Fractal

Μια «πολυεθνική» άποψη για τα κινέζικα φαντάσματα

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Lafcadio Hearn, «Κινέζικα φαντάσματα». Μετάφραση-Έρευνα/Σημειώσεις: Νικόλαος Γκόγκος. Επιμέλεια-Διόρθωση: Μαρία Γιακανίκη. Εκδόσεις Ars Nocturna, 2018

 

Στο μερικώς αυτοβιογραφικό του δοκίμιο «Nightmare-Touch», ο Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν (Patrick Lafcadio Hearn, 27 Ιουνίου 1850-26 Σεπτεμβρίου 1904), αναφέρεται ήδη στο φόβο των  φαντασμάτων και θυμάται τους  νυχτερινούς φόβους της παιδικής του ηλικίας. Όσο μπορεί να ανακαλέσει η μνήμη του, λέει, θυμάται καλά πως υπέφερε από άσχημα όνειρα και όταν ξυπνούσε μπορούσε  να δει  τις ονειρεμένες φόρμες, να κρύβονται στις σκιές του δωματίου του. «… Δεν ήταν σαν τους ανθρώπους  που γνώριζα», συνεχίζει, «… αλλά σκιώδεις σκοτεινές μορφές, ικανές για φρικτή παραμόρφωση, για παράδειγμα ικανές να μεγαλώνουν μέχρι την οροφή και στη συνέχεια απέναντί ​​της, να επιμηκύνονται, κατευθυνόμενες προς τα κάτω, κατά μήκος του απέναντι τοίχου. Μόνο τα πρόσωπά τους ήταν ευδιάκριτα και προσπαθούσα να μην τα κοιτάζω… Ωστόσο, το βλέμμα αυτών των εφιαλτικών προσώπων δεν ήταν τα χειρότερα… Τα όνειρα ξεκινούσαν πάντα με μια υποψία, ή μια αίσθηση από κάτι βαρύ στον αέρα, σβήνοντας αργά τη βούληση και μουδιάζοντας σιγά-σιγά τη δύναμή μου να κινηθώ… Και όλα αυτά σηματοδοτούσαν ότι ερχόταν ο Ανώνυμος, ανέβαινε τις σκάλες. Θα μπορούσα να ακούσω το βήμα,  που έβγαινε σαν τον ήχο ενός τυμπάνου και αναρωτιόμουνα γιατί κανένας άλλος δεν το άκουγε… Τότε, χωρίς τρίξιμο, η κλειδωμένη πόρτα θα άνοιγε,  αργά, αργά, και εκείνο το πράγμα θα έμπαινε αθόρυβα,  για να με πιάσει στα χέρια του και να με πετάξει στη μαύρη οροφή, και να πιάσει ξανά πέφτοντας, για να με πετάξει ξανά, ξανά και ξανά…».

Για τους λάτρεις της φανταστικής λογοτεχνίας,  αυτές οι λεπτομέρειες είναι λίγο πολύ γνωστές. Αλλά οι ιστορίες του Λευκάδιου Χερν, είναι αναμφίβολα σε μεγάλο βαθμό άγνωστες. Συχνά το ποιητικό και ονειρικό στοιχείο τους, αν και περιστασιακά φρικτό, είναι συνήθως περισσότερο στοιχειωμένο παρά τρομακτικό. Διάσπαρτα στα πολλά βιβλία του Χερν που αφορούν τη ζωή και τον πολιτισμό της Ιαπωνίας, τα κείμενά του διδάσκουν στον αναγνώστη να προσέχει κάθε όμορφη γυναίκα που συναντά σε έναν ήσυχο δρόμο το βράδυ. Είναι οι απόκοσμες καταγραφές και αφηγήσεις των πεινασμένων νεκρών, των σειρήνων και των φαντάσματων. Γεννημένος στη Λευκάδα το 1850, από μητέρα Ελληνίδα (Ρόζα Αντωνίου Κασιμάτη) και πατέρα τον Ιρλανδό γενικό χειρουργό Τσαρλς Χερν, βαφτίστηκε ως Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν, κρατώντας το όνομα της γενέτειρας νήσου του Ιουνίου. Οι γονείς του σύντομα χώρισαν και ο Χερν μεγάλωσε στην Ιρλανδία, την Αγγλία και τη Γαλλία. Ωστόσο, γύρω στα τέλη της εφηβείας του, το αγόρι στάλθηκε στην Αμερική. Έζησε σε μεγάλη φτώχεια στο Σινσινάτι του Οχάιο μέχρι που άρχισε να γράφει άρθρα στις τοπικές εφημερίδες, τα περισσότερα από τα οποία αναφέρονταν και εστιάζονταν σε δίκες δολοφονιών, απαγχονισμούς και στη σκληρή, βάναυση ζωή των φτωχών πολιτών της περιοχής. Όσον αφορά τη φυσική του εμφάνιση, ο Χερν ήταν κοντός, τυφλός από το αριστερό μάτι λόγω τραυματισμού, και με μυωπία στο άλλο. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι στις φωτογραφίες κοιτάζει πάντα κάτω ή μακριά από την κάμερα και τραβηγμένες  πάντα από τη δεξιά πλευρά του κορμού του. Ενώ ζούσε στο Σινσινάτι, παντρεύτηκε μια αφροαμερικανίδα κοπέλα, πρώην σκλάβα, παρ’ όλο που  κάτι τέτοιο απαγορευόταν από το νόμο. Ωστόσο, ο γάμος δεν κράτησε πολύ και, μετά από μια δεκαετία στην πόλη αυτή του Οχάιο, ο Χερν κατευθύνθηκε νότια προς τη Νέα Ορλεάνη. Εκεί, γνώρισε καλά την κρεολική κουλτούρα και πολιτισμό, ενώ συγχρόνως άρχισε να γράφει ιστορίες φαντασμάτων, σε ένα πολύ ιδιαίτερο  στυλ που θύμιζε τη ζωγραφική Γάλλων παρακμιακών προσωπικοτήτων. Την αμερικανική του περίοδο (1869-1890), διαδέχτηκε η ιαπωνική (1890-1904), μετά από ένα ενδιάμεσο πέρασμα από τις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες. Στην Ιαπωνία μετακόμισε στην ηλικία των σαράντα ετών. Κάποια κείμενα με «κινεζικά φαντάσματα» είχαν ήδη αρχίσει να δημοσιεύονται από το 1887, ενόσω βρισκόταν στη Νέα Ορλεάνη. Για παράδειγμα, στο κείμενο «Η  ιστορία του Μινγκ-Υ», ένας νεαρός δάσκαλος ξελογιάζεται στο δάσος από μια καλλονή αινιγματικής ομορφιάς, με την οποία διαβάζει αρχαία ποίηση και παίζει μουσική. Το ζευγάρι περνά όλα τα βράδυα μαζί, μέχρις ότου γίνουν γνωστές οι λεπτομέρειες και ο εργοδότης του Μινγκ-Υ καθώς και ο πατέρας του  αντιμετωπίσουν πρόσωπο με πρόσωπο το αγόρι, ζητώντας του τις σχετικές εξηγήσεις.  Δεν υπάρχει καμιά ιδιαίτερη  έκπληξη για το τέλος της ιστορίας, την οποία  ο συγγραφέας αφηγείται υπέροχα και πολύ συγκινητικά. Τα διηγήματα ετούτου του βιβλίου, συγκεκριμένα το προαναφερθέν «Η  ιστορία του Μινγκ-Υ», «Ο θρύλος της Τσι-Νιου», «Η επιστροφή του Γιεν-Τσιν-Κινγκ» και «Η ιστορία του Θεού της πορσελάνης», όπως λέει ο μεταφραστής τους για ετούτη την έκδοση στην ελληνική γλώσσα, μας ανοίγουν «… περίτεχνα μια ιριδίζουσα βεντάλια, που αλλάζει αποχρώσεις με τρόπο μαγικό, αναταράσσοντας το αεράκι που μοσχοβολά από τις ανάσες των εξωτικών λουλουδιών, μας ξεδιπλώνει τις πτυχώσεις της, που φασματικά μας παρασύρουν σε διαστάσεις υπερφυσικές, στοιχειωμένες από πλάσματα αλλόκοτα, και διανθισμένες με θαυμαστά κομψοτεχνήματα της αρχαίας κινεζικής ποίησης και μουσικής…».

