Fractal

Με απρόσμενο τέλος, πάντοτε!

Γράφει η Ευδοκία Φανερωμένου //

 

 «Ύποπτοι Καθ’ έξιν», Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος, εκδ. Ωκεανός

 

Η λευκή σελίδα, προτού φιλοξενήσει τις λέξεις που τον αφορούν, επαναστατεί. Φουσκώνει. Φλυαρεί… Χρωματίζεται. Γίνεται απαιτητική. Κυοφορεί ταχύτατα και στέλνει σημεία της επικείμενης προσωπικότητάς της, όταν πια θα ονομάζεται κείμενο και θα έχει τίτλο. Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος, υπότιτλος Ύποπτοι Καθέξιν, συνεχίζω. Η κατάσταση χρειάζεται αποσυμπίεση, σκέφτομαι, είναι όντως πολλά αυτά που έχω να πω για τον συγγραφέα. Όλος ο βυθός του Τάσου Αγγελίδη Γκέντζου περιβάλλει μια εξωτική λογοτεχνική νησίδα, όπου ελλιμενίζεται ο αναγνώστης. Το νησί είναι φιλόξενο. Μα και ιδιαίτερο.  Με γεωγραφικά όρια που διαστέλλονται και εμπλουτίζονται με νέες εκτάσεις, προκλητικές για τους επισκέπτες. Η γραφή του Τάσου Αγγελίδη Γκέντζου κατοικεί σε ένα νησί έκπληξη.

Τα προηγούμενα λιμάνια της γης του είχαν αποζημιώσει τους αφιχθέντες. Κάθε φορά και άλλη χλωρίδα. Κάθε χωριό και άλλη ταυτότητα με κοινό το κλίμα. Ήπιο, χωρίς υγρασία, φιλικό για τον αναγνώστη. Το “memento mori ενός συγγραφέα”, το “έλα σε μένα”, η “γλυκιά εκδίκηση”, οι δικοί μου σταθμοί στο νησί. Αναγνωστικές εκπλήξεις, συγκινήσεις, θρίλερ, φιλοσοφία, μύθοι και  βιωματικά επιμύθια, καρποί που  γευόταν ο αναγνώστης αποφλοιώνοντας την εξέλιξη.

Αυτή τη φορά, η προσάραξη  έγινε σε αστυνομικά ύδατα. Συστολή η πρώτη αντίδραση. Τι υποδήματα να φορέσεις πριν την αποβίβαση; Εδώ το πλαίσιο βαδίσματος είναι αυστηρό. Πώς θα  ελευθερωθεί η πνοή πρωτοτυπίας του Γκέντζου σε πιο αυστηρούς βηματισμούς; Πώς θα παντρευτεί το βάθος και το βάρος της γραφής με την ανάγκη ενός ύφους απλού με ταχύ βήμα; Βγήκα ξυπόλητη. Θα το ρίσκαρα.

Οι απορίες πολύ γρήγορα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης διευθετήθηκαν. Και το βιβλίο του Τάσου Αγγελίδη Γκέντζου, Ύποπτοι Καθ’ έξιν ,υπήρξε  ευχάριστη αναγνωστική εμπειρία και αποκάλυψη για ακόμη μια φορά της πολύπλευρης προσωπικότητάς του, που μας παρουσιάζει   τα πνευματικά της παιδιά δυναμικά και προκλητικά. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το νέο μυθιστόρημα του Τάσου Αγγελίδη Γκέντζου είναι μία ακόμη απόδειξη ότι τα αστυνομικά μυθιστορήματα πλέον ανήκουν στη λογοτεχνία.

Αν και ο ίδιος σε πρόσφατη συνέντευξή του, ερωτηθείς σχετικά, δήλωσε ότι απλώς άγγιξε τα ακροδάχτυλα του αστυνομικού μυθιστορήματος και δεν γνωρίζει αν θα προχωρήσει στη χειραψία, ο  αναγνώστης, πόσο μάλλον εκείνος που αγαπά τα αστυνομικά μυθιστορήματα, αναγνωρίζει με σαφήνεια τα χαρακτηριστικά  ενός “ορθόδοξου” αστυνομικού μυθιστορήματος  στο νέο του πόνημα..

