Η επιθυμία της έκφρασης
Γράφει η Κατερίνα Παππά // *
Κλαίτη Σωτηριάδου: «Μαθήματα δημιουργικής γραφής», Νουβέλα, Εκδόσεις Μελάνι
Η νουβέλα της Κλαίτης Σωτηριάδου έχει, πραγματικά, θέμα πρωτότυπο. Στο βιβλίο η συγγραφέας παραθέτει δεκαεννέα ιστορίες που συνθέτουν, υποτίθεται, οι δεκαεννέα ενήλικοι μαθητές της βασικής αφηγήτριας και συντονίστριας μιας σειράς σεμιναρίων δημιουργικής γραφής.
Τμήματα δημιουργικής γραφής, όπως πληροφορούμαστε από μια σημείωση στο μυθιστόρημα Ο ΣΤΟΟΥΝΕΡ του Τζον Γουίλιαμς, πρωτοσυναντάμε στις Η.Π.Α. μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, όταν το αμερικανικό κράτος έδωσε τη δυνατότητα σε όλους τους Αμερικανούς στρατιώτες που πολέμησαν είτε στην Ευρώπη είτε στον Ειρηνικό να εγγραφούν σε πανεπιστήμια και σε σχολές της επιλογής τους. Από τη μαζική προσέλευση σε διάφορες σχολές προέκυψαν και καινούρια τμήματα, όπως μεταξύ άλλων, τα τμήματα δημιουργικής γραφής.
Στην Αμερική επίσης κατά τη δεκαετία του ’60 προσφέρθηκαν μαθήματα δημιουργικής γραφής σε κάποιες φυλακές στα πλαίσια προσπάθειας φιλελευθεροποίησης του σωφρονιστικού συστήματος, ενώ στη Βρετανία ξεκίνησε για το συγκεκριμένο αντικείμενο πανεπιστημιακό πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών το 1970 στο University of East Anglia.
Η διδασκαλία δημιουργικής γραφής είναι ταυτισμένη με αγγλόφωνες χώρες, εφόσον η γαλλική κουλτούρα παρουσιάζεται επιφυλακτική αν όχι εχθρική σε ό,τι θεωρεί πως περιορίζει τους συγγραφείς σε κανόνες και φόρμες.
Στην Ελλάδα τα μαθήματα δημιουργικής γραφής ανθίζουν αφού τα τελευταία χρόνια δύο πανεπιστημιακά ιδρύματα αλλά και εκδοτικοί οίκοι καθώς και ιδιωτικά κέντρα τα έχουν εντάξει στα προγράμματα σπουδών τους.
Στο βιβλίο της Σωτηριάδου παρακολουθούμε δεκαεννέα ανθρώπους, δεκαέξι γυναίκες και τρεις άνδρες, «καθισμένους γύρω από ένα μακρόστενο τραπέζι» σε μια άνετη αίθουσα που ετοιμάζονται να διαβάσουν στην πέμπτη συνάντηση της ομάδας τους ό,τι προσπάθησαν να αποδώσουν κυριευμένοι από την επιθυμία της έκφρασης και στηριγμένοι στη δύναμη της λέξης: μια εμπειρία, ένα βίωμα, ένα φανταστικό συμβάν, μια σύντομη, πραγματική ή επινοημένη, ιστορία.
Η πρώτη ιστορία με τίτλο Βόρειος Πύργος συγκλονίζει τον αναγνώστη αφού γίνεται μάρτυρας της τρομοκρατικής επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους στις Η.Π.Α. και των υπεράνθρωπων προσπαθειών της ηρωίδας να διασωθεί. Μικρές, κοφτές προτάσεις, παρατακτική σύνταξη, δυνατές εικόνες αποτελούν το όχημα για να μεταφερθεί «το άγγιγμα του θανάτου», μια εμπειρία που άλλαξε τη ζωή της, όπως εξομολογείται η αφηγήτρια, και την οδήγησε σε επαναξιολόγηση ενός ολόκληρου τρόπου σκέψης.
