Fractal

Ανεπιτυχείς απόπειρες απόδρασης από έναν ταραγμένο κόσμο

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 «Καθεδρικός ναός», Ρέιμοντ Κάρβερ,  Μετάφραση: Γιάννης Τζώρτζης. Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018. Αθήνα

 

Ο «Καθεδρικός ναός» είναι η τρίτη μεγάλη συλλογή διηγημάτων του Αμερικανού συγγραφέα Ρέιμοντ Κάρβερ (Raymond Carver, 1938-1988) που δημοσιεύθηκε στο μακρυνό 1983. Στην πρώτη ιστορία της εν λόγω συλλογής, ο αφηγητής, Τζακ, είναι ένας μεσήλικας άντρας που, όπως εξομολογείται στον αναγνώστη, ο ίδιος και η σύζυγός του, Φραν, κάποια στιγμή προσκλήθηκαν για δείπνο στο σπίτι ενός συναδέλφου, του Μπαντ και της συζύγου του, Όλλα. Η εκδήλωση αποδείχθηκε καταλύτης για τις όποιες αλλαγές έκαναν στη ζωή τους, οι οποίες όμως δεν τους έκαναν τελικά ευτυχέστερους. Αυτή η αίσθηση είναι ξεκάθαρη από την αρχή, καθώς ο αφηγητής μιλάει για ένα γεγονός που έλαβε χώρα στο παρελθόν. Κανένας από τους άνδρες δεν γνώριζε τη γυναίκα του άλλου και δεν είχαν ποτέ βρεθεί κοινωνικά εκτός εργασίας, όπου οι δύο άντρες συμπεριφέρονται με φιλικό τρόπο ο ένας στον άλλο. Ο Τζακ ήξερε επίσης ότι ο Μπαντ και η σύζυγός του Όλλα είχαν ένα μωρό το οποίο, κατά τη στιγμή της πρόσκλησης, ήταν οκτώ μηνών. Τα ζευγάρια στο δείπνο πέφτουν συχνά σε μια αδέξια σιωπή που διακοπτόταν από το κλάμα του μωρού. Γυρίζοντας σπίτι τους, εκείνο το βράδυ, ο Τζακ αποκαλύπτει πώς θα ήταν η ζωή τους μετά από αυτή τη

συνάντηση. Η Φραν θεωρεί εκείνη τη νύχτα ως πραγματική «αλλαγή», αν και πιστεύει ότι η αλλαγή ήρθε αργότερα, αφού είχαν αποκτήσει το δικό τους παιδί. Αυτή η ιστορία απεικονίζει αριστοτεχνικά την ικανότητα του Ρέιμοντ Κάρβερ να δηλώνει κάτι συγκεκριμένο όχι μέσω των λεγόμενων, αλλά μέσω των υπαινιγμών και των παραλείψεων. Ο Τζακ μιλά με νόημα και εισαγωγές, ενώ πολλάκις παλινδρομεί στο παρελθόν με την ελπίδα να καταλάβει κάποια πράγματα καλύτερα. Οι σιωπές βρίσκονται όπως και αλλού, στην «ημερησία» διάταξη του κειμένου. Το ταλέντο του Κάρβερ δεν έγκειται στην εμπεριστατωμένη ανάλυση των συμπτωμάτων και των επιπτώσεων της απελπισίας και της απόγνωσης των χαρακτήρων του, αλλά περισσότερο στη δημιουργία της εμπειρίας. Αυτή η συνήθεια του συγγραφέα που χαρακτηρίζεται από ενδιάμεσες σιωπές, υποδηλώνει ότι, τις περισσότερες φορές, οι λέξεις είναι ο τρόπος μας να ξεφεύγουμε από το ουσιαστικό νόημα, ενώ η αλήθεια βρίσκεται στο μυστήριο της σιωπής, στην αδυναμία τουτέστιν της αληθινής επικοινωνίας. Σίγουρα ο Τζακ επιθυμεί μια πιο ευτυχισμένη ζωή, αλλά δεν μπορεί να καταλάβει σε τι ακριβώς συνίσταται και μεταφράζεται αυτό. Μεγάλο μέρος της επιτυχίας έγκειται στην αφήγηση του πρώτου προσώπου, με μια γλώσσα σχετικά απλή λαμβάνοντας υπ’ όψιν το βάθος των προκλητικών ερωτημάτων που αντιμετωπίζει στη ζωή του. Εστιάζοντας την υπόθεση γύρω από έναν άνθρωπο με πιθανώς χαμηλή εκπαίδευση και φιλοδοξίες, ο Κάρβερ αφήνει στον αναγνώστη να προσπαθήσει να καταλάβει τι συνέβη μέσα σε αυτές τις σιωπές. Και πράγματι, υπάρχουν πολλά για να ανακαλύψει ο προσεκτικός και υποψιασμένος αναγνώστης, αφού και ο Τζακ παρατήρησε πολύ περισσότερα απ’ όσα ο ίδιος συνειδητοποίησε. Το κυρίαρχο, όμως, θέμα αυτής της ιστορίας είναι η μοναξιά του ατόμου. Με πολλούς τρόπους ο Τζακ σκιαγραφεί την εικόνα ενός κόσμου όπου οι άνθρωποι είναι αδυσώπητα αποστασιοποιημένοι μεταξύ τους. Ο Τζακ και η Φραν φαίνεται να στερούνται όχι μόνο περαιτέρω φιλοδοξιών στη ζωή τους, αλλά και στοιχειώδους ενδιαφέροντος για οτιδήποτε άλλο συμβαίνει εκτός της άμεσης σφαίρας που τους περιβάλλει. Στο τέλος ο Τζακ γίνεται περισσότερο «προσεκτικός» με τον φίλο του στην εργασία, καθώς ξέρει ότι η πρόκληση της ζωής της απομόνωσης μπορεί να οδηγήσει μόνο σε απογοητεύσεις.