Το θύμα, ο δολοφόνος οι ύποπτοι, ο αστυνομικός ντεντέκτιβ. Τα  πρόσωπα σε ένα συγκεκριμένο χώρο, μια κλειστού τύπου κοινωνία με εσωτερική συνοχή, μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από φαινομενική ηρεμία και μακαριότητα και της οποίας τα ήρεμα νερά έρχεται να ταράξει ένα έγκλημα. Το έγκλημα, ο φόνος φαίνεται να είναι εντελώς αταίριαστος με το κοινωνικό πλαίσιο που επιλέγεται να παρουσιαστεί, δημιουργεί μια κρίση η οποία θα εξομαλυνθεί μόνο αφού ο φόνος διαλευκανθεί, η αθωότητα εδραιωθεί και η κοινωνία επιστρέψει στους κανονικούς της ρυθμούς. Κλασικό σκηνικό που επιλέγεται είναι το ψηφιδωτό μιας οικογένειας. Το έγκλημα είναι προσωπική υπόθεση. Επίσης το έγκλημα τοποθετημένο μέσα στην οικογένεια και στα πρόσωπα που σχετίζονται άμεσα με αυτήν  αφορά τόσο τα γυναικεία μέλη της όσο και τα αντρικά. Σημαντική είναι η παρουσία και η περιγραφή των γυναικών, γυναίκες είτε δυναμικές είτε πιο συνεσταλμένες θωρακίζονται μέσα στους τοίχους των σπιτιών τους και μπορούν με περισσή ευκολία να κρύβουν οποιοδήποτε μυστικό. 1

Στην περίπτωσή μας, η Όλγα Γεωργακά, καθηγήτρια φαρμακολογίας, βρίσκεται νεκρή στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στη μικρή κοινωνία της Καβάλας. Βασικοί ύποπτοι ο σύζυγος και ο εραστής της. Ωστόσο μια  πλειάδα ανθρώπων αποκαλύπτεται  σταδιακά ότι εμπλέκονται με τη νεκρή καθηγήτρια και καθίστανται το ίδιο ύποπτοι. Όπως ύποπτος καθ έξιν μπορεί να θεωρηθεί εν δυνάμει ο οποιοσδήποτε άνθρωπος κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Ο αστυνομικός διευθυντής της πόλης, Ηρακλής Κρόκος, ένας τύπος μοναχικός, λίγο πριν τη συνταξιοδότησή του, και με το όνειρο να γίνει κάποτε συγγραφέας ενός αστυνομικού μυθιστορήματος και να ψαρεύει, δράττεται της ευκαιρίας. Αναλαμβάνει την έρευνα για τον δολοφόνο, και φιλοδοξεί να αλιεύσει μέσα από την υπόθεση τους ήρωες του επίδοξου μυθιστορήματος του. Υπόθεση δύσκολη. Τα πρόσωπα πολλά, οι ύποπτοι πολλαπλασιάζονται σα μανιτάρια,  οι εμπλεκόμενοι τελικά απροσδόκητα πολλοί και ο αστυνόμος δεν μπορεί να καταλήξει. Πρόκειται για φόνο ή αυτοκτονία; Και εκεί ενεργοποιείται η ευφυΐα, το ένστικτο και η  ιδιορρυθμία του. Πολύ ευρηματικά και με παιγνιώδη τρόπο, όπως συνηθίζει ο Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος, αποφασίζει να μην ακολουθήσει την πεπατημένη. Ο συμπιεσμένος τις πρώτες στιγμές και μέρες μετά το γεγονός χρόνος, συμπιέζει και τις αντιδράσεις των χαρακτήρων. Και υπό συνθήκες πίεσης οι άνθρωποι, πόσο μάλλον οι ύποπτοι, λειτουργούν πολύ διαφορετικά. Τους συγκεντρώνει λοιπόν, και τους αναθέτει να…γράψουν έκθεση.

