Fractal

Αναζητώντας νοήματα και συνδέσεις με το ΚΙΒΩΤΙΟ του Άρη Αλεξάνδρου. Μια ματιά μέσα από την Αφηγηματική προσέγγιση της Ψυχοθεραπείας

Γράφει ο Ηλίας Γκότσης // *

 

Η γραφή αυτού κειμένου γίνεται με αφορμή μια πρόσκληση που μου απεύθυναν η Γεωργία Πίσπα και ο Φώτης Μακρής για να συνομιλήσουμε όλοι μαζί για το ΚΙΒΩΤΙΟ, μετά το τέλος της παράστασης που δίνει ο Φώτης Μακρής.

Με αφορμή αυτή την πρόσκληση είχα την ευκαιρία να ξεκινήσω και να αφεθώ σε ένα  εσωτερικό διάλογο που με οδηγούσε σχεδόν 30 χρόνια πίσω όταν διάβασα για πρώτη φορά το βιβλίο του Άρη Αλεξάνδρου.

Η μνήμη ωστόσο είναι μια επιλεκτική διαδικασία, βασίζεται αφενός  στην απεύθυνση  (ποιος μας προσκαλεί και σε ποιόν απευθύνουμε την ανάμνηση, σε εμάς, σε ένα συνομιλητή που ελέγχει τον διάλογο ή αντίστροφα σε κάποιον ανυποψίαστο ακροατή, σε κάποιον που ερευνά να ανακαλύψει την αλήθεια ή σε κάποιον που νοιάζεται για εμάς;) και αφετέρου στην αφαίρεση.

Δίχως την αφαίρεση δεν μπορεί να συγκροτηθούν αναμνήσεις παρότι  η μνήμη  δεν σταματά να υφίσταται σαν διεργασία. Ωστόσο μονάχα διαμέσου της  αφαίρεσης  γίνεται δυνατή η εστίαση,  ξεχωρίζει  το σημαντικό από το ασήμαντο και έτσι μπορεί μια ιστορία να αποκτήσει σώμα και εσωτερική δομή.

Η αφαίρεση είναι αναπόφευκτα αναφορική, τροποποιείται ανάλογα την αναγκαιότητα και το πλαίσιο να συμβεί, ωστόσο ποτέ δεν  αθώα καθώς  εξαρτάται από πολυάριθμους παράγοντες: για παράδειγμα αν θέλουμε να κρύψουμε ή να αλλοιώσουμε τα γεγονότα χρειάζεται να στήσουμε προσεκτικά την αφήγηση, ούτε τόσο πολύ ώστε να αποκαλυφθεί η πλεκτάνη, ούτε τόσο λίγο ώστε να αποκαλυφθεί η απάτη.

Παράλληλα η μνήμη επίσης είναι διαρκώς υπό επεξεργασία: ο εσωτερικός διάλογος με τα εσωτερικά μου ακροατήρια βασίζεται ενδεχομένως σε πολλές διαπραγματεύσεις (τι να αφήσω να εισέλθει από το ασυνείδητο και από εκεί στον δημόσιο χώρο), όμως ταυτόχρονα τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από ένα διαρκή εξωτερικό διάλογο.

Ίσως βιάζομαι να μπω κατευθείαν στην κατάθεση ορισμένων σκέψεων για το Κιβώτιο, μιας και το κείμενο σε ένα μεγάλο βαθμό βασίζεται σε ένα διάλογο  (παρότι  στο κείμενο ο λόγος εκφέρεται ως απολογία, η προσδοκία μιας απάντησης δεν παύει, διατηρώντας απολύτως ανοικτή την έννοια του διαλόγου), που επαναφέρει στο προσκήνιο αναμνήσεις και αφηγήσεις, ακολουθώντας ωστόσο πιστά τις διαδικασίες που περιέγραψα ανωτέρω.

Για να επανέλθω στο παρελθόν στο οποίο με προσκάλεσαν οι δυο συνομιλητές μου, καθώς έχει μια ιδιαίτερη σημασία να αναφερθούμε σε αυτό, η πρώτη ανάγνωση ήταν το 1987 και εγώ ήμουν μόλις 20 ετών ενώ φλέρταρα  ταυτόχρονα με δυο πολιτικούς χώρους. Από την μια με τον ελευθεριακό και αντι-εξουσιαστικό κομμουνισμό και από την άλλη με το «ανθρώπινο» πρόσωπο του κομμουνισμού όπως αυτό εκφραζόταν  τότε από το ΚΚΕ εσωτερικού.

Η ανάγνωση ενός βιβλίου εκείνη την περίοδο, από έναν, άπειρο αλλά ενθουσιώδη νεαρό όπως ήμουν, είχε μια τεράστια αλλά παράλληλα περιορισμένη, όσον αφορά στα νοήματα που αναδύονταν, επίδραση επάνω μου, η οποία αφορούσε μονάχα την τεκμηρίωση μιας αντι-σταλινικής στάσης.

Προφανώς ο λόγος που γοητευόμαστε από ένα βιβλίο, μια ταινία, ένα τραγούδι ένα πίνακα ζωγραφικής και επιτρέψτε μου να σημειώσω και από μια θεωρία ή μια θρησκεία είναι πάντοτε πιο σύνθετη διαδικασία που ενδεχομένως συνδέεται με την ιστορία μας και τον βαθύτερο ψυχισμό μας, αλλά αυτό είναι κάτι που δεν το συνειδητοποιούμε παρά μονάχα αν ακολουθήσουμε μια διαδρομή εσωτερικής αναζήτησης.

