Fractal

ΚΡΙΤΙΚΑ ΦΥΛΛΑ (32), Γιάννης Σ. Βιτσαράς, “Σχιζοφασία”, Οδός Πανός, Αθήνα 2007-2017 και “Τα κοριτσάκια του κάτω κόσμου”, Οδός Πανός, Αθήνα 2018.

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

Ο ποιητής Γιάννης Βιτσαράς

 

 

Α]. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: Τα ελάχιστα που γνωρίζουμε για τον ποιητή, μεταφραστή και φιλόλογο, Γιάννη Σ. Βιτσαρά, είναι πως γεννήθηκε το 1989 στην Αθήνα και ότι σπούδασε Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ποιήματά του δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς στα λογοτεχνικά περιοδικά, όπως, Οδός Πανός, Νέο Επίπεδο, Τα Ποιητικά και Poetix, ενώ τα κριτικά του δοκίμια στα περιοδικά, Μανδραγόρας, Εντευκτήριο, Οδός Πανός, Εμβόλιμον, Ένεκεν, Καρυοθραύστις και στο ηλεκτρονικό περιοδικό Θράκα. Το 2016 κυκλοφόρησε με εισαγωγή και ανθολόγησή του το βιβλίο Τίλλα Μπαλή,[i] Η απεσταλμένη των αιώνων, από τις εκδόσεις Φαρφουλάς. Τον Οκτώβριο του 2017 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή, Σχιζοφασία[ii] Ποιήματα 2007- 2017, Οδός Πανός, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2018 κυκλοφόρησε η δεύτερη ποιητική του συλλογή Τα κοριτσάκια του Κάτω Κόσμου, πάλι από τις εκδόσεις Οδός Πανός.

 

Β]. Γιάννης Σ. Βιτσαράς, Σχιζοφασία, ποιήματα 2007-2017, Οδός Πανός, Αθήνα 2017.

 

Η συλλογή Σχιζοφασία, Οδός Πανός, ποιήματα 2007-2017, Αθήνα 2017, αφιερωμένη στον πρόωρα χαμένο ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη (1940-1991), συμπεριλαμβάνει ποιήματα μιας δεκαετίας 2007-2017 με μότο ένα απόσπασμα ποιήματος του Γιώργου Χρονά. Αυτό που πρέπει εκ προοιμίου να πούμε είναι πως ο Γιάννης Βιτσαράς είναι πολύ νέος (γεν. 1989) και το βιβλίο άρχισε να σχηματίζεται σε πολύ πρώιμα χρόνια. Σύμφωνα με την πείρα μας, περιμέναμε ο Γιάννης Βιτσαράς να μιλάει εκτενώς και παραληρηματικά στα ποιήματά του, αλλά προς μεγάλη μας έκπληξη, μιλάει επιγραμματικά και συνοπτικά, τεχνική που συνήθως ανακαλύπτει ο δημιουργός σε μετέπειτα χρόνια, όταν η γλώσσα της ποίησης συρρικνώνεται επειδή ο κόσμος της έχει αποκτήσει την αξία του ελάχιστου και πρέπει να συρρικνωθεί και στιχουργικά. Κι όμως· τα ποιήματα της συλλογής αυτής έχουν υφανθεί με μια άρτια γλώσσα που αποδίδει άριστα τις σκιές του κόσμου μας. Η συλλογή απαρτίζεται από 34 σύντομα ποιήματα, πινελιές ουσίας. Το ποίημα «Εν κυλίσει» εγκαινιάζει τη συλλογή / Σε μπαρ και κλαμπ προωθημένων φωτισμών / με εμπαιγμούς και τύψεις για να δηλωθεί στο τέλος / Μαυσωλείο εν κινήσει./ Στη «Σχιζοφασία», ένα ομολογουμένως σημαντικό ποίημα, απαιτείται σιωπή, η μυστική λειτουργία της ποίησης: / Να μην μιλάμε / Πληγώνουν ύπουλα οι λέξεις /, ενέργεια που αντιτίθεται στη σημασία της σχιζοφασίας. «Το υπόγειο» αναφέρεται στη μνήμη του ποιητή Μήτσου Παπανικολάου[iii] (1900-1943), δίνοντας μία εξαιρετική λυρική εικόνα της βροχής που νοτίζει τον ποιητή σε δρόμο της Κοκκινιάς, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια σ’ ένα δωμάτιο. / Και συ ολόιδος / Απούλητος μέσ’ στο παλτό σου / Και κρυώνεις / Παλιό κίτρινο ποίημα / Πλημμυρισμένο υπόγειο. Αν λάβουμε υπόψη πως ο Μήτσος Παπανικολάου ερωτοτροπούσε με τον θάνατο λόγω της χρήσης των ναρκωτικών, τότε η λέξη «υπόγειο» μπορεί κάλλιστα να ισοδυναμεί με τον θάνατο στο τέλος του ποιήματος με τους τρεις απαράμιλλης ομορφιάς στίχους. Στα ποιήματα «Πρώτες ύλες Ι» και «Πρώτες ύλες ΙΙ», υπολανθάνει ο ερωτισμός από την ανάγκη για έκφραση από / Ποιήματα που με δαγκώνουν ξαφνικά / Και γω όλο να ψάχνω αιμοστάτες /, στο πρώτο ποίημα, ενώ στο δεύτερο αποκαλύπτει ο ποιητής πως ο ερωτισμός ήταν μέρος από /… τις πρώτες ύλες του ονείρου / Που επινόησα / Και ήρεμος / Σχεδόν αθώος / Κοιμάμαι./ «Νυκτός άγαλμα»: Μια ακόμα εξαίρετη, καθημερινή εικόνα που μαρμάρωσε στη μνήμη για να γίνει άγαλμα. Η λέξη «άγαλμα» σημαίνει επίσης και την έκπληξη. Ένα βρέφος απροστάτευτο που / Κλαίει άγνωστα / μέσα στη νύχτα με τη /… γαμημένη μητρική φωνή / παρούσα και σόλοικη, / Με τ’ ακατάληπτα οργίλα αλλοδαπά της./ Η «Εξουθένωση» προκαλείται από την εικόνα μιας κοπέλας που κρατάει τσάντα και φορά αθλητικά, ενώ η επίκληση στη θαυμάσια «Βρώμικη βροχή», όπου η οιμωγή του ποιητή τής δίνει ανθρώπινη υπόσταση. «Το κόκκινο πάρκο» είναι αφιερωμένο στην ποιήτρια Νανά Ησαΐα (1934-2003), που εξιδανικεύει με εικόνες-στίχους που τη ζωγραφίζουν, για να ομολογήσει στο τέλος κάτι σαν κοινή ποιητική μοίρα: / Και αγκαζέ το κόκκινο περνάμε πάρκο / Αδιάφοροι / Αμετάπειστοι  / Μέσα μας μόνο / Και πολύ ./ «Με μαύρη ουρανού» βροχή / Και κρύωνα./ Ξανά η εικόνα της βροχής ως φόντο που / Το αίμα παίζοντας πιτσίλιζε / Την μπλούζα μου / Σαν μητρικό και μύριζε./ Εδώ το νερό, πέφτοντας, γίνεται αίμα. Στην «Ανεύρεση» (αφιερωμένο στην ηθοποιό Γκιζέλα Ντάλι 1937-2010) αξίζει να παραθέσουμε όλο το ποίημα: / Σε δυσώνυμα μέσα σε ξαναβλέπω στενά./ Σε παλαιές οθόνες τανύεται το είδωλό σου./ / Παίζοντας ρόλους αθώας / Σπάζοντας την φωνή σου σε συνώνυμα. / Γίνεσαι αυτό που ήσουν./ Η «Μετάληψη» είναι ένα, ομολογουμένως, σπουδαίο ποίημα με εναργείς εικόνες. Αναφέρεται στη διαφορά-διάσταση μεταξύ της ζωής για τους άλλους (το φαίνεσθαι) και την πραγματική ζωή (το είναι).  Μετά το πετυχημένο εύρημα της «Ακινησίας», μεταβαίνουμε στο ποίημα  «Με  γρόνθους», όπου το ξύπνημα αποβαίνει βίαιο και διαταγμένο  μ’ ουρλιαχτά / Αρχιλοχία  / Ξηλωμένων / Γαλονιών./ «Οι θηλές σου» αφορούν τη σπουδαιότητα της αφής στη ποιητική δημιουργία. Εδώ απαιτείται εμβάπτιση των δαχτύλων στο νερό / Και κάνω το ποίημα. «Αυτοβιογραφία»: (αφιερωμένο στον Λευτέρη Πούλιο). Εδώ το εύρημα, τεχνηέντως, αφορά αγνώστους / Χρόνια ολόκληρα / Λιώνω μάσκες αγνώστων…. Εκεί που όλοι περιμένουν / Το θαύμα, που ποτέ δεν φτάνει. Αυτοβιογραφία του άλλου κόσμου, ως ζωοφόρου-κατάθεσης στιχουργικής. Στα  «Αποκυήματα» το /… σχήμα του προσώπου / οι λέξεις και οι φράσεις εμποδίζουν, τρόπον τινά, την /πατρότητα των λέξεων/  ώστε να αναδυθεί το ποίημα. Όλα γύρω από το πρόσωπο όζουν απάτη. Στο «Δοκίμιο» έχουμε τη δυσκολία της ποιητικής σύνθεσης, κάτι φυσικό για έναν ποιητή. / Δύσκολο είναι να αφεθείς στον κυματισμό των λέξεων / όπως πάνε και ξεκολλούν από το σώμα σου./ Ερήμην σου./ Αναμφίβολα, ένα πολύ σημαντικό ποίημα. «Το σμήγμα» είναι ό,τι απέμεινε, το καταστάλαγμα από τη ζοφερή πραγματικότητα-περιπλάνηση που καταφεύγει δήθεν στα όνειρα… / Όνειρα κρέπια / Καταγώγια σωμάτων /  Που πληρώνεις για πληρωθείς. / «Αιώνια ιστορία»: τ’ απομεινάρια μιας σχέσης, (κεφάλι, λαστιχάκια και νύχια) / Όταν τελειώνει η σαντιγύ των αισθημάτων. / Στο «Εν ονείρω» επικρατεί η διάθεση χορού / Παίζει Ραβέλ η γάμπα σου / Και δεν σε νοιάζει, / για το αντικείμενο του πόθου, για να καταλήξει στη διαπίστωση της απάτης: / Φενάκης /  Ίμερε. /  Πανέμορφε. / «Η βόλτα» είναι μια αφοπλιστική αναφορά / Στο κενοτάφιο της Άννας Φρόυντ[iv] /…. Μίαν Έσχατη / Διανοητική Συνεύρεση. / με νοσταλγική διάθεση επιστροφής στο ξεχασμένο της όνομα. Ποίημα αφιερωμένο στη Νατάσσα Χατζηδάκι (1946-2017). Και μόνο το «Μεταξουργείο» να είχε γράψει ο ποιητής Βιτσαράς, θα μπορούσε να υπολογιστεί ανάμεσα στους καλούς ποιητές. Αφιερωμένο στον ποιητή Σταύρο Βαβούρη (1925-2008). Στην αρχή του ποιήματος, στηλιτεύει ο ποιητής τη μεταφορά του Βαβούρη σε γηροκομείο: / Μερίμνησαν – προτού πεθάνεις –  /  Και σε πήγαν σ’ έναν οίκο ευγηρίας / Να περάσεις – λέει – τα εναπομείναντα ./ Xρησιμοποιώντας υπερρεαλιστικές εικόνες για υποτιθέμενη συνάντηση στην οδό /… Μεγάλου Αλεξάνδρου / Κεραμεικού ή την / Κολοκυνθούς / δημιουργεί υπέρμετρης ενάργειας ατμόσφαιρα. Το ποίημα «Σε εσένα» είναι αφιερωμένο στην ποιήτρια Τίλλα Μπαλή (1905 —1971). Εδώ οι στίχοι ίσως ταυτίζονται χρωματικά με τη ζωή της ποιήτριας, για την οποία ο Βιτσαράς αφιέρωσε τη μελέτη Η απεσταλμένη των αιώνων, εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα 2016. / Ζύμη που έγινα / Για να πειστείς / Το χνώτο μου στο τζάμι σου απέναντι / Για να φιλήσεις / Και να φύγεις. «Νεκρορύκτης»:[v] Ποίημα αφιερωμένο στον φονευθέντα από σφαίρα αστυνομικού Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο (1993-2008). Αναφέρεται στην τυμβωρυχία του νεαρού που ακολούθησε μετά θάνατον, όλο εκείνο το ανερμάτιστο δημοσιογραφικό στίφος, ενώ ο αδικοχαμένος νεαρός: / Μόνος πήγαινες  /…. Ατόφιος εκεί να ’σαι. / Στην τόσο σκοτεινή στιχουργικά «Αναίρεση» ο ποιητής τολμά να πει: Περνάς αργά και αναιρείς / όλους τους λήρους[vi]./ Τα επόμενα δύο ποιήματα «Άγριες φράουλες» και «Άνευ», πέρα από τις υπέροχες εικόνες που προσφέρουν, καταλήγουν σοφά: / Κανένα απόγευμα δεν σου ανήκει (το πρώτο) και / Όλα ημιτελή  / Άνευ αγάπης (το δεύτερο). Εδώ, η ερωτική σκηνή αναλύεται σε θαυμάσιους στίχους για να καταλήξει ο ποιητής πως όλα τελούνται στην απουσία της αγάπης. Στο λιτό  «Επιθαλάμιο»[vii] η αποχώρηση του αγαπημένου προσώπου με το μετρό ισοδυναμεί με την απώλεια της συγκολλητικής ουσίας των κορμιών. Στο «Εν ζωή» αποκαλύπτεται η ποιητική δημιουργία / Λιωμένα αφομοίωνα τα όνειρα / Τα πόδια σου χαζεύοντας σεσημασμένους,/ με εικόνες της πόλης που βλέπει ο ποιητής κατά την περιπλάνησή του και αφομοιώνει με στίχους. «Το ποίημα» αφορά κι αυτό την κοπιαστική λειτουργία της ποίησης / Ξερίζωνες εντέλειες / Με τέτοιες υλακές[viii] / Οικτρά η νύχτα σε ποθούσε / Το ποίημα έλιωνε στα δάκτυλα ./ «Εκτός»: Η σημασία-αξία της μνήμης στην ανόρθωση-δημιουργία της ποίησης με μια εικόνα γυναίκας.

 

 

«Στον Τειρεσία ή Λουτρά Παλλάδος».[ix] Το ποίημα αυτό αναφέρεται στον μύθο της τύφλωσης του μάντη Τειρεσία, που περιγράφει ο ποιητής Καλλίμαχος στον ύμνο που παραθέτουμε στην υποσημείωση 9. Ο Βιτσαράς ανοίγει διάλογο με τον Τειρεσία συμβουλεύοντάς τον: / Κοίταξε μόνον μην και σβηστεί / Από τα όμματά σου όλο αυτό /…. Θα ’σαι πια σχέτλιος[x] στ’ αλήθεια. / Τα αρχαία αποσπάσματα που παρατίθενται στο ποίημα δηλώνονται με έντονα μαύρα γράμματα, τόσο στο αρχαίο κείμενο όσο και στη μετάφραση. Το όραμα για κάθε ποιητή είναι κάτι το άξιο και, ο κάθε ποιητής μοιάζει με τον τυφλό Τειρεσία που δεν βλέπει με τα μάτια του πλήθους, αλλά μ’ εκείνα της ψυχής που τον οδηγούν στην καταγραφή της αλήθειας. Η «Αφαίρεση» αφορά τη σκληρότητα του άγονου έρωτα που, αν και ισοδυναμεί με ακρωτηριασμό του κεφαλιού και την απουσία της ζωής, η Εδέμ περιμένει την δολοφόνο. Ο «Επίλογος» παρομοιάζει το σώμα του ποιητή σε μια μάζα από φλεγόμενα κάρβουνα (:θράκα) που γέμει / Μυστικών ./

 

Γ]. Γιάννης Σ. Βιτσαράς, Τα κοριτσάκια του Κάτω Κόσμου, Οδός Πανός, Αθήνα 2018.

 

Είκοσι επτά στο σύνολο σύντομα ποιήματα απαρτίζουν τη συλλογή, Τα Κοριτσάκια του Κάτω Κόσμου, Οδός Πανός, Αθήνα 2018. Στη συλλογή αυτή με τον θαυμάσιο τίτλο που έχει ως μότο ένα ποίημα της Ήριννας,[xi]η συμπύκνωση του λόγου συνεχίζεται. Στο πρώτο δίστιχο ποίημα «Είσαι» επικαλείται τη μεταφυσική της ποίησης για να δημιουργήσει μια θαυμάσιο δίστιχο. Το «Ξυράφι» με διάσπαρτες λέξεις περιγράφουν το / Ξυράφι πρωινό, / προσφέροντας ένα υπέροχο τέλος: / Μόνος εν κλίνη πενθική. / Ζωής ο Δούλος / Κυλιόμενος. / Η ζωή του ύπνου και της εγρήγορσης. Οι πάντες, Δούλοι της Ζωής. «Μητρότητα»: Η απουσία της  Μητρότητας: / Τον εαυτό σου ψαύεις μητρικά / Σε όγκους ερημίας./ «Η ομορφιά» κατισχύει των πάντων αλλά καταντάει σε /Χωμάτων ύλης τσουβαλιών σε καταστέλλουν βάρη. / Το αντίτιμο της ομορφιάς: Και κατανεύεις στο ανεπίγνωστο. / Στο νεογνό ανδράποδό σου / Που εκβάλλει./ «Ατελεύτητο παρόν»: / Αθλείσαι στο παρόν./ Αυτό μόνο υπάρχει, το διαρκές παρόν. Πάντα / Μονόζυγο./ Δεν καμπυλώνει. / «Γραία»: Η περιγραφή της γραίας είναι εκστατική. Εξαιρετικό ποίημα. /Γραία Αγλύκαντη. / Στίχος που επαναλαμβάνεται δύο φορές. Το ποίημα τελειώνει συγκινητικά ευρηματικό: / Γραία Αγλύκαντη / Που περπατάς αιώνες / Μόνη σε σπίτια νεοκλασικά./  Συγχώρεσέ μας./  Το ποίημα «Να ξεπερνάς» είναι μια προτροπή να αφήνεις πίσω σου την ομορφιά και / Στην ενδοχώρα να εισδύεις./  Στης σπανιότητας τα έγκατα / Ν’ αποδημείς. Όσα σε εξέπληξαν, ας είναι για λίγο, αφού στη ζωή κλήθηκες για να διδαχθείς και να ξεπερνάς. Η «Μεταφορά» περιγράφει μια εξαιρετική εικόνα που αξίζει να μεταφερθεί και να σχηματίσει στίχους: Άναμμα σιγαρέττου από χείρα νεαράς. / Θεότητος νεκράς και φθονεράς / Που αφαρπάζει εαυτούς. / Σε ύδατα (λυτρωτικό νερό;) / Που ασυμφόρως μεταφέρει. /  Στον «Καιρό» ευφυώς  συνυπάρχει ο καιρός της φύσης με τη μόλυνση της ατμόσφαιρας, με τον άλλον, τον τεχνικό καιρό που βάλλει κατά των ανθρώπων. / Εκατομμύρια – καπνίζει – πίσσας. / Ανάποδα γυρίζει συστροφές / Την ίδια τη ζωή. / Ως απελεύθερος / Και ως απάνθρωπος / Τεκταίνεται. / «Απεύνθυση»:[xii] Στην εικόνα μιας εξάτμισης Που αναθρώσκει, / Επτά αυτόφωρα σπουργίτια / Επαναφέρουν την φωνή σου./ Τα πάντα η τύχη τακτοποιεί και διορθώνει. Η «Φυγή», ένα, ομολογουμένως θαυμάσιο ποίημα, αφιερωμένο στον αδικοχαμένο Βαγγέλη Γιακουμάκη, μας καθηλώνει με την σπαραχτική σκηνή της δοκιμασίας του. / Φωνές δε φώναζες. / Γάζες μονάχα / Κιγκλιδώματα κι αφρούς./  Μόνος,  / Γεμάτος νήματα περπάταγες. / Και έφτυνες. / «Η λήθη» αφορά την ομίχλη της παιδικότητας που ολοένα όλο δυναμώνει, ενώ η λητή «Σπουδή» τη φυγή μέσα στη σκοτεινιά. Στην υπέροχη «Λαθρόβια»,[xiii]η σκηνή με την ωραία γυναίκα που / Με δάχτυλα γλυπτά / Την ξύλινη – ανεβαίνεις – σκάλα. / Και χάνεσαι. / Τα ποιήματα «Ερωτικό Ι.» και «Ερωτικό ΙΙ.» μας χαρίζουν υπέροχες εικόνες με μοναδικές παρομοιώσεις, αν και στο δεύτερο ποίημα ο ποιητής αποφαίνεται μακάβρια: / Ξυράφι έγινες και κόβεις. /  «Επ’ ολίγον»: Εδώ, η αναζήτηση του άλλου γίνεται εμμονή αλλά η εύρεση διαρκεί μια στιγμή: Ανάμεσα σε λαμαρίνες, γάτες απρόσιτες / και άχρηστα κλειδιά.  / Το πρόσωπό σου να αναστήσω / και να φύγω./  Το ποίημα «Ήμισυ» αφορά κι αυτό μια εικόνα δίστιχη: / Η κοπέλα για να δει απ’ το παράθυρο / Πατεί αμείλικτα στο ήμισυ των παπουτσιών της. / «Τα κοριτσάκια του κάτω κόσμου» (αφιερωμένο στην Γιαννούλα Καραχάλιου)[xiv] καταφθάνουν αργά για να δηλώσουν τη χαμένη αθωότητα που είναι πάντα εκτεθειμένη στις πράξεις των μεγάλων. Οι «Χαρτοκόπτες» συνδέονται με τη μνήμη,  ενώ το ποίημα «Μέλαινα» [xv] αφορά τη νύχτα που φώτιζε / Τα σπλάχνα. / Πιο δίπλα εγώ / Κροτάλιζα τη γλώσσα μου / Στο άγνωστο / Που συναινούσε./ Η «Ήττα» συνδέεται με την αναμονή: / Ήττα σημαίνει αναμονή./ Η «Νόσος» αποτελεί σπουδαία κατάθεση στη συλλογή. Η μνήμη και τα φτιασίδια αγάπης παλαιάς προκαλεί νόσο κοινή. / Δεν θα προλάβουμε / Σου λέγω. Το «Ένα ποίημα» χωράει / Μέσα του / Το γυμνό σου δύοντας / Ώμο, / ενώ το «Κούμπωμα» ισούται με λυγμό. Στη «Θεωρία λογοτεχνίας» κάθε ποίημα αντιστοιχεί με το δροσερό αεράκι / Που ολισθαίνει ανάμεσα στα πόδια σου, / Αποστηθίζοντας μέσα στην παραζάλη / Ένα κινούμενο τοπίο./ Η συλλογή ολοκληρώνεται με την «Ευσύνοπτη διαύγεια»: /Είσαι όλα τα λιωμένα βράδια/, στίχος απρόβλεπτα υποβλητικός.

 

Δ]. ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ:  Αναμφίβολα, ο Γιάννης Βιτσαράς είναι σημαντικός ποιητής. Η γλώσσα του είναι ακριβής και εναργής μέσα στον αυστηρό και πετυχημένο λογιοτατισμό της. Ο Βιτσαράς μας χάρισε δύο ώριμες συλλογές τα έτη 2017 και 2018, διδάσκοντάς μας μια ποίηση επιγραμματική, που, όπως δηλώσαμε πριν, συνήθως μ’ αυτήν καταγίνεται ένας ποιητής μεγάλης ηλικίας που υιοθέτησε στην τέχνη του το ευσύνοπτο για κατάθεση μιας μοναδικής αλήθειας. Οι δύο αυτές συλλογές, που εντάσσονται επάξια στην ποιητική μας γραμματολογία, διαθέτουν πρωτοτυπία και μια φρεσκάδα ανανέωσης της συνοπτικής στιχουργικής.  Κανείς δεν έγραψε ποτέ ανάλογα ποιήματα σε τέτοια νεαρά ηλικία – αν κρίνουμε πως η γραφή τους, όσον αφορά  το πρώτο βιβλίο, ξεκίνησε το 2007 όταν ο ποιητής ήταν 18 ετών! Ελπίζουμε πως ο Βιτσαράς θα ήθελε να μας εκπλήξει στη συνέχεια με νέο έργο. Εμείς, πάντως, του το ευχόμαστε κα το αναμένουμε με εκτίμηση.

 

 

Πειραιάς Μάιος-Ιούνιος 2022

 

 

____________________

[i] Από την εισαγωγή του αφιερώματος διανειζόμαστε το παρακάτω χωρίο:  «Η ποίηση της Τίλλας Μπαλή (Καλαμάτα 1905 — Αθήνα 1971), από την αρχή έως το τέλος, είναι ποίηση αιμάτινη, ντελικάτα μελαγχολική, λεπταίσθητη, ενιαία κι αρραγής, γνοφώδης εν πολλοίς και σκοτεινή (ανιχνεύουσα τον υπόρρητο, ενεδρεύοντα θάνατο, που υφέρπει σε κάθε πτυχή της ψευδούς, ανθρώπινης καθημερινότητας), απέραντα ειλικρινής, ανεξαγόραστη, υποδειγματικά στοχαζόμενη (και αναστοχαζόμενη), υπαρξιακώς αλγούσα, γεγυμνωμένη κι ένεκα τούτου, τιμαλφής, πολύτιμη», και το παρακάτω: «Η Τίλλα Μπαλή υπήρξε μια ξεχωριστή στην εποχή της, μα ξεχασμένη σήμερα, ποιητική φωνή. Φίλη της Μαρίας Πολυδούρη, της οποίας ύμνησε το πρόωρο θάνατό της, διακρίθηκε για το ελευθεριακό σθένος της και την μυστηριακή ποιητική της αναζήτηση. Οι εκδόσεις Φαρφουλάς εκδίδουν για πρώτη φορά μια αντιπροσωπευτική ανθολόγηση, του τόσου ιδιαίτερου και λεπτοδουλεμένου ποιητικού της έργου, που περιλαμβάνει οκτώ ποιητικές συλλογές και σκόρπιες δημοσιεύσεις σε διάφορα φιλολογικά περιοδικά της εποχής της».

[ii] Σχιζοφασία: πολύ περίεργη και πολύ σπάνια αποδιοργάνωση της ομιλίας, που συναντάται σε  ασθενείς με υψηλό πολιτιστικό επίπεδο που πάσχουν από σχιζοφρένεια.

[iii] Γεννήθηκε στην Ύδρα και από μικρός εγκαταστάθηκε στον Πειραιά μαζί με την οικογένεια του. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο άρχισε να γράφει ποιήματα που δημοσίευε στο περιοδικό του Γρηγόριου Ξενόπουλου  Η Διάπλασις των Παίδων. Έγινε δημοσιογράφος και σύντομα αρχισυντάκτης και διευθυντής στο περιοδικό Μπουκέτο. Το μεγάλο του πάθος ήταν οι μεταφράσεις. Διαβάζοντας ώρες ολόκληρες ξένη λογοτεχνία, μετέφρασε και κυριολεκτικά ζωντάνεψε στην ελληνική γλώσσα ποιήματα του Πωλ Βαλερύ, του Μπωντλαίρ, του Μιλόζ, του Βερλαίν και Απολλιναίρ και άλλων. Ασχολήθηκε επίσης με την κριτική και το δοκίμιο. Το ποιητικό του έργο είναι μικρό σε ποσότητα αλλά εξαιρετικό σε ποιότητα. Πρόκειται για 50 περίπου ποιήματα γεμάτα νοσταλγία για τη χαμένη πρώτη νιότη και γραμμένα στην τεχνοτροπία του Συμβολισμού. Τα ποιήματα αυτά εκδόθηκαν για πρώτη φορά σε τόμο το 1966 (με πιο πρόσφατη την έκδοση του 1979 από τις εκδόσεις «Πρόσπερος» – 3η ανατύπωση τον Σεπτέμβριο του 1999). Η εισαγωγή και η επιμέλεια του τόμου αυτού που έχει τον τίτλο Ποιήματα είναι του ποιητή Τάσου Κόρφη. Ο Μ. Παπανικολάου είχε, όπως ο φίλος του Ναπολέων Λαπαθιώτης, το πάθος των ναρκωτικών. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος και η Κατοχή και η φτώχεια, δε μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος του αυτό. Έτσι ξεπούλησε σιγά σιγά όλα τα πολύτιμα βιβλία του και άλλα πράγματα, που τα φύλαγε για χρόνια και εγκαταστάθηκε σε ένα φτωχό δωμάτιο στην Κοκκινιά, περιοχή που σήμερα ανήκει στον δήμο Πειραιά. Στο δωμάτιο αυτό ζούσε πολύ άθλια γι’ αυτό οι φίλοι του φρόντισαν να τον βάλουν στο δημόσιο ψυχιατρείο. Εκεί πέθανε μετά από μια δυνατή δόση ναρκωτικών. Δημοσιευμένα ποιήματά του υπάρχουν στα περιοδικά Διάπλαση των Παίδων, Βωμός, Νεοελληνική Λογοτεχνία, Νέα Εστία, Μπουκέτο κ.ά. Μάλιστα τα ποιήματά του «Μέσα στη βουή του δρόμου», «Καραβάκι» (Βραδινοί Θάνατοι)» το 2002, «Χειμώνας» το 2004 και «Ώρες» το 2007, έχουν μελοποιηθεί με ιδιαίτερη επιτυχία από το συγκρότημα Domenica και το «Τοπίο» από την συνθέτρια Μάρθα Μεναχέμ στον δίσκο Homo poeticus.

[iv] Η Άννα Φρόιντ (1895 – 1982) υπήρξε το έκτο και τελευταίο παιδί του Ζίγκμουντ Φρόιντ και της Μάρτα Μπερνάιζ.  Στο πρώτο της άρθρο, «Νικώντας τις φαντασίες και τους ονειροπόλους» (1922), εξηγεί ότι η ονειροπόληση έχει σχεδιαστεί συνειδητά, ώστε να καταστείλει τον αυνανισμό και είναι κυρίως υποσυνείδητα μια εξεργασία των αρχικών σεξουαλικών φαντασιώσεων.  Το 1923 άρχισε τη δικιά της ψυχαναλυτική πρακτική με παιδιά και δύο χρόνια αργότερα άρχισε να διδάσκει στο Ινστιτούτο Ψυχαναλυτικής Εκπαίδευσης τη τεχνική της ψυχανάλυσης των παιδιών και ο ρόλος του Εγώ και των μηχανισμών άμυνας, επικεντρωμένο στα παιδιά και τους εφήβους. Το 1945, ο Άννα Φρόιντ μαζί με άλλους ίδρυσε την επιστημονική επιθεώρηση Psychoanalytic Study of the Child. Το 1959 εξελέγη επίτιμο ξένο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών. Στη νομική σχολή του Γέιλ δίδαξε σε σεμινάρια για το έγκλημα και την οικογένεια, κάτι που οδήγησε στην υπερατλαντική συνεργασία του Τζόζεφ Γκολντστάιν και του Άλμπερτ Σόλνιτ πάνω στις παιδικές ανάγκες και τους νόμους, δημοσιεύοντας τρεις τόμους. Η πρώτη της έκδοση με τίτλο «Μια εισαγωγή στην Ψυχανάλυση: Διαλέξεις για αναλυτές παιδιών και δασκάλους 1922-1935» (An Introduction to Psychoanalysis: Lectures for Child Analysts and Teachers 1922-1935) και δημιουργήθηκε από τέσσερις διαφορετικές διαλέξεις σε δασκάλους και φροντιστές παιδιών στη Βιέννη.Το επόμενο μεγάλο έργο της, το Το Εγώ και οι μηχανισμοί άμυνας (The Ego and the Mechanisms of Defence), εκδόθηκε το 1936. Σε αυτήν την κλασσική μονογραφία, η Άννα Φρόιντ αναλύει την ψυχολογία του εγώ και τους μηχανισμούς άμυνας, αντλώντας περιεχόμενο από την κλινική εμπειρίας της και από τις δημοσιεύσεις του πατέρα της.  Η Σέλμα Φράιμπεργκ το 1959 ανέφερε ότι «το έργο της Άννας Φρόιντ στη ψυχολογία του εγώ και οι μελέτες στην παιδική ανάπτυξη τα πρώτα χρόνια έχουν φωτίσει το κόσμο των παιδιών και για μένα ήταν ένας χρήσιμος οδηγός», λόγια τα οποία εξέφραζαν τους περισσότερους ψυχαναλυτές που δεν ήταν ακόλουθοι του τρόπου σκέψης της, όπως η Μέλανι Κλάιν.

[v] Νεκρορύκτης: Ο τυμβωρύχος.

[vi] Λῆρος: ο ανόητος λόγος, η ανοησία, η μωρολογία, ο φλύαρος, ο μωρός.

[vii] Επιθαλάμιος / -α /-ο: Αυτός που έχει σχέση με το τραγούδι του γάμου, που το τραγουδούσαν στο δωμάτιο της νύφης.

[viii] Υλακή: η φωνή του ζώου, το γάβγισμα, το ουρλιαχτό.

[viii] Ο ύμνος του Καλλίμαχου (300-240 π.Χ.) 5.57-5.92 αναφέρει : Παῖδες, Ἀθαναία νύμφαν μίαν ἔν ποκα Θήβαις / πουλύ τι καὶ πέρι δὴ φίλατο τᾶν ἑταρᾶν, / ματέρα Τειρεσίαο, καὶ οὔποκα χωρὶς ἔγεντο·/ ἀλλὰ καὶ ἀρχαίων εὖτ᾽ ἐπὶ Θεσπιέων / ἢ ᾽πὶ Κορωνείας, ἵνα οἱ τεθυωμένον ἄλσος / καὶ βωμοὶ ποταμῷ κεῖντ᾽ ἐπὶ Κουραλίῳ, / ἢ ᾽πὶ Κορωνείας, ἢ εἰς Ἁλίαρτον ἐλαύνοι / ἵππως, Βοιωτῶν ἔργα διερχομένα, / πολλάκις ἁ δαίμων νιν ἑῶ ἐπεβάσατο δίφρω·/ οὐδ᾽ ὄαροι νυμφᾶν, οὐδὲ χοροστασίαι / ἁδεῖαι τελέθεσκον, ὅκ᾽ οὐχ ἁγεῖτο Χαρικλώ. / ἀλλ᾽ ἔτι καὶ τήναν δάκρυα πόλλ᾽ ἔμενε, / καίπερ Ἀθαναίᾳ καταθύμιον ἔσσαν ἑταίραν. / δή ποκα γὰρ πέπλων λυσαμένα περόνας / ἵππω ἐπὶ κράνᾳ Ἑλικωνίδι καλὰ ῥεοίσᾳ / λῶντο· μεσαμβρινὰ δ᾽ εἶχ᾽ ὄρος ἁσυχία. / ἀμφότεραι λώοντο, μεσαμβριναὶ δ᾽ ἔσαν ὧραι,/ πολλὰ δ᾽ ἁσυχία τῆνο κατεῖχεν ὄρος./ Τειρεσίας δ᾽ ἔτι μῶνος ἁμᾶ κυσὶν ἄρτι γένεια/ περκάζων ἱερὸν χῶρον ἀνεστρέφετο·/ [διψάσας δ᾽ ἄφατόν] τι ποτὶ ῥόον ἤλυθε κράνας,/ σχέτλιος· οὐκ ἐθέλων δ᾽ εἶδε τὰ μὴ θεμιτά./ τὸν δὲ χολωσαμένα περ ὅμως προσέφασεν Ἀθάνα·/ “τίς σε, τὸν ὀφθαλμὼς οὐκέτ᾽ ἀποισόμενον,/
ὦ Εὐηρείδα, χαλεπὰν ὁδὸν ἄγαγε δαίμων;”/ ἁ μὲν ἔφα, παιδὸς δ᾽ ὄμματα νὺξ ἔλαβεν. / †ἐστάθη δ᾽ ἄφθογγος, ἐκόλλασαν γὰρ ἀνῖαι / γώνατα καὶ φωνὰν ἔσχεν ἀμαχανία./ἁ νύμφα δ᾽ ἐβόασε· “τί μοι τὸν κῶρον ἔρεξας /πότνια; τοιαῦται, δαίμονες, ἐστὲ φίλαι; /ὄμματά μοι τῶ παιδὸς ἀφείλεο. τέκνον ἄλαστε,/
εἶδες [Ἀθαναίας στήθεα καὶ λαγόνας], / ἀλλ᾽ [οὐκ ἀέλιον] πάλιν ὄψεαι. ὢ ἐμὲ δειλάν,/ ὢ ὄρος, ὢ Ἑλικὼν οὐκέτι μοι παριτέ, / ἦ μεγάλ᾽ ἀντ᾽ ὀλίγων ἐπράξαο· δόρκας ὀλέσσας /καὶ πρόκας οὐ πολλὰς φάεα παιδὸς ἔχεις”. (Μετάφραση Θ. Παπαθανασόπουλου): «Παιδιά μου, η Αθηνά, μια νύμφη κάποτε στη Θήβα / περσότερο αγαπούσε απ᾽ όλες τις συντρόφισσές της, / του Τειρεσία τη μάνα, κι ήτανε αχώριστες. / Και στις αρχαίες Θεσπιές σαν πήγαινε / ή στην Κορώνεια, που ευωδιασμένον άλσος της υπήρχε / και οι βωμοί της ήταν δίπλα στον Κουράλιο ποταμό, / ή κατά την Κορώνεια ή την Αλίαρτο οδηγούσε / τους ίππους της, διαβαίνοντας από τα κτήματα των Βοιωτών / πολλές φορές τη νύμφη ανέβαζε η θεά στο δίφρο της. (:κάθισμα, έδρα χωρίς ράχη και υποστήριγμα για τα χέρια) / Κι ούτε οι παρέες των νυμφών, ούτε οι χοροί τους / της άρεσαν αν δεν τους οδηγούσε η Χαρικλώ. / Μα και σ’ αυτή μελλόταν δάκρυα πολλά να χύσει, / κι ας ήταν η αγαπημένη σύντροφος της Αθηνάς. / Μια μέρα τις περόνες έλυσαν των πέπλων τους /  και στο τρεχούμενο της Ιπποκρήνης καθαρό νερό στον Ελικώνα / λούζονταν. Στο βουνό μεσημβρινή γαλήνη./ Κι οι δυο τους λούζονταν κι ήταν η ώρα του μεσημεριού, / και πολλή απλωνόταν ησυχία στο βουνό εκείνο. / Πρωτόχνουδος ο Τειρεσίας, μόνο με τους σκύλους του στον ιερό τον χώρο περπατούσε. / [ Κι ως δίψασε πολύ ], πήγε προς το τρεχούμενο νερό της κρήνης, / ο δύστυχος, κι αθέλητά του είδε όσα δεν έπρεπε.
Αν και του χόλιασε πολύ η Αθηνά, όμως του είπε: / “Ποιoς δαίμονας, εσένα που στον γυρισμό τα μάτια σου δεν θα ᾽χεις πια, / γιε του Ευήρη, στην οδό τούτη σ’ οδήγησε τη φοβερή;”/ Αυτά σαν είπε, του παιδιού νυχτώθηκαν τα μάτια./ Στάθηκε αμίλητο και κόλλησαν από τη θλίψη / τα γόνατά του, και η αμηχανία τού πήρε τη φωνή. / Η νύμφη τότε φώναξε: “Τι του ’κανες του γιου μου, ω σεβαστή; /  Τέτοιες είσαστε φίλες μας σεις οι θεές; / Πήρες το φως του γιου μου, ω δυστυχισμένο τέκνο μου, / [ τα στήθη είδες της Αθηνάς και τα λαγόνια ] (:τα πλάγια μέρη της λεκάνης που βρίσκονται κάτω από τα πλευρά) / [ όμως τον ήλιο δεν θα ξαναδείς ]. Ωιμέ τη δύστυχη. / Ω βουνό, ω Ελικώνα που δεν θα σε ξαναπατήσω, / για τα λίγα που ᾽δωσες πήρες πολλά. Λίγα ζαρκάδια / αν έχασες κι ελάφια, όμως τα μάτια του παιδιού μου κράτησες».

10 Σχέτλιος -α –ον: 1). ο καρτερικός, ακατάβλητος, αδάμαστος, ανένδοτος, άκαμπτος, αλλά, επίσης, ο άξιος συμπάθειας και οίκτου. 2). (με αρνητική σημασία), ο σκληρός, ανελέητος, άγριος, απάνθρωπος, κτηνώδης, κακός, μοχθηρός, δόλιος, θηριώδης, άγριος, δυστυχής, άθλιος, ελεεινός και οικτρός.

[xi] Η Ήριννα ήταν λυρική ποιήτρια από τη νήσο Τήλο. Το λεξικό Σούδα αναφέρει ότι ήταν σύγχρονη με τη Σαπφώ, αλλά ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Ευσέβιος την τοποθετεί στον 4ο αιώνα π.Χ., άποψη που φαίνεται ορθότερη. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή της Ήριννας. Το μόνο σίγουρο, όπως μαθαίνουμε από τα αφιερωμένα σ’ αυτήν επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας, είναι ότι πέθανε στα δεκαεννιά της άγαμη. Περίφημο κατά την αρχαιότητα ήταν το έργο της Ηλακάτηεπύλλιο (έμμετρο είδος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, ποίημα μικρού σχετικά μεγέθους, που έχει επικά στοιχεία ή ανάλογο θέμα ή αποτελεί μέρος έπους και είναι συνάμα και τεχνικός γραμματολογικός όρος), αποτελούμενο από 300 εξάμετρους σε δωρική διάλεκτο. Ελάχιστοι στίχοι σώθηκαν απ’ αυτό το μεγάλης ευαισθησίας έπος της παιδικής ηλικίας, που είχε ηρωίδα τη φίλη της Βαυκίδα, που πέθανε κι αυτή νεαρότατη και νιόπαντρη. Στην Παλατινή Ανθολογία σώζονται τρία επιγράμματα της Ήριννας (VI 352, VII 710 και VII 712). Το πρώτο είναι εμπνευσμένο από την προσωπογραφία μιας φίλης της ενώ τα άλλα δύο είναι επιτύμβια της Βαυκίδας, της ηρωίδας της Ηλακάτης, έξοχα στο συναίσθημα, ειδικά το τελευταίο. Στην Παλατινή Ανθολογία σώζονται επίσης επιγράμματα αφιερωμένα στην Ήριννα.

[xii] Απεύνθυση: Τακτοποίηση, διόρθωση, διευθέτηση,  προσαρμογή.

[xiii] Λαθρόβιος: Αυτός που ζει και κινείται κρυφά, διαφεύγοντας την κοινή προσοχή. (Για έντυπο): που έχει ελάχιστη κυκλοφορία και αδιαφανείς πόρους.

[xiv] Τη Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018 η 13χρονη Γιαννούλα ξεψύχησε στον καταυλισμό Ρομά στην Άμφισσα μετά από τη δολοφονική επίθεση ενός 34χρονου κρεοπώλη.

[xv] Μέλας –αινα –αν: Μαύρος, σκουρόχρωμος.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top