Fractal

Κεφάλαια – μνήμες

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Γιώργος Χ. Θεοχάρης «Δίφορη μνήμη», εκδόσεις Πόλις

 

Ένα αίσθημα ευθύνης, αναφέρεται στο οπισθόφυλλο, μαζί με την αναζήτηση της δικαίωσης, είναι τα νήματα που κινήθηκαν αυτόβουλα, αναγκάζοντας τον συγγραφέα να αναμοχλεύσει το παρελθόν και τις μνήμες του.

Στην αυτοσύστασή του, ο Γιώργος Θεοχάρης εξηγεί πως «ξοδεύτηκε κερδίζοντας τη ζωή του στην Αριστερά και στην ποίηση», ξεκινώντας από την Δεσφίνα της Φωκίδας στις αρχές της δεκαετίας του ‘50. Εξοικειώνεται γρήγορα με τον εκκλησιαστικό λόγο, τη μαγεία της βυζαντινής μουσικής, την ιερότητα του θανάτου και την περατότητα του ανθρώπου, συνθήκες που διαπότισαν την ψυχοσύνθεσή του αλλά και τις σελίδες αυτού του βιβλίου.

Από τον τίτλο ακόμα, ξεκινά η διεργασία του αναγνώστη, η αναρώτηση, η πολλαπλή ερμηνεία. Γιατί ο συγγραφέας θεωρεί τη μνήμη δίφορη; Ανθίζει στη σκέψη η ανάμνηση κι αργότερα φιλτράρεται και επανέρχεται σαν να έχει ανθίσει ξανά; Ή μήπως μια κάποια μνήμη ακολουθείται από μια ακόμα, περισσότερο λεπτομερή; Ή να είναι άραγε επειδή τη μνήμη του ενός έρχονται σπαράγματα και χαμόγελα άλλων για να την συμπληρώσουν;

Κεφάλαια – μνήμες, για τον τόπο του και τους κατοίκους του, πλατείες, παρανόμια, αποσπάσματα εφημερίδων που περιγράφουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τα ιστορικά, κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Δεσφίνα από το 1908 έως το 1961.

Φωτογραφικά στιγμιότυπα με το σχολειό, το δασάκι, τη βυζαντινή εκκλησία, ξεθωριασμένες ή επιχρωματισμένες εικόνες ρασοφόρων γερόντων, ανταρτών, μαυροντυμένων γυναικών, όμορφων νεαρών κοριτσιών, μέλη της ευρύτερης οικογένειας Θεοχάρη και όχι μόνο, που έχουν ενδιαφέρουσες ιστορίες να αφηγηθούν και άπειρους λόγους για να χαρούν και να κλάψουν, να μετανοήσουν, να υπερασπιστούν ή να καμαρώσουν.

Τραγούδια γάμου και γιορτής, έθιμα, πανηγύρια, μοιρολόγια, ένας λαογραφικός θησαυρός σε καθαρεύουσα και δημοτική, αλλά και φράσεις σε ιδιόλεκτο, με κυρίαρχα τα πάθη των φωνηέντων και τον τσιτακισμό, όλα αρμονικά συνταιριασμένα, δημιουργούν το προσωπικό ύφος του συγγραφέα, στις σελίδες ενός βιβλίου που διαβάζεται σαν μυθιστόρημα ενώ δεν είναι, που ακόμα κι αν μιλάει για ένα συγκεκριμένο χωριό, αφορά ολόκληρη την ελληνική ύπαιθρο.

«Σήκωσε το καπάκι του μεγάλου μπαούλου. Μυρωδιά καμφοράς και ναφθαλίνης μπούκωσε τα ρουθούνια του. Το μπαούλο γεμάτο υφαντά στρωσίδια. Σε μία γωνιά ανακαλύπτει ένα τσίγκινο κουτί. Το καπάκι του χρισμένο με καλάι. Να μην περνάει η υγρασία. Το παίρνει. Κόβει την συγκόλληση. Το ανοίγει. Μέσα του ένας πλούτος από χειρόγραφα συμβόλαια του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Μαζί μ’ εκείνα και μια απόδειξη αγοράς… και μια ακόμα απόδειξη αγοράς… Ο τρόμος του φτωχού μήπως ποτέ αμφισβητηθεί η εξόφληση και βρεθεί να είναι χρεωμένος, διατήρησε τα τεκμήρια ων αγορών μέχρι σήμερα που είναι πλέον στα χέρια του εγγονού του…»

Λέξεις όμορφες, που τις συναντάμε σπάνια πια, όπως κάθαιρος, κάρμαλο, αστραπόβολο, γοργολαλούσα, λοχεμένος, αλλά και κάποιες άγνωστες σε μένα (το κούφος, καλιτάδα, οινοφλυγικός, εκκεντρότητα, ρογιάζομαι), προσδίδουν στο κείμενο μια ιδιαίτερη γοητεία.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση διατηρείται και μέσα στον λόγο της μάνας και του πατέρα, κρατώντας στο ακέραιο την αμεσότητα και την ζωντάνια του κειμένου. Η παρουσία των παρελθοντικών χρόνων ζωγραφίζεται κυρίως σαν μνήμη περασμένη, σαν ανάμνηση τρυφερή. Περιγραφές χωρίς όνομα υπάρχουν λίγες, και μόνο για εκείνους που – το πιθανότερο – δεν θα ήθελαν να θυμηθούν αιμάσσουσα ακόμα πληγή ή να μαθευτεί η άγνωστη ιστορία τους. Με σεβασμό στην οδύνη, με οργή για τ’ άδικο και πασίδηλη αγάπη για τους προσφιλείς, ο συγγραφέας στέκεται με εντιμότητα απέναντι στην αλήθεια αλλά και με ευχάριστη χιουμοριστική διάθεση για το ευτράπελο.

Ένα βιβλίο ιδιαίτερο, λυρικά πολιτικό, ποιητικά ηθογραφικό, με μεστά ψυχογραφημένους ήρωες, χωρίς ωστόσο αυτή να είναι η εξαρχής πρόθεση. Μια ιστορία φτιαγμένη από τις «απέραντες στιβάδες των υλικών της μνήμης», όπως ο ίδιος αναφέρει, ένα φως στο φιλμ ολόκληρης μιας ασπρόμαυρης εποχής.

«Οι ξερολιθιές, παρασυρμένες από τα σκοίνα και τα ζούδια, διαλυμένες. Άνοιγε το άγριο και ελευθέρωνε τις ελιές.  Έξαφνα ξεχώρισε ανάμεσα στο κλαρί μια καχεκτική ελίτσα. Την έβγαλε στο φως. Της μιλούσε χαϊδεύοντας τα φύλλα της: «Αχ μαναράκι μου, σ’ έπνιξε το κλαρί, σε στέγνωσε, έλα ν’ ανασάνεις τώρα πια…» Αφού άνοιξε τα πεζούλια, πήρα να διορθώνει τις ξερολιθιές. Ταίριαζε τις πέτρες που είχαν κυλήσει στη θέση που ήταν πριν. Αίσθημα ευλάβειας τον πλημμύριζε κρατώντας τες. Σαν να ακουμπούσε το αποτύπωμα της παλάμης του παππούλη του, που τις είχε πρωτοτοποθετήσει πολλές δεκαετίες πριν. Κάτι σαν χειραψία πάνω από την άβυσσο με το προπάτορά του».

 

Γιώργος Χ. Θεοχάρης

 

Θύμησες πολλές, του παιδιού του σκοτωμένου από χίτη, της  εκτελεσμένης και βιασμένης δασκάλας, του δωσίλογου, το μακέλεμα των ναζί στο Δίστομο, του γέρου που ζήλευε τη νύφη του, του όρκου αγάπης των τσοπανόπουλων, της απανταχού παρούσας ξενιτιάς, των νεκρών ανταρτών, θύτες και θύματα όλοι, σε αντεστραμμένους συχνά ρόλους.

Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, ο ποιητικός λόγος του Γιώργου Θεοχάρη – για τον οποίο εξάλλου έχει βραβευθεί – με γλαφυρότητα επανέρχεται σε μνήμες πικρές και γλυκές, με τρυφερό λυρισμό.

«Το παγωμένο φεγγάρι στραφταλίζει στα κρύσταλλα της σκεπής

και στην βέρα της κρεμασμένης»

 

«Εκεί λοιπόν επιβιώνει η αλήθεια της ζωής

Στου άσπρου και του μαύρου τις διαβαθμίσεις»

 

… σαν τη ζωή του καθένα μας, σαν τις ρίζες μας, σαν τη δίφορη μνήμη μας…

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top