 

 

Και εκεί ξεκινά μία δράση υπόκωφη και μία σειρά αποκαλύψεων που ταλαντώνονται στο σκοινί μιας χάρτινης ισορροπίας. Τα άρρητα ονοματίζονται. Οι σφραγισμένες ψυχές μιλούν. Και υφαίνουν το μίτο που οδηγεί τον Ηρακλή Κρόκο στο λαβύρινθο της αποκάλυψης. Θύτες και θύματα μπερδεύονται και εκεί που είσαι σίγουρος ότι κάπου οδηγείσαι, ότι τον κρατάς τον ύποπτο, ίσως και καλύτερα από τον αστυνομικό διευθυντή, αυτοακυρώνεσαι με μία νέα πληροφορία, ένα νέο πρόσωπο που αποκαλύπτει υπό συνθήκες πίεσης  τα καλά κλειδωμένα του και σου επιτρέπει να δεις μέσα από κλειδαρότρυπες ή άλλοτε από σκουριασμένες θύρες που με θόρυβο επαναλειτουργούν και ανοίγουν. Εγχείρημα δύσκολο για έναν αφηγητή που φανερώνει εν τέλει τη δεινότητά του. Να πλέκει, να δομεί και να κρατά την αγωνία μέχρι τέλους. Τίποτα προβλέψιμο. Κι αυτό χρειάζεται μαεστρία που ο Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος διαθέτει. Όταν μάλιστα, υπηρετώντας το περιβάλλον ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, πρέπει να δώσει στο βάρος των συμβάντων και των συναισθημάτων ένα φορτίο ανάλαφρο γλωσσικά που να επιτρέπει  την συμβατότητα με την αγωνία. Ένα λόγο κοφτό, άμεσο, ταχύ, μα σε καμία περίπτωση  πρόχειρο. Το ρήμα “σκοτώνω” για παράδειγμα, επαναλαμβάνεται, και σίγουρα όχι από ολίσθημα, ενταγμένο σε φράσεις της καθημερινότητας που περνούν απαρατήρητες υπό φυσιολογικές συνθήκες.  Έτσι στο βιβλίο, η πληθωρική παρουσία των διαλόγων όχι μόνο δεν αποδυναμώνει την αφήγηση, μα  επιτρέπει στον αναγνώστη να κουβαλήσει φορτία κοινωνικά και ψυχολογικά χωρίς να ασθμαίνει και κυρίως χωρίς διδακτισμό και οδηγίες πλεύσης. Τον θέλει αυτόνομο τον αναγνώστη του ο Γκέντζος, ελεύθερο. Ίσως και να τον θέλει …αστυνομικό διευθυντή. Του δανείζει τις κεραίες της κριτικής και παρατηρητικής ματιάς του και τον αφήνει να αφουγκραστεί τον παλμό της κοινωνίας που ξέρει πάντα καλά σε όλες τις εποχές, πόσο μάλλον στην πολυσύνθετη δική μας, να κρύβει και να κρύβεται. Ιδεολογικά, αισθητικά, συναισθηματικά. Οι νουάρ συνθήκες και οι ακρότητες  σίγουρα δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας του Γκέντζου, αλλά της οξύτατης παρατηρητικότητάς του. Κυκλώματα εκβιαστών, σεξ, ομοφυλοφιλία, κατάθλιψη, καταπίεση, επιτυχία και αισθήματα κατωτερότητας, διεκδικήσεις, πλούτος, νεοπλουτισμός και χαμηλά οικονομικά στρώματα στα όρια της επιβίωσης, ξεπέρασμα ορίων, ηθική και ανηθικότητα, ανισορροπία και σταθερότητα, συγγραφικά έργα πληρωμένα και γραμμένα από άλλους, και η αγωνία των ρόλων. Μήπως και ο καλός Σαμαρείτης ήταν ιδιοτελής; Μήπως η καλοσύνη του ήταν ένας ρόλος που από απόλυτη ιδιοτέλεια είχε ανάγκη για να υπάρχει;

 