Στα Ένα χρονικό ούτε μια βδομάδα και Το αγόρι που έφυγε, οι αφηγήτριες στήνουν ενώπιόν μας τη θλιβερή πορεία προς τον θάνατο μιας υπερήλικης μητέρας και ενός αδελφού. Στο πρώτο, η αφηγήτρια παρακολουθεί την ολοένα επιδεινούμενη υγεία της μητέρας της φροντίζοντάς την με αφοσίωση, ώσπου η αποχώρηση της ηλικιωμένης από τη ζωή λειτουργεί ανακουφιστικά για την κόρη.
Στο δεύτερο, το αποκαρδιωτικό παρόν ενός νοσούντος αδελφού δημιουργεί τις προϋποθέσεις να αναλογιστεί η αδελφή του τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια δίπλα του, όταν τον χαρακτήριζαν η ευφυία, η ζωντάνια και η δημιουργικότητα.
Η ασθένεια και ο θάνατος διαπερνούν και τις δύο αφηγήσεις και διαχέουν στην ομάδα μια διάθεση πίκρας και περισυλλογής για τα ανθρώπινα.
Στο Πρόσφορο για το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, η αφηγήτρια ταυτιζόμενη με τη γιαγιά της και μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο προετοιμάζει, αφού έχει παραθέσει τη συνταγή, ένα πρόσφορο για τα έξι βρέφη που γέννησε και έχασε στην περίοδο της Κατοχής. Ο λόγος και τα δάκρυά της ανάμεσα στην προσευχή είναι γι’ αυτά τα μικρά «που δεν πρόλαβαν να φάνε ψωμάκι».
Η συντονίστρια σημειώνει την «παντοδυναμία του θανάτου» και την αίσθηση της βαριάς απώλειας που γεννά στοχεύοντας σε κάποια συζήτηση μέχρι που ένα άλλο αφήγημα (Βασιλιάδες) δίνει αφορμή σε κάποια μαθήτρια να διατυπώσει την άποψη ότι το πένθος της απώλειας είτε οφείλεται σε θάνατο είτε σε απουσία είναι εξίσου έντονο.
Είναι, άραγε, έτσι; Όσο κι αν τραυματίζει η απουσία κάποιου αγαπημένου μπορεί να συγκριθεί με το ολοκληρωτικό κενό που προκαλεί ο θάνατος; Απάντηση δεν δίνεται, με την ελπίδα να λειτουργήσει ίσως η θέση ως ερέθισμα για σκέψη.
Η διάθεση των μελών της ομάδας και του αναγνώστη ελαφραίνει με το σπαρταριστό Κλάρα Λους, όπου μια σύζυγος εξομολογείται με ένταση και πάθος τη ζήλια της για την ερωτική σχεδόν σχέση του συζύγου της με τη φωτογραφική του μηχανή.
Στις Δύο κουβέρτες, η ένταση που λανθάνει στις σχέσεις ενός ζευγαριού οδηγεί σε μια αιφνίδια λύση που υπενθυμίζει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής.
Στα Πέντε δαμάσκηνα, συνειδητοποιούμε ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά πάντα μπορεί να μας εκπλήξει, ενώ στο Λιωμένο μολύβι, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την απελπισία που οδηγεί συχνά σε ανορθολογικές πράξεις τους ανθρώπους.
Το Τιεραδέντρο χρωστά την πρωτοτυπία του από τη μια στη μεταφυσική του διάσταση και τον αστυνομικό του χαρακτήρα και από την άλλη στο ότι είναι γραμμένο με τη μορφή σημειώσεων που κράτησε μια δημοσιογράφος κατευθυνόμενη σ’ ένα προκολομβιανό νεκροταφείο, «Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO».
Στις Καλές πράξεις, η ηρωίδα από τα παιδικά της χρόνια ως την ώριμη ηλικία εφευρίσκει τρόπους, ενίοτε επικίνδυνους, να αντιμετωπίζει τις ενοχλητικές σεξουαλικές συμπεριφορές άγνωστών της ανδρών.
Αξίζει να μνημονεύσουμε τις Τηγανητές πατάτες που η ρεαλιστική γραφή και ο γοργός τους ρυθμός παρασύρει τον αναγνώστη στο κλίμα αγωνίας που δημιουργεί το συμβάν.
