Fractal

Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου: «Κανείς δεν μπορεί να πει πώς θα ήταν ο σημερινός κόσμος, εάν, τότε, επικρατούσε ο περσικός ιμπεριαλισμός»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

«Η Ιστορία είναι ο πλούτος ενός λαού. Έγραψα τα ιστορικά μου μυθιστορήματα γιατί αγαπώ την ιστορία. Αυτή διαγράφει το πρόσωπό μας και τον πολιτισμό μας πρωτίστως. Τον πολιτισμό του προσώπου μας. Οι αγώνες του ανθρώπου για την ελευθερία του και την δικαιοσύνη. Και, ναι, αυτό ακριβώς μένει έξω από την ιστορία: Το πάθος, το θαύμα, ο όρκος της ψυχής, το ρίγος.»

Εν μέσω κρίσης, η μεγάλη κυρία του ιστορικού μυθιστορήματος Μαρία Λαμπαδαρίδου- Πόθου, χαρίζει τα υπάρχοντά της στη γενέθλια γη, στη Λήμνο, και επανεκδίδει τα μεγάλα της μυθιστορήματα. Το «Πήραν την Πόλη, πήραν την…», σε εντυπωσιακή, ανανεωμένη μορφή από τις εκδόσεις Πατάκη, διαιωνίζοντας την εναγώνια κραυγή του Ελληνισμού για τις απώλειες που υφίσταται διαχρονικά. Και το «Ξύλινο Τείχος» όπου αποδεικνύει περίτρανα πως την ιστορία τη γράφουν οι λαοί με το αίμα τους. Αλλά ωστόσο αφήνει ανοιχτή μια χαραμάδα για το θαύμα.

Με αφορμή αυτά τα δυο βιβλία της η συγγραφέας μίλησε στον Φιλελεύθερο για το Ιστορικό μυθιστόρημα και τις χρονικές συγκυρίες, για την κρίση, τις σχέσεις με την γείτονα χώρα, το συμβολισμό του «Ξύλινου τείχους», για το ιερό των ημερών και για το θαύμα.

 

 

-Μέρες του Πάσχα η συνέντευξή μας κυρία Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου και πριν περάσουμε στα σημαντικά βιβλία σας και στις νέες εκδόσεις τους, θα ήθελα να μας πείτε  δυο λόγια για το νόημα που εσείς δίνετε στις ημέρες αυτές.

Οι μέρες οι πασχαλινές για μένα έχουν την έννοια του ιερού. Την αίσθηση του ιερού. Από τότε που ήμουν παιδί, στη Λήμνο, και ο πατέρας Μικρασιάτης πρόσφυγας, ιεροψάλτης στο νησί, με μύησε, θα έλεγα, στην ποίηση των ψαλμών και στη μεγάλη σοφία τους. Είτε πιστεύει κανείς είτε δεν πιστεύει, σκύβει μέσα του να βρει αυτό το χαμένο ίσως στις μέρες μας “ιερό”. Να το ανασύρει από τη λήθη των καιρών για να μπορέσει να βρει το μέγα νόημα του θείου δράματος και της Ανάστασης.

Ένας ήρωάς μου, στο μυθιστόρημα “Υγρό Φεγγαρόφωτο”, ρωτά τον μοναχό Θαβώρ “Τι είναι ιερό.” Και ο γέροντας μοναχός του απαντά: “Η συνάντησή σου με αυτό που σε υπερβαίνει”.

Αυτό, ακριβώς αυτό πιστεύω πως δίνει το νόημα της Μεγάλης Εβδομάδας και της Ανάστασης: Να υπερβούμε, ο καθένας μόνος με τον εαυτό του, τον συμβατικό χρόνο και την εκκοσμίκευση της ύπαρξής μας, για να συναντηθούμε με την ιερότητα της Αλήθειας που μας υπερβαίνει. Είτε πιστεύει κανείς είτε δεν πιστεύει. Είτε έμαθε γράμματα είτε έχει τη σοφία που του έδωσε η ζωή.

