Fractal

Υφέρπουσες ελπίδες και υποχρεωτικοί συμβιβασμοί στο σοβιετικό καθεστώς

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

Paul Greveillac, «Κόκκινες ψυχές». Μετάφραση: Στέλα Ζουμπουλάκη. Εκδόσεις Πόλις. Αθήνα, Οκτώβριος 2021

 

Για το σοβιετικό καθεστώς γράφτηκαν και φυσικά θα γραφτούν ακόμα πολλά βιβλία και από πολλούς ανθρώπους που δεν βίωσαν άμεσα τις σχετικές κοινωνικές λεπτομέρειες. Αλλά αναμφίβολα ξεχωρίζει η προσπάθεια ενός νεαρού, μάλλον, του Γάλλου Πωλ Γκρεβεγιάκ (1981- ), να σκιαγραφήσει την τοιχογραφία του σοβιετικού καθεστώτος στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, και κυρίως την περίοδο αμέσως μετά τον θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν, το 1953, μέχρι και την εκκωφαντική του κατάρρευση. Στο μυθιστόρημά του ‘Κόκκινες ψυχές’ (Τίτλος πρωτοτύπου: ‘Les Âmes rouges’, Éditions Gallimard, 2016), περιγράφει την καθημερινότητα στην πρωτεύουσα της σοβιετικής αυτοκρατορίας, τη Μόσχα,  μέσα από τα μάτια των συνομήλικων  Βλαντίμιρ Σεργκέγιεβιτς Κατούτσκοφ και Πάβελ Ιβάνοβιτς Γκολτσένκο. Ο πρώτος, γεννημένος τον Μάρτιο του 1930 στη Μόσχα, εργάζεται στο Τμήμα Λογοτεχνικών και Εκδοτικών Υποθέσεων, ένας από τους τριακόσιους περίπου εργαζόμενους εκεί, γνωστό στους περισσότερους ως Γκλαβλίτ, που αποτελούσε το επίσημο όργανο  λογοκρισίας και κρατικής μυστικής προστασίας στη Σοβιετική Ένωση. Είχε ιδρυθεί το 1922 και βρισκόταν σε λειτουργία μέχρι τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Στο μυθιστόρημα ο Βλαντίμιρ Κατούτσκοφ, καταλαμβανόταν από μια «ειλικρινή υπερηφάνεια στην ιδέα πως θα αγωνίζεται, με τον τρόπο του, για τον θρίαμβο του σοσιαλισμού, τη μεταμόρφωση της σοβιετικής κοινωνίας μέχρι τα βαθύτερα θεμέλιά της». Στη πραγματικότητα ήταν ένας ‘μηχανικός ψυχών’, όπως αποκαλούσε ο Στάλιν τους συγγραφείς που υπηρετούσαν το καθεστώς. Ο Πάβελ Ιβάνοβιτς Γκολτσένκο, γεννήθηκε στα 1931, ορφανός από πατέρα και μητέρα, καταγόταν από την Ουκρανία την αγροτική κοιτίδα της Ρωσίας και εργάζεται ως μηχανικός προβολής κινηματογραφικών ταινιών στην υπηρεσία της Γκοσκινό, της Κρατικής Επιτροπής Κινηματογράφου της ΕΣΣΔ. Όταν αρχίζει να ξεδιπλώνεται η ιστορία του Πωλ Γκρεβεγιάκ, βρισκόμαστε χρονικά στη μετάβαση από τον Στάλιν στον Χρουστσόφ, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’50, που στα μάτια της ιστορίας σηματοδοτούσε την αρχή της όποιας αποσταλινοποίησης παρουσιαζόταν αχνά στον ομιχλώδη ορίζοντα. Οι δύο φερέλπιδες νέοι, γνωρίζονται σε μια προβολή της ταινίας ‘Όταν περνούν οι γερανοί’, την οποία θα παρακολουθούσαν πολλοί επίσημοι και υψηλόβαθμοι του καθεστώτος και θα συνδεθούν με φιλία, ευρισκόμενοι και συζητώντας σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Ο Βλαντίμιρ Σεργκέγιεβιτς Κατούτσκοφ, εύρισκε διέξοδο στη απαγορευμένη λογοτεχνία, αφού η ‘επίσημη’, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, παραγόταν με το σταγονόμετρο και ήταν αρκετά εξασθενημένη, χλωμή και απουσίαζε μέσα της ο εκούσιος λόγος και η επαναστατική εξουσία του. Δίπλα στους πρωταγωνιστές του κειμένου, η Αγκραφένα Κοζουχόβα και η Νάντια Μακιένκο. Το κείμενο προχωράει αργά ξεδιπλώνοντας τις σχέσεις των κύριων χαρακτήρων, αλλά και περιγράφοντας τα γεγονότα της ιστορίας της χώρας, τις διεθνείς τους εμπλοκές, αλλά και της λογοτεχνίας ειδικότερα. Ο αδαής αναγνώστης στην ρωσική λογοτεχνία θα βομβαρδισθεί με αναρίθμητες γνώσεις γύρω από την τρέχουσα παραγωγή βιβλίων στην τότε ΕΣΣΔ, και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν όσοι προχωρούσαν σε αυτές τις διαδικασίες. Συγγραφείς και τίτλοι μυθιστορημάτων, ποιητικών συλλογών και μαρτυριών παρελαύνουν ακατάπαυστα μπροστά στα μάτια μας, πηγαίνοντας παράλληλα με την εξέλιξη των γεγονότων.  Κι’ όλα αυτά τη στιγμή που το να γράφεις και να εκδίδεις στη Σοβιετική Ένωση, αποτελούσε πράξη εξαιρετικής γενναιότητας. Στο τέλος του μυθιστορήματος υπάρχουν αρκετές σελίδες στις οποίες ο αναγνώστης σε τακτά χρονικά διαστήματα θα προστρέξει για πλείονες λεπτομέρειες. Σελίδες για την κατάκτηση του διαστήματος με τον Γιούρι Γκαγκάριν πλημμυρισμένες από εθνική υπερηφάνεια, και άλλες με οικολογικές ευαισθησίες, όπως εκείνη της αποστράγγισης της Αράλης, ώστε το έδαφός της να χρησιμοποιηθεί για καλλιέργεια βαμβακιού, αφθονούν στα ενδιάμεσα. Σε άλλο σημείο, αναπτύσσεται η σχέση της Σοβιετικής Ένωσης με την ανατολική Γερμανία και η σκληρή και ύπουλη καθημερινότητα, οι διαπροσωπικές σχέσεις  και διαπλοκή όσον αφορά τις γενόμενες παρακολουθήσεις όλων από τη γνωστή Στάζι, μαζί με τις απαραίτητες ιστορικές γνώσεις γύρω από την ανέγερση του τείχους του Βερολίνου και τις αιτίες που έκαναν απαραίτητη την κατασκευή του στο έδαφος της τελευταίας με την ευκαιρία της επίσκεψης σε αυτή Ρώσων επιτετραμμένων.