Σε αυτή την διαδρομή μπορούμε να κατανοήσουμε ότι για παράδειγμα σε ένα κείμενο που κυριαρχεί η έννοια της δικαιοσύνης ή της αναζήτησης νοήματος, όπως στο ΚΙΒΩΤΙΟ, αυτό  που μας προσκαλεί είναι η συνάντηση με την  εσωτερική πλευρά που αναζητεί απαντήσεις  ή δικαίωση για τις αντίστοιχες θεματικές.

Σε κάθε περίπτωση εκείνη η πρώτη ανάγνωση φαντάζει σήμερα εξαιρετικά φτωχή καθώς τριάντα χρόνια αργότερα μοιάζει να είναι το ελάχιστο μπροστά την τεράστια επίδραση που μπορεί να ασκήσει επάνω μας ένα τόσο σπουδαίο κείμενο αλλά εκείνη την περίοδο μου φαίνεται ακόμα και σήμερα λογικό να είχε αυτή την περιορισμένη ανάγνωση, αυτή την περιορισμένη νοηματοδότηση.

Ό λόγος είναι σχετικά απλός: τα νοήματα δεν μπορούν παρά να γεννηθούν και να ανθίσουν μέσα ένα πλαίσιο (εκτός εάν είναι κανείς ικανός να παράγει καινούργια νοήματα εκτός των καθορισμένων και περιοριστικών πλαισίων, είτε αυτά αφορούν  ιδέες, είτε αισθητικές εκφραστικές φόρμες, όπως για παράδειγμα ο ίδιος ο Αλεξάνδρου έγραψε ένα κείμενο έξω από τα καθορισμένα όρια της ελληνικής λογοτεχνίας) και το πλαίσιο εκείνη της περιόδου έθετε στο επίκεντρο έντονα διχαστικά διλλήματα και πολεμικές, καθώς οι μεγάλες αφηγήσεις κυριαρχούσαν ακόμα.

Με τον όρο μεγάλες αφηγήσεις αναφέρομαι σε καθολικά ερμηνευτικά σχήματα, που οργανώνουν με ένα σχεδόν μονοδιάστατο τρόπο την εμπειρία και τις ζωές των ανθρώπων. Οι θρησκείες ή οι μεγάλες ιδεολογίες θα μπορούσαν να ειδωθούν σαν μεγάλες αφηγήσεις, αλλά στην συνέχεια θα αναφερθώ περισσότερο σε αυτό.

Υπό αυτή την έννοια αν κάτι ξεχωρίζει το σημερινό πλαίσιο ανάγνωσης ενός βιβλίου σαν το ΚΙΒΩΤΙΟ, που αναφέρεται σε μια ιδιαίτερη ιστορική περίοδο, είναι το γεγονός ότι, στις μέρες μας μπορούμε να μιλήσουμε δίχως να ντρεπόμαστε για τα ατομικά δράματα, για τις ατομικές ιστορίες των ανθρώπων σαν να είναι το ίδιο σημαντικές με τις συλλογικές ιστορίες.

Ίσως την περίοδο που γράφτηκε αυτό το βιβλίο, το ερώτημα τι περιέχει ένα ατομικό ΚΙΒΩΤΙΟ, από τι αυτό συγκροτείται, ποια είναι τα δομικά ή αισθητικά υλικά που το κάνουν ξέχωρο, μοναδικό και εξίσου σημαντικό με το συλλογικό, να ήταν σχεδόν απαγορευμένο, να περιοριζόταν κάτω από την ταμπέλα του απολίτικου αλλά ευτυχώς, για την προσωπική μου ματιά, σήμερα μπορούμε να αναρωτηθούμε για τα ατομικά δράματα των ηρώων του βιβλίου αλλά και για την  αγωνία που μας διακατέχει όταν τα συλλογικά ΚΙΒΩΤΙΑ, αποδεικνύονται εν τέλει άδεια..

 

Άρης Αλεξάνδρου

 

Διαβάζοντας για την ιστορία του Άρη Αλεξάνδρου, όπως και για την ηθελημένη του εξορία, θα μπορούσαμε ίσως νόμιμα να υποθέσουμε ότι ο συγγραφέας ενδιαφέρεται και νοιάζεται εξίσου για τα συλλογικά και ατομικά δράματα, για τις συλλογικές και ατομικές ήττες αλλά αυτό παραμένει μια υπόθεση εργασίας, όχι εντελώς αβάσιμη, ιδιαίτερα αν ισχύει αυτό που έχει γραφεί ότι τον ίδιο τον πίκρανε περισσότερο η απομόνωσή του από τους συντρόφους του, μετά την διαγραφή του και όχι η ίδια η διαγραφή του…

Επιστρέφοντας σε αυτή την πρόσκληση, αρχικά αναρωτήθηκα σε τι θα μπορούσα να συνεισφέρω καθώς οι ιδιότητες ή οι ταυτότητές μου είναι σχεδόν ξένες με την προσδοκία ότι θα μπορούσα να φωτίσω περαιτέρω ένα τόσο βαθύ κείμενο,  όταν στο παρελθόν έχουν υπάρξει σε αυτό το χώρο συνομιλίες με πολύ σημαντικούς ανθρώπους.

Ίσως η ενασχόλησή μου με την Πολυφωνία και την Διαλογικότητα, θα μπορούσε  να  είναι ένας άξονας για να μιλήσουμε για τις πολυφωνικές και όχι αντιθετικές αφηγήσεις ή απολογίες του μοναδικού επιζώντα. Μέσα από μια πολυφωνική  αντίληψη, αν δούμε δηλαδή το κείμενο σαν μια πολυφωνική αλληλουχία, οι διαφορετικές αφηγήσεις δεν είναι παρά διαφορετικές εκδοχές, ανάλογα με ποια θραύσματα της μνήμης αναδύονται κάθε φορά ή ανάλογα με τις διαφορετικές ματιές που επιλέγει να ξαναδεί την ιστορία του ο αφηγητής.

Ας δούμε όμως εδώ μια μικρή αντίφαση.

Αν σταθούμε στους ήρωες του βιβλίου θα διαπιστώσουμε ότι έχουν όνομα, άρα είναι διακριτοί αλλά ταυτόχρονα ανύπαρκτοι καθώς όλοι συγκροτούν την ταυτότητά τους γύρω από μια πολύ ισχυρή αφήγηση (αυτή της στράτευσης, του χρέους και της θυσίας που απαιτεί συχνά την αποπροσωποποίηση), αφήνοντας ελάχιστες ρωγμές για να εισέλθουν διαφορετικά στοιχεία που θα τροποποιούσαν έστω μερικώς το αρχικό κυρίαρχο πλαίσιο (π.χ. την αμφιβολία για την ολοκλήρωση της αποστολής).

Στην θεωρία της διαλογικότητας συνηθίζουμε να λέμε πως όταν οι ζωές των ανθρώπων συγκροτούνται γύρω από μια κυρίαρχη και ισχυρή ιδέα (εδώ είναι το καθήκον να μεταφέρουν το Κιβώτιο, είναι το ίδιο το Κιβώτιο) τότε το έργο είναι μονοφωνικό.

Από την άλλη αν παρακολουθήσουμε την ροή της αφήγησης αυτή είναι εξαιρετικά πολυφωνική όχι μόνο γιατί εισάγονται σταδιακά οι εσωτερικές αντιφάσεις και οι αμφιβολίες του κεντρικού αφηγητή αλλά γιατί έρχεται μια οδυνηρή στιγμή που  αμφισβητείται η βασική αξία, αυτό που δίνει δύναμη στην κεντρική ιδέα (το Κιβώτιο χωρίς περιεχόμενο αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο για τόσες νοηματοδοτήσεις και ερμηνείες όσοι και οι αναγνώστες του).

Το Κιβώτιο με το που αποκαλύπτεται ότι είναι άδειο γίνεται ένα απειλητικό μεταβατικό αντικείμενο (μπορεί να μας συνδέσει μόνο με τον τρόμο της κενότητας, της απουσίας κάθε ασφάλειας)

Ταυτόχρονα όμως μέσα από μια αιρετική ματιά, ίσως αυτό να είναι απελευθερωτικό:  ένα άδειο Κιβώτιο θα μπορούσε μέσα σε ένα πλαίσιο αυθάδειας ή πρόκλησης να μετατραπεί ένα απλό, αλλά ανυπάκουο και δημιουργικό Μορμόλη, που μπορεί να χωρέσει τις ανυπάκουες ή εκκεντρικές επιθυμίες, δημιουργώντας ενδεχομένως ένα καρναβαλικό πλαίσιο, ένα κουτί γεμάτο τρυκ και αστείες  εκδοχές της ζωής, φαρσικά κόλπα, ερωτικά κελεύσματα.

Σκέφτομαι ότι  ίσως η πρόσκλησή των συντελεστών της παράστασης να μιλήσω για το Κιβώτιο συνδέεται με το βιβλίο που φέτος εξέδωσα. Το κεντρικό θέμα του βιβλίου μου, της «Μικρής Άγνωστης Λύπης» είναι η αναζήτηση μιας διακριτής θέσης,  ενός κεντρικού πρωταγωνιστικού ρόλου στην ιστορία που αφηγούμαστε για την ύπαρξή μας, κάτι που θα μας δώσει εκ νέου αξία ως υποκείμενα, καθώς και η αναζήτηση ενός νοήματος στο κενό που δημιουργείται από την απώλεια της επιθυμίας, από το κενό μιας ισχυρής Φαντασιακής επένδυσης.

Αυτή η απώλεια δημιουργεί όλες τις προϋποθέσεις να μιλήσουμε για την ήττα, σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο αλλά η συνομιλία για την ήττα έχει νόημα μόνο στην προσπάθεια να επανατροφοδοτηθεί ένα καινούργιο νόημα, μια καινούργια προσδοκία, μέσα από μια αποδοχή με τις καινούργιες πραγματικότητες που αυτή παράγει. Σε διαφορετική περίπτωση οδηγούμαστε μέσα από τα πολύ δύσκολα συναισθήματα, όπως ο φόβος, ο θυμός ή η οργή,  μάλλον στην καθήλωση και στην παραίτηση και εδώ ίσως η πρόσκληση έρχεται να συναντήσει την τρίτη μου ιδιότητα που είναι αυτή ενός Συστημικού Αφηγηματικού θεραπευτή.

Για να συνδέσουμε αυτή την τρίτη ιδιότητα με μια συζήτηση γύρω από το ΚΙΒΩΤΙΟ, είναι προϋπόθεση να διευκρινίσουμε σε τι διαφέρει ένας Συστημικός  Αφηγηματικός Ψυχο-θεραπευτής από ένα ατομο-κεντρικό θεραπευτή. Νομίζω ή κύρια διαφορά είναι στην σχεδόν προκατειλημμένη άποψη που έχουν οι Συστημικοί θεραπευτές, σχετικά με την σημασία των κυκλικών αλληλεπιδράσεων και των κυκλικών αλληλοσυχετισμών. Μέσα από αυτή την «προκατάληψη», αν το οποιοδήποτε συλλογικό ΚΙΒΩΤΙΟ παραμένει άδειο, αλλότριο από τις πραγματικές μας ανάγκες ή τα πραγματικά μας οράματα, είναι ενδεχομένως γιατί τα ατομικά ΚΒΩΤΙΑ, παραμένουν το ίδιο λειψά ή τουλάχιστον γεμάτα με ερωτηματικά που επιτρέπουν την είσοδο άλλων ερωτημάτων έτσι ώστε να αναιρείται το όποιο περιεχόμενο.

Παράλληλα μέσα από μια ψυχοθεραπευτική οπτική έχει σημασία να σκεφτούμε πως στεκόμαστε απέναντι στην τεράστια ματαίωση που ανακύπτει όταν διαπιστώνουμε ότι τα Κιβώτια  μπορεί  να είναι άδεια ή γεμάτα από τα λόγια και τις επιθυμίες των άλλων, γεγονός που τα καθιστά εξίσου άδεια αν εκτιμήσουμε ότι η προσωπική νοηματοδότηση, δίνει νόημα σε ένα γεμάτο Κιβώτιο.

Η ματαίωση οδηγεί συχνά στην ανάγκη να υπάρξει μια αυταπάτη που να απαντά στην έλλειψη και αυτή η αυταπάτη  συνίσταται στην δημιουργία ενός Φαντασιακού ψεύδους: αρκεί οτιδήποτε, μια εξάρτηση, μια πραγματικότητα από είδωλα, μια προσκόλληση και ας απαιτεί αυτή την απώλεια του εαυτού,  φτάνει  να ξεχαστούμε, να ησυχάσουμε από την πείνα που δημιουργεί η έλλειψη, από την προοπτική να βυθιστούμε μέσα σε μια μαύρη τρύπα, σε ένα κόσμο κενό από επιθυμίες.

Μονάχα που ανακούφιση είναι πάντοτε προσωρινή, δυστυχώς μια λούπα παραμονεύει καθώς κάθε φορά παραχωρούμε την δυνατότητα αυθεντικής δημιουργίας, γινόμαστε πιο ευάλωτοι στην ματαίωση που είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα επέλθει ξανά.

Ταυτόχρονα η ματαίωση και το τραύμα που επιφέρει απασχολεί διαχρονικά όχι μόνο τους θεραπευτές αλλά επίσης τους ιστορικούς, τους επαναστάτες, τους καλλιτέχνες και όλους όσους επιτρέπουν στον εαυτό τους να αναγνωρίζουν και να αντιπαλέψουν το παράδοξο που συνίσταται στο ότι κάθε τι  ελλιπές μπορεί ενίοτε να  δημιουργεί τεράστιο βάρος, αντί να ανακουφίζει.

Ένας σύγχρονος καλλιτέχνης καταπιάνεται και αυτός με την σειρά του με το περιεχόμενο που φέρουν οι βαλίτσες ή στην δική μας ανάγνωση οι ιστορίες και οι αφηγήσεις των ανθρώπων. Ο Γιάννης Αγγελάκας τραγουδά σε ένα από τα τελευταία του τραγούδια:

 

Βγήκες στον δρόμο

κι άρχισες να σκούζει και να λες

Πως γρήγορα κουράστηκες για `κει που `χες να πας

Μα οι βαλίτσες που φορτώθηκες είναι όλες αδειανές

Πες μου γιατί

πες μου γιατί

γιατί τις κουβαλάς

Στη πρώτη ανηφοριά κλατάρεις κι αρχινάς να κλαις

Δε γίνεται να φτάσεις λες `κει π’ αξίζεις να πας

Μα οι βαλίτσες που φορτώθηκες είναι όλες αδειανές

 

Είναι πραγματικά περίεργο που τα ίδια ερωτήματα επανέρχονται μέσα στο χρόνο αλλά ίσως είναι τελικά αναπόφευκτο να συμβαίνει καθώς από την περίοδο που διαδραματίζεται ιστορικά το ΚΙΒΩΤΙΟ (αλλά ίσως και πολύ πιο πρίν από αυτήν), μέχρι την περίοδο που γράφτηκε και δυστυχώς μέχρι σήμερα, οι ιστορίες και οι  αφηγήσεις των ανθρώπων παραμένουν βαθειά ξένες από τους φυσικούς κατόχους τους, επικυρώνοντας μια συνθήκη αλλοτρίωσης και αποξένωσης, καθιστώντας τους με αυτό τον τρόπο ιδιότυπους ξενιστές.

Επιστρέφοντας ξανά στο κείμενο και στο ίδιο το βιβλίο εκτιμώ πως έχει μια ιδιαίτερη αξία για όλους μας να σταθούμε για λίγο στο παράξενο και γοητευτικό παιχνίδι με την γλώσσα στο οποίο μας προσκαλεί ο ίδιος ο Αλεξάνδρου:

(για να μην πολυλογώ και για να μην καθυστερώ όσο καθυστέρησα τότε εξετάζοντας

απ’ όλες τις μεριές το «επισκεπτήριό μου», το συμπέρασμα ήταν πως δε θα κατάφερνα ποτέ μου να                αποκρυπτογραφήσω τα οχτώ εκείνα γράμματα (ήταν οχτώ, όσο γι’αυτό δε χώραγε καμιά         αμφιβολία)        οχτώ γράμματα, που μπορεί να μεταδίνανε το οποιοδήποτε  φραξιονιστικό, αντιφραξιονιστικό, λενινιστικό, δογματικό, κομματικό, υπερκομματικό, αντικομματικό μήνυμα κι αν επρόκειτο για μια μόνο λέξη, να το μεταδίνανε με ένα ρήμα στην προστακτική λόγου χάρη («αρχίσατε», «ορμήσατε», «τινάξατε»,                κ.ο.κ.)   ή             με ένα αφηρημένο                ουσιαστικό («επίθεσις», «διάλυσις», «πρόληψις» κ.ο.κ.) ή με ένα κύριο όνομα («Περικλής», «Χαρίλαος» κ.ο.κ.) ή με μια λέξη ανύπαρκτη, συνθηματική («τραλαλάξ»,     «κερκιλία»,        «βωτικόνι»         κ.ο.κ.)   ή, αν το                μήνυμα έδινε πληροφορίες για το άτομό μου, μπορούσε να λέει «έμπιστος», μπορούσε όμως να λέει  και «προδότης» και       το «έμπιστος» να ήτανε     γραμμένο «σέμπιστο», δηλαδή «σ’ εμπιστώ» (αδόκιμο το ρήμα βέβαια, αλλά γίνεται ως εκ τούτου ακριβώς συνθηματικότερο) ή «οσέμπιστ», δηλαδή «ως έμπιστος», διότι η κατάληξις εννοείται, ή «πιστοσέμ», δηλαδή «πιστός, εμ;», οπότε ναι μεν είμαι έμπιστος, αλλά υπάρχουνε και κάποιες αμφιβολίες, και η λέξη «προδότης» μπορεί να ήτανε γραμμένη «σπροδότη», δηλαδή «σπρώξατε τον δότη», ήγουν              σπρώξτετον καταδότη στον                δρόμο   της προδοσία  του να αποκαλυφθεί ο προδοτικός           του  ρόλος,         ή «ησπροδότ», δηλαδή ανήκω «εις προδότας», ή «τησπρόδο», δηλαδή «της προδοσίας», ή «ότησπροδ», δηλαδή «ο της προδοσίας» (υπέρμαχος ήαντίπαλος) ή «δότησπρο», δηλαδή     «δότης προδοσίας»,      αλλα και «δότης προσοχής ή  προφυλάξεως», άξιος δηλαδή επαγρυπνητής και άρα έμπιστος, ή «οδότησπρ», δηλαδή «ο δότης Πρ!» ήγουν ο καταδότης νπου λέει «Πρ!»  στα άλογα και συνεπώς  σταματάει την επαναστατική πορεία, με δυο λόγια, τα οχτώ εκείνα γράμματα μπορεί να σημαίνανε ο, τιδήποτε,πενήντα  τα  εκατό υπέρ εμού, πενήντα τα εκατό κατά και αυτός είναι ο λόγος που δίσταζα ως τα τώρα να ομολογήσω ότι το ‘χω το σημείωμα απάνω μου, διπλωμένο στα τέσσερα το τσιγαρόχαρτο, κρυμμένο μέσα στον επίδεσμο και τόσωσα)

 

Σε αυτό το παιχνίδι οι αναγραμματισμοί ή οι ανακατασκευές στην γλώσσα δημιουργούν διαφορετικές  αναγνώσεις, διαφορετικές πραγματικότητες και εδώ μπορούμε να δούμε πολλές συγγένειες με τα περίφημα γλωσσικά παιχνίδια του Wittgenstein (που τελικά εγκλωβίζουν ή απελευθερώνουν;) και να αναρωτηθούμε εάν αυτή η πρόσκληση συνιστά ένας είδος αμφισβήτησης του συμπαγούς και μονοσήμαντου κόσμου σον οποίο μας προσκαλούν οι μεγάλες αφηγήσεις.

Η ίδια πρόσκληση να αφεθούμε στην αμφιβολία επανέρχεται λίγο αργότερα όταν διαδοχικές διαφορετικές εκδοχές της αλήθειας παρατίθενται στην απολογία του κατηγορούμενου επιζώντα (ίσως μονάχα για αυτό να είναι σε αυτή την θέση του απολογούμενου  επειδή επέζησε δηλαδή, έαν η απαίτηση αφορά ενδεχομένως μια μαζική θυσία, ένα ολοκληρωτικό κυανισμό εκ μέρους των στρατευμένων!)

 

«κι αν θέλεις να πάρουμε μια – μια τις εκδοχές, έχουμε  πρώτον, να          ήταν    άδειο   το         κιβώτιο από την αρχή, οπότε ευθύνονται αυτοί που είπαμε, δεύτερον να το

αντικατέστησε ο εχθρός στην πορεία (διότι πώς μπορείς να ξέρεις ότι δεν υπήρξε περίπτωση όπου όλες οι βάρδιες το ρίξανε στον ύπνο, σταματάγατε δα κάθε τόσο, για να κοιμηθούνε τα άλογα, δε βαδίζατε δα            συνεχώς  τρίτον, να σου κλέψανε και να σου αντικαταστήσανε το κιβώτιο απ’ το σημείο ν13 κι ύστερα (γιατί δεν έμεινες άγρυπνος βέβαια, τέσσερα ολόκληρα εικοσιτετράωρα, αλλού αυτά!)

τέταρτον, να τόδωσες εσύ ο ίδιος στον εχθρό το κιβώτιο, γιατί είσαι απλούστατα προδότης, όπως το λέει πιθανότατα το «επισκεπτήριό σου», πέμπτον, να το αδειάσανε το κιβώτιο εδώ στον υπόγειο διάδρομο οι σύντροφοι που το ανοίξανε και ήρθαν, κατάπληκτοι τάχα, περιδεείς και απελπισμένοι έως θανάτου και μου αναφέρανε πως το βρήκανε τάχατες άδειο και για να επανέλθω στην προσωπική σου ευθύνη, καταλαβαίνεις ελπίζω σε τι σύγχυση θα κατάφερνε να μας            βάλει   ο εχθρός αν υποθέσουμε ότι σε         έπειθε  να μην            περιοριστείς    μονάχα να      του παραδώσεις το κιβώτιο, να μην προσχωρήσεις μόνο στις γραμμές του, όπως είπες μόνος σου

λίγο παραπάνω, αλλά να  του προσφέρεις και   μια επιπλέον, ακόμα μεγαλύτερη υπηρεσία, φέρνοντάς μας εμάς ένα άλλο κιβώτιο, άδειο και μη μου λες εμένα, «Τι θα κέρδιζα, που να πάρει    η οργή!»                 πολλά                                      κερδίζει όποιος   προσχωρεί στον εχθρό, αρκεί να τάχει σε εκτίμηση ετούτα      τα                                      πολλά         κι αν δεν τόκανες με        δική σου θέληση, μπορεί να σε         αναγκάσανε, πάντα υπάρχει τρόπος                   να     αναγκάσεις

τον οιονδήποτε να πράξει το ο,τιδήποτε,      ναι, ναι, σωστά τα λέτε, όλα είναι πιθανά, όλες και οι πέντε εκδοχές σας, περιττόν λοιπόν να συνεχίσω, δεν συνεχίζω άλλο, τα είπα όλα, όλα τα ομολόγησα, όλα τα διευκρίνισα, χωρίς να κάνω λάθος πουθενά,»

Η αμφιβολία ή η ασέβεια, όπως έχει πει ένας σπουδαίος Συστημικός Θεραπευτής, έχει πάντα μια διπλή όψη: από την μια διευρύνει το πεδίο του διαλόγου, εισάγει καινούργιες οπτικές στην αφήγηση, από την άλλη αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο (όχι πάντοτε επιθυμητό ή επιτρεπτό) να αναδυθεί μια συνολικότερη αμφισβήτηση της ίδιας της ουσίας των μεγάλων αφηγήσεων, εκείνης της αυθεντίας:

μα για σταθείτε, υπάρχει και μια         έκτη   εκδοχή, μου πέρασε      πολλές φορές αυτή η σκέψη (τρυπάνι η σκέψη προχωράει περιστρεφόμενη) μα πάντα την απόδιωχνα, υπάρχει ωστόσο η έκτη εκδοχή και μια και φτάσαμε ως   εδώ          και απαριθμούμε εκδοχές, θα πω ολόκληρη τη                                σκέψη

μου κι ας κινδυνεύω να χαρακτηριστώ συκοφάντης και να επιβαρύνω τη θέση μου, μα υπάρχει η έκτη εκδοχή, πώς να το κάνουμε, μπορεί το ίδιο το Γενικό Αρχηγείο να μας είχε στείλει εν γνώσει του

στην αποτυχία και στον θάνατο (ομάδα  αυτοκτονίας ήμασταν) εν γνώσει του και σκόπιμα, έχοντας μελετήσει και σχεδιάσει την Επιχείρηση Κιβώτιο κατά τέτοιο τρόπο ακριβώς, ώστε ο σκοπός του Γενικού Αρχηγείου να επιτευχθεί μέσω της δικής μας ακριβώς αποτυχίας αν σκοτωνόμουνα κι εγώ, αν χανόταν το κιβώτιο, αν δεν έφτανε ποτέ στην πόλη Κ, ναι, το λέω και πέστε με υβριστή και συκοφάντη, αυτός ήτανε ο σκοπός του Γενικού Αρχηγείου …

Εδώ σε αυτό το σημείο η αμφισβήτηση στην οποία μας προσκαλεί το κείμενο είναι πυρηνική και η πρόσκληση σε μια πυρηνική αμφισβήτηση είναι όπως όλοι αντιλαμβανόμαστε άκρως επικίνδυνη και αποσταθεροποιητική.

Αυτού του είδους η αμφισβήτηση σε αντίθεση με μια σχεδόν θεολογική αντίληψη για τον ηρωισμό και την στράτευση, η οποία επιμένει να παραμένει ισχυρή και   επιβεβαιώνεται όχι μονάχα από την παρελθούσα ιστορία αλλά και με όσα συμβαίνουν σήμερα τριγύρω μας, με την επανεμφάνιση Δυστοπικών Μεγάλων Αφηγήσεων όπως είναι οι σύγχρονοι φασισμοί και ολοκληρωτισμοί, (δικοί μας Ήτανε που προτιμούν να κόψουνε τη γλώσσα τους με τα δόντια παρά να μιλήσουν, που προτιμούνε να πεθάνουνε κάτω από χίλιων λογιών βασανιστήρια…), αφήνει να διαφανούν προοπτικές αποκαθήλωσης του ίδιου του θεολογικού συστήματος ή εάν μιλήσουμε με όρους οικογενειακής θεραπείας μας προσκαλεί σε μια αμφισβήτηση των αγαθών προθέσεων του γονεικού συστήματος, αυτών των μικρών  θεοτήτων που σπάνια χρεώνονται με μια ηθελημένη παραμέληση ή επιθετικότητα προς τα παιδιά τους.