 

-Ποιο είναι το «Ξύλινο τείχος» σήμερα, κυρία Λαμπαδαρίδου, και τι σημαίνει το δικό σας «Ξύλινο τείχος» στην εποχή μας;

Ας αρχίσουμε από το “Ξύλινο Τείχος” του βιβλίου. Το ξύλινο τείχος είναι ο χρησμός που έδωσε το Μαντείο των Δελφών στους Αθηναίους λίγο πριν από την ναυμαχία της Σαλαμίνας, όταν ο Ξέρξης, ύστερα από τη νίκη του στα στενά των Θερμοπυλών, κατέβαινε καίγοντας πόλεις και ιερά. “Μόνον το ξύλινο τείχος θα σώσει εσάς και τα παιδιά σας” τους είπε. Και ύστερα από πολλές ερμηνείες, ο Θεμιστοκλής φώναξε: “Το ξύλινο τείχος είναι τας ναυς!” “Το ξύλινο τείχος είναι τα πλοία” Και ευθύς έδωσε εντολή όλοι οι Αθηναίοι να επιβιβαστούν στις τριήρεις του αθηναϊκού στόλου και να μεταφερθούν στη Σαλαμίνα. Έτσι, ο Ξέρξης και οι μύριοι του έκαψαν μια άδεια Αθήνα. Και την είχαν κάψει ολοκληρωτικά.

Όσο για τον συμβολισμό του “ξύλινου τείχους” στους δικούς μας καιρούς, μόνο με ευχή θα μπορούσα να το εκφράσω: Μια άνωθεν δύναμη ή φωτισμός που θα μας βγάλει από τη δύσκολη αυτή κατάσταση όπου εγκλωβίστηκε η ζωή μας, εδώ και χρόνια να χειμάζεται η χώρα μας με απέραντες θυσίες και υπομονή.

 

 

-Το ιστορικό μυθιστόρημά σας “Το Ξύλινο Τείχος” μόλις κυκλοφόρησε με γαλανόλευκα χρώματα από τις εκδόσεις Πατάκη, ύστερα από έντεκα χρόνια και οκτώ επανεκδόσεις, για “μια νέα διαδρομή του στον χρόνο” όπως σημειώνετε.  Τι θα είχατε να μας πείτε γι’ αυτό;

Το “Ξύλινο Τείχος” είναι ένα μυθιστόρημα απέραντης έρευνας και μελέτης. Έπρεπε να γνωρίσω τη φιλοσοφία ζωής του Σπαρτιάτη, την αντίληψη του, την καθημερινότητά του, τις αξίες του και το πολίτευμά του, για να τον καταλάβω, να δω γιατί αυτή η κλειστή και απόλυτα αυστηρή και πειθαρχημένη πόλη, η μοναδική  στην ιστορία, μεγαλούργησε τόσο σαν να ήταν μια πόλη γιγάντων.

Κι από την άλλη, έπρεπε να γνωρίσω τη φιλοσοφία ζωής του Αθηναίου που ήταν τόσο διαφορετική, να γνωρίσω την αντίληψή του, τις δικές του αξίες που ήταν κι αυτές διαφορετικές, τη σχέση του με τους θεούς και με τη Νέκυια, να γνωρίσω τη δική του καθημερινότητα. Να βρω γιατί, μέσα στη διαφορετικότητά του, μεγαλούργησε εξίσου και ο Αθηναίος.

Η απόλυτη ευφυϊα των ανθρώπων εκείνων ήταν το πιο δελεαστικό στοιχείο του μυθιστορήματος.

Θα πω μια σκέψη, που την γράφω και στο μυθιστόρημα, και την θεωρώ σημαντική: Κανείς δεν μπορεί να πει πώς θα ήταν ο σημερινός κόσμος, εάν, τότε, επικρατούσε ο περσικός ιμπεριαλισμός, με τον αμύθητο πλούτο και το φρόνημα του δούλου. Ήταν η σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων, δύο διαφορετικών πολιτισμών, και επεκράτησαν οι “ολίγοι ελεύθεροι”.

Κι ύστερα, όπως το είπα ξανά, το μυθιστόρημα αυτό το έγραψα για τη γη μας, για τον τόπο μας, που εδώ και δεκαετίες ξεπουλιέται νόμιμα πια στους λογιών “βαρβάρους”.

