Fractal

Παράφρονες και παραλογισμός σε έναν αμφιλεγόμενο κόσμο

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

Τζέιμς Γκρέιντι, «Mad dogs». Μετάφραση: Άλκηστις Τριμπέρη. Εκδόσεις Πόλις. Αθήνα, 2022

 

Ο Τζέιμς Γκρέϊντι έφερε επανάσταση στο πολιτικό θρίλερ με το πρώτο του μυθιστόρημα, τις ‘Έξι μέρες του Κόνδορα’ (Six Days of the Condor, 1974). Με τούτο το θρίλερ, τα ‘Λυσσασμένα σκυλιά’ για την ελληνική γλώσσα και ‘Mad Dogs’ (2006) στο πρωτότυπο, ένα μυθιστόρημα που βασίστηκε σε μια εντελώς πρωτότυπη δημιουργία που ήταν το μυστικό φρενοκομείο της CIA για παροπλισμένους ή και συνταξιούχους πράκτορές της, ο Γκρέϊντι επανακάμπτει στα γνώριμα μονοπάτια του. Πέντε ψυχικά διαταραγμένοι δολοφόνοι της CIA, λοιπόν, όλοι τους εξαρτώμενοι από ισχυρές φαρμακευτικές ουσίες και βαθιά στο δάσος του Μέιν, αναγκάζονται να βγουν από το άσυλο όταν κάποιος δολοφονεί τον ψυχίατρό τους δρ. Φρίντμαν και κατηγορεί αυτούς για αυτή την πράξη. Τρελοί και τραυματισμένοι από τις πολυποίκιλες εμπειρίες τους στα δύστροπα πλοκάμια της CIA, λειτουργούν κάτω από αρκούντως  στρεβλωμένες αντιλήψεις για τον πραγματικό κόσμο. Η εκπαίδευσή τους, ωστόσο, τους έχει προετοιμάσει να επιβιώσουν σε έναν εχθρικό κόσμο, ακόμα κι αν αυτός ο κόσμος είναι το δρομολόγιο Βοστώνης-Ουάσιγκτον καθώς κυνηγούν τον πραγματικό δολοφόνο. Δύσκολο, γρήγορο και νευρικό, καθώς και αστείο και βαθιά ανθρώπινο, το ‘Mad Dogs’ είναι ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα πολιτικού σχολιασμού και μια περιήγηση στο σύγχρονο λογοτεχνικό στυλ, μια ματιά στους πολέμους των κατασκόπων του εικοστού πρώτου αιώνα και της νέας χιλιετίας που ανέτειλε.

Σε ένα άκρως απόρρητο, λοιπόν, άσυλο για πρώην πράκτορες της CIA που έχουν χάσει την επαφή τους με την πραγματικότητα, πέντε παράφρονες κατάσκοποι βρίσκουν τον αγαπημένο τους ψυχίατρο νεκρό, δολοφονημένο προφανώς από έναν επαγγελματία δολοφόνο. Διαισθανόμενοι μια προφανή παγίδα, η πεντάδα των τρελών σκαρφίζεται μια έξυπνη απόδραση από το ίδρυμα υψίστης ασφαλείας και βγαίνουν στο δρόμο για να βρουν τον εχθρό, εν γνώσει τους βέβαια ότι μόλις τελειώσουν τα φάρμακα θα αρχίσουν να παρουσιάζονται σοβαρά προβλήματα και στερητικά σύνδρομα στον οργανισμό τους. Θα μπορούσαμε εύκολα να παρομοιάσουμε το μυθιστόρημα ετούτο με ένα μείγμα του σκοτεινά σατιρικού αριστουργήματος ‘Στη φωλιά του κούκου’ του Κεν Κίσι και της κλασσικής κατασκοπικής φαντασίας του Ρόμπερτ Λάντλαμ ‘Η ταυτότητα του Μπορν’, ή να ισχυριστούμε ακόμα πως το ‘Mad Dogs’ είναι ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα πολιτικού σχολιασμού και μια δυναμική περιήγηση στα χνάρια ενός περίεργου και πολύ σύγχρονου λογοτεχνικού ύφους.

