Fractal

Όλα τελειώνουν για να ξαναρχίσουν

Γράφει ο Αντώνης Τσόκος // *

 

Στέργια Κάββαλου «Κάτι κλαίει ακόμα», εκδ. Ο Μωβ Σκίουρος, σελ, 80

 

Η Στέργια Κάββαλου είναι μια ξεχωριστή δημιουργός. Μια ιδιαίτερη περίπτωση στο χώρο του βιβλίου. Αν και νέα σε ηλικία έχει δοκιμαστεί σε αρκετά λογοτεχνικά είδη. Ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, παιδικό βιβλίο. Σίγουρα δεν είναι η μόνη που το έχει επιχειρήσει. Είναι όμως από τους λίγους δημιουργούς που έχει καταφέρει να τα συνδυάσει τόσο επιτυχημένα όλα, κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο. Η Στέργια το έχει καταφέρει για έναν και μοναδικό λόγο. Γιατί κάθε φορά δίνεται εκατό της εκατό σε αυτό που κάνει. Δεν είναι μια διηγηματογράφος που γράφει και ποίηση. Ούτε μια ποιήτρια που ασχολείται περιστασιακά με την πεζογραφία. Είναι και τα δύο. Γι’ αυτό οι δουλειές της στέφονται με επιτυχία.

Το «Κάτι κλαίει ακόμα» ανήκει στην κατηγορία αυτή. Τον επιτυχημένων δημιουργημάτων. Ποιά βιβλία όμως θεωρούνται επιτυχημένα στο χώρο της πεζογραφίας; Κατά αρχάς, τα βιβλία εκείνα –είτε μιλάμε για διήγημα είτε για μυθιστόρημα- στα οποία ο αναγνώστης ταυτίζεται με τον κεντρικό ήρωα. Αρκετοί συγγραφείς για να πετύχουν ακριβώς αυτό φροντίζουν να υπάρχει ένας καλός άνθρωπος στις ιστορίες τους. Ο συγγραφέας γεμίζει προτερήματα τον «άνθρωπό του» του και μειονεκτήματα τον κόσμο που τον περιβάλει. Αυτός είναι ένας σίγουρος δρόμος. Ασφαλής.  Τον οποίο η Στέργια απέφυγε να πάρει. Οι πρωταγωνιστές των είκοσι πέντε διηγημάτων του βιβλίου είναι άνθρωποι γεμάτοι αδυναμίες και ελαττώματα. Ή, αν το δούμε διαφορετικά, κουβαλάνε επάνω τους τα προτερήματα εκείνα που οδηγούν σε μια ελαττωματική ζωή. Με λίγα λόγια, είναι ανθρώπινοι.

Μας περιέχουν και τους περιέχουμε. Σε πρώτο επίπεδο ταυτιζόμαστε μαζί τους. Σε δεύτερο επίπεδο τους αποφεύγουμε. Πολλές φορές, η επαφή με τα κομμάτια εκείνα της ζωής μας που προσπαθούμε να κουκουλώσουμε, προκαλεί αμηχανία.

Στις σελίδες του βιβλίου συναντάμε τον σύντροφο, τον γείτονα, τον συγγενή. Τη μητέρα και τον πατέρα. Τη γιαγιά και τον παππού. Το χθες και το σήμερα. Στο πρώτο διήγημα με τίτλο «Γκράνπα» ο ενενηντατριάχρονος ασθενής φωνάζει επανειλημμένα τη μητέρα του. Χρησιμοποιεί τη μοναδική λέξη που μπορεί να ξεκλειδώσει κάθε πόρτα. Ακόμη κι εκείνη που οδηγεί στον θάνατο.
Οι αναφορές σε ανθρώπους της τρίτης ηλικίας είναι έντονες. Η Στέργια στέκεται στη σχέση ανάμεσα στο εγγόνι και τον παππού ή τη γιαγιά. Μια σχέση που είναι φτιαγμένη για να χωρά έναν μόνο ενήλικα. Γι’ αυτό και τις περισσότερες φορές, όταν τα εγγόνια ενηλικιώνονται οι ρόλοι αντιστρέφονται. Με σκοπό την επιστροφή της φροντίδας και της αγάπης εκεί που πραγματικά ανήκει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εγγονή τους πρώτου διηγήματος. Η οποία προσπαθεί να προστατεύσει το σώμα του νεκρού παππού από το κρύο.