Στην αρχή όμως της δεκαετίας του 1960, και με την εξέλιξη των γεγονότων στην Κούβα, κάτι ελπιδοφόρο για όλους αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Το βιβλίο-μαρτυρία ‘Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς’ βρίσκεται στην επικαιρότητα και είχε διαβαστεί με διάφορους τρόπους από ένα μεγάλο μέρος της σοβιετικής ιντελιγκέντσιας.    Ο Πωλ Γκρεβεγιάκ, μας φέρνει εμμέσως μπροστά τη ρήση του Χρουστσόφ,  σε μια ομιλία του σε εργάτες: «… Οι συγγραφείς είναι το πυροβολικό μας,  επειδή ανοίγουν τον δρόμο για το πεζικό. Καθαρίζουν το μυαλό εκείνων που το έχουν ανάγκη. Πρέπει να στοχεύσετε και να ανοίξετε πυρ προς στον εχθρό-όχι προς τα ίδια σας τα στρατεύματα…Και αν κάποιος δεν συμφωνεί, θα του δώσουμε διαβατήριο…».  Έτσι ο συγγραφέας μας αφήνει να δούμε  πως ο σοβιετικός ηγέτης της χρονικής εκείνης περιόδου, ο Χρουστσόφ, με την φιλελευθεροποίηση άνοιξε το κουτί της Πανδώρας. «…Κι’ από εκεί έβγαιναν τώρα οι αυθεντικοί καταπιεσμένοι, οι μεγάλοι καλλιτέχνες, αλλά ξεπηδούσαν επίσης διάφοροι παλιάτσοι και αναίσχυντοι απατεώνες». Η ιστορία φυσικά προχωράει χωρίς διακοπή. Ακολουθεί η γνωστή αποκήρυξη του σοβιετικού ηγέτη αφού είχε χάσει τη λαϊκή υποστήριξη στο πρόσωπό του, μετά από καλοσχεδιασμένο πραξικόπημα του  Μπρέζνιεφ   σε συνεργασία με την Κα Γκε Μπε. Ήταν, να μην ξεχνάμε, η εποχή κατά την οποία έπρεπε να ξέρεις να διαβάζεις ανάμεσα στις γραμμές, όπως συνηθιζόταν να λέγεται. Οι συναντήσεις των τεσσάρων προαναφερόμενων, των δύο αντρών και των δύο γυναικών,  γίνονται ολοένα και συχνότερες όχι μόνον μεταξύ τους αλλά και με άλλους αξιωματούχους, με ανταλλαγή απόψεων σε τρέχουσες συγγραφικές και βεβαίως εκδοτικές συμπεριφορές, αλλά και ανάλογων μουσικών κομματιών στους γνωστούς και ελκυστικούς δίσκους βινυλίου.

