Fractal

Αντιμετωπίζοντας τον άνθρωπο και τη ζωή ολιστικά

Από τον Κωνσταντίνο Μπούρα // *

 

Χρυσοξένη Προκοπάκη: «Μαργαρίτες», Εκδόσεις Στίξις

 

Ταχυδράματα με ένα ιδιότυπο χιούμορ στεγάζει αυτό το άκρως πρωτότυπο και ενδιαφέρον βιβλίο, προάγγελος της θεατρικής γραφής αλλά και της λακωνικής αφηγηματικότητας σε ένα μέλλον όχι και τόσο μακρινό. Η έντονη δραματικότητα, η πρωτοπροσωπία πίσω από την οποία κρύβεται ο εαυτός και προβάλλεται ένα «εγώ» παραισθητικό διασπασμένο σε χιλιάδες ψευδαισθητικές ανακλάσεις, πρόσκαιρες, όπως οι ιριδισμοί στην επιφάνεια μιας σαπουνόφουσκας (κοινώς «πομφόλυξ – πομφόλυγος, η πομφόλυξ»).

Και η ανθρώπινη κατάσταση αφορμή για τραγελαφική απεικόνιση του κενού και του τίποτα που μας απειλεί με την ανία των καθημερινώς επαναλαμβανομένων κινήσεων, εκφράσεων, διατυπώσεων, διεκπεραιώσεων. Η ανία θα μπορούσε να είναι μια λύση για την απελευθέρωση από τις άπειρες συμβάσεις που μας καταδυναστεύουν. Όμως κι αυτή έχει τα μυστικά της, τις παλινωδίες και τις εκλάμψεις της. Χειρότερη απ’ όλες η διαλειμματική αμνησία, η απόπειρα του εγώ να αγκιστρωθεί στον βράχο των περιστάσεων που το έθρεψαν και το πάχυναν μέχρι δυσκινησίας.

Αυτή η προσκόλληση στο Γνωστό δεν υποδηλώνει απλώς τον φόβο απέναντι στο Άγνωστο αλλά λειτουργεί μάλλον σαν συγκολλητική βαρύτητα που δεν αφήνει τα άτομα να διαλυθούν εξακοντιζόμενα στο αχανές. Όσο για την εντροπία του συστήματος άνθρωπος, αυτή βασίζεται σε μία σωρεία ανακόλουθων συνηθειών που ανατρέπονται σε κάθε εποχή, λες κι ο πολιτισμός προσπαθεί να αυτοκτονήσει ακυρώνοντας τον εαυτό του.

Με το στοιχείο της αντίθεσης, της ειρωνεία και το απροσδόκητο οξύμωρο, ακόμα και με τον φιλάνθρωπο σαρκασμό η πολλά υποσχόμενη νέα λογοτέχνις Χρυσοξένη Προκοπάκη διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, θυμίζοντας τον διηγηματογράφο Αντώνη Σαμαράκη και επιτυγχάνει την πολυπόθητη ανατροπή στο τέλος κάθε σύντομου κειμένου της, πιστή στις νόρμες και στην φόρμα του παλαιού τύπου διηγήματος με αρχή, μέση και τέλος, τότε που όλα ήταν καθαρά και ο αφηγητής θεωρούσε υποχρέωσή του να απαντήσει σε όλα ανεξαιρέτως τα ερωτήματα που πρώτος επεσήμανε ο Κίπλινγκ: «πού, πότε, ποιος, πώς, γιατί».

Η ιδιαιτερότητα αυτής της μετανεωτερικής γραφής δεν έγκειται στη μορφή αλλά στο περιεχόμενο, στην λοξή αφηγηματική προοπτική, μέσα από διαθλασμένες πρωτοπροσωπείες και με τη φιλοσοφική διάθεση ενός εξωγήινου που μας επισκέπτεται από το μακρινό διάστημα. Αυτή η απροσδόκητη «αποστασιοποίηση» φωτίζει την ανθρώπινη επί γης συνθήκη με ένα απόκοσμο φως και μετατρέπει κάθε τι σε σημαντικό, ακόμα και το επουσιώδες, ακόμα και το τσαλακωμένο χαρτάκι που δίνει ένας άγνωστος επιβάτης τραίνου σε έναν άλλον και κανονικά δεν θα έπρεπε να τον ενδιαφέρει γίνεται όμως η αιτία κι η αφορμή να αλλάξει τουλάχιστον μία ζωή, που έφερε ούτως ή άλλως μέσα της τον σπόρο της αδήριτης αλλαγής πάση θυσία.