Σε αντίθεση με το διήγημα «Φτερά» το οποίο περιγράφει λεπτομερώς μια ιστορία όπου οι χαρακτήρες προσπάθησαν να εξαναγκάσουν τους εαυτούς τους σε ένα πιο ευτυχισμένο μέλλον, το «σπίτι του σεφ» ασχολείται με χαρακτήρες που επιδιώκουν να ανακτήσουν το παρελθόν. Στην ιστορία, η Έντνα και ο Γουές ήταν κάποτε ένα ευτυχισμένο ζευγάρι και φαίνεται πως ότι πήγε στραβά στην διαπροσωπική τους σχέση, είχε να κάνει με το αλκοόλ. Η αφήγηση του πρώτου προσώπου βοηθάει στο ξεδίπλωμα της ιστορίας. Η Έντνα είναι σαφώς δυναμική και ρεαλίστρια, αλλά επιθυμεί ωστόσο να συνδεθεί ξανά με τον Γουές. Τα βασικά θέματα της ιστορίας είναι η μοναξιά, η ψευδαίσθηση και οι περιρρέουσες αυταπάτες. Η προσπάθειά τους να ανακτήσουν το παρελθόν είναι ίσως αξιέπαινη, αλλά ταυτόχρονα αδύναμη και αδύνατη. Όλα αυτά τα συναισθηματικά θέματα είναι συνυφασμένα με ένα μοτίβο τόσο διαδεδομένο στο έργο του Κάρβερ, δηλαδή τον αλκοολισμό. Όμως αυτός δεν παρουσιάζεται ως η πραγματική αιτία των προβλημάτων της σχέσης τους. Στην πραγματικότητα, η αδυναμία τους να μείνουν μαζί οφείλεται στο ποιοι είναι στην πραγματικότητα και στην αδυναμία τους να ξανακερδίσουν το χαμένο τους παρελθόν.

Η «συντήρηση» αφηγείται την ιστορία της Σάντι, η οποία εργάζεται και του άνεργου συζύγου της, ο οποίος από τότε που απολύθηκε, τρεις μήνες πριν την έναρξη της ιστορίας, βρίσκεται σχεδόν σε συνεχή βάση ξαπλωμένος στον καναπέ. Ένα απόγευμα, η Σάντι έρχεται σπίτι για να τον βρει στην συνηθισμένη του θέση, αλλά το ψυγείο σταμάτησε από ώρα να λειτουργεί, το παγωτό έχει λιώσει και όλα τα τρόφιμα εκεί κινδυνεύουν να αλλοιωθούν. Σκέφτονται να πάνε σε δημοπρασία με σκοπό να βρουν κάποιο άλλο ψυγείο, φτηνό, αλλά εκείνος μετά από λίγο επιστρέφει στον καναπέ, και εκείνη τον παρακολουθεί καθώς αρχίζει να τηγανίζει το κρέας, ενώ ταυτόχρονα θυμάται πώς πήγαινε σε δημοπρασίες με τον πατέρα της. Ήταν μια πηγή χαράς στη σχέση τους, τότε, αλλά αυτό στη συνέχεια την οδηγεί να θυμηθεί πώς εκείνος πέθανε από ένα ελαττωματικό αυτοκίνητο λόγω διαρροής μονοξειδίου του άνθρακα. Το γενικό θέμα της ιστορίας είναι η ακινησία, η παράλυση και η πλήρης αδράνεια. Μόλις ο άντρας της Σάντι απολύεται, δεν προβαίνει σε καμία ενέργεια και τρομαγμένος υποχωρεί στην ασφάλεια του σπιτικού καναπέ. Στο επίκεντρο της τελευταίας εικόνας, αναφέρεται η αλληγορία του «παγωμένου ανθρώπου», με το ερώτημα αν και κατά πόσο ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί ποτέ να αλλάξει. Υπάρχουν δύο άλλα στοιχεία σε αυτήν την ιστορία που αξίζει να σημειωθούν, όπως το μοτίβο των οικονομικών περιορισμών που διατρέχει ολόκληρο το έργο του Κάρβερ, και εκείνο των ελαττωματικών συσκευών το οποίο χρησιμεύει ως σύμβολο για τις πολυποίκιλες ατέλειες του ανθρώπου.

 

 

Ρέιμοντ Κάρβερ

 

«Το Κουπέ», αφηγείται την ιστορία του Μάγιερς, που παίρνει ένα τρένο στην Ευρώπη με κατεύθυνση το Στρασβούργο, όπου θα επανασυνδεθεί μετά από χρόνια με τον γιο του. Δεν έχουν ιδωθεί εδώ και οκτώ χρόνια, από τότε που ο Μάγιερς και η μητέρα του παιδιού χώρισαν. Πάντα πίστευε ότι η εχθρότητα και η γενικότερη συμπεριφορά του αγοριού ήταν εκείνη που ευθυνόταν γι’ αυτήν την απομάκρυνση και αποξένωση μεταξύ τους. Σε λίγο αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι κατά βάθος δεν επιθυμεί να δει τον γιό του, κι’ όταν στον σταθμό του Στρασβούργου δεν τον βλέπει, αναρωτιέται αν και εκείνος είχε καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα. Παρακολουθεί, ταυτόχρονα, τους ανθρώπους στην πλατφόