Fractal

✔ Ο Κωστής Παλαμάς και τα “Γράμματα στη Ραχήλ”

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη  //                          

 

 

 

Ήταν Χριστούγεννα του1921, Σάββατο, όταν ο Κωστής Παλαμάς, φτασμένος, δοξασμένος και τιμημένος ποιητής, βρέθηκε με φίλους και θαυμαστές του καλεσμένος σε φιλικό σπίτι. Εκεί γνώρισε την “όμορφη και φιλομαθή για την ηλικία της καταπληκτικά μορφωμένη” νέα, την Ελένη Κορτζά, Ο ποιητής εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά και τους καλούς τρόπους της νέας, αλλά και από την παρέμβασή της στη ζωηρή συζήτηση που είχαν και την κάλεσε στο “κελί” του, όπως αποκαλούσε το γραφείο του, τον αποκλειστικά δικό του χώρο. Από εκείνη την επίσκεψη της Ελένης Κορτζά και έκτοτε για δέκα τέσσερα ολόκληρα χρόνια υπήρξε η μοναδική του αγάπη, η μούσα, η ευτυχία και η δυστυχία, το γέλιο και το δάκρυ, η χαρά και η λύπη, η προσμονή και η αγωνία, το φως των ματιών του, το φως που φώτισε το σκοτεινό “κελί” και τα στερνά χρόνια της ζωής του:

 

      “… Όταν η πόρτα ανοίγεται του καλυβιού και μπαίνεις

               σου το είπα, το ερμοκάλυβο γίνεται δόξας ναός…

               Όταν η πόρτα ανοίγεται του καλυβιού και μπαίνεις,

               μπαίνει μ’ εσέ, θαμπώνοντας τη σκέψη μου, ένα φως…”

 

Δυο χρόνια μετά, πρωτοχρονιά του 1923 τραγουδάει στη μούσα του:

“…Στενό κι αν είναι το κελί

το φέγγος σου του δίνει

την απεραντοσύνη

σαν αποθέωση…”

 

Ο ποιητής όδευε, πρόωρα μπορεί να πει κανείς με τα σημερινά δεδομένα, προς τη δύση του βίου. Η Ελένη Κορτζά, η Ελενίτσα, η Ραχήλ, με πλούσια γαλλική παιδεία, είχε μυηθεί και ασπασθεί τον Καθολικισμό, προς μεγάλη θλίψη και απογοήτευση της ορθόδοξης μητέρας της, “είχε χάσει την επαφή με την ελληνική παιδεία” και εξαιτίας αυτού του γεγονότος ήρθε σε προστριβές με τη μητέρα της με αποτέλεσμα  η υγεία της να κλονιστεί δραματικά. Φυσικό ήταν να ενώσουν τις δυνάμεις και να παλέψουν οι δυο τους ενάντια στη φθορά και στο χρόνο. Άρχισε και αναπτύχτηκε γρήγορα μια δυνατή και παράξενη σχέση (φιλία, έρωτας;) ανάμεσά τους με πολλές διακυμάνσεις, κάλυψε το χρόνο και το χώρο και έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή του ποιητή. Αλλά άνοιξε ένα τεράστιο παράθυρο να μπει ο ήλιος στο “κελί” και στην καρδιά του και να φωτιστεί ο εσωτερικός του κόσμος. Να εκφράσει στα “Γράμματα στη Ραχήλ” τα ανείπωτα, όσα δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε ή δεν του δόθηκε η ευκαιρία να πει. Να φανερώσει τον άλλο εαυτό του, τον αληθινό, τον καθημερινό άνθρωπο με όλες τις χάρες και τις αδυναμίες, έξω και πέρα από κάθε συμβατικότητα, σκοπιμότητα και κοινωνική υποκρισία.

Εξαιτίας της αρρώστιας της, η Ραχήλ συχνά εγκατέλειπε την Αθήνα και τότε επικοινωνούσαν με την αλληλογραφία. Ο ποιητής της έγραφε σχεδόν κάθε μέρα. Δεν άντεχε τη στέρησή της. Αισθανόταν άδειος μακριά της. Η Ραχήλ του απαντούσε περισσότερο γαλλικά. Έτσι προέκυψαν τα περίφημα “Γράμματα στη Ραχήλ” με άφθονα παραθέματα στα γαλλικά.

Τα “Γράμματα στη Ραχήλ” κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις “Ελληνικά Γράμματα” το 1960, με επιμέλεια του Γ. Π. Κουρνούτου. Είναι ένα μέρος, ίσως το μεγαλύτερο, από την αλληλογραφία του ποιητή με τη δεσποινίδα Ελένη Κορτζά, την αγαπημένη του “σεπτή ιέρεια” που έδωσε πνοή με την παρουσία της και συντρόφεψε δεκατέσσερα από τα στερνά χρόνια της ζωής του(1922 -1936), περίπου ως τη στιγμή που τον εγκατέλειψε η μνήμη και η ποίηση…Γιατί, όπως αφήνει να διαφαίνεται μέσα στα γράμματά του, δεν βρισκόταν πλέον σε περίοδο ακμής.

Αυθαίρετα μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι δεν διαβάζεται σήμερα ο Παλαμάς. Ότι ο Παλαμάς ως ποιητής ανήκει στην ιστορία της λογοτεχνίας, ότι είναι ξεπερασμένος, δεν ενδιαφέρει το σύγχρονο αναγνώστη. Αλλά μήπως διαβάζεται σήμερα ο Σεφέρης όπως διαβαζόταν ως την προηγούμενη δεκαετία, παρά το Νόμπελ και την παγκόσμια (;) αναγνώριση; Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και ο Σεφέρης δεν αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο στη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Άλλοι τότε οι καιροί, άλλες οι κοινωνικές συνθήκες, τα λογοτεχνικά ρεύματα και δρώμενα, άλλο το πνεύμα και η νοοτροπία των ποιητών που ήταν εγκλωβισμένοι στο πλέγμα του ευρωπαϊσμού. Το σημαντικό πάντως είναι ότι πίσω και πάνω και πέρα από όλες τις αντικρουόμενες απόψεις, τα ποικίλα και αντιφατικά σχόλια, τις κρίσεις και επικρίσεις, τις αμφισβητήσεις, την παραδοχή και την απόρριψη, που δεν έλειψαν και στον καιρό του, ξέχωρα από τις εορταστικές εκδηλώσεις για τα εξήντα χρόνια από το θάνατο του ποιητή, υπάρχει ένα κατορθωμένο, γερά θεμελιωμένο, ελληνοκεντρικό ποιητικό οικοδόμημα. Ένα έργο μεγαλόπνοο και δυναμικό με πυρήνα ακατάλυτο. Το έργο του Παλαμά, έργο ζωής, ήταν, είναι, και θα είναι πάντα επίκαιρο, γατί είναι ελληνοκεντρικό, έχει στοιχεία διαχρονικά και προκαλεί, είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, αντιστάσεις.

 

 

Πρέπει ο αναγνώστης, ο μελετητής να έχει στο νου του πως τα “Γράμματα στη Ραχήλ” αφορούσαν μόνο τη Ραχήλ, δεν προορίζονταν για δημοσιοποίηση. Ο ποιητής είχε εναν τρόπο να επικοινωνεί με το προσφιλές του πρόσωπο, να εκθέτει τις απόψεις του για καίρια ζητήματα του καιρού του, αλλά και την απλή καθημερινότητά του χωρίς να λαμβάνει υπόψη του κάποιο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Μιλούσε και έγραφε αποκλειστικά στην Ελένη, στην αγαπημένη του Ελενίτσα Κορτζά, στη Ραχήλ των ονείρων του! Είχε συνδέσει τα πάντα με τη “σεπτή ιέρεια”:

Επέρασα μια νύχτα, τη νύχτα της Δευτέρας προς την Τρίτη, με το λυρικό, το μεθυστικό πυρετό της ενθύμησής σου. Το δειλινό της Δευτέρας μου το εξακολούθησε και μου το συμπλήρωσε η νύχτα ίσα με τα ξημερώματα της Τρίτης, με όλη την αχαλίνωτη ελευθερία της φαντασίας, με όλη την ωραία, την ηδονόπαθη, τη λογική, τη βαθυστόχαστη, την τρομαχτική, την εντατική ασυναρτησία του ονείρου(…) Μα πως μου παρουσιάζοσουν εσύ, όνειρο του ονείρου μου, είναι αδύνατο να σου παραστήσω. Δε με βοηθά η σκέψη μου, ούτε η γλώσσα μου, ούτε η πέννα μου(…) Πώς ήθελα να πεθάνω και πώς ήθελα να αναστηθώ στη χώρα των πνευμάτων μαζί σου για να πραγματοποιηθεί μια για πάντα το όνειρο το άλλο, το όνειρο που ξέρεις από τους στίχους των τραγουδιών της Ραχήλ…(…)Έτσι τη νύχτα αυτή την τόσο αλλόκοτη, ανέκφραστη και ωραία της αϋπνίας μου έπεφτα, μια δυο τρεις δέκα φορές στα πόδια σου, φεγγόβολα, σαν όλο το κορμί σου… Συγχώρησε τον ποιητή που όσο προχωρούν τα χρόνια του, τόσο περισσότερη νύχτα έχει, μα και περισσότερο φως“. Και τελειώνει με το αγαπημένο του:

Chere et divine Clarte, πεθαίνω για σένα

                                                                Ασκραίος (σ. 302-303)

Αλλού εξομολογείται: “Όσο προχωρώ, χάνω το αίσθημα και το ενδιαφέρον του πραγματικού. Ζω με εικόνες και φαντάσματα”. (σ.171) Και είναι ολοφάνερο ότι ο ποιητής είχε επενδύσει τα πάντα στη νεαρή φιλάσθενη δεσποινίδα Κορτζά και είχε γαντζωθεί πάνω της. Την έβλεπε σαν δροσερή όαση μέσα στο ερημικό τοπίο της μοναχικότητάς του και σαν μοναδική διέξοδο από μια ρηχή, ανιαρή καθημερινότητα, σαν διαφυγή από την αβάσταχτη ελαφρότητα των κριτικών, των υμνητών της δόξας του, των υποκριτών και όλων των συνοδευτικών της αναγνώρισης της αξίας του έργου του και της αναγνωρισιμότητάς του: “Και όσο περνά ο καιρός, είμαι βέβαιος ότι παράλληλα με το έργο μου θα πληθύνονται και αι επιθέσεις εναντίον του“, γράφει με πικρία.(σ. 175).

Στον αδιάψευστο καθρέφτη των ματιών της Ραχήλ, έβλεπε διαχρονικά τον εαυτό του και το έργο του, έκανε συνεχώς αυστηρό αυτοέλεγχο και αυτοπροσδιορισμό και διέβλεπε τι επρόκειτο να συμβεί μελλοντικά. Φανέρωνε τις ατελείωτες ανασφάλειές του, και αποκαλούσε “ελεεινά τα γραψίματά” του μπροστά στη δική της ευλογημένη παρουσία.

 

   “Αισθάνομαι πως εναυάγησα σε όλα μου, και πως εξακολουθώ, ανελεήμονα, να ναυαγώ. Με τίποτε σε τίποτε δεν έδεσα δεσμούς αληθινά ωραίους, διαμαντένιους. Σαράκι τρώει κάθε μου αγάπη. Αισθάνομαι πως είμαι ένοχος απέναντι όλων των ωραίων ιδανικών που κάνουν τη ζωή μας ν’ αξίζει. Μισός. Η σοφία, η Αγάπη, η Δύναμη, η Τέχνη, η Ποίηση, σταμάτησαν μπροστά μου για μια στιγμή, κάτι είδανε στα μάτια μου και σταματήσανε, κάπως έλαμπαν τα μάτια μου, και περιμέναν να μιλήσω. Και τραύλισα μονάχα μπροστά τους. Και τράβηξαν το δρόμο τους μορφάζοντας. Τα πραγματικά μου είναι αδύνατα και ιδανικά ασύλληπτα“( σ. 218).

 

Αισθανόταν ότι δεν έχει δώσει ό, τι οραματιζόταν: “‘Ο, τι βαθειά κρύβω μέσα μου, μου είναι αδύνατο να το εξωτερικεύσω” (176)  Ότι η έμπνευσή του δεν μπόρεσε να εκφραστεί ακέρια. Γνώριζε τη δύναμη και τις αδυναμίες των στίχων του σε αντίθεση με ομοτέχνους του καιρού του και του καιρού μας… Και προτιμούσε το “κελί” και τα γατιά του από τις φιλοφρονήσεις του δρόμου, που ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης δημοσιότητας. Τον ενοχλούσε που τον αποκαλούσαν “Δάσκαλε“, και απεχθανόταν τους υποκριτικούς επαίνους.

Έγραφε ατελείωτα γράμματα στη Ραχήλ του. Την αποκαλούσε Ραχήλ χωρίς κι ο ίδιος να ξέρει γιατί:

 

                      Γιατί Ραχήλ την έκραξα

                      Δεν ξέρω, Δέσποινά μου,

                      Μπορεί έτσι την εικόνα της

                      να την κρατάω μπροστά μου.

                      Ραχήλ! και μόνο τ’ όνομα,

                      τραγούδι ως να είναι ωραίο,

                      της πάει. Ραχήλ τη λέω

                      κ’ είναι ως να τραγουδώ.

 

Ίσως γιατί και ο Βοόζ αγαπούσε δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια τη βιβλική Ραχήλ, όπως αγαπούσε κι εκείνος τη μούσα το.(304).Τι ιερή σύμπτωση αλήθεια! Ευλογία και κατάρα μαζί, ευτυχία και δυστυχία η ξαφνική αυτή άνοιξη για τον ποιητή της “Πολιτείας και της μοναξιάς”. Της μιλούσε απλά, εξομολογητικά για όλες τις καθημερινές του έγνοιες, αλλά και για φιλογολογικά, κοινωνικά, λογοτεχνικά, αισθητικά ζητήματα, όπως και για θέματα διαπροσωπικών σχέσεων, για πρόσωπα και πράγματα. Αναφερόταν στους κριτικούς του ποδαριού που μάχονταν με κάθε τρόπο να εξευτελίσουν το κίνημα του Δημοτικισμού, του Μαλλιαρισμού. “Η κοινωνία που αδυνατώ να ζήσω και η κοινωνία που αδυνατεί να με ζήσει, όλα αυτά χειροτερεύουν τη ζωή μου και την κατασταίνουν από μέρα σε μέρα περισσότερο προβληματική“, γράφει χαρακτηριστικά(346). Θαύμαζε τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη ως “αριστοτέχνη του λόγου, μεταθανάτια δόξα”. Θεωρούσε “θεότρελη και άτιμη” την πολιτική του δικτάτορα Μουσολίνι: “Έστειλα για την ώρα στο διάβολο καθετί που μου θυμίζει και την πνευματικήν ακόμα Ιταλία“, της γράφει στις 2-9-1923 (191).

Συχνά πυκνά απολογείται και εκφράζει τα παράπονά του όπως ένα παραχαϊδεμένο, κοντολογίς, κακομαθημένο παιδί στη μαμά του. Ωστόσο, την αποκαλεί “αγαπημένο φως, νυφούλα των ελάτων, κυρά των πλατάνων, αδερφή των πουλιών, σκεύος εκλογής“. Φοβάται ένα της επικριτικό λόγο, ένα αυστηρό σχόλιο, κλαίγεται σαν “ένα ανόητο κακομαθημένο πλάσμα, σαν χαλασμένο παιδί“. Αυτός ο γίγαντας του δυνατού Νεοελληνικού Ποιητικού Λόγου υποκλίνεται μπροστά σε μια νέα που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι κόρη του, είχαν σαράντα χρόνια διαφορά. Είναι ο ανικανοποίητος έρωτας-πόθος που τον καταδυναστεύει, και τον απειλεί, και  γι’ αυτό δεν μπορεί να διακρίνει τα όρια μεταξύ της ευτυχίας και της δυστυχίας του.

 

 

Μιλάει ακατάσχετα για τη δική του ζωή και λιγότερο απαντάει στα γράμματα της Ραχήλ προς αυτόν. Στρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τις σχέσεις του με τον περίγυρό του, τη μοναξιά, αλλά κάπου κάπου ζωγραφίζει και ιλαρές εικόνες της γύρω φύσης. Κυρίως όμως, όλες του οι λέξεις, οι φράσεις, η έγνοια του, φανερώνουν την αγωνιώδη προσπάθειά του να ρουφήξει με όλες του τις δυνάμεις τη δροσιά της ψυχής και του κορμιού, τη ζωή, τα νιάτα  από την τρυφερή ύπαρξη που βρέθηκε στο δρόμο του όταν όλες μέσα του οι πηγές κόντευαν να στερέψουν κι όλες οι ομορφιές απομακρύνονταν από τη φθίνουσα δική του πραγματικότητα. Και ίσως να τον βόλευε και να τον τροφοδοτούσε με ψευδαισθήσεις η κλονισμένη υγεία της μούσας του πως μπορούσε να τον ακολουθήσει σύντομα σε μιαν άλλη πραγματικότητα… Εύχεται, και ελπίζει, να ενωθούν στην άλλη διάσταση των νοητών πραγμάτων…

