Fractal

«Όσο πιο κοντά είμαστε ο ένας στον άλλον, τόσο πιο ανολοκλήρωτοι είμαστε»

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Paul Greveillac «Κόκκινες ψυχές», Μετάφραση: Στέλα Ζουμπουλάκη, Εκδόσεις Πόλις

 

Ο Βλαντιμίρ Κατούτσκοφ, γιος ενός παρασημοφορημένου καθοδηγητή – από χρόνια νεκρού –  και μιας δασκάλας, από παιδί είχε τη συνήθεια να σκορπίζει κούφιες λέξεις σε τετράδια, τραπεζομάντιλα, φακέλους και σπιρτόκουτα. Ζει στη Μόσχα και από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50, νεαρός ακόμα, δουλεύει ως λογοκριτής στην Υπηρεσία που αποφασίζει ποιο έργο θα εκδοθεί και ποιο όχι.

Αναθρεμμένος με όλες τις βεβαιότητες που του έχει εμφυσήσει το καθεστώς, νιώθει περήφανος που οφείλει να αγωνίζεται για τον θρίαμβο του σοσιαλισμού και την μεταμόρφωση της ρώσικης κοινωνίας Σύντομα ωστόσο αρχίζει να δυσπιστεί με το σύστημα και όπως πιο κομψά ακούει να το αποκαλούν, με την «επιμέλεια» ορισμένων βιβλίων και την απαγόρευση κάποιων άλλων. Ένας είδος εξουθένωσης τον πλημμυρίζει και μόνη του διαφυγή και απόλαυση παραμένει το διάβασμα.

«Η μέρα του Κατούτσκοφ κυλούσε σε κατάσταση ναρκωμένης αποχαύνωσης. Οι λέξεις που περνούσαν μπροστά στα μάτια του ήταν σαν κυματάκια στην εξωτερική όψη ενός κτιρίου που βυθίζεται. Μόλις συνερχόταν, σκεφτόταν πως έτσι εξηγούνταν επιτέλους η φοβισμένη αδράνεια του τελευταίου μήνα….Όλα όσα είχε προσπαθήσει να αποφύγει, και τα είχε καταφέρει αρκετά καλά, εδώ και πάνω από έναν χρόνο, τον είχαν τελικά μολύνει: η αγωνία μπροστά στον καθρέφτη όπου δεν βλέπουμε παρά μόνο τον εαυτό μας. Κανείς από πίσω – μόνο φαντάσματα…. Ο Κατούτσκοφ το μάντευε: ο κόσμος όπως τον γνώριζε μέχρι τώρα είχε πάψει πια να υπάρχει. Και ήταν αδύνατον να προβλέψει κανείς αν ο κόσμος αυτός θα έμπαινε στο κάδρο σαν ένα δίπλωμα, για το οποίο είμαστε περήφανοι, αν η ανάμνησή του θα έμενε σαν πασίγνωστο τραγουδάκι… ή αν η διαθήκη του προοριζόταν να σκιστεί και οι στάχτες της να σκορπιστούν σε έναν σωρό σκουπίδια – σαν απόκρυφο ευαγγέλιο».

Ο συνομήλικος του λογοκριτή, Πάβελ Γκολτσένκο, ορφανός από πατέρα και μητέρα, εργάζεται ως μηχανικός προβολής στην αίθουσα της Κρατικής Επιτροπής Κινηματογράφου, εκεί όπου καθημερινά ελέγχονται, περικόπτονται ή απαγορεύονται ταινίες που ο ίδιος έχει λατρέψει. Νιώθει αδικημένος από τη ζωή, βρίσκεται χωμένος βαθιά στην υπαλληλική αδιαφορία αλλά παραμένει γεμάτος πείσμα και αγάπη την οποία νιώθει την ανάγκη να μοιραστεί, «να δείξει στους ανθρώπους την απόδραση, το όνειρο, το ιδανικό», την σωτηρία δηλαδή. Το κοινό στοιχείο των δύο νέων, ο δρόμος τους. Αυτόν που και οι δύο προσπαθούν να ανακαλύψουν, μετά τον θάνατο του Στάλιν. Και επίσης, το γεγονός πως κανένας από τους δύο δεν είναι αφελής. Ο καθένας από την σκοπιά και το πόστο του, αντιλαμβάνονται την προσπάθεια χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Τους ενοχλεί, με δεν φαίνεται να κάνουν τίποτα γι’ αυτό, πιθανότατα από φόβο.

Παρότι ο Κατούτσκοφ δεν αγαπά τον κινηματογράφο, υποχρεώνεται από την Υπηρεσία του να παρακολουθήσει την προβολή της ταινίας «Όταν περνούν οι γερανοί» και αυτό γίνεται η αφορμή για να συναντήσει τον Γκολτσένκο για πρώτη φορά. Συζητούν για την ταινία και όχι μόνο, ανταλλάσσουν τηλέφωνα και σύντομα συναντιούνται ξανά. Γρήγορα αναπτύσσεται μεταξύ τους μια αμοιβαία συμπάθεια που, όλα δείχνουν πως, θα εξελιχθεί σε ειλικρινή φιλία, η οποία ωστόσο θα δοκιμαστεί πολλές φορές στο μέλλον.

Άρρωστος στο σπίτι, ο λογοκριτής ανακαλύπτει στα ράφια της παράτολμης μητέρας του το απαγορευμένο «Δόκτωρ Ζιβάγκο». Παρά τον φόβο και τον εκνευρισμό του για την απερίσκεπτη μητέρα του, απορροφάται από την ανάγνωση, καταβροχθίζει μέσα σε ελάχιστες ημέρες τις πυκνογραμμένες επτακόσιες σελίδες και τελικά αναρωτιέται για ποιον λόγο να λογοκρίθηκε ο Πάστερνακ. Ένα είδος εκδικητικής μανίας απέναντι στο σύστημα τον καταλαμβάνει αυθόρμητα και ασυνείδητα. Στην πραγματικότητα, η εκδικητική παραφορά του άλλον αποδέκτη έχει, χωρίς όμως αυτό να μειώνει στο ελάχιστο το χτύπημα που προετοιμάζεται να φέρει στην λογοκρισία. Και θα το κάνει αριστοτεχνικά.

Όσο περνούν οι μήνες και ο Κατούτσκοφ χώνεται όλο και πιο βαθιά στο άπατο πηγάδι της λογοκρισίας, τόσο οι σκέψεις του χορεύουν σε φαύλο κύκλο. Και είναι όλο και περισσότερο πεπεισμένος πως για τους ίδιους ακριβώς λόγους που απορρίπτει ένα βιβλίο, θα μπορούσε εύκολα και να το εγκωμιάσει. Και αφού η «επίσημη» λογοτεχνία παράγεται με το σταγονόμετρο, ο λογοκριτής βρίσκει όλο και συχνότερα διέξοδο στην απαγορευμένη, ελπίζοντας πως έτσι θα αναπληρώσει το κενό που ένιωθε μέσα του.

Τα χρόνια κυλούν πανομοιότυπα, νωθρά, αδιάφορα. Βιβλία κι άλλα βιβλία, όλα συμμορφωμένα με την σοβιετική ιδεολογία που υπαγορεύουν οι εκάστοτε κυβερνώντες. Αλλά και λογοκρισία ως το μεδούλι της κοινωνίας, ακόμα και στον έρωτα, τον κινηματογράφο, την τεχνολογία. Απεργίες που πνίγονται στο αίμα, αεροπορικά δυστυχήματα που μένουν κρυμμένα για χρόνια, ωραιοποίηση τραγικών καταστροφών. Ο Κατούτσκοφ, φαινομενικά μόνο ατάραχος, συνεχίζει τη δουλειά του. Ακόμα και τον έρωτά του με την Αγκραφένα, τον αντιμετωπίζει περισσότερο σαν ένα παιχνίδι παρορμητικό και αγνό. Θα πρέπει να περάσει καιρός και να την χάσει απρόσμενα για να συνειδητοποιήσει πως αυτό που τους έδενε ήταν βαθύτερο και ειλικρινές.

 

Paul Greveillac

 

Όσο περισσότερο συνεχίζει να διαβάζει τα απαγορευμένα βιβλία, τόσο περισσότερο τον ενθουσιάζουν

«Για έναν απλό λόγο: τον έκαναν να γελάει. Ένα κάπως απότομο γέλιο, που στρεφόταν εναντίον του κόσμου, αλλά κυρίως εναντίον του ίδιου του εαυτού του – όπως όταν πέφτεις πάνω σ’ έναν φανοστάτη επειδή ακολουθείς με το βλέμμα μια γυναίκα. Ένα γέλιο δηλητηριώδες, επειδή αναγκάζεσαι να κοιτάξεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Και να μην λες πια τόσο μεγάλα λόγια, ούτε να τα παίρνεις όλα αυτά και πολύ στα σοβαρά…. Τα περίμενε πια με ανυπομονησία αυτά τα πολύτιμα φυλλάδια κάθε είδους, που σύντομα έμοιαζαν στα μάτια του πολύ πιο όμορφα από όλες τις βιβλιοθήκες που υπήρχαν στην ΕΣΣΔ».

Ο Κατούτσκοφ μετατρέπεται σκόπιμα σ’ έναν «αόρατο» άνθρωπο, κρύβοντας ένα άλλο πρόσωπο που κανένας δεν αναγνωρίζει. Μια άδικη σύλληψη, μια βίαιη ανάκριση, μια «αναγκαστική ομολογία» αλλά και ένας απροσδόκητος θάνατος, θα ανατρέψουν τις ζωές του Κατούτσκοφ και του μοναδικού στενού του φίλου, του Γκολτσένκο, αλλά και όλων όσοι τους περιβάλλουν.

Εν είδει αρχαίας τραγωδίας ο συγγραφέας, με μικρές σκόρπιες φράσεις, προοικονομεί τη συνέχεια και γνωρίζει στον αναγνώστη αυτά που οι ήρωες δεν έχουν ακόμα αντιμετωπίσει. Μυθοπλασία και πραγματικότητα, σ’ ένα γοητευτικό μείγμα πολιτικής ιστορίας και λογοτεχνίας, από τον θάνατο του Στάλιν έως την διακυβέρνηση Γκορμπατσόφ. Μια ωδή στην πραγματική φιλία, στα λογοτεχνικά αριστουργήματα που μας χάρισαν οι «διαφωνούντες» σοβιετικοί συγγραφείς, στα κατεστραμμένα όνειρα, τους συμβιβασμούς και την αντίσταση, παθητική και μη. Πυκνογραμμένο, μεστό σε νοήματα αλλά με γλώσσα απλή και κατανοητή, με καυστικό χιούμορ ενίοτε αλλά και παιγνιώδη διάθεση, χωρίς ίχνος διδακτισμού ή κριτικής στάσης απέναντι στους ήρωες, το ιδιαίτερα ενδιαφέρον αυτό βιβλίο, περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια έναν ανύπαρκτο πλέον κόσμο χαμένων ψευδαισθήσεων. Είναι σαν ο συγγραφέας να αποτίει φόρο τιμής σε όλους εκείνους που αγαπούν πραγματικά τη λογοτεχνία, αφού, στην ουσία, αυτή είναι ο κυριότερος ήρωας του βιβλίου.

Ενδελεχής η εμφανέστατη έρευνα του Paul Greveillac, ακόμα και σε λεπτομέρειες όπως η αγροτική πολιτική του Χρουστσόφ παραδείγματος χάριν, εκατοντάδες – κυριολεκτικά – οι απαραίτητες υποσημειώσεις, πολλές και οι επεξηγήσεις στις αναφορές των έργων που παρατίθενται στο βιβλίο. Από την καυστική πένα του συγγραφέα δεν ξεφεύγουν και αιχμές προσωπικής άποψης, κυρίως για την λογοκρισία:

«Αν ο λογοκριτής ήταν ικανοποιημένος, έδινε άδεια για δημοσίευση. Ορίστε. Όλο αυτό έμοιαζε απλό, και σίγουρα θα ήταν. Για ένα πλάσμα ασπόνδυλο, χωρίς δισταγμούς και χωρίς αγάπη για τα γράμματα (εκείνος τα είχε πολύ και τα δύο), για έναν ένθερμο και αληθινό υπερασπιστή της κομματικής γραμμής (εκείνος ήταν όλο και λιγότερο αυτά τα δύο), ίσως να ήταν κάτι απλό».

Με κριτικό πνεύμα στέκεται και απέναντι στην πολιτική, δημιουργώντας αναρωτήσεις πολλαπλής κατεύθυνσης αλλά και την επιθυμία ακόμη βαθύτερης ανάγνωσης:

«Κάθε εξουσία, προκειμένου να αποκτήσει νομιμοποίηση, δικαιολογεί τη ρήξη, υιοθετεί την ιδέα της προόδου. Ο άνθρωπος όμως, μπροστά στο χάος του κόσμου, αρχίζει να σκέφτεται. Αντιμέτωπος με τις επιφανειακές ρήξεις, ανακαλύπτει σιγά σιγά την ραχοκοκαλιά των βαθιών ρευμάτων όπου τίποτα δεν έχει αλλάξει. Για να παραθέσουμε μόνο δύο παραδείγματα: η τρομοκρατία στην Γαλλία ή οι εκκαθαρίσεις  στην ΕΣΣΔ είχαν ως στόχο να συμμορφώσουν τους ανθρώπους. Ωστόσο, σαν να τις κινούσε κάποια σκοτεινή δύναμη, έφεραν μέσα τους την αντεπανάσταση που ήθελαν να αφανίσουν. Έβαλαν την μορφή πάνω από την ουσία…»

Το κλίμα της κάθε εποχής που περιγράφεται, μεταφέρεται πιστά και δημιουργεί έντονες εικόνες και ατμόσφαιρα συνήθως πνιγηρή, σπανίως ανάλαφρη, όπως ακριβώς όφειλε, αφού έτσι ακριβώς  βιώνεται από τους ήρωες, οι οποίοι νιώθουν μόνιμα υπό στενή επιτήρηση, ακόμη και εκτός Σοβιετικής Ένωσης, ακόμα και όταν αφηγούνται ανέκδοτα ή όταν «οι σκέψεις τους ακύρωναν η μία την άλλη, σε ένα παιχνίδι εγκεφαλικών κυττάρων με μηδενικό άθροισμα».

«Κόκκινες ψυχές», με σκοτεινές ζωές, τρυφερή μελαγχολία, χαμηλωμένα κεφάλια αλλά υψηλό ανάστημα. Που διαμαρτύρονται ο καθένας με τον τρόπο του, αγαπούν όπως έμαθαν, ζουν με τις επιλογές που νιώθουν ως δικές τους και ασταμάτητα φωνάζουν σιωπηρά

«Όσο πιο κοντά είμαστε ο ένας στον άλλον, τόσο πιο ανολοκλήρωτοι είμαστε».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top