Fractal

Για την παράσταση “Masterclass”

Της Μαίρης Σάββα // *

 

 

Ωδή στην τέχνη, την τελειότητα, την μοναξιά, και σε όσους αφιερώνονται σε υψηλούς στόχους είναι το Masterclass, η παράσταση που βασίζεται στο κείμενο του αμερικανού Terrence McNally, η οποία θεωρήθηκε φέτος, όχι άδικα, ως “η παράσταση της χρονιάς”. Ένας μονόλογος, με… πέντε άτομα, με σκηνοθετική δόση χιούμορ που ισοσταθμίζει δίκαια τη μελοδραματική χροιά του κειμένου και πολύ προσεκτική ματιά στις λεπτομέρειες.

 

 

Το πορτραίτο της Μαρίας Κάλλας είναι μαζί ανθρώπινο και διαβολικό, αυτό δηλαδή που μπορεί να είναι μια Diva μια Divina, ή ένας ημίθεος, που έχει φτιαχτεί από ανθρώπινα υλικά αλλά με το “είναι” του αγγίζει τα ουράνια, φτάνει το τέλειο, και στην κορύφωσή του μας παίρνει μαζί του, μας ανεβάζει ψηλά, μας στροβιλίζει με δύναμη, με τρέλα, με οργή κι ενθουσιασμό μαζί, κι ύστερα σιωπή, όπως στον ουρανό πάλι, απόλυτη σιωπή και ορίζοντας πλατύς.

“Όταν τραγουδάω στη σκηνή δεν είμαι χοντρή. Δεν είμαι άσχημη. Δεν είμαι η γυναίκα ενός γέρου. Είμαι η Κάλλας, είμαι όλα όσα ήθελα να γίνω” λέει, κατά τον McNally, στον σύζυγό της Μπατίστα Μενεγκίνι χωρίς αιδώ, χωρίς δισταγμούς και μάχεται ταυτόχρονα με τους δαίμονές της και κυρίως αυτούς της παιδικής της ηλικίας, τη μητέρα της, την αδελφή της, όλους όσους δεν την πίστεψαν, τη ζήλεψαν και την ανταγωνίστηκαν.

Η δίψα της για τη ζωή και για την αγάπη που στερήθηκε, περιγράφεται εξαιρετικά στο κείμενο του συγγραφέα που δίνει από την πλευρά του κι αυτός τη δική του μάχη με το ιερό τέρας, αφού από το ξεκίνημα ήδη μας δείχνει το πρόσωπο μιας ιδιότροπης, απαιτητικής, κακότροπης και εν γένει αντιπαθητικής περσόνας. Σταδιακά ωστόσο η εικόνα αυτή αναδιαμορφώνεται, στοιχεία για τη ζωή της μεγάλης πρωταγωνίστριας της όπερας εισβάλουν στο χώρο της αίθουσας όπου παραδίδει σεμινάρια φωνητικής, στο ονομαστό Julliard School της Νέας Υόρκης (1971), και ταυτόχρονα με τους λαρυγγισμούς των σπουδαστών, ταξιδεύει κι εκείνη αντίστοιχα στα μεγάλα θέατρα του κόσμου όπου η ίδια τραγούδησε τις άριες. Μαζί της ταξιδεύουμε κι εμείς, το ταξίδι αυτό είναι μαγευτικό, δεν σε αφήνει καμιά στιγμή ήσυχο, μόνο η αυστηρότητα προς τους μαθητές της μας επαναφέρει, μας προσγειώνει κι ύστερα μας ξανασηκώνει στα ουράνια.

Σε αυτό το συνεχές ανεβοκατέβασμα η αγάπη της Κάλλας για τη ζωή δεν συναντήθηκε ποτέ με την αγάπη της για την τέχνη. Κάποια στιγμή και η ίδια συνειδητοποιεί ότι τραγουδάει ερωτικά τραγούδια για κάποιον που δεν του αρέσει καν η όπερα. “Είναι πολύ αστείο αν το σκεφτείς Άρη”, λέει.