Ήθελα να πω πόσο ιερή ήταν και η μία σπιθαμή γης για εκείνους τους όμαιμους μακρινούς αδελφούς μας.

Κι ακόμα, το έγραψα για τα νέα παιδιά, για τους νέους, να γνωρίσουν τη γης τους, τις ρίζες τους, να τις αγαπήσουν, να νιώσουν υπερήφανοι για τον τόπο τους.

Όσο μπόρεσα.


-Πόσα χρόνια κάνατε να το γράψετε;

Όταν γράφεις ή όταν διαβάζεις ένα μυθιστόρημα σαν το “Ξύλινο Τείχος” ο χρόνος δεν μπορεί πια να είναι ο συμβατικός. Έχει άλλες διάρκειες, άλλες αναλογίες. Σήμερα λέω, έκανα τρία χρόνια να το γράψω. Δέκα να το παλεύω μέσα μου παράλληλα με ό,τι άλλο έγραφα. Και δυόμισι χιλιάδες χρόνια να το περπατήσω. Γιατί ήταν τόσο ζωντανό τόσο σημερινό σαν να μου έφερνε μέσα στο δωμάτιό μου τα δυόμισι χιλιάδες χρόνια να περπατώ πάνω τους, να ανεβαίνω και να κατεβαίνω τους αιώνες για να βρω ατόφια τη ζωή εκείνη που είναι συγκλονιστικά δική μας.

 

 

-Η ιστορία κρατά τα κλειδιά του μέλλοντός μας και του παρόντος μας. Εντούτοις γιατί αρέσκεται σε επαναλήψεις; Γιατί εμείς δεν μαθαίνουμε ποτέ από τα σφάλματά μας;

Όπως το λέτε: Η ιστορία κρατά τα κλειδιά του μέλλοντός μας και του παρόντος μας. Όμως το παρελθόν είναι εκείνο που διαμορφώνει το παρόν και το μέλλον της ζωής μας. Πολλές φορές ερήμην μας. Όπως και στην προσωπική μας ζωή. Ίσως γι’ αυτό ο Μπέκετ το είπε “απειλητικό και δύσβατο”. Όσο για τα λάθη μας, όχι, αυτά δεν διδάσκουν. Ούτε τα λάθη της προσωπικής μας ζωής ούτε τα ιστορικά λάθη ή αμαρτήματα. Το έχω πει ξανά. Μόνον η συνείδηση διδάσκει.

 

-Γιατί επιλέξατε ο αφηγητής σας να είναι ένα παιδί και μάλιστα από την Λήμνο;

Ε, πάντα στα ιστορικά μου μυθιστορήματα, ένα παιδί ξεκινάει από τη Λήμνο και γίνεται ο μυθικός μου ήρωας. Στο “Ξύλινο Τείχος” ο Αλκαμένης μου. Στο “Πήραν την Πόλη, πήραν την”, ο Πορφύριος. Ύστερα, είναι και η “Μαρούλα” μου, η “Δοξανιώ” μου. Η Υψιπύλη μου. Γενικά, οι ήρωές μου κατάγονται από τη Λήμνο. Και το μυστικό μου: Για να μπορώ να πηγαίνω εκεί με τη σκέψη μου, στα χρυσαφένια τοπία της, και να ξεκουράζομαι. Ή, ακόμα, να ζω μικρές ευτυχισμένες στιγμές ονειροπόλησης.

 

-Πριν από ένα χρόνο, κυρία Λαμπαδαρίδου, επανακυκλοφόρησε το ιστορικό μυθιστόρημά σας «Πήραν την Πόλη, πήραν την…», διαιωνίζοντας «την αιώνια κραυγή του Ελληνισμού για τις απώλειες που υφίσταται διαχρονικά», και φέτος συμβαίνουν όλα αυτά με την Τουρκία. Πόσο τυχαία είναι τα τυχαία γεγονότα στη ζωή μας;

Θα απαντήσω με μία φράση του Οδυσσέα Ελύτη που με εκφράζει. Έγραφε σε ένα γράμμα του στον Ανδρέα Εμπειρίκο: “Αυτά που οι άλλοι τα παίρνουν για τυχαία περιστατικά, εμείς ξέρουμε πως είναι μηνύματα από το άγνωστο”.

