Fractal

Διήγημα: “Λόγια Κεραυνού”

Γράφει η Θεοδώρα Ατζεμιάν // 

 

 

 

 

 

Λόγια Κεραυνού

 

Θα παρακάμψω τα κείμενα και θα σας δώσω ένα διήγημα.

Άλλοι το λένε ζωής, άλλοι φαντασίας, και άλλοι πως είχα χαμένο χρόνο.

Μέσα και στα τρία, χατήρι εγώ δεν χαλάω.

Ήταν η Ρουμπίνα, όνομα και αυτό, αλλά ο πατέρας με τον κουμπάρο ανένδοτοι.

Έτσι το σκέφτηκαν ανάμεσα στη χαρά του κρασιού και της ρακής, για την γέννηση της.

Αιτία το ηλιοβασίλεμα, κόκκινο σαν τις φύτρες των μαλλιών του μωρού.

Μωρέ Ρουμπίνα είναι το βλαστάρι μου, φώναξε ο πατέρας, και ο κουμπάρος που είχε ήδη τρεις γιους, και ήθελε απελπισμένα το θηλυκό, χτύπησε το χέρι στο τραπέζι.

Πετάχτηκαν τα ποτηράκια της ρακής πιτσίλισαν τον τόπο, έφτασαν οι σταγόνες, μέχρι τα μάτια του πατέρα.

Δάκρυσε απ’ το οινόπνευμα δάκρυσε και ο κουμπάρος συγκινημένος απ’ τον φίλο του.

Ρουμπίνα πάει και τελείωσε.

Που να βρει δίκιο η μάνα και η κουμπάρα. Άλλαξαν μόνο το φωνήεν στο τελείωμα. Άντε Ρουμπίνη και τέρμα, φώναξαν.

Και βαφτίστηκε Ρουμπίνη, ενώ τελευταία στιγμή πετάγεται η μάνα του πατέρα.

Μαρία παπά, δώσε της και το Μαρία, να έχουμε να την γιορτάζουμε.

Το άρπαξε ο παπάς και έδωσε και το δεύτερο όνομα, χωρίς να δώσει το χρόνο σε κανέναν να μιλήσει.

Έτσι βγήκε η Ρουμπίνη -Μαρία. Μεγάλωσε όμορφα, χωρίς καημούς χωρίς δάκρυα.

Αυτά της τα φύλαγε η ζωή για μετά. Τον πατέρα και τη μάνα τους έχασε πριν ολοκληρώσει τα είκοσι της χρόνια.

Παντρεύτηκε έχοντας για πατέρα και στήριγμα τον νουνό, και όλοι είπαν πως θα περάσει καλή ζωή.

Το παλικάρι ήταν απ’ τα καλύτερα.

Αλλά μιλούσαν όλοι εκ του ασφαλούς, γιατί δεν του είχαν δώσει τις δικές τους κόρες, και ούτε ήξεραν τι συνέβαινε μέσα στο σπίτι της Ρουμπίνης.

Η καημένη έφαγε όσο ξύλο μπορούσε να σηκώσει η πλάτη της,

πήγε στο νοσοκομείο με σπασμένο πόδι γιατί ο άχρηστος της το χτύπησε με την καρέκλα.

Έχασε τα δυο πρώτα της μωρά από τις μπουνιές του, την κλείδωνε μέσα στο σπίτι, και κατέβαζε το γενικό για να μην έχει ούτε φως, όση ώρα αυτός έλειπε για την δουλειά του.

Ο νουνός πέθανε, η νουνά τα είχε χαμένα, φίλες και φίλοι είχαν όλοι απομακρυνθεί, και η Ρουμπίνη αργοπέθαινε, στα σκοτεινά δωμάτια του σπιτιού της.

Ο φόβος της είχε αγκαλιάσει, δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο,

εκτός την ώρα που θα γύριζε ο βασανιστής της να περάσει στα χέρια του τα μαρτύρια του Ταντάλου.

Μέχρι που μια μέρα, μαυρισμένη και δαρμένη σαν το αδέσποτο σκυλί, σε χέρια ανθρώπων χωρίς ψυχή, άρπαξε το ξυράφι.

Το πίεσε στη φλέβα του καρπού, και το τσούξιμο που ένιωσε, ήταν ο κεραυνός που χτύπησε το κεφάλι της.

Σταμάτησε απότομα, κοιτώντας το αίμα να κυλάει. Ο κεραυνός πίεζε το μυαλό της του έδινε ενέργεια.

Πόση ώρα κάθισε εκεί πιέζοντας τη φλέβα της να σταματήσει δεν θα θυμόταν ποτέ.

Μέχρι που άφησε ένα αλαλαγμό απ’ τα βάθη της και τα μάτια της αγρίεψαν.

Έδεσε σφιχτά, τις πληγές, και σηκώθηκε όρθια.

Η πλάτη της πόνεσε καθώς ίσιωνε το σώμα της.

Υποδέχτηκε τον άντρα της, κρατώντας όπλα στα χέρια.

Το ένα ήταν το σπρέυ για τις κατσαρίδες, και το άλλο, το πόδι μιας καρέκλας, που είχε σπάσει ο ίδιος επάνω της.

Τον τύφλωσε, τον χτύπησε, και τον έριξε κάτω. Η ίδια έτρεξε έξω, στο φως, δεν την πρόλαβε.

Το φως υποδέχτηκε την Ρουμπίνη και την ζέστανε. Άγνωστα χέρια τη σήκωσαν και την βοήθησαν.

Άρχισε να μιλά, και το δηλητήριο έβγαινε, από κάθε πόρο του κορμιού της.

Πέρασαν χρόνια πολλά, μα η Ρουμπίνη δεν σταμάτησε να μιλά.

Γκρίζαραν τα μαλλιά της, γέμισαν πανάδες τα χέρια της αλλά η Ρουμπίνη συνέχισε.

Ήθελε να μάθουν όλοι για τον κεραυνό, αυτόν που χτύπησε το μυαλό της.

Να μάθουν όλοι, πως μπορούν να τον νιώσουν.

Η Ρουμπίνη πέθανε όπως γεννήθηκε, ανάμεσα σε χέρια αγαπημένα, με ανθρώπους που λάτρεψαν την ύπαρξη της.

Οι φύτρες των μαλλιών της όμως δεν ήταν πια κόκκινες, αλλά λευκές, όπως και η ψυχή της.

Αναρωτιέμαι καθώς γυρνώ στο κόσμο, πόσες υπάρχουν…. εσείς?

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top