Fractal

Ποιητική πεζο – πορεία

Της Ευσταθίας Δήμου // *

 

Βαγγέλης Δημητριάδης, “Κυπαρίσσια”, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2017

 

Η τελευταία ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Δημητριάδη, που κυκλοφορεί υπό τον απροσδόκητο τίτλο Κυπαρίσσια, αποτελείται, κατά κανόνα και εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, από ποιήματα πεζά, ποιήματα δηλαδή που έχουν προσλάβει την μορφή και την λογική της μικρής αφηγηματικής φόρμας. Πρόκειται για μία απόπειρα που χαράσσει ευκρινέστερα έναν δρόμο τον οποίο και άλλοι ποιητές ακολούθησαν, ένα δρόμο που, καταπώς φαίνεται, έχει ανοίξει στη σύγχρονη ελληνική ποίηση και που αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον πεδίο τόσο αναγνωστικά και αισθητικά, όσο και μελετητικά. Ο τίτλος της συλλογής παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεδομένης της έλλειψης του άρθρου, έλλειψη που καθιστά τη λέξη «Κυπαρίσσια» ιδιαίτερα δραστική, με τις συνδηλώσεις της να αφορούν ξεκάθαρα το θέμα, την έννοια και το στοιχείο του θανάτου. Γιατί, πραγματικά, εκείνο που προεξάρχει, ως θεματική, στην συλλογή είναι ο θάνατος στις πολλές και ποικίλες προεκτάσεις του, στις πολλές και ποικίλες διαστάσεις ή εκφάνσεις του. Η παρουσία του θανάτου, μάλιστα, ως του αφετηριακού εκείνου σημείου από το οποίο εκκινεί η έμπνευση και η δημιουργική διάθεση του ποιητή, ενδεχομένως σχετίζεται ή εξηγεί το πεζόμορφο των ποιημάτων. Έχουμε δηλαδή μια ευτυχή συγκυρία αντικατοπτρισμού ανάμεσα στο θέμα και την μορφοποίησή του, ανάμεσα στο περιεχόμενο και το «κέλυφός» του ή, με όρους γλωσσολογικούς, ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο.

Τα ποιήματα για το θάνατο κινούνται μέσα στη λογική των αντίστοιχων δημοτικών τραγουδιών του θανάτου, διαφοροποιούνται, όμως, από αυτά, όχι μόνο μορφικά, αλλά κυρίως στο μέτρο και στο βαθμό που αντανακλούν μια εμπειρία μεταφυσική και όχι πλαστή ή παραμυθιακή, όπως συμβαίνει στη δημοτική ποίηση. Ο θάνατος αντικρίζεται και συλλαμβάνεται ως ένα συμβάν τραγικό, αποτρόπαιο και απευκταίο, ως η αντιστροφή της ίδιας της ζωής, ως η άρνησή της, η οποία, όμως, μετατρέπεται ταυτόχρονα σε κατάφαση, αφού η ύπαρξη της μετά θάνατον αίσθησης ή εντύπωσης ότι η ζωή συνεχίζεται, καταδεικνύει ακριβώς την αναγνώρισή της ως του ύψιστου εκείνου αγαθού το οποίο ο θάνατος μπορεί να αφαιρεί, αλλά, σε καμία περίπτωση, δεν αναιρεί. Στην πραγματικότητα, ο Δημητριάδης επιχειρεί να προσδώσει στον θάνατο τη χροιά και τον χαρακτήρα μιας ενεργειακής κατάστασης που συνορεύει με τη ζωή, που την αγγίζει, αλλά δεν μπορεί να εισδύσει μέσα της.

Στενά συνυφασμένο με το θέμα του θανάτου είναι το θέμα του χρόνου. Η έννοια του παρελθόντος, ιδιαίτερα, εμποτίζει κατά τρόπο απόλυτο και ολοκληρωτικό την ποιητική σκέψη και έκφραση του Δημητριάδη, διαμορφώνοντας ένα ανεστραμμένο σκηνικό, μία αντιστροφή, με βάση την οποία επιχειρείται μία επιστροφή του ποιητικού υποκειμένου στο σημείο μηδέν, στην αφετηρία της ζωής και της δράσης. Πρόκειται για μία ιδιαίτερη σύλληψη του χρόνου και της σχέσης του με τον άνθρωπο, αφού αντικρύζει την πορεία στη ζωή σαν μια πορεία προς τα «πίσω», προς το σημείο εκείνο που όλα μοιάζουν ανύπαρκτα και, συνεπώς, ανώδυνα: Συναντώ τους χαμένους μου συντρόφους καθ’ οδόν, και όταν τους ξαναχάνω στην αρχή της γνωριμίας μας, έχω μια αίσθηση ουδέτερη. Όσους αγάπησα ζώντας μαζί τούς χάνω όταν η γνωριμία μας βρίσκεται στα σπάργανα και η οδύνη απαλείφεται. («Αντίστροφη ανάγνωση»)

Ένας τρίτος πόλος, τέλος, γύρω από τον οποίο συσπειρώνεται η ποιητική δημιουργία του Δημητριάδη, είναι η ίδια η ποίηση και η ποιητική, νοούμενη ως η τέχνη του εφικτού και του ανέφικτου μαζί. Η σύλληψη της ποιητικής τέχνης ως τέτοιας αποτυπώνεται άριστα στο ποίημα «Εκείνη κι εγώ» στο οποίο τεχνουργείται αυτή ακριβώς η εικόνα της αέναης προσπάθειας για δημιουργία, της συνεχούς και αρραγούς αίσθησης ότι αυτή επετεύχθη και της διάψευσης που επέρχεται στο τέλος: Εκείνη κεντά/ εγώ γράφω και σβήνω/ το εργόχειρο τέλειωσε/ πρέπει να γράψω/ μοναχά έτσι θα τελειώσω το ποίημα/ αλλά μου φεύγει απ’ τα χέρια διπλώνει αλλιώς/ το εργόχειρο τέλειωσε/ σεντόνι λευκό η σελίδα/ κηλίδες σκεπάζουν το τίποτα/ ο αέρας παίρνει τον λόγο/ τον σέρνει στους άδειους δρόμους. Ο ποιητής αναρωτιέται για τη φύση και τη λειτουργία της λογοτεχνικής δημιουργίας, ακόμα και της ίδιας της γλώσσας και των συμβάσεών της. Αναγνωρίζει ως δεξαμενή ποιητικών ερεθισμάτων την ίδια τη ζωή με τις μέριμνές της, ακόμα και στην άσχημη ή αντιποιητική της διάσταση, αλλά και την ίδια την ποίηση ως αφετηρία και απόληξη της ζωής, ως την απόλυτη μετουσίωσή της. Η ποίηση είναι, με άλλα λόγια, κάτι το απολύτως γήινο, ανθρώπινο, χειροπιαστό γι’ αυτό και έχει αυτή την καταλυτική δύναμη, τη δυναμική να λειτουργεί βελτιωτικά και αναμορφωτικά της πραγματικότητας.

 

Βαγγέλης Δημητριάδης

 

Η συλλογή του Βαγγέλη Δημητριάδη ακροβατεί κατά τρόπο ιδιαίτερα επιδέξιο ανάμεσα στην φαντασίωση και την πραγματικότητα ή, μάλλον, πλάθει ένα φαντασιακό ποιητικό σύμπαν με υλικά της πραγματικότητας. Ισχυρή θέση μέσα στα ποιήματα, σαν στόχευση και μέσο, έχει η υπόθεση, η οποία γίνεται, στα χέρια του ποιητή, ένα πολύ αποτελεσματικό εργαλείο για την οικοδόμηση τους ποιήματος. Η υπόθεση που συγγενεύει ή προσιδιάζει στην φαντασίωση ή ακόμα και το όνειρο κινείται στο χώρο του «μετά – φυσικού», κινείται δηλαδή πέρα και πάνω από την πραγματικότητα, λειτουργεί σαν ένα είδος παραμορφωτικού καθρέφτη της, ένας εναλλακτικός τρόπος για την προσέγγιση και την εξεικόνισή της. Από αυτήν την άποψη, μπορεί κάλλιστα να ειπωθεί ότι ο Δημητριάδης τεχνουργεί μία δική του ποιητική που έχει στον πυρήνα της τη ρεαλιστική αποτύπωση ενός ονειρικού φάσματος και μιας εμπειρίας ψυχοδιανοητικής και φαντασιακής μαζί. Πάνω απ’ όλα, όμως, η συλλογή αυτή λειτουργεί ως υπόμνηση, ως υπενθύμιση των δύο πάγιων όψεων της ζωής που δεν είναι άλλες από το πέρασμα του χρόνου και τον θάνατο. Έτσι, αυτό που, ίσως από πρώτη άποψη, μοιάζει ως ένας απολογισμός του ποιητικού υποκειμένου, στην πραγματικότητα είναι μια συνολική αποτύπωση της ανθρώπινης συνθήκης και εμπειρίας και μια αναμέτρηση, εκ μέρους του ανθρώπου, με τα μεγάλα ζητήματα και νοήματα της ζωής. Ταυτόχρονα όμως είναι και η αποτύπωση της περιπέτειας του ποιητή και η πορεία του μέσα στη ζωή και την τέχνη, μια πορεία που σφραγίζεται από το βαθύ χάσμα ανάμεσα στον εσωτερικό και τον εξωτερικό κόσμο, ανάμεσα στον ψυχισμό και την καθημερινή πράξη και πρακτική, ανάμεσα στο όνειρο και το ξύπνημα. Ένα χάσμα που μόνο η ποίηση μπορεί να γεφυρώσει ή να αντιπαλέψει.

 

 

* H Ευσταθία Δήμου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασσική και Νεοελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή με θέμα τις θεατρικές διασκευές πεζογραφημάτων. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Στη Σπορά των αστεριών (Νέος Αστρολάβος/Ευθύνη, 2011) και Σονέτα (Gutenberg, 2016). Άρθρα, διηγήματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Το 2011 ήταν υποψήφια για το βραβείο καλύτερου νέου ποιητή στο 32ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ποίησης.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top