Fractal

«Τα χνάρια στο πέρασμα του χρόνου»

Γράφει ο Γεράσιμος Γκόφας //

 

Ελένη Γιαννάτου: «Κύριος Πηνελόπη», εκδ. Κίχλη, 2018

 

Στον αντίποδα της σύγχρονης βιβλιοπαραγωγής που επιτάσσει το διήγημα να εγκλωβίζεται συχνά σε νέο-ηθογραφικά καρέ ή τέλος πάντων σε ένα, ασύνδετο με το παρόν, αναμάσημα του παρελθόντος, η Ελένη Γιαννάτου προτάσσει ένα σύνθεμα διηγημάτων κρυπτικό, συνειρμικό και ανίδωτο (για πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέα) που σε κάνει εύλογα να αναρωτιέσαι πώς ένα έργο σαν και τούτο δεν έχει τύχει της προβολής και της πρόσληψης, που θα έπρεπε (χωρίς να υποτιμώ την ήδη πετυχημένη πιθανώς πορεία του).

 

Σε ένα έργο στο οποίο βρίθουν οι αξιόλογες περιγραφές,

 

«Το χνότο του μύριζε κακοχωνεμένο αλκοόλ. Το βλέμμα του ήταν περίεργο, έμοιαζε χάρτινο […]»

 

«μουσικές που κάνουν τα παράθυρα της σκέψης το να τρίζουν και να βαλσαμώνει λέξεις»

 

«μόνο η ποίηση και ο έρωτας κάνουν υποφερτή μια αίθουσα αναμονής»

 

το στοιχείο που χαρακτηρίζει το βιβλίο είναι το πλήθος ονομάτων και έργων που παραθέτει η συγγραφέας.

 

Και κάπου εκεί αρχίζω να αναρωτιέμαι αν είναι ένα βιβλίο που μας προδιαθέτει να το διαβάσουμε ή μας παραπέμπει να διαβάσουμε άλλα βιβλία για να το αισθανθούμε πλήρως. Απλώς θέτω ερωτήματα. Η διακειμενικότητα σε τόσο μεγάλο βαθμό καθιστά το βιβλίο έναν λαβύρινθο αναζητήσεων ανάμεσα σε ονόματα, ρήσεις, έργα και καταλήγει σε ένα αδιέξοδο, πρόσφορο ίσως για πολύ έμπειρους αναγνώστες, αλλά και αποτρεπτικό για άλλους που υπολείπονται αναγνωσμάτων, αν και δεν αποκλείεται να βρίσκουν συναρπαστική την αναζήτηση πληροφοριών που συνοδεύουν το βιβλίο στις υποσημειώσεις.

Ποια ανάγκη ωθεί τη συγγραφέα να γράψει ένα έργο με τόσες αναφορές; Αποκαρδιώνεται ο αναγνώστης ή διεγείρεται; Αναμφισβήτητα η διακειμενικότητα είναι διδακτική και τείνω προς την πεποίθηση ότι η Ε.Γ. δεν έχει σκοπό να εντυπωσιάσει, παρά να «υπάρξει» μέσα από όσα την έχουν διαμορφώσει. Κατά τη Mevlüde Zengin ο συγγραφέας μπορεί να υπάρξει μόνο φέροντας το αποτύπωμα των νεκρών καλλιτεχνών που τον έχουν επηρεάσει – μόνο σε σύγκριση με αυτούς αποκτά νόημα[1]. Η Ε. Γ. φροντίζει στο πέρασμά της μαζί με τα δικά της χνάρια να διασώσει και όσων αναφέρει μέσα στο βιβλίο της, και να βεβαιωθεί ότι έχουν πέσει και στην αντίληψη του αναγνώστη.

Για κάποιους συγγραφείς τους είναι δύσκολο να καταφύγουν στη μυθοπλασία, αν δεν τους εξαναγκάσει μια ζωή βουτηγμένη στα βιβλία και τις τέχνες. Και μία τέτοια περίπτωση θεωρώ πως είναι η Ε. Γ. που δρα ως «αόρατος μονάρχης»[2].

Καθώς ολοκληρώνουμε την ανάγνωση (με αφήνει αδιάφορο το εικαστικό παιχνίδισμα-φυλλομέτρημα του τέλους) είναι πλέον ξεκάθαρο ότι υπάρχει ένα δενδροδιάγραμμα συσχετισμών που παραπέμπουν σε αναφορές σε συγγραφείς[3], σκηνοθέτες, ζωγράφους, μουσικούς και τα έργα αυτών, ενώ βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι αυτές δεν είναι απαραίτητα αντλημένες από ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα, μία συγκεκριμένη εποχή.

Ένα λογοτεχνικό έργο διέπεται από ένα νόημα, την αυτονομία του οποίου σε μεγάλο βαθμό καθορίζει η πλαστική ικανότητα του συγγραφέα, αλλά και η απεξάρτηση από το περιεχόμενο των πλαστικών ικανοτήτων άλλων δημιουργών που τον επισκέπτονται με τη μορφή της επιρροής. Αν το ερώτημα είναι αν η εξάρτηση αυτή είναι εμφανής (εδώ εικάζουμε ότι είμαστε σε θέση να εντοπίζουμε τις διακειμενικές αναφορές είτε με τη γνώση είτε ανατρέχοντας σε πιθανές υποσημειώσεις) μέσα στον ιστό του έργου της Ε.Γ. ή ενυπάρχει στη συγγραφική της συνείδηση, δεν θεωρώ ότι καταφεύγει σε αυτή τη λογική για λόγους εντυπωσιασμού, ούτε μεθοδεύει τις πρακτικές της για να παραθέσει γενικές γνώσεις άνευ λόγου και αιτίας, αλλά για να εξυπηρετήσει την πλοκή και τη σπονδυλωτή μορφή των διηγημάτων της. Κοντολογίς, θα μπορούσαμε να αρκεστούμε στο συμπέρασμα ότι η διακειμενικότητα στο έργο της Ε.Γ. είναι εν παρέργω · και η αλήθεια είναι ότι οι όποιες καχυποψίες αίρονται σε έναν μεγάλο βαθμό με το υψηλό επίπεδο της γραφής της.

 

Ελένη Γιαννάτου

 

_________________

 

[1] Mevlüde Zengin, An Introduction to Intertextuality as a Literary Theory: Definitions, Axioms and the Originators, (σελ. 303)

[2] Ο Αντρέας Καραντώνης γράφοντας για το έργο του Θανάση Πετσάλη στο Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της γενιάς του ’30 (Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, 1977) αναφέρει πως «όταν αποτελειώσουμε (το έργο) και ο κόσμος του (συγγραφέα) αυτονομηθεί στη συνείδησή μας, σαν έντονη παρουσία ζωής, τότε αναρωτιόμαστε ποια είναι τάχα η προσωπική σχέση του συγγραφέα με τις ελεύθερες, στην αντικειμενικότητά τους, μορφές ζωής που δημιούργησε – και όσο πιο δύσκολα διακρίνουμε τα σημεία της υποκειμενικής επαφής του έργου και συγγραφέα, τόσο πιο ξεκάθαρα συλλαμβάνουμε τη φύση της δημιουργικής φαντασίας, του ‘’αόρατου μονάρχη’’, καθώς θα έλεγε και ο Σολωμός.»

[3] ακόμα και ετερώνυμα αυτών όπως αυτό του Πεσσόα (Αλβάρο ντε Κάμπος) και την παράθεση στίχων που συνοδεύουν την αναφορά. (σελ. 30-31)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top