητήρια. Είναι μια “Μικρή κατεργάρα άνοιξη” που παίζει και γελά και που νικά τη χειμωνιά στην καρδιά μας.

Νιώθω πως είναι αδύνατο να περιγράψει κανείς ένα αξιόλογο ποιητικό βιβλίο, όσες σελίδες κι αν του αφιερώσει. Σ` αυτή την λεπτή κι αιθέρια ποίηση βρήκα κόσμους απερίγραπτης ομορφιάς. Δεν είναι γραμμένη με μελάνι. Είναι καμωμένη από φως! Έτσι είναι πάντα η αληθινή ποίηση!

 

 

 

 

* Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου είναι  ποιητής 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top