Η λαμπερή Μαρία Ναυπλιώτου που υποδύεται την μεγάλη σοπράνο βγάζει ένα πανεπιστήμιο με το ρόλο αυτό. Μετά το Masterclass, όλοι οι επόμενοι ρόλοι ίσως να της φανούν απλοί. Και καταφέρει πολύ καλά να γίνει ο καθρέφτης της μεγάλης Ντίβας -με χαρακτηριστικά Μήδειας- πάνω στη σκηνή του θεάτρου Μικρό Χόρν. Μια γυναίκα δυναμική, μια θεά, εγκλωβισμένη στις τεράστιες δυνατότητές της, στην απόλυτη κομψότητα, μια γυναίκα που δεν στερήθηκε τα διαμάντια, τα βελούδα, τη δημόσια αποδοχή και το χειροκρότημα, είναι η γυναίκα θύμα και θύτης ταυτόχρονα, η γυναίκα που περιμένει μάταια από τη φύση της να της δώσει όσα δικαιωματικά θα της ανήκαν, ένα παιδί και μια ζωή με αγάπη. Δεν μπορεί να τα διδάξει όλα αυτά στους μαθητές της, τους μαθαίνει την υποταγή στον συνθέτη, την κυριαρχία της τέχνης, αλλά τους μαλώνει γιατί δεν επενδύουν τη μουσική με πραγματικό συναίσθημα, τους κοιτάζει ωστόσο αποσβολωμένη όταν προσπαθούν να βγάλουν μια σωστή νότα και τους ξεκαθαρίζει: “αυτό που ψάχνουμε δεν είναι μια νότα… Ψάχνουμε τον πόνο μιας μαχαιριάς”. Τους λέει στην ουσία να κάνουν τέχνη την ίδια τους τη ζωή, αν και η ίδια, την περίοδο στην οποία αναφέρεται η ιστορία, έχει αρχίσει να χάνει τη φωνή της…

 

Εγωιστική και ταυτόχρονα τρωτή, συμπεριφέρεται συχνά φθονερά κι απότομα στους σπουδαστές γιατί εκείνοι μπορούν να τραγουδήσουν ενώ εκείνη πλέον είναι στη δύση της, είναι την περίοδο που ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής στο θέατρο La Scala την απέλυσε, κι εκείνη έχει μείνει μόνη στη ζωή, χωρίς την τέχνη της… Αναπολεί τις στιγμές του μεγάλου έρωτα με τον Αριστοτέλη Ωνάση, της ασκητικής μαθητείας της με την Elvira de Hidalgo, της αναγκαστικής συμβίωσης με την γερμανική κατοχή στην Ελλάδα, τις δυσχέρειες, τους συμβιβασμούς, τις στερήσεις, την υπερπροσπάθεια να αποκτήσει την εικόνα που έπρεπε να έχει και φτάνει στην τελευταία της παράσταση, ως το γιουχάισμα στην Metropolitan Opera και τα κακεντρεχή σχόλια που ακολούθησαν για την θεϊκή φωνή που χάθηκε και για την ματαιοδοξία της καλλιτέχνιδας.

Η σκηνοθετική ματιά του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου στο Masterclass -σε μετάφραση Στρατή Πασχάλη- είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, έχει την απαραίτητη δόση χιούμορ στη σκηνή που ισορροπεί κάπως τον μελοδραματικό χαρακτήρα του έργου, είναι αρκετά αφαιρετική πράγμα που κάνει την υποκριτική ακόμη πιο επιβλητική, ο ρυθμός είναι διαρκώς παρών και διαπερνάει τη σκηνή και τους θεατές που απολαμβάνουν γνωστές άριες από τις σοπράνο Βάσια Ζαχαροπούλου και Λητώ Μεσσήνη και τον τενόρο Νικόλα Μαραζιώτη (απο την “Υπνοβάτιδα” του Μπελίνι, την “Τόσκα” του Πουτσίνι, τη “Λαίδη Μάκβεθ” του Βερντι) και οι χαρακτήρες των σπουδαστών είναι αυτό που πρέπει να είναι, δηλαδή φοιτητές με όνειρα αλλά χωρίς την τραγικότητα που επιβάλει η τέχνη, ενίοτε γκροτέσκοι, λίγο υπερβολικοί και κάπως αστείοι, ίσως και λίγο “ψώνια” όπως θα έλεγαν μερικοί συμφοιτητές τους. Σίγουρα πάντως είναι απόλαυση για το κοινό.

Το έργο έχει παιχθεί αρκετές φορές στην Αμερική με επιτυχία. Ο Terrence McNally έχει “πιάσει” τον ιδιότροπο χαρακτήρα της Μαρίας Κάλλας (για τους

παλιότερους και για όσους έχουν διαβάσει και δει ντοκιμαντέρ είναι γνωστό) αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι για τα υπόλοιπα πρόσωπα που αναφέρονται έχει την απόλυτα καθαρή εικόνα, ή πιθανόν χρησιμοποίησε μια μόνον πτυχή τους… Σημασία όμως εδώ έχει η Ελληνίδα Diva, της οποίας περιγράφει μια εξαιρετικά ευάλωτη εκδοχή, καθώς πρόκειται για μια μεγάλη προσωπικότητα που γνώρισε τον απόλυτο καλλιτεχνικό θρίαμβο, αλλά έφτασε ως την αυτοκαταστροφή. Την τελευταία φορά που έργο του συγγραφέα, είχε ανέβει στην Αθήνα, ήταν πριν από λίγα χρόνια, το Corpus Christi, παράσταση που τάραξε τα νερά και οδήγησε στον να θεωρηθεί βλάσφημος από την Ιερά Σύνοδο.

 

 

 

* Η Μαίρη Σάββα γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δίκαιο της Ευρώπης. Για αρκετά χρόνια, εργάσθηκε ως Δημοσιογράφος στην Τηλεόραση, το Ραδιόφωνο, σε Περιοδικά κι Εφημερίδες, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Έμεινε κάποια χρόνια στο Βέλγιο. Πάντα της άρεσε να διαβάζει, να ακούει, να λέει, ακόμη και να τραγουδάει ιστορίες. Λατρεύει το θέατρο και τα ταξίδια και γενικά ότι άλλο την πλουτίζει με ιστορίες. Για να μπορεί να τις λέει και να τις γράφει καλύτερα, πήγε σε σχολείο για παραμυθάδες, γιατί πιστεύει ότι κανείς δεν σταματά ποτέ στη ζωή να μαθαίνει και να ονειρεύεται. Έχει βραβευθεί και συμμετάσχει με διηγήματα, σε συλλογικά έργα. Επίσης, έχει δημοσιεύσει μερικές δικές της ιστορίες, τις οποίες συζητά με μαθητές, όταν τους επισκέπτεται στις τάξεις τους:

  • * Η Άννα και οι Καλικάντζαροι (εκδ. ΛΙΒΑΝΗ)
  • * Ο Κόσμος Τρελάθηκε ή ο Κόσμος Ζεστάθηκε? (εκδ.ΛΙΒΑΝΗ)
  • * Το Μαξιλάρι της Γνώσης (Εκδ. ΕΠΙΝΟΙΑ)
  • * Κολλημένος με την Οθόνη (εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ)
  • * Τα κρυμμένα σεντούκια του Αλή Πασά (εκδ. ΜΙΝΩΑΣ)
  • * Δεν είμαι η Αδελφή μου (εκδ. ΜΙΝΩΑΣ)
  • * Κόρη στον Βυθό (εκδ. ΜΙΝΩΑΣ)

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top