Fractal

Το παράδοξο Άλλο

Γράφει η Χριστίνα Οικονομίδου //

 

Κώστας Μαυρακάκης, «Μακριά από τον κόσμο», Εκδόσεις Κέδρος

 

Ήδη από το πρώτο του βιβλίο, ο Κώστας Μαυρακάκης υπαινίσσεται μια σκιώδη παρουσία, έναν παράδοξο Άλλο πίσω από τα συμφραζόμενα της ζωής. Μ’ αυτό το δεύτερο λογοτεχνικό του εγχείρημα, καταδεικνύει πως αυτός ο παράδοξος Άλλος δεν είναι ούτε παράδοξος ούτε όμως και Άλλος, παρά μια εκδοχή του ίδιου μας του εαυτού, εκείνου που διαρκώς αναζητά το νόημα, αγωνιά και διόλου δεν καθησυχάζεται από τις υλικές απολαβές και τις εφήμερες κατακτήσεις.

Αλλά, ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο ήρωάς του, ο Λουκάς, είναι ένας έκπτωτος τηλεπαρουσιαστής μιας ευτελούς ψυχαγωγικής εκπομπής, που έχει πάψει να τον ικανοποιεί ουσιαστικά, ήδη αρκετό καιρό πριν διακοπεί η προβολή της,  χωρίς όμως ο ίδιος να το έχει συνειδητοποιήσει. Έτσι, όταν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, εκτός από το πλήγμα της απώλειας εργασίας του, διαλύεται και ο γάμος του, νιώθει εντελώς ξεκρέμαστος και απογοητευμένος. Η φυγή μοιάζει η πλέον πρόσφορη λύση κι έτσι αποφασίζει να αποσυρθεί στην Αίγινα, προκειμένου να επιχειρήσει να γράψει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που αποτελεί τον ευσεβή πόθο του.

Ωστόσο, η διαμονή του στο νησί τού επιφυλάσσει πάμπολλες εκπλήξεις και προκλήσεις που θα τον αναγκάσουν ν’ αναμετρηθεί με τον εαυτό του, τα θέλω του και τις βαθύτερες αναζητήσεις του, ακόμα κι αυτές που διόλου δεν είχε φανταστεί ότι φώλιαζαν μέσα του. Σ’ αυτό συμβάλλουν τόσο το φυσικό περιβάλλον (καθώς εγκαθίσταται σ’ ένα απομονωμένο ορεινό χωριό) όσο και οι άνθρωποι που γνωρίζει εκεί. Ανάμεσα σ’ αυτούς, καθοριστικής σημασίας είναι ο καθηγητής φιλοσοφίας Κοντούζογλου και ο παράξενος “θίασός” του -όπως ονομάζει την οργάνωση που έχει δημιουργήσει και που θυμίζει μασονική στοά. Ευσεβής πόθος -καλύτερα, ματαιοδοξία- του καθηγητή είναι να δημιουργήσει τον “νέο άνθρωπο” στον αντίποδα του “τελευταίου ανθρώπου” του Νίτσε. Μόνο που προχωρά ένα βήμα παραπέρα από τον γερμανό φιλόσοφο και η φιλοδοξία του δεν περιορίζεται στην επινόηση του “νέου ανθρώπου” ως θεωρητική φιλοσοφική κατασκευή αλλά θεωρεί πως μπορεί, πράγματι, να μεταλλάξει έναν άνθρωπο σε “νέο άνθρωπο”. Για κάποιο λόγο μάλιστα, βλέπει στον αμύητο Λουκά το ιδανικό “πειραματόζωο” γι’ αυτό του το εγχείρημα. Ο ήρωάς μας, ανυψοψίαστος από τη μια μεριά, καχύποπτος έως και ενοχλημένος από τις θεωρίες του Κοντούζογλου αλλά και περίεργος από την άλλη, μπλέκει εντέλει στα δίχτυα του.

Παράλληλα, μια σειρά από συμπτώσεις και ασυνήθιστα γεγονότα, που υπονομεύουν την λογική του, τον οδηγούν να υιοθετήσει τον ρόλο ενός άτυπου ντεντέκτιβ και εντέλει να φτάσει στα όριά του. Τα πράγματα για τον ήρωα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο όσο το φλερτ του με την Αιμιλία, μια παλιά γνωστή του ηθοποιό που ανήκει στον “θίασο” του Κοντούζογλου, αρχίζει να βαθαίνει επικίνδυνα καθώς τρυπώνει ως την μύχια αδυναμία του να σχετιστεί αληθινά.

Με όχημα μια πλοκή αστυνομικού μυστηρίου, ο Μαυρακάκης συνθέτει ένα πολυεπίπεδο υπαρξιακό θρίλερ, με χαρακτήρες καθημερινούς και γνώριμους. Η γραφή του κινηματογραφική, παρασύρει τον αναγνώστη που συμπάσχει με τον ήρωα, είτε πρόκειται για την ανακάλυψη ενός μυστηρίου είτε για τις πολυσχιδείς αγωνίες του που εκφράζονται σε εξίσου πολύπλευρα και δυσερμήνευτα όνειρα και οράματα.

 

Κώστας Μαυρακάκης

 

Όπως γνωρίζουμε, πλοκή και χαρακτήρες είναι αλληλένδετα και δεν υπάρχει ενδιαφέρουσα πλοκή αν δεν υπάρχουν ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Αν και γραμμένο σε Α’ πρόσωπο, που σημαίνει ότι κάθε χαρακτήρας φωτίζεται μέσ’ από την οπτική του κεντρικού ήρωα, ο Μαυρακάκης καταφέρνει να δημιουργήσει χαρακτήρες πειστικούς, διακριτούς, με τη δική τους φωνή και οντότητα. Είτε πρόκειται  για την αινιγματική Αιμιλία, είτε για τον Κοντούζογλου -που παραμένει μέχρι το τέλος δυσεπίλυτος γρίφος- είτε πρόκειται για λιγότερο κρίσιμους χαρακτήρες, καθένας αποτυπώνεται στο μέγεθος που του αναλογεί, εντός κι εκτός του κεντρικού ήρωα.

Επιπλέον, η προσπάθεια επίλυσης του μυστηρίου από πλευράς του Λουκά κυλάει αβίαστα μέσα στην εσωτερική του αναζήτηση, έτσι που τόσο ο ίδιος όσο και ο αναγνώστης δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ποια είναι η αιτία και ποια η αφορμή. Γιατί τόσο μέσ’ από τον Κοντούζογλου και την κουστωδία του “θιάσου” του όσο και μέσ’ από την Αιμιλία, ο Λουκάς θα ξεθάψει τα βαθύτερα ερωτήματα και τις αγωνίες του. Μοιραία, λοιπόν, αλλά σε μεγάλο βαθμό ασύνειδα, αρχίζει να επανεξετάζει τις απόψεις και τις θέσεις του για τη ζωή και να επανεκτιμά τις ως τότε προσωπικές του σχέσεις,  έτσι που σταδιακά και σχεδόν εν αγνοία του επαναδιατυπώνει μια νέα αλήθεια για τον εαυτό του.

Το ενδιαφέρον μας διατηρείται αμείωτο μέχρι το τέλος, ένα τέλος ανοιχτό που, πέραν της πλοκής, μας υπενθυμίζει πόσο ρευστά και αμφισβητήσιμα είναι τα όρια ανάμεσα στην υποκειμενική μας μυθοπλασία για την πραγματικότητα και την “αντικειμενική” πραγματικότητα (αν υποθέσουμε ότι μπορεί να έχει ισχύ αυτός ο όρος).

Εντέλει, το «Μακριά από τον κόσμο» είναι ένα μυθιστόρημα που μιλά για τον μέσο δυτικό άνθρωπο, χαμένο μέσα στις μεγάλες προσδοκίες και την ρηχή καθημερινότητα που δεν του αφήνει και πολλά περιθώρια να τις εκπληρώσει. Με τις βαθύτερες επιθυμίες και τη ματαίωσή τους. Μιλά όμως και για τη δυνατότητα να υπερβείς τον εαυτό σου και ν’ αναγεννηθείς, ακόμα και σ’ αυτή την φαινομενικά πεζή καθημερινότητα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top