Ας ευχηθούμε μόνο τα όσα δύσκολα μας συμβαίνουν να έχουν μια έκβαση ειρηνική. Μια έκβαση ηρεμίας και γαλήνης στην περιοχή.

 

 

-Αν και το κλασικό πια μυθιστόρημα σας “Πήραν την Πόλη, πήραν την” το έχουμε όλοι διαβάσει, και όσοι δεν το διάβασαν θα πρέπει να το έχουν στη βιβλιοθήκη τους, έτσι καθώς ταυτίστηκε με την ψυχή μας, πέστε μας δυο λόγια. Και, ιδιαίτερα, τι σημαίνει για σας η αγάπη των αναγνωστών.

Όταν από το τις εκδόσεις Πατάκη, το περασμένο καλοκαίρι, μου είπαν πως θα το βγάλουν ξανά σε μια νέα διαδρομή του στον χρόνο, πήρα να το διαβάσω. Είχαν περάσει είκοσι χρόνια από την αρχική του έκδοση και είχε κάνει είκοσι δύο επανεκδόσεις. Και έμεινα άφωνη. Ήταν σαν να το είχα γράψει χτες. Καθώς το διάβαζα, στη σκέψη μου ερχόταν αυτόματα η επόμενη λέξη, η επόμενη έκφραση, η αγωνία της στιγμής καθώς έψαχνα να βρω ακριβώς τη λέξη ή το νόημα. Με τόση δύναμη είχε γραφτεί. Με τόση δύναμη είχε αποτυπωθεί στο μυαλό μου σαν να ήταν όρκος. Ένας όρκος παλιός. Και αναρωτιέμαι μήπως έζησα η ίδια εκεί τα γεγονότα σε περασμένες μου ζωές.

Ευγνωμονώ την εκδότρια μου κυρία Άννα Πατάκη που εν μέσω συνεχιζόμενης κρίσης και με το βιβλίο ιδιαίτερα ευάλωτο στους δύσβατους αυτούς καιρούς, μου έβγαλε τρία από τα μεγάλα, σε όγκο σελίδων, μυθιστορήματα μου, “Τα μονοπάτια του Αγγέλου μου” που είναι σελίδες από τα ημερολόγια μου που κρατούσα μια ζωή, το “Πήραν την Πόλη, πήραν την” και πριν από λίγες μέρες το “Ξύλινο Τείχος”.

Όσο για την αγάπη των αναγνωστών, θα ήθελα να πω πως είναι τα ίδια τα συγκλονιστικά γεγονότα που αγάπησαν, την αυτοθυσία των αμυνομένων, την τραγική παγίδευση του αυτοκράτορα και του λαού του στο αδιάφορο πλήρωμα του χρόνου, όπως το είχαν προδιαγράψει οι παλιές προφητείες.

Κι ακόμα, πιστεύω πως ο αναγνώστης βιώνει στο μυθιστόρημα αυτό όχι μόνο τη δύναμη της προφητείας που επαληθεύεται αλλά και το δέος που δημιουργεί η αλάνθαστη επαλήθευσή της.

Σήμερα λέω πως η πάλαι ποτέ Βασιλίδα Πόλη δεν έπεσε από τα ασκέρια του Μωάμεθ  αλλά από την πεπρωμένη στιγμή.

Θέλω να πω, κυρία Γκίκα, πως εγώ το έγραψα μόνο. Κατέγραψα μόνο τα γεγονότα. Ο αναγνώστης το αγάπησε για τα ίδια τα γεγονότα. Όμως, έστω κι έτσι, είμαι ευγνώμων που μπόρεσα και το έγραψα.

 

-Σας φοβίζει αυτή η ένταση που υπάρχει αυτή την εποχή με την Τουρκία; Πιστεύετε ότι ζούμε σε μια δύσκολη ιστορικά εποχή;

Πάντα ήταν δύσκολες οι στιγμές μας με την γείτονα χώρα. Και πάντα κάποια δύναμη έφερνε ξανά τη γαλήνη. Σήμερα ιδιαίτερα υπάρχει μια παγκόσμια απειλή,  Παντού υπάρχει η ανάγκη μιας γαλήνης, μιας σταθερότητας. Όσο για τις σχέσεις μας με την γείτονα χώρα, η εμπειρία μου από την συγγραφή των τόσων ιστορικών μυθιστορημάτων μου, με κάνει να πιστεύω πως και στα μικρά και στα σημαντικά επικρατεί πάντα μόνον το διορισμένο από τον χρόνο. Και εκείνο που ευχόμαστε είναι να επικρατήσει η λογική και η σύνεση.

 

 

 

-«Όπως έχω ήδη πει, εκείνο που µε ενδιέφερε ήταν να βρω αυτό που σχεδόν πάντα µένει έξω από την ιστορία: Το πάθος, το θαύµα, τον όρκο της ψυχής, το ρίγος.» Γι’ αυτό καταφεύγετε ειδικά αυτή την εποχή και πάλι στην Ιστορία;

Τι είναι εκείνο, τελικά, που μένει έξω από την ιστορία;

Η Ιστορία είναι ο πλούτος ενός λαού. Έγραψα τα ιστορικά μου μυθιστορήματα γιατί αγαπώ την ιστορία. Αυτή διαγράφει το πρόσωπό μας και τον πολιτισμό μας πρωτίστως. Τον πολιτισμό του προσώπου μας. Οι αγώνες του ανθρώπου για την ελευθερία του και την δικαιοσύνη. Και, ναι, αυτό ακριβώς μένει έξω από την ιστορία: Το πάθος, το θαύμα, ο όρκος της ψυχής, το ρίγος. Την αφηρημένη έκταση της Ιστορίας, το μυθιστόρημα την κάνει διαλεκτική πάθους και ζωή. Αυτή τη διαφορά έχει το ιστορικό μυθιστόρημα από την αφηρημένη έννοια της Ιστορίας.

 

-Το περσινό Καλοκαίρι χαρίσατε κατά κυριολεξία όλα σας τα υπάρχοντα στο νησί σας στη Λήμνο. Τώρα, οι βιβλιοθήκες σας είναι εκεί, αισθάνεστε τρόπον τινά ότι επιστρέψατε;

Και πόσο σημαντικό είναι να σε τιμά και να σε αγαπά η γενέθλια πόλη;

Πολύ σημαντικό. Όπως είπα, να σε τιμά ο τόπος σου είναι η μέγιστη τιμή. Και πάντα θα αισθάνομαι ευγνώμων στον Δήμαρχο της Λήμνου τον κύριο Δημήτριο Μαρινάκη που τόσο γενναιόδωρα μου πρόσφερε μια αίθουσα σε ένα πανέμορφο αναπαλαιωμένο αρχοντικό, το Σαχτούρειο, για να στεγάσω όχι μόνο τα βιβλία μου αλλά ολόκληρο το συγγραφικό “βιος” μου, όπως το είπα, τα προσωπικά τιμαλφή που μαζεύτηκαν μια ζωή. Και καθημερινά, κυρίες της Μύρινας, φίλες και αναγνώστριες, που αγαπούν εμένα και τα βιβλία μου, πάνε εκεί όλα τα πρωινά. Για να είναι ανοιχτή η αίθουσα. Ζωντανή. Έχω και μια μικρή δανειστική με δικά μου μόνο, για την ώρα, βιβλία, ώσπου ο κύριος Δήμαρχος να κάνει τη μεγάλη δανειστική Βιβλιοθήκη, όπως είπε.

 

-Αλήθεια η κρίση μας έκανε καλύτερους συγγραφείς;

Τι χάσαμε και τι βρήκαμε με την κρίση;

Η κρίση θα πρέπει να μας έχει κάνει όλους λίγο πιο σοφούς. Και όχι μόνο τους συγγραφείς. Γιατί όλοι πονέσαμε. Πονέσαμε για τον τόπο μας.

 

 

Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top