Το δυσεξιχνίαστο και δυσεπίλυτο υπαρξιακό πρόβλημα του προσανατολισμού προς έναν σκοπό, ή έστω στόχο ζωής είναι αυτό που κινεί θεματολογικώς την δράση σε αυτά τα σύντομα ποιητικά πεζά με τα υπερτροφικά εγώ που αρνούνται το εμείς αλλά το εξερευνούν δειλά με την αφή, όπως ο τυφλός γνωρίζει το πρόσωπό του.

Η γενιά των νέων λογοτεχνών (που εμφανίστηκαν) μετά την χαραυγή του εικοστού πρώτου αιώνα κάθε άλλο παρά «χαμένη γενιά» είναι, αφού έχουν το προνόμιο να χτίζουν πάνω στα χαλάσματα της (αναγκαίας) αποδόμησης και ζουν σε μια άκρως προκλητική εποχή, μεταβατική και μεταιχμιακή, όπου τίποτα πια δεν στέκει όρθιο και οι παλιές ιδεολογίες, οι παλιές αισθητικές έχουν ήδη χρεοκοπήσει. Μόνον οι παλαιές, οι αρχαίες μορφολογίες και ρυθμολογίες επέδειξαν μια ιδιαίτερη («κατσαριδική» θα έλεγα) αντοχή μέσα στον Χρόνο, ίσως γιατί είναι ριζωμένες στα κύτταρά μας, όπως τα μαθηματικά μοτίβα από τον πλατωνικό κόσμο των Ιδεών που υλοποιούνται στον σπειροειδή Γαλαξία μας.

 

Χρυσοξένη Προκοπάκη

 

Ως ερευνητής του σύγχρονου λογοτεχνικού φαινομένου, βρίσκω άκρως ενδιαφέρουσα την διαπίδυση της ποιητικής και θεατρικής γραφής στην πεζογραφία, αφού προμηνύει την δημιουργία και επικράτηση ενός αμαλγάματος που θα αντιμετωπίζει τον άνθρωπο και τη ζωή ολιστικά (ως ενιαίο και αδιαίρετο ΌΛΟΝ). Μέχρι τότε, μέχρι ο Παν να επιστρέψει στο Ά-παν ας χαράζουμε τα σημάδια μας στις οθόνες και στο χαρτί ιχνηλατώντας το μέλλον, αφού το παρελθόν έπαψε προ πολλού να μας καλύπτει και να πληροί τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες μας. Δεν λέω πως ανατέλλει μια καινούργια Αναγέννηση, όμως θα ήθελα να το πιστεύω και να το μεταλαμπαδεύω ως ιδανικό.

Κάτω από αυτό το βιβλίο υποφώσκει μια μελαγχολία, που θα την έλεγα «κατάθλιψη των πρώτων δεκαετιών του εικοστού πρώτου αιώνα», ό,τι κι αν αυτό σημαίνει ή συνεπάγεται.

Προτείνω να μελετήσετε αυτό το βιβλίο με ιδιαίτερη προσοχή. Περιέχει συμπυκνωμένα νοήματα και μοτίβα που θα μας απασχολήσουν πολλά χρόνια μετά. Δουλειά του κριτικού είναι και να προβλέπει, αν όχι και να το διαπλάθει, κάτι που είναι απευκταίον κι άκρως ανεπιθύμητον, τουλάχιστον για τους εχέφρονες.

 

 

* Ο Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας είναι Επισκέπτης Καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ (www.konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top