Με τα Παίγνια, ο ένας από τους τρεις άνδρες της ομάδας φιλοτεχνεί το πορτρέτο του παίκτη τυχερών παιχνιδιών. Η ασθματική αφήγηση φωτίζει το πάθος και ένα ολόκληρο σύστημα δράσης που έχει επινοήσει ο ήρωας για την εύνοια της τύχης.
Ο θησαυρός, με ύφος που παραπέμπει στους πεζογράφους του ’30, είναι το τελευταίο κείμενο του βιβλίου. Αποτελεί, σύμφωνα με τα λεγόμενα του μεγαλύτερου σε ηλικία μέλους της ομάδας, το πρώτο κεφάλαιο ενός μυθιστορήματος που φιλοδοξεί να γράψει. Στα Μοσχονήσια της Αιολίας στο τέλος του 19ου αιώνα τοποθετείται η δράση.
Οι γυναίκες της ομάδας από τριάντα ως εξήντα χρόνων – εργαζόμενες ή νοικοκυρές, άλλες συνεσταλμένες και άλλες μαχητικές, κάποιες έχοντας ήδη κάτι εκδώσει και άλλες κρατώντας το έργο τους στο συρτάρι – δείχνουν εξαιρετικό ζήλο να διαβάσουν τα κείμενά τους και να μοιραστούν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, σε αντίθεση με τους άνδρες, δύο φοιτητές και έναν συνταξιούχο που περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους.
Η επιλογή από τις περισσότερες τριτοπρόσωπης αφήγησης, ακόμη κι όταν το συμβάν που εκθέτουν τις αφορά, είναι κάτι που τις απογοήτευσε, τις συγκίνησε βαθιά ή τις πλήγωσε, δηλώνει τη δυσκολία που έχουμε οι άνθρωποι να παραδεχτούμε τα τραύματά μας και να μιλήσουμε γι’ αυτά ενώπιον άλλων.
«Μια πρόσφατη απώλεια ήταν το δικό μου θέμα, αλλά έγραψα το κείμενό μου στο τρίτο πρόσωπο, μου ήταν δύσκολο να το διηγηθώ αλλιώς»: (σελ. 22)
Στο τέλος κάθε ιστορίας τα περισσότερα μέλη εκδηλώνουν με αμεσότητα το ενδιαφέρον και τη συμπαράστασή τους στον ήρωα ή την ηρωίδα ή αντίθετα την απαξίωσή τους για συμπεριφορές ανοίκειες ή επιθετικές χωρίς να συγκρατούν την έκφραση του θυμού ή του χιούμορ, όπου η περίσταση το επιβάλλει.
Το σημαντικό είναι ότι οι συμμετέχοντες στην ομάδα παρακολουθώντας την αφήγηση ενός προσώπου συμμερίζονται τις διακυμάνσεις των ηρώων, συμπάσχουν και χτίζουν σιγά σιγά μεταξύ τους μια επικοινωνία άμεση και βαθιά.
Η εξιστόρηση μέσω της γραφής μιας προσωπικής εμπειρίας ή μιας φανταστικής ιστορίας, που προφανώς κάποια βαθύτερα κομμάτια του αφηγητή κινητοποιεί, δεν έχει μόνο καθαρτήρια λειτουργία αλλά γίνεται και το νήμα που τον ενώνει με τους άλλους.
Καταλυτικός είναι ο ρόλος της συντονίστριας που με τα σύντομα αλλά καίρια σχόλιά της κεντρίζει τη σκέψη και απελευθερώνει την κίνηση των συναισθημάτων.
Τα κείμενα που διαβάζονται φέρνουν στον νου των μελών, όπως είναι φυσικό, άλλα κείμενα και προκαλούν στοχασμό και σχόλια. Έτσι παρελαύνουν κάποιοι στίχοι από το «Ο βασιλιάς της Ασίνης» του Σεφέρη, ποιήματα της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ και της Μέρι Όλιβερ, καθώς και κάποια αποσπάσματα από δοκίμιο της Άννι Ντίλαρντ. Τα τελευταία επικαλείται η συντονίστρια για να υπενθυμίσει στους μαθητές της την υποχρέωση που έχουν οι άνθρωποι να ακολουθούν την κλίση και τη βαθύτερη ανάγκη τους.