Ο Τζέιμς Γκρέϊντι, αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Μοντάνα με πτυχίο στη Δημοσιογραφία. Έγραψε το πρώτο μυθιστόρημα με τον τίτλο ‘Six Days of the Condor’, το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον εκδοτικό οίκο W.W. Norton, το 1974. Το μυθιστόρημα έγινε ένα τρομερό μπεστ σέλερ και σε σύντομο χρονικό διάστημα μια εμβληματική, υποψήφια για Όσκαρ ταινία με τίτλο ‘Τρεις μέρες του κόνδορα’ και  πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Ο Τζέιμς Γκρέϊντι γεννήθηκε στις 30 Απριλίου 1949 στο Σέλμπι της Μοντάνα, μια πετρελαϊκή, σιδηροδρομική και αγροτική πόλη κάπου εκατό χιλιόμετρα ανατολικά των Βραχωδών Ορέων και μισή ώρα με το αυτοκίνητο, νότια του Καναδά. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της νεανικής του ηλικίας, ο πατέρας του διαχειριζόταν κινηματογραφικές αίθουσες και η μητέρα του απασχολείτο σε μια επαρχιακή βιβλιοθήκη. Ήταν ένα παιδί που αγαπούσε τα βιβλία και τον κινηματογράφο και του άρεσε να παίζει ποδόσφαιρο στο γυμνάσιο. Πήγε σε δημόσια σχολεία  και εργαζόταν  ενώ εξακολουθούσε να σπουδάζει. Ο Γκρέϊντι εργάστηκε κάποτε ως νεκροθάφτης, ως χειριστής αγροτικού τρακτέρ, κι άλλες φορές σε συγκομιδή σανού, προβολέας κινηματογραφικών ταινιών και εργάτης σε συνεργείο οδοποιίας της πόλης.  Στη μικρή πόλη που μεγάλωσε και  λόγω της εμπλοκής του πατέρα του σε κινηματογραφικές προβολές, άργησαν να αποκτήσουν τηλεόραση, ίσως επίτηδες, όπως λέει. Στη δεκαετία του ’50, η Σέλμπι ήταν ο δικός του αγαπημένος  κόσμος. Στη Μοντάνα, γενικότερα, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν πραγματικά ασημένια δολάρια, ενώ υπήρχε  κι’ ένα μπουρδέλο που προστατευόταν από τους τοπικούς αστυνομικούς και εποπτευόταν υγειονομικά από τους γιατρούς της πόλης. Οι χιονοθύελλες έρχονταν συχνά και σφράγιζαν την πόλη για τρεις με τέσσερις μέρες κάθε φορά. Φυσικά η δουλειά του πατέρα του ήταν ιδανική για ένα παιδί που αγαπούσε και εκτιμούσε τις ιστορίες. Έβλεπε τέσσερις ή περισσότερες ταινίες την εβδομάδα, δούλευε επίσης στο θέατρο, ενώ το καλοκαίρι, τα περιβόητα ντράιβ-ιν του επέτρεπαν να βλέπει αρκετές ταινίες επιπλέον. Διάβαζε επίσης πολύ. Η μητέρα του, λόγω της  εργασίας της, τον βοήθησε αρκετά προς αυτή την κατεύθυνση. Διάβαζε συνέχεια, αλλά κυρίως μυθιστορήματα μυστηρίου, λίγη επιστημονική φαντασία, και μερικά μυθιστορήματα περιπέτειας. Αυτό συνεχίστηκε στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, και ενισχύθηκε τα μέγιστα με την άφιξη του ροκ εν ρολ στα ραδιόφωνά τους, ακούγοντας μανιωδώς μακρυνούς σταθμούς από την Οκλαχόμα Σίτυ, το Σικάγο και τον Καναδά. Μετά από το λύκειο, στο κολέγιο ανοιγόταν μπροστά του ένας εντελώς νέος κόσμος. Ήταν από τα λίγα πανεπιστήμια που μπορούσε να αντέξει οικονομικά κι έτσι πήγε στο Πανεπιστήμιο της Μοντάνα, στη Μισούλα, μια πόλη τότε που είχε πληθυσμό περίπου 40.000 κατοίκων, που αρχικά τού φάνηκε σαν τη Νέα Υόρκη. Ο φοιτητικός πληθυσμός του Πανεπιστημίου, τότε,  ήταν περίπου δέκα χιλιάδες, διογκωμένος λόγω του πολέμου του Βιετνάμ από τους βετεράνους που επέστρεφαν και τα παιδιά που προσπαθούσαν να μείνουν μακριά από τη στράτευση. Επέλεξε τη δημοσιογραφία ως ειδικότητα νομίζοντας ότι κάλυπτε και τη μυθοπλασία για την οποία ενδιαφερόταν σφόδρα! Έμεινε στη δημοσιογραφία επειδή του φάνηκε πιο σχετική και πιο αληθινή από τα μαθήματα δημιουργικής γραφής που επίσης παρακολούθησε, εκτός από το γεγονός  ότι η σχολή του πρόσφερε κάποιες μικρές υποτροφίες. Θα μπορούσε να φοιτήσει και στη νομική σχολή, κάτι που περίμενε η πόλη και η οικογένειά του,  παρ’ όλο που ήθελε να γράψει μυθιστορήματα από τη μικρή του ηλικία. Ήταν μια τεράστια ανακούφιση και τελικά ένα τολμηρό βήμα η απόφασή του να ακολουθήσει τις συγγραφικές του ορμές και ανησυχίες. Ενεπλάκη στην πολιτική διαδικασία σε σχετικά νεαρή ηλικία με τους ρεπουμπλικάνους, αλλά αναζητούσε επίμονα το βήμα προς την συγγραφή μυθιστορημάτων. Αργότερα πήγε με τη βοήθεια ενός ιδρύματος στην Ουάσιγκτον για μια προπτυχιακή πρακτική άσκηση, εκεί όπου  φυτεύτηκαν στο μυαλό του οι σπόροι του Κόνδορα. Αυτές οι εμπειρίες τον γείωσαν στη σκληρή πραγματικότητα, ενώ ο εσωτερικός του κόσμος προσγειώθηκε στη φαντασία και τη μυθοπλασία ως μια κατάλληλη συγχώνευση όλων αυτών των παραμέτρων. Παράλληλα, εργάστηκε για κάποια χρόνια ως δημοσιογράφος καλύπτοντας θέματα πολιτικής, εγκλήματος, διακίνησης ναρκωτικών, κατασκοπείας και γενικώς οτιδήποτε είχε ενδιαφέρον ή ιδιαίτερη σημασία.

 

Τζέιμς Γκρέιντι

 

Για το μυθιστόρημα ‘Mad Dogs’, ειπώθηκε πως υπάρχουν δύο τρόποι να το διαβάσει κάποιος. Ως απλό θρίλερ ή ως παρατεταμένη παραίσθηση! Το μυθιστόρημα βασίστηκε σε πράγματα που δεν έχουν δημοσιευτεί ποτέ όπως του είπαν κάποιοι από το επάγγελμα. Για τον συγγραφέα του βιβλίου, αυτό καταλήγει στο μότο του: Τουτέστιν, χρειάζονται κότσια για να είσαι τρελός! Κι’ αυτό ακριβώς ήταν οι πέντε δραπέτες από το ίδρυμα της επίσημης Πολιτείας στα απόκρυφα βάθη του Μέιν. Προσπαθώντας να μην έρθουν σε επαφή με τους άγνωστους διώκτες τους, πιθανόν κάποιους υψηλά ιστάμενους στην ιεραρχία γνωστότατων υπηρεσιών της χώρας, προβαίνουν σε κλοπές αυτοκινήτων, και με ελάχιστα εφόδια και χρήματα, απελπιστικά λίγα φάρμακα απαραίτητα όμως για την ισορρόπηση της ψυχικής σφαίρας τους, οδηγούν σαν παλαβοί μέσα στις νύχτες στα ανατολικά παράλια της αχανούς χώρας, ακούγοντας μουσική, βρίζοντας και φιλοσοφώντας πάνω σε παρελθούσες αποστολές, σε μια προσπάθεια να μάθουν τι συνέβη και το σπουδαιότερο ποιος ήταν ο κατ’ εξοχήν υπεύθυνος. «…Διαπεραστικές ηλεκτρικές κιθάρες, εκκωφαντικά ντραμς και μια βραχνή φωνή τραγουδίστριας αντηχούσαν στα αυτιά μας…». Ο χρόνος μέσα στον οποίο ξεδιπλώνεται το μυθιστόρημα είναι λίγες μόνον μέρες, σίγουρα αρκετά συμπυκνωμένος, κάτι που αποτελεί συνηθισμένη τακτική του συγγραφέα όπως είδαμε και σε άλλα γνωστά έργα του. Το βασικότερο όπλο τους, η αποκτηθείσα πείρα τους και όλα τα βιώματά τους από παλιότερες δύσκολες και απαιτητικές αποστολές της υπηρεσίας σε σκόρπια μέρη του πλανήτη.