 

Paul Greveillac

 

Οι ‘Κόκκινες ψυχές’ του Πωλ Γκρεβεγιάκ, είναι ένα όμορφα γραμμένο   μυθιστόρημα, κάπου πεντακόσιες συνολικά σελίδες, μέσα στις οποίες      παρουσιάζεται   μια σπουδαία τοιχογραφία που απεικονίζει την καθημερινή ζωή στη σοβιετική, κυρίως, πρωτεύουσα για σαράντα περίπου χρόνια, από το θάνατο του Στάλιν, το 1953, έως τις συνέπειες της κατάρρευσης του σοβιετικού μπλοκ, προσδίδοντας ταυτόχρονα μπροστά μας την ιστορία της εποχής με πολύ σύγχρονη και ελκυστική συνάμα  αφήγηση.  Ο συγγραφέας του βιβλίου και αφηγητής των ‘Κόκκινων ψυχών’, βρίσκεται συνεχόμενα δίπλα στους χαρακτήρες του, τους  πρωταγωνιστές των μικρών επεισοδίων που λαμβάνουν χώρα ενδιάμεσα, τους συμπονάει αλλά κάπως απομακρυσμένα, και το σπουδαιότερο αποφεύγει να τους κρίνει για τις όποιες πράξεις τους, με τη ζωή να συνεχίζει να εξελίσσεται παρά τις ύπουλες απώλειες προσώπων γύρω από τον Βλαντίμιρ Σεργκέγιεβιτς Κατούτσκοφ, τον υπάλληλο της σοβιετικής υπηρεσίας ελέγχου της εκδοτικής παραγωγής που αγαπάει το διάβασμα και περνάει ολόκληρες μέρες και νύχτες διαβάζοντας τον Παστερνάκ, τον Γκρόσμαν, και τα λογοτεχνικά περιοδικά που βρίσκονταν τότε στην κυκλοφορία. Οι ώρες εργασίας του χρησιμοποιούνται τελικά για να ελέγχει τη συμμόρφωση όλης αυτής της πεζογραφίας με τον ιστορικό υλισμό, και επισήμως για να προστατεύσει τους πολίτες της ένδοξης Σοβιετικής Ένωσης.