 

Lafcadio Hearn

 

Τα «Κινέζικα φαντάσματα», είναι ένα βιβλίο που προήλθε από τα διαβάσματα του Χερν όταν έφτασε στην Ιαπωνία. Εκεί σκόπευε να γράψει ένα βιβλίο γι’ αυτή τη χώρα,  παρόμοιο με εκείνο στη Μαρτινίκα, αλλά εδώ μεταξύ των άλλων,  ερωτεύτηκε τον πολιτισμό και τους ανθρώπους της, βρήκε εργασία διδάσκοντας αγγλικά, σύντομα παντρεύτηκε μια γιαπωνέζα γυναίκα, υιοθέτησε ένα ιαπωνικό όνομα (Γιάκουμο Κοϊζούμι, Yakumo Koizumi) και σταθερά έγραφε ένα βιβλίο ετησίως για τη χώρα που υιοθέτησε, μέχρι που πέθανε στη σχετικά νεαρή ηλικία των πενήντα τεσσάρων  ετών. Σε όλα σχεδόν τα βιβλία, συνδύασε αυτοβιογραφικά στοιχεία, δοκίμια για έντομα, ιαπωνικά παιχνίδια και χτενίσματα, κλασσικά ιαπωνικά παραμύθια και ιστορίες φαντασμάτων. Σε πολλά κείμενά του αντανακλώνται ιρλανδικές λογοτεχνικές παραδόσεις και παλιές ιρλανδικές πεποιθήσεις γύρω από νεράιδες και φαντάσματα. Ήταν καλός γνώστης πολλών φανταστικών, τρομερών, υπερφυσικών και παράξενων πραγμάτων και στα κείμενά του δεν προσπάθησε να προκαλέσει φτηνές συγκινήσεις στους αναγνώστες του, με τον  τρόμο να αποτελεί μάλλον ένα μέσο επέκτασης των ορίων της ανθρώπινης εμπειρίας. Χρησιμοποίησε την εκτεταμένη γνώση του γύρω από τη λαογραφία και τις αρχαίες πεποιθήσεις και θρησκείες για να προκαλέσει τους αναγνώστες του, χρησιμοποιώντας τον τρόμο για να υπαινιχθεί τις πνευματικές πραγματικότητες πέρα από την αντίληψη του σύγχρονου υλισμού. Πολλές απ’ αυτές τις ιστορίες του, ήταν ιαπωνικές εκδοχές ιστοριών κινεζικής προέλευσης. Κατά παράδοξο τρόπο, το έργο του Χερν βοηθά τους Ιάπωνες να αναγνωρίσουν τις ρίζες του δικού μας πολιτισμού. Επιπλέον, τους προσφέρει την ευκαιρία να παρατηρήσουν τις αλλαγές που υπέστησαν οι αρχικές ιστορίες καθώς εισήλθαν στον ιαπωνικό πολιτισμό. «Η ιστορία του Μινγκ-Υ» από τα «κινέζικα φαντάσματα» είναι αντιπροσωπευτική με αντικείμενο την ρομαντική αγάπη που ήταν και το κύριο μέλημα του Χερν στη  λογοτεχνία του.  Άλλωστε, το αγαπημένο του απόφθεγμα ήταν το «η αγάπη είναι ισχυρότερη από τον θάνατο»! Το πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι ο Χερν βυθίστηκε ασυνείδητα στην «ιαπωνική» κατανόηση της κινεζικής λογοτεχνίας, και αυτά τα έργα δείχνουν πώς αντιλαμβάνονται οι Ιάπωνες τις κινεζικές ιστορίες. Ο διαπρεπής περιπλανώμενος ελληνο-ιρλανδός, στην καταγωγή, Λευκάδιος Χερν, έζησε στην Ιαπωνία για δεκατέσσερα χρόνια (1890-1904), έγραψε σπουδαία πράγματα για αυτή για τη χώρα και πάντα θεωρείται από τους Ιάπωνες ως ο κυρίαρχος και διαπρεπής δυτικός διερμηνέας του ιαπωνικού πολιτισμού.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top