Έγραφε στην αγαπημένη των γηρατειών του, στον πιο κοντινό, στον πιο δικό του άνθρωπο, χωρίς φόβο και με πολύ πάθος για τον εαυτό του, εξέφραζε τους μύχιους πόθους, τις ανησυχίες, την αγωνία, τους φόβους και τις ανασφάλειές του, τη λύπη του για πρόσωπα που χάθηκαν και ήταν σημαντικά για το έργο του. Της εξέθετε τις φιλοσοφικές αναζητήσεις, τις μεταφυσικές αγωνίες του. Εκείνη του απαντούσε κάποτε με λιγόλογα. Εκείνος τι έλεγε ανάμεσα σε πολλά άλλα(10-9-1923): “αναπνέω τις απλές, αγνές, κατανυκτικές και πολυπόθητες γραμμούλες που μου έρχονται από τα ύψη ενός βουνού, σαν από τα ύψη μιας ψυχής“(σ. 199)  Του αρκούσε όμως. Έγραφε εκείνος, εκτονωνόταν. Σχεδίαζε νοερά και οικοδομούσε τη δική του πραγματικότητα, γέμιζε τη μοναξιά του με εικόνες προσφιλείς του. Ήταν η μούσα που τον ενέπνεε και τον καθοδηγούσε στα στερνά ποιητικά μονοπάτια… Το όραμα της Ραχήλ, τα δάκρυά της, η εύθραυστη υγεία της, τ’ απωθημένα του ερωτικά βάσανα… Πολύς πόνος, πολύ πάθος, πολλή υγρασία, πολλή νοτιά σ’ αυτή την αρρωστημένη, πολυβάσανη σχέση…

Τα ξενόγλωσσα παραθέματα δίνουν μεγαλύτερη στήριξη στα γραφόμενά του. Λειτουργούν σαν ένα είδος παραπετάσματος πίσω από το οποίο ταμπουρωμένος μπορούσε να πει όσα δεν είχε τον ηρωισμό ή δεν έβρισκε τις κατάλληλες λέξεις για να εκφράσει.

Ο φόβος, ο τρόμος του κενού, της φθοράς, της άγνωστης τύχης των έργων του, η μοναξιά και η ερημιά του, καταφύγιο και καταδίκη, έχει ενσωματωθεί στον όγκο των εντύπων που κόντευε να τον εκτοπίσει καταλαμβάνοντας τον ελάχιστο χώρο του κελιού του. Το μόνο που του απέμενε ήταν η αγαπημένη Ραχήλ. Και σ’ εκείνην είχε εναποθέσει τις ελπίδες, το είναι του, τη σκέψη, τη φροντίδα, τον όψιμον έρωτα, τον κόσμο του. Της εκμυστηρευόταν ακόμα και τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες  της καθημερινότητάς του, σαν να ήθελε να καλύψει το τεράστιο χάος της ψυχής, της καρδιάς, της διάνοιάς του που όσο προχωρούσε η ηλικία βάθαινε. Και προσπαθούσε απεγνωσμένα να ταυτίσει το Εγώ του με το Εσύ της Ραχήλ σ’ ένα “θείον υμέναιο“, όμοιο με την “απλή γραμμή που ανταμώνει, που ζευγαρώνει τη θάλασσα με τον ουρανό” (σ.219) . Και ζωγραφίζει με λέξεις τον τρόμο που περιχύνει το κορμί του όταν εκείνη δεν είναι μαζί του:

Είμαι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος(…). Ένας τρόμος, μυστηριακό θα τον ειπώ κι αυτόν, την ώρα αυτή που σου γράφω, περιχύνει το σώμα μου όλο(…), οι στιγμές αυτές που σε βλέπω είναι οι στιγμές της ευτυχίας μου(232). Σ’ αγαπώ. Μέσα στη μουσικότατη σιωπή της ώρας ποτέ άλλοτε δεν αισθάνθηκα τόσο σιμά μου όσο την ώρα εκείνη που σε περίμενα(240).