Το μυθιστόρημα, είναι μια ξέφρενη και συναρπαστική καταδίωξη, σε φωτεινές και σκοτεινές λεωφόρους, σε περιοχές του νου πλημμυρισμένες  από την συμπτωματολογία ενός γνωστού, στους ψυχιάτρους, συνδρόμου. Η ιστορία φυσικά αυτής της ενδιαφέρουσας νοσολογικής οντότητας, πάει πάρα πολύ πίσω, χρονικά, προς το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο βρεττανικός στρατός έπρεπε να αντιμετωπίσει κάπου ογδόντα χιλιάδες εναπομείνασες περιπτώσεις μετατραυματικού στρες ή ‘Shell Shock syndrome’, όπως είναι πλέον ευρέως διαδεδομένος ο όρος που χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα. Αλλά και κατά τη διάρκεια του πολέμου ήδη, χιλιάδες στρατιώτες υποβλήθηκαν σε θεραπεία για εκείνο το περιβόητο στρες, μια εφιαλτική κατάσταση η οποία περιελάμβανε σειρά δραματικών ψυχοσωματικών εκδηλώσεων. Το στρες αυτό, αποτέλεσμα της έκθεσης των νεαρών κυρίως ανδρών στη φρίκη του πολέμου, ολοένα και περισσότερο τείνει να θεωρείται σήμερα ως ένα από τα ισχυρά  σύμβολα των δεινών που επέφερε ο συγκεκριμένος πόλεμος σε όσους άτυχους βρέθηκαν εκόντες άκοντες στα πλοκάμια του. Φυσικά, μετά από το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εμπλουτίστηκε με νέες περιπτώσεις ασθενών και καινούργιες κλινικές εκδηλώσεις, όπως είναι και εκείνες που περιγράφονται στο βιβλίο ετούτο του Τζέιμς Γκρέϊντι. Ανάλογη ανάπτυξη παρουσίασε και η  αποκληθείσα, αργότερα, λογοτεχνία του τραύματος, η οποία έδωσε την ευκαιρία σε λογοτέχνες να εκφραστούν ελεύθερα, παρακάμπτοντας κάποιες στρεβλώσεις του παρελθόντος. Μαζί με όλα αυτά όμως αναδύθηκαν έννοιες που αφορούσαν σελίδες της νευρολογίας και ψυχιατρικής, όπως παραισθήσεις, διαταραχές του ύπνου και της αίσθησης του χρόνου και γενικώς συμπτωματολογία που ενέπλεκε παθήσεις της ανθρώπινης ψυχικής σφαίρας. Η έννοια του μετατραυματικού στρες περιείχε ηθικά και πολιτικά προβλήματα και δημιουργούσε σοβαρά ζητήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν, έστω και αν δεν ήταν δυνατόν να επιλυθούν πλήρως κατά τη διάρκεια μιας στοιχειώδους έρευνας και προβληματισμού. Στον κόσμο των πέντε δραπετών, βρίσκονται διάχυτα ιστορίες, φαντάσματα του παρελθόντος, αναμεμειγμένα με πλούσιες ψυχεδελικές πινελιές, ήχοι του ροκ εν ρολ, ή άλλοι που προσομοιάζουν με αυτούς, μαύροι ουρανοί, έντονα φώτα και τρεμάμενα μοναχικά αστέρια, έως ότου φτάσουν στη Νέα Υόρκη, οπότε, θα έρθουν μπροστά τους οι μαύροι όγκοι των ουρανοξυστών, ένας περίεργος λουλακί ουρανός της πόλης, που κοντά στις παρυφές του  Σέντραλ Παρκ, φάνταζε  απελπιστικά άδειος! Όπως βεβαίως και οι ίδιοι! Μακρυά, τώρα, από την προστατευτική ομπρέλα του ιδρύματος και παράφρονες, είναι πλέον αναγκασμένοι να επιστρέψουν στον πραγματικό κόσμο των άλλων, έχοντας προίκα τον πρότερο τραυματισμένο σε μεγάλο βαθμό βίο τους με όλες τις συναφείς εμπειρίες τους. Η  εμπειρία ενός εξ’ αυτών, αρκούντως  χαρακτηριστική: «…Η πτώση μου από ένα αεροπλάνο που κατέληξε να μείνω κρεμασμένος από ένα δέντρο και να βλέπω τον άντρα που εκτιμούσα και θαύμαζα να πεθαίνει εξαιτίας της τέλειας ιδέας μου. Να ψήνομαι σαν να βρίσκομαι στην κόλαση που μου υπόσχονταν οι καλόγριες. Το σκάψιμο του ίδιου μου του τάφου που μου γάμησε το μυαλό. Οι τόνοι από βόμβες που σμπαράλιασαν τα νεύρα μου. Με τον φόβο και τον πόνο να με κατακαίουν τόσο πολύ, που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το ότι ήμουν πασαλειμμένος με ηρωίνη, το ότι με έβγαλαν από τη ζούγκλα σαν να ήμουν μαϊμού. Με όλα αυτά μου έστριψε, αλλά δεν βαριέσαι…», έλεγε ο Ζέιν, βετεράνος του πολέμου του Βιετνάμ, «… καθένας κουβαλάει το φορτίο του»!