Γράφει: Σε σκέφτηκα μέσα στο ψυγείο και κούμπωσα μέχρι πάνω το παλτό που τόσες ώρες είχα ξεχάσει να βγάλω. Σε είδα να σε τυλίγουν στο σεντόνι και τους έκανα την παρατήρηση. «Θα χρειαστεί κουβέρτα και μάλιστα χοντρή».

Μια άλλη σχέση με την οποία καταπιάνεται η Στέργια είναι η σχέση μητέρας παιδιού. Ειδομένη αρχικά υπό το πρίσμα της νέας μητέρας. Ο καινούργιος αυτός ρόλος συνεπάγεται νέους φόβους. Άγνωστους. Οι παλιοί φόβοι, με την έλευση του παιδιού, χάνουν τη χρησιμότητά τους.

 

Στέργια Κάββαλου

 

Εκτός όμως από την τρυφερή πλευρά της μητρότητας η συγγραφέας παρουσιάζει και την σκληρή της όψη. Κατά την οποία η ζωή ενός παιδιού μετατρέπεται σε εμπόρευμα. Η αγάπη που δικαιούται ή δεν φτάνει ποτέ σε αυτό ή φτάνει εντελώς ξεθυμασμένη.

Μας μιλά για γονείς που περιέχουν τους γονείς τους. Αδειάζοντας το περιεχόμενο στα δικά τους παιδιά. Γονείς που εκπαιδεύουν τα παιδιά τους να ζήσουν μια καλύτερη ζωή από ό,τι εκείνοι. Κι όταν το καταφέρνουν τα τιμωρούν για αυτή τους την επιλογή.

Οι ανθρώπινες σχέσεις βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Συμβατικές σχέσεις ζευγαριών, άλλες για τα μάτια συγγενών και φίλων, άλλες για την αποφυγή της μοναξιάς. Έρωτες τρυφεροί, βίαιοι. Εκπληρωμένοι κι ανεκπλήρωτοι. Οικογενειακές σχέσεις χτισμένες γύρω από τέσσερα ντουβάρια πάνω από τα οποία οι συγγενείς κρέμονται σαν κουρτινάκια. Σχέσεις καθημερινές. Της μιας αλλά και των πολλαπλών χρήσεων. Άνθρωποι εφήμεροι, ταξιδευτές. Που έχουν αποδυθεί οτιδήποτε μόνιμο.

Συνδετικός κρίκος των διηγημάτων του βιβλίου είναι η αγάπη. Τα κενά που ανοίγει η έλλειψή της και εκείνα που κλείνει η παρουσία της. Και φυσικά τα δύο σημαντικότερα παράγωγά της. Η φιλία και ο έρωτας. Η αγάπη είναι κι αυτή σαν τα βιβλία. Για να την καταλάβεις πρέπει να την μελετήσεις προσεκτικά. Για να την αισθανθείς πρέπει να κλάψεις. Πολλές φορές το δάκρυ είναι η σκυτάλη για μια καινούργια αρχή.

 

 

Αντί οποιουδήποτε άλλου επιλόγου επέλεξα μια παράγραφο από το δοκιμιακό έργο του Αλμπέρ Καμύ στην οποία νομίζω ότι συμπυκνώνεται το νόημα ολόκληρου του βιβλίου.

Γράφει ο  Αλμπέρ Καμύ:

Έρχεται μια μέρα που από πικρία γινόμαστε τόσο αδιάφοροι που τίποτα δεν μας αγγίζει. Όλα μας φαίνονται γνώριμα. Όλα τελειώνουν για να ξαναρχίσουν. Είναι η ώρα της εξορίας, της παρακμής, του θανάτου της ψυχής. Για να ξαναζωντανέψουμε μας χρειάζεται μια περίοδος χάριτος: η πλήρης απώλεια του εαυτού ή μια πατρίδα. Κάποια πρωινά, στη στροφή του δρόμου, μια γλυκιά δροσοσταλίδα πέφτει στην καρδιά, αφήνει τη γεύση της και χάνεται. Η δροσιά της όμως παραμένει, και αυτήν αποζητά η καρδιά μας. Από εδώ πρέπει να ξαναρχίσω.

 

 

 

* Ο Αντώνης Τσόκος γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο  «Σουίνγκ με τ’ άστρα». Ακολούθησαν το «Ένα ποτήρι ακόμη, Τσαρλς» και οι «Ώρες πληθυντικής αϋπνίας», επίσης από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Το 2016 δημιούργησε το ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό «Μονόκλ». 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top