Όμως παράλληλα αποτελεί και είναι πάνω απ’ όλα ένα υπέροχο αφιέρωμα στα βιβλία και τους συγγραφείς της ρωσικής λογοτεχνίας. Διαβάζοντας το κείμενο  βυθιζόμαστε σε έναν απόμακρο κόσμο όπου τα λογοτεχνικά περιοδικά κυκλοφορούν σε εκατομμύρια αντίτυπα, σε μια ατελείωτη χώρα όπου αρκετοί θαρραλέοι αντιφρονούντες διακινδυνεύουν τη ζωή τους διανέμοντας σαμιζντάτ άνισης αξίας, πολυσέλιδα δακτυλογραφημένα κείμενα, σελίδες σπάνιας δύναμης και ανθρωπιάς, ίντριγκες στις οποίες ένα απλό τηλεφώνημα από τον Αραγκόν ήταν αρκετό για να απαγορευτεί η  κυκλοφορία της ‘Πανούκλας’ του Αλμπέρ Καμύ και όπου ο Σολζενίτσιν καταφέρνει χάρη σε μια θαυματουργή παρέμβαση ανώτατου στελέχους  να εκδώσει την ‘Ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς’ πριν κερδίσει  το βραβείο Νόμπελ.

Ο Πωλ Γκρεβεγιάκ, είναι σαράντα ετών σήμερα, αλλά φαίνεται ολοκάθαρα πως σε ικανό βαθμό ενθουσιάστηκε με τον θρίαμβο του Γκαγκάριν, παρακολούθησε τις πρώτες προβολές των ταινιών του Ταρκόφσκι και πέρασε ώρες διαβάζοντας κρυφά τον Σαντ, αλλά και πληθώρα ρωσικών βιβλίων, από εκείνη τη βιβλιοθήκη των καταραμένων συγγραφέων του σοσιαλισμού. Το μυθιστόρημα κουβαλάει μαζί του με ζηλευτή τέχνη και μοιράζεται μαζί μας τις χαμένες ψευδαισθήσεις των χαρακτήρων του και τις καθημερινές τους διαδρομές στους δρόμους, στις εξοχές και στο μετρό της Μόσχας. Είναι ένα σπουδαίο μελαγχολικό θρίλερ που αποδίδει οδυνηρό φόρο τιμής στους μάρτυρες που πίστεψαν, παρά τις αντιξοότητες της εποχής και του γεωγραφικού χώρου και τους παράλογους λογοκριτές της ΕΣΣΔ, στην ιδέα της  λογοτεχνίας. Μας κάνει, χωρίς εμπάθεια, κοινωνούς της σκληρής προσπάθειας της κρατικής μηχανής να καταπνίξει την πνευματική  δημιουργία, αλλά βεβαίως εις μάτην.