Τραύματα από τους δικούς τους πολέμους, εναντίον ορατών και αόρατων εχθρών της πατρίδας τους, τώρα έρχονται μπροστά με  τρόμο, τρέλα και πολλά ερωτηματικά για τη συνέχεια. Η τρέλα ίσως να φαντάζει γι’ αυτούς ωσάν μια καλή δίοδος διαφυγής από τον ανελέητο κόσμο που τους περιβάλλει. Ακόμα μπορούν να συμπεριφέρονται σωστά στα μάτια των άλλων. Αγνοούν τους πιθανούς διώκτες τους, εξωτερικούς πράκτορες ή εσωτερικούς στην υπηρεσία. Κι ακόμα χειρότερα, συνδυασμοί των δύο! «Η όλη φάση θύμιζε περιστρεφόμενο κέρμα στον αέρα, η μια του όψη φυσιολογική, η άλλη σουρεαλιστική»! Ένας από τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος και ο αφηγητής του κειμένου, Βίκτορ, πέρα από ικανός κατάσκοπος, όπως έχει αποδείξει, έχει και ποιητικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο ακουμπάνε πολλές δηλώσεις και ενέργειές του. Όλες όμως οι συμπεριφορές και των πέντε λυσσασμένων σκυλιών, αγωνίζονται να κατανοήσουν τον παραλογισμό ενός κόσμου μέσα στον οποίο είναι αναγκασμένοι να κινούνται και να δραστηριοποιούνται καθ’ οδόν προς την Ουάσιγκτον.

Το μυθιστόρημα του Τζέιμς Γκρέϊντι είναι πλημμυρισμένο από καταιγιστική δράση, πάνω στα χνάρια των άλλων αλλά με σύγχρονες τεχνολογικές προεκτάσεις και ιστορικά γεγονότα.  Η Άλκηστις Τριμπέρη, σίγουρα βρέθηκε ενώπιον δύσκολων και δύστροπων μεταφραστικών δυσκολιών, τις οποίες όμως κατάφερε και ξεπέρασε με επιτυχία, όπως, άλλωστε, και σε πολλές άλλες περιπτώσεις στις εκδόσεις Πόλις.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top