 

 

Όσο περνούσαν τα χρόνια και συνειδητοποιούσε τη σωματική και τη διανοητική φθορά, τόσο περισσότερο γινόταν διαχυτικός, απελευθερωνόταν από κοινωνικά και οικογενειακά δεσμά, αλλά πιο εξαρτημένος από τη Ραχήλ. Έτρεμε μην τη χάσει. Ο λόγος της ήταν νόμος για τον ποιητή: “Αφού το προστάζει η σεπτή Ραχήλ, υπακούω” (249). Ζούσε με την επικοινωνία τους: “Ένα γράμμα επιτέλους δεν είναι φιλολογία, είναι καθρέφτης” (262), καθορίζοντας έτσι τη σημασία, το περιεχόμενο και τον προορισμό μιας ιδιωτικής  αλληλογραφίας που δεν αποσκοπεί σε δημοσιοποίηση, αλλά αφορά τον παραλήπτη, το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται και μόνο αυτό.

Οι γνώμες που διατύπωνε για πρόσωπα, καταστάσεις και πράγματα του καιρού του, είναι ενδεικτικά της πολυμάθειας και της κριτικής του σκέψης, αλλά και πόσο η ζωή του, η καθημερινότητά του ήταν συνυφασμένη, μπερδεμένη με την ποίηση, με το πνευματικό του έργο. Ζούσε την ερημιά και τη μοναχικότητά του μέσα σ’ ένα ηδυπαθές κλίμα καθημερινότητας και πνευματικής έξαρσης, σ’ ένα παραλήρημα χαράς, ευτυχίας και δυστυχίας, συνεχούς αναμονής και αδιάλειπτης παρουσίας του ασύλληπτου ιδανικού του, ενός έρωτα αδιασαφήνιστου εντός του που καταντούσε δράμα και ψυχική νόσος από όπου επιχειρούσε μικρές, πρόσκαιρες αποδράσεις κυρίως με τις επισκέψεις και την αλληλογραφία του με τη Ραχήλ. Ή μπαλσάμωνε με τρυφερές ποιητικές διαχύσεις, ηχηρές φραστικές προσφωνήσεις και ακατάσχετη πολυλογία επαναλαμβάνοντας συχνά πανομοιότυπα πράγματα, όπως συμβαίνει με κάθε αλληλογραφία μεταξύ δύο ανθρώπων που αγαπιούνται και ζουν τη δική τους πραγματικότητα, τη δική τους μακάρια καθημερινότητα, τη μοναδική πρόσκαιρη αιωνιότητά τους, ροδοζαχαρωμένη με μπόλικη ουτοπία, στο δικό τους χώρο το δικό τους χρόνο, έξω και μακριά από τον οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο.

Αυτήν τη στερνή περίοδο της ζωής του ήταν τόσο πιωμένος από αυτόν τον έρωτα που αισθανόταν ενωμένος με τη φύση κυρίως την ώρα του ήσυχου δειλινού που όλα γύρω του έπαιρναν ένα βάπτισμα από θείαν απλότητα ζωής, που όλα υψώνονταν σε μιαν αναγέννηση της οποίας κι εκείνος αποτελούσε αναπόσπαστο μέλος.

Παρακολουθούσε τα δρώμενα στο χώρο της ποίησης του καιρού του, διέκρινε τις νέες τάσεις, εκτιμούσε τις ικανότητες των νέων ποιητών, ενεθάρρυνε πάντα τις καινούριες φωνές και δεν εδίσταζε να επαινεί, να ενδυναμώνει και να διαβλέπει εξελίξεις και κάποτε ραγδαίες. Και ήταν ειλικρινής, αναλυτικός, δεν είχε να κρύψει ή να αποσιωπήσει τίποτα. Η Αθήνα στα μάτια του δεν παρουσίαζε την ιδανική εικόνα που εκείνος είχε “κλεισμένη” μέσα του. Η ένδοξη πόλη της Παλλάδας είχε τα ίδια χαρακτηριστικά με τη σύγχρονη Αθήνα των τεσσάρων εκατομμυρίων: “Πολυκοσμία, πανσπερμία, βαρβαροκοσμία, αυτοκινητοκρατία, χαλασμός κόσμου, ακαθαρσία, βρώμα...”(268). Αυτή ήταν η Αθήνα μας μισόν και πλέον αιώνα πριν! Αλλά δεν την αποχωριζόταν. Αγαπούσε ακόμα και τη σκόνη της και ζούσε “όλη την κίνηση της ζωής του μέσα στην ιερή ακινησία του φτωχού κελλιού” του(269). Παρηγοριά και λύτρωσή του από τα δεσμά της αλλόκοτης δούλωσής του είναι τα γράμματα “της Καρτιέ, της ερασμίας, της ακριβής, της θρησκευτικά αγαπημένης” Ραχήλ (286). Η φράση της: “Α! είναι ωραία η ζωή“, ήταν για τον ποιητή της “παράδεισος ενός δευτερολέπτου“(301). Η Ραχήλ ήταν το Α και το Ω της ζωής και της έμπνευσής του:

Οι λεξούλες που σου ήρθανε στο στόμα: Είναι ωραία η ζωή και που τις είπες έτσι ορθή, σα να λειτουργούσες, με όλη την επιβλητική για μένα χάρη του παραστήματός σου(…) δεν έφταναν σφραγίζοντας όλη την ανέκφραστη χαρά(…) που μου πρόσφερες, δεν έφταναν για να με κάνουν ευτυχή; Α! γιατί να μην μπορώ να σε βλέπω καθεμέρα, μια το πρωί και μια το βράδι, γιατί να μην είσαι ο αυγερινός μου και ο αποσπερίτης μου, γιατί τουλάχιστον να μην είσαι κάθε μέρα κάθε μέρα του βραδιού μου το άστρο, ο Έσπερος, η Αφροδίτη μου;“(302)

Μπροστά της ήταν δειλός, φλεγόμενος από τον πυρετό του ετεροχρονισμένου έρωτα, είναι ένας έφηβος που αδυνατούσε να αρθρώσει λέξη και κατέφευγε στο χαρτί:

Πέντε χρόνια(…) και να μην μπορώ ν’ ανοίξω το στόμα μου, να σπρώξω την πέννα μου και να σου ειπώ, να σου ψιθυρίσω, να σου τονίσω τα λόγια της αγάπης, αφτιασίδωτα, καθαρά, ζωηρά, τρελά, καθώς μου έρχονται(…)Φοβάμαι μήπως καθώς σε ξαναϊδώ, παραλύσει η γλώσσα μου, σταματήσει το χέρι μου, καρφωθεί το σώμα μου, παραμείνει η ψυχή μου σαν παράλυτη κι αυτή μπροστά σου“(359).

Και επαναλάμβανε χιλιοειπωμένα λόγια για χιλιοειπωμένα πράγματα, όνειρα απατηλά, ανεκπλήρωτα και κατέληγε:

Α, τι γλυκειά, τι ωραία, τι καλή, τι ουράνια που ήσουνα!”(360), κι αλλού: “Μεγάλη μου Αγάπη(…)η μόνη μου σκέψη, η μόνη μου επιθυμία, η μόνη μου ομορφιά, η μόνη μου αφοσίωση… όσο λιγοστεύουν τα χρόνια μου, τόσο γιγαντεύει η αγάπη μου“(362)

Και της εκμυστηρευόταν το κάθε τι που τον απασχολεί, ό,τι πίστευτε για το έργο του. Στη Ραχήλ μπορούσε να χαρακτηρίσει “ναό” το έργο του και “στύλους” και “αετώματα” τη σειρά “Πρόσωπα και Μονόλογοι“.

 

Ο Κωστής Παλαμάς.

 

Αν και μιλούσε συχνά για τον αυτοεγκλεισμό του στο μοναχικό κελί και για την ιερότητα του μοναστικού ποιητικού του χώρου που κουβαλούσε παντού και πάντα μαζί του, ωστόσο, ενέδιδε στις κοινωνικές προκλήσεις, αποδεχόταν τις προσκλήσεις, ατακτούσε με τις αποδράσεις του, κοινωνούσε και επικοινωνούσε με το περιβάλλον, δημιουργούσε:

Είμαι ένας ερημίτης με το μεγάλο δυστύχημα να μη ζω μέσα στην ερημιά μου”(274), ομολογούσε και θαύμαζε τους ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν παρά έναν προορισμό: “Τι ευτυχισμένοι είναι εκείνοι που απλά είναι καλοί ή κακοί”  (276).

Σε γράμμα του, με ημερομηνία 16-7-26, σχολιάζει απερίφραστα την επικρατούσα χαώδη κατάσταση του κράτους σε σχέση και με τον εαυτό του: “Είναι κράτος  αυτό; Μέσα στη γενική θαλασσοταραχή, ποιο κύμα θα πάρει κι εμένα“(372).