Μα τα θησαυρίσματα στους “Υπόπτους Καθ’ έξιν” δε περιορίζονται μόνο στις κοινωνικές και ψυχολογικές αναφορές και επισημάνσεις.  Ο αναγνώστης ανασαίνει σε σταθμούς και οδηγείται με ασφάλεια σε αυτήν την επιβεβλημένη διαδρομή εγρήγορσης. Έχει τα παγκάκια του κάτω από δεντροστοιχίες που τον δροσίζουν. Ανασαίνει με το εύρημα των σημειώσεων του Ηρακλή Κρόκου μετά από κάθε έκθεση-απολογία. Ανασυντάσσεται. Δεν χάνεται. Και ανασαίνει και  όταν, ως έμπειρος  αφηγητής, ο συγγραφέας εγκολπώνει σε καίρια σημεία αφηγήσεις  και γυρίζει στο παρελθόν με νοσταλγία ή παράπονο. Το καπνικό στην Καβάλα και ο καπνός από την καμινάδα προηγούμενων καιρών δίνουν στο μυθιστόρημα τις ανάσες που χρειάζεται για να εκτονωθεί η ένταση. Σ αυτό του το μυθιστόρημα, τελικά, ο Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος  φαίνεται πώς το διασκέδασε. Ήθελε να παίξει. Όχι μόνο με χαρακτήρες αλλά και με λέξεις και έναν ιδιαίτερο συμβολισμό στις ράγες μιας αιφνιδιαστικής, όπου εμφανίζεται, εικονοποιίας. Τα φάρμακα της Λίνας, δεν είναι ταμπλέτες. Είναι τα φάρμακα των αντιδράσεων που ως χαμαιλέων επιλέγει να παίρνει κάθε φορά για να χρωματίζεται και να προσαρμόζεται στις δυσκολίες της. Ο αγώνας λόγων των υπόπτων και οι τρόποι πειθούς, από την άλλη, προδίδουν την άλλη ιδιότητά του, του φιλολόγου, καθώς εμφορούνται από τη χρόνια μελέτη και κατακτημένη γνώση των αρχαίων ρητορικών κειμένων. Γνώση που ο Τ. Γκέντζος θέλει να κοινωνήσει με τρόπο απλό και θεμιτά εκλαϊκευμένο στους αναγνώστες του.

Αυτό που προκύπτει, συνεπώς, για άλλη μία φορά, όταν κάποιος διαβάζει τον Τάσο Αγγελίδη Γκέντζο είναι ότι θα έχει επενδύσει χρόνο πολύτιμο. Φτάνοντας στο τέλος του μυστηρίου και στην αποκάλυψη των συνθηκών της δολοφονίας ή αυτοκτονίας της καθηγήτριας φαρμακολογίας Όλγας Γεωργακά, ομολογώ ότι μου τριβέλιζε το μυαλό και το ενδιαφέρον μου να φτάσω στην έκπληξη. Γιατί σε όλα του τα βιβλία, κρατά κρυμμένο καλά για το τέλος ένα μονοπάτι για τον αναγνώστη απρόσμενο. Και δεν αδικήθηκα. Το τελευταίο νήμα της αφήγησης είχε την αφηγηματική “τσαχπινιά” του. Ο συγγραφέας γνωρίζει καλά πώς  να χαλαρώνει τον αναγνώστη μετά από την περιπέτεια.

Αν, λοιπόν ,με τους “Υπόπτους Καθ’ έξιν” ο Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος άγγιξε, όπως δήλωσε, τα ακροδάχτυλα του αστυνομικού, σίγουρα έκανε χειραψία με το μυθιστόρημα. Κάτι που ξέρει να κάνει ένθερμα, τίμια και αυθεντικά.

 

 

 

* Ο Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος (www.aggelidisgentzos.gr) γεννήθηκε στην Κολονία και μεγάλωσε στην Καβάλα, όπου τελείωσε το δημοτικό, το γυμνάσιο και το λύκειο. Αποφοίτησε από το Φιλολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής σχολής του ΑΠΘ με μαθήματα ειδίκευσης από τους τομείς της Κλασικής Φιλολογίας και της Μεσαιωνικής και Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας. Παρακολούθησε μεταπτυχιακά μαθήματα στη Νεοελληνική Ποίηση και Πεζογραφία και στη Βυζαντινή Ιστορία. Δίδαξε για χρόνια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Σήμερα εργάζεται ως φιλόλογος στο Πρώτο Λύκειο του Αμερικανικού Κολεγίου Ανατόλια, έχοντας παράλληλα αναπτύξει πολλές εξωσχολικές δραστηριότητες γύρω από τα ταξίδια, τα Μ.Μ.Ε και τον πολιτισμό. Του αρέσει να αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικές εφημερίδες και να γράφει κριτικές για θεατρικές παραστάσεις. Η εβδομαδιαία εκπομπή του στο Δημοτικό Ραδιόφωνο της Θεσσαλονίκης fm 100,6 τον γεμίζει αισιοδοξία και χαρά. 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top