Ο άλλος χαρακτήρας, ο Πάβελ Ιβάνοβιτς Γκολτσένκο, κατέχει μια παρόμοια θέση με τον Βλαντίμιρ Κατούτσκοφ, υπεύθυνος για να επαναφέρει στην ευθεία γραμμή τους κινηματογραφιστές του σοβιετικού ρεαλισμού που μπήκαν απερίσκεπτα στον πειρασμό της ελευθερίας της έκφρασης. Εν μέσω αυτής της συλλογικής δυστυχίας που δημιουργήθηκε από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που χρησιμοποιούσε απίθανες, θεμιτές και αθέμιτες,  μεθόδους στην προσπάθειά του να απαξιώσει και εξαφανίσει  τα ικανά και ταλαντούχα μυαλά, ο αναγνώστης, ιδιαίτερα ο νέος,  βρίσκεται ανάμεσα σε πολλές απορίες. Γύρω από τους δύο πρωταγωνιστές κινούνται και άλλοι χαρακτήρες εξίσου αληθινοί, εξίσου ελκυστικοί, βουτηγμένοι άλλοι στην αθλιότητα,  και άλλοι στο θάρρος. Αγαπούν, ονειρεύονται, κοιμούνται μαζί, προδίδουν τους φίλους και συνοδοιπόρους τους,  και θέλοντας και μη παρασύρονται στον αδυσώπητο κατήφορο εκείνης της πολιτικής μηχανής που υπήρξε τόσο ικανή και ανυποχώρητη στο να προξενήσει οποιοδήποτε  κακό στο όνομα του κράτους και της σοβιετικής αλήθειας. Έτσι πολλοί από αυτούς μετατράπηκαν σε καταδότες, συκοφάντες, ψευδομάρτυρες, κι’ ακόμα  βασανιστές, χωρίς να παραγνωρίσουμε ότι υπήρξαν και άγιοι της ελευθερίας και της αλήθειας, κρατώντας αποστάσεις από γκουλάγκ και ψυχιατρεία. Φυσικά στο τέλος  το ανθρώπινο πνεύμα νικάει και επανεμφανίζεται παρά τις προσπάθειες που γίνονται για να μετατραπεί ο άνθρωπος σε μια κουρδισμένη κρατική μηχανή, με καταστραμμένη, ίσως ανύπαρκτη  σκέψη. Για τους ακραιφνείς  ιστορικούς, στο βιβλίο μπορεί κανείς να διακρίνει μια παράξενη συγγένεια των σοβιετικών μεθόδων με τις πρακτικές των δικαστηρίων της Ιεράς Εξέτασης σε ορισμένες σκοτεινές περιόδους της Εκκλησίας. Και το σοβιετικό σύστημα είχε την δική του αρρωστημένη εμμονή με τους αιρετικούς, τους αποκαλούμενους αποκλίνοντες από την κομματική γραμμή, με τη μανιακή καταδίωξη όσων δεν ήταν σύμφωνοι, φέροντας στο νου τους φανατικούς θρησκευτικούς διωγμούς των περασμένων αιώνων.

Φυσικά, όλα αλλάζουν! Η τάλαινα σοβιετική κοινωνία   που της στέρησαν το δικαίωμα να σκέφτεται και να δημιουργεί δεν έχασε την  τρυφερότητά της  γι’ αυτή τη ζωή. Η λογοτεχνία έστω κι’ έτσι βρέθηκε κοντά τους: «… Ο φωτογράφος είχε όλο το χρόνο να αποθανατίσει τη βλάβη. Μερικές μέρες αργότερα, στην αποθήκη που είχε την καλωσύνη να του παραχωρήσει ο Αντόν Βασίλιεφ, ο Πάβελ Γκολτσένκο εμφάνισε τις φωτογραφίες του. Μάζεψε τις καλύτερες σε μια σειρά που ακόμα δεν ήξερε πως να την ονομάσει. Αυτά τα ακινητοποιημένα βαγόνια, που θα έπρεπε να είναι καθ’ οδόν προς το εργοτάξιο του αιώνα, ‘η μεγάλη πορεία του μεταξιού του κομμουνισμού’, είχαν κάτι σκληρά ειρωνικό. Αντικατόπτριζαν το σύνολο της σοβιετικής κοινωνίας-που ήταν σε στασιμότητα-και την ίδια στιγμή και κείνον προσωπικά… Θα ονόμαζε τη σειρά ‘Ζαστόι’».  Ο τελευταίος όρος, να αναφέρουμε με την ευκαιρία, παραπέμπει σε ακίνητη λίμνη, σε τέλμα και χρησιμοποιήθηκε από τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ το 1986  για να περιγράψει την εποχή του Λεονίντ Μπρέζνιεφ.

Ένα πραγματικά μεγάλο μυθιστόρημα για εκείνες τις κόκκινες ψυχές!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top