Ενδιαφέρουσα είναι η συζήτηση ανάμεσα σε ένα μέλος της ομάδας και τη συντονίστρια για τον ρόλο και τη σημασία της αφήγησης. Η τελευταία καταλήγει:
«Εγώ θα συμπλήρωνα» της απαντώ, ενώ όλα τα κεφάλια παρακολουθούν τη συνομιλία μας, «πως αφήγηση πράγματι σημαίνει αντίσταση στη λήθη, ανά πάσα στιγμή, και λύτρωση από εκείνο το συγκεχυμένο συναίσθημα του ανέκφραστου όταν μπορέσει να βρει ένα πρόσωπο μες στον γραπτό λόγο και όχι μόνο στον προφορικό, πρωτίστως στον γραπτό θα έλεγα». (σελ.69)
Τα περισσότερα πρόσωπα της ομάδας καταθέτουν τις μικρές ή μεγαλύτερες αλλαγές που παρατηρούν μέσα τους και σχετίζονται με την παρακολούθηση αυτών των σεμιναρίων, την ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων και την προσπάθεια γραφής. Συγκινητική είναι η συνειδητοποίηση και της ίδιας της διδάσκουσας για τα μαθήματα ζωής που παίρνει από τους μαθητές της. Σκέπτεται πόσα της δίδαξαν εκείνοι που ήρθαν να διδαχτούν από την ίδια.
Τονίζεται έτσι η διαλεκτική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον δάσκαλο και τον μαθητή όταν ο καθένας αντιμετωπίζει με πάθος και σοβαρότητα τη διαδικασία και είναι διατεθειμένος να συνεργαστεί, να δώσει και να πάρει, να προχωρήσει ως άνθρωπος και να αλλάξει.
Επιβεβαιώνεται απ’ όσα διαδραματίζονται στη νουβέλα η ρήση του Τοντορόφ: «Η γνώση της λογοτεχνίας δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μία από τις βασιλικές οδούς που οδηγούν στην ολοκλήρωση του καθενός»[1]
Αξιοσημείωτη είναι και η λειτουργία του χρόνου. Ενώ όσα διαβάζει ο αναγνώστης εκτυλίσσονται σε μία από τις συναντήσεις της ομάδας, δίωρης ή τρίωρης διάρκειας, η καθεμία αφήγηση έχει τον δικό της χρόνο που μπορεί να εκτείνεται από λίγα λεπτά ως αρκετά χρόνια και να τοποθετείται το 1880, το 2001 ή στις μέρες μας
Η συγγραφέας δεν πρωτοτύπησε μόνο με την επιλογή του θέματος της νουβέλας της, αλλά το χειρίστηκε και με τρόπο εύστοχο. Έπλασε ενδιαφέρουσες και συγκινητικές μικρές ιστορίες αντλώντας το υλικό της από την καθημερινότητα. Γνωρίζει ότι για τον καθένα οι εμπειρίες του είναι μοναδικές ή ως μοναδικές, τουλάχιστον, τις βιώνει ο ίδιος, και γι’ αυτό έγραψε τόσο για τη συγκλονιστική εμπειρία της γυναίκας που διασώθηκε από την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους όσο και εκείνης που αντιμετώπισε με ψυχραιμία ένα πρόβλημα στην κουζίνα της.
Κατάκτηση σε μεγάλο βαθμό της Σωτηριάδου αποτελεί το γεγονός ότι κάθε αφηγητής δίνει στην ιστορία του με τον τρόπο παρουσίασης και τη χρήση της γλώσσας το δικό του στίγμα.
Η Κλαίτη Σωτηριάδου είναι ποιήτρια, πεζογράφος και μεταφράστρια λογοτεχνίας. Μας έχει δώσει μεταφράσεις σπουδαίων συγγραφέων καθώς και όλο το λογοτεχνικό έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
* Η Κατερίνα Παππά γεννήθηκε το 1954 στην Αθήνα όπου και ζει. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Ε.Κ.Π.Α. και εργάστηκε ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση επί τριάντα δύο χρόνια. Διαβάζει ελληνική και ξένη λογοτεχνία.
____________________
[1] Τσβετάν Τοντορόφ «Η λογοτεχνία σε κίνδυνο» Μετάφραση: Χρύσα Βαγενά Εισαγωγή: Νάσος Βαγενάς ΠΟΛΙΣ, σ. 39