Θα επιθυμούσε να τρελαθεί για να μην καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του. Ζητιάνος να γίνει στους δρόμους της Αθήνας κι εκείνη να μην του δίνει σημασία. Ωστόσο, τον ευχαριστούσε όταν διαπίστωνε πως ήταν πολύ περισσότερο προσιτός και αποδεκτός στον κόσμο από ό,τι επίσυευε, κυρίως από τους Έλληνες της Αιγύπτου (385).

Αλλά ο τρόμος ακόμα και στη σκέψη πως δεν μπορεί να συνεχίσει το έργο του τον κατατρέχει και τον καταθλίβει. Ήδη στα 1926 μιλάει για αδυναμία να γράψει ποίηση, ακόμα κι ένα γράμμα στην πολυαγαπημένη του Ραχήλ. Μιλάει και για εγκατάλειψη από τους πάντες:

Έχασα τη δύναμη να αισθάνομαι, να συγκεντρώνω τις ιδέες μου, να γράψω, να περιγράψω(…). Σε λιγάκι κανένας δεν θα με συλλογίζεται, και πρώτα τα κοπέλλια μου που τράφηκαν από τα ψίχουλα του τραπεζιού μου. Μερικοί θα με βρίζουν, άλλοι θα σωπαίνουν. Άλλοι μιλώντας μαζί μου εξακολουθούν να μου εκφράζουν κάποιο θαυμασμό”(401).

Γνώριζε τη δύναμη και τις αδυναμίες των στίχων του: “Είμαι πέρα ως πέρα χοϊκός“. Κι αυτό που γινόταν για την αναγνώρισή του το θεωρούσε φαρσοκωμωδία. Γράφει με πικρία: “Με παραμονεύει το γελοίο.(…)Με γιόρτασαν και στο Μαρούσι. Σημαίες απλώθηκαν και λόγοι απαγγέλθηκαν και τραγούδια τραγουδήθηκαν(…)Τι λες; Όσο προχωρώ, γίνομαι ειδυλλιακός, λαϊκός, δημοφιλής, αγροτικός, Δάφνις. Τι ευτυχία!“(405).

 

Από το ’29 ως και το ’36, μεσολαβεί ένα διάστημα σιωπής, διάστημα σχεδόν κενό. Δεν έγραφε, δεν διασώθηκαν, χάθηκαν ή δεν δόθηκαν για δημοσιοποίηση από τη Ραχήλ τα γράμματα εκείνης της περιόδου; Οπωσδήποτε, η φθορά των αισθημάτων, η το λιγόστεμα της μνήμης, της έμπνευσης που είχε αρχίσει προ πολλού να διαφαίνεται και να προβληματίζει ανησυχητικά τον ποιητή, είναι πλέον ορατή πραγματικότητα, τόσο οδυνηρή όσο και αναπότρεπτα βέβαιη και η υποταγή του στην απόλυτη ερημιά, στη μοναξιά,  στο μοιραίο ηθικά, αισθηματικά, πνευματικά και υλικά τέλος που επήλθε εφτά χρόνια μετά, στα 1943. Και η δόξα σκέπασε το φέρετρο του ποιητή με το θούρειο του ποιητή Άγγελου Σικελιανού αψηφώντας τα κανόνια και τις λόγχες των Γερμανών κατακτητών:

Ηχήστε οι σάλπιγγες…Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…

Βογκήστε, τύμπανα πολέμου…Οι φοβερές

σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

 

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!

που δίνει το μέτρο της αξίας, το εύρος της ποίησης και το μεγαλείο του Κωστή Παλαμά, χαρακτηρίζοντάς τον θεμέλιο, στήριγμα της Ελλάδας, συνεχιστή της μεγάλης ποιητικής παράδοσης, ισόθεο, δόξα της Ελλάδας και, με τον τρόπο του, Εθνικό Ποιητή.

 

Ο Σικελιανός “στεφανώνει ” τον Παλαμά. Με την απελευθέρωση της Αθήνας θ΄ απαγγείλει ξανά το εμβατήριο “Ηχήστε σάλπιγγες…”

 

 

* Το κείμενο: Ο Παλαμάς και τα «Γράμματα στη Ραχήλ», δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Παρουσία”, Οκτώβριος- Δεκέμβριος 2003. Λόγω της διαχρονικής σημασίας του θέματος, έρχεται ξανά στη δημοσιότητα, δεόντως τροποποιημένο.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top