Καθώς κλείνει αυτή η σύντομη εισήγηση είναι σημαντικό για μένα να μοιραστώ μαζί σας ορισμένα βασικά ερωτήματα που θέτει η ανάγνωση στο ΚΙΒΩΤΙΟ

  • Σχετικά με τις νοηματοδοτήσεις: Το ΚΙΒΩΤΙΟ είναι πραγματικά άδειο ή γεμίζει κάθε φορά από τις προσδοκίες των ανθρώπων, από τις φαντασιακές επενδύσεις τους;
  • Το ΚΙΒΩΤΙΟ γράφτηκε σε μια εποχή που κυριαρχούσαν οι μεγάλες αφηγήσεις, που οργάνωναν, όπως αναφέρθηκε με ένα καθολικό τρόπο τις ζωές των ανθρώπων. Πως ξαναδιαβάζουμε ανάλογα κείμενα σε μια εποχή που κυριαρχούν οι Μικρές Αφηγήσεις; Πως τελικά επεξεργαζόμαστε εκ νέου την σχέση μας με την ουτοπία και πως οι Μικρές Αφηγήσεις μπορούν να οδηγήσουν μέσα από την σύνθεσή τους στην επανβασύνδεση με μια Μεγάλη Αφήγηση;
  • Τι αφήνει σε εμάς ως κληρονομιά μια τέτοια ιστορία; Σε τι καινούργιες πρακτικές μας προσκαλεί;
  • Πως στεκόμαστε απέναντι στις επιθυμίες που αποδεικνύονται λειψές (η σκηνή της συνάντησης με την γυναίκα και το κομμένο χέρι της εκτιμώ ότι είναι συγκλονιστικά συμβολική και μεταφορική)

Ωστόσο παρά τα ερωτήματα, υπάρχουν ορισμένες βεβαιότητες καθώς κανένα ΚΙΒΩΤΙΟ δεν είναι στην πραγματικότητα άδειο. Με τον ίδιο τρόπο που αρκεί ένα βλέμμα για να αρχίζουν να διαμορφώνονται πραγματικότητες αρκεί μια προσδοκία ή ένας σκοπός που συνδέεται με την ύπαρξη του  ΚΙΒΩΤΙΟΥ, για να αποκτήσει αυτό περιεχόμενο.

Τελικά ίσως το πιο βασανιστικό ερώτημα που τίθεται είναι ποιος έχει την δύναμη να ελέγχει κάθε φορά το περιεχόμενο.

«Ποιος το άδειασε; Ποιος το γέμισε

αναρωτιέται ο κατηγορούμενος και αν δινόταν μια εξήγηση για αυτό ίσως και να ησύχαζε αποδεχόμενος την διαμεσολάβηση, αρπάζοντας την ευκαιρία να δανειστεί αλλότρια νοήματα, φτάνει αυτά να παράγουν μια δυνατότητα, έστω και παρά την θέλησή του, παρά να παραμείνει σε ένα βαθύ υπαρξιακό κενό, εξετάζοντας ξανά και ξανά τις πιθανότητες τα πράγματα να είχαν συμβεί διαφορετικά. Τα εάν και οι υποθέσεις βασανίζουν τον απολογούμενο, όπως αντίστοιχα βασανίζουν κάθε ένα από εμάς που αφήνεται να μολυνθεί ή να γιατρευτεί, ανάλογα την οπτική γωνία, από την αμφιβολία.

Κλείνοντας θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάποιες ιδέες του Εμίλ Σιοράν.

Ο Σιοράν γράφει κάπου πως

Όταν αρνούμαστε να δεχτούμε τον εναλλάξιμο χαρακτήρα των ιδεών, το αίμα ρέει.

Συγκεκριμένα αναφέρει πως: ”Καθ’ εαυτή η κάθε ιδέα είναι ουδέτερη -ή θα έπρεπε να είναι- αλλά ο άνθρωπος την εμψυχώνει, προβάλλει πάνω της τις φλόγες και τις παραφροσύνες του και γίνεται μιαρή, μεταμορφωμένη σε πίστη, εισδύει στο χρόνο, παίρνει τη μορφή γεγονότος, το πέρασμα από τη λογική στην επιληψία έχει συντελεστεί. Έτσι γεννιούνται οι ιδεολογίες, οι θεωρίες και οι αιμοσταγείς φάρσες.

Εξ ενστίκτου ειδωλολάτρες, μετατρέπουμε σε απόλυτο τα αντικείμενα των ονείρων και των συμφερόντων μας. Η ιστορία δεν είναι παρά μια παρέλαση ψεύτικων απολύτων, μια διαδοχή ναών που αφιερώθηκαν σε προσχήματα, ένας εξευτελισμός του Πνεύματος μπροστά στο Απίθανο. Ακόμα κι όταν απομακρύνεται από τη θρησκεία, ο άνθρωπος παραμένει υποτελής της· αφού πρώτα κάνει τα πάντα για να χαλκεύσει είδωλα των θεών, στη συνέχεια τους παραδίδεται πυρετικά, η ανάγκη του για το πλασματικό, για τη μυθολογία θριαμβεύει σε βάρος του προφανούς και του γελοίου. Η ικανότητά του να λατρεύει ευθύνεται για όλα τα εγκλήματά του, όποιος αγαπά με τρόπο ανάρμοστο ένα θεό, εξαναγκάζει τους άλλους να τον αγαπήσουν, έτοιμος να τους εξοντώσει αν αρνηθούν»

Μέσα σε αυτή την οπτική η αμφιβολία είναι πραγματικά ιαματική, σχεδόν θεραπεύει αλλά ταυτόχρονα δεν παύει να  μας βασανίζει.

Η λύση σε αυτό το βασανιστήριο δεν μπορεί να έρθει μέσα  την κατασκευή μιας νέας βεβαιότητας αλλά αναπόφευκτα εμπεριέχει και αυτή διχαστικά διλλήματα που ανακυκλώνουν τα ερωτήματα μέχρι το τέλος, ιδιαίτερα όταν κανείς αντιλαμβάνεται ότι όλη η ιστορία (είτε τελικά αφορά σε μια μικρή είτε σε μια μεγάλη αφήγηση) δεν  μπορεί παρά  να υπάρξει έστω και έμμεσα χωρίς  την δική μας συμμετοχή.

«προς τι να ψάξω να βρω όλες τις πιθανές εκδοχές, ποιος μου λέει πως δεν υπάρχει και μια έβδομη, και μπορεί να υπάρχουν κι άλλες εκδοχές, μα προς τι να συνεχίσω, δεν είναι βέβαια δυνατόν να ανακαλύψω όλες τις εκδοχές, δεν είναι δυνατόν να αφηγηθώ όλη τη ζωή μου, δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο, αφήστε με ήσυχο επιτέλους, με διατάξανε να παρουσιαστώ στην πόλη Ν και παρουσιάστηκα, έμαθα               πως        θα          λάβω  μέρος      σε μια επικίνδυνη                αποστολή  και   το δέχτηκα, μου είπανε                πως η συμμετοχή μου    ήτανε εθελοντική,          μου        δώσανε                τη          δυνατότητα       να           φύγω    απ’ το    γκαράζ, δεν έφυγα, προτίμησα να κάνω «ένα βήμα μπροστά», εθελοντής και σ’ αυτήν  ην περίπτωση, όπως πάντα μου ήμουνα εθελοντής, μου είπανε πως απ’ την επιτυχία της αποστολής εξαρτάται η έκβαση του πολέμου και το πίστεψα, μετέφερα το κιβώτιο, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή μου, κατόρθωσα  και το         έφερα  στην      πόλη      Κ, το      παρέδωσα στις αρμόδιες αρχές, δεν ξέρω αν το παραλάβαμε άδειο, δεν ξέρω αν άδειασε στο δρόμο, δεν ξέρω αν ήτανε γεμάτο, δεν ξέρω αν το αδειάσανε              ή το αντικαταστήσανε,          το μόνο                που ξέρω             είναι      ότι δεν το  άδειασα εγώ, δεν το παρέδωσα στον εχθρό, δεν το αντικατέστησα με ένα άλλο παρόμοιο, άδειο, το ξέρω, αλλά πια μου             είναι      αδύνατο να       το αποδείξω,     δεν                έχω κανένα        στοιχείο, κανέναν μάρτυρα και                το χειρότερο απ’ όλα, το ξέρετε πια, το ομολόγησα ο ίδιος πως είπα ψέματα, μια και δυο και τρεις φορές και         ποιος     λοιπόν  σας        βεβαιώνει ότι δεν ψεύδομαι και              μια τέταρτη               φορά,   προς      τι να συνεχίσω,                μια         κι έχω    καταντήσει        αναξιόπιστος, απέτυχα και σε τούτο το διαγώνισμα,   πέστε πως           παρέδωσα την κόλλα μου λευκή, πεντάρα δε με νοιάζει, αδιαφορώ για την κρίση σας δεν πρόκειται τώρα πια να αλλάξω τα όσα γίνανε, άδειο είναι το κιβώτιο κι αν νομίζετε πως μπορείτε να το γεμίσετε με το πτώμα μου τι περιμένετε και δε με στήνετε στα έξη βήματα, στον τοίχο, ή μάλλον στη σιδερένια, δίφυλλη πόρτα;»

Σε αυτά τα καταιγιστικά ερωτήματα την απάντηση την δίνει ο ίδιος ο Άρης Αλεξάνδρου, όταν γράφει ένα ποίημα για την συνάντηση με τον άλλο, μέσα από ένα οικουμενικό συνδετικό σχήμα, όπως είναι αυτό της μουσικής. Σε αυτό  το ποίημα το Κιβώτιο γεμίζει από συναντήσεις, μοιράσματα ήχους και μελωδίες, όχι από ιδέες,  μεγάλα οράματα, ήττες και προσδοσίες.

ΤΑ ΦΩΝΗΕΝΤΑ

Την πρώτη μέρα

ξένος ανάμεσα σε ξένους, άλαλος,

(δε μιλούσε τη μουσική τραγουδιστή τους γλώσσα)

την πρώτη μέρα αφουγκραζόταν,

περπάταγε στα βουλεβάρτα,

σημείωνε τα φωνήεντα πάνω στο πεντάγραμμο

παράλλαζε τη διαδοχή των ήχων, σφυρίζοντάς τους

γράφοντας φράσεις και το βράδυ

την πρώτη μέρα, μπήκε σε ένα καφενείο.

Έα οήι ύα βοκάλισε.

Του σέρβιραν Ένα ποτήρι μπύρα.

Η μπύρα είταν παγωμένη, ξεδιψαστική

την έπινε γουλιά γουλιά

και σκεφτόταν πως μπορεί να μείνει εδώ

σ’ αυτή τη χώρα

αυτός ο μουσικός ανάμεσα σε μουσικούς.

 

 

* Ηλίας Γκότσης: Συστημικός και Οικογενειακός Ψυχοθεραπευτής. Εργάζομαι ως Επιστημονικά Υπεύθυνος για τον σχεδιασμό εκπαιδευτικών δράσεων στον ΟΚΑΝΑ. Το 2018, κυκλοφόρησε το πρώτο μου μυθιστόρημα με τίτλο “Μικρή Άγνωστη Λύπη. Ένα Πολυφωνικό Μετά –αφήγημα»  από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ. Τα επιστημονικά μου ενδιαφέρονται αφορούν στην Συστημική Αφηγηματική Ψυχοθεραπείας, στην Διαλογικότητα και στην Πολυφωνική Προσέγγιση. Σε αυτό το πλαίσιο έχω δημοσιεύσει μια σειρά άρθρων στο επιστημονικό περιοδικό ΜΕΤΑΛΟΓΟΣ, που εκδίδει η Συστημική Εταιρεία Βορείου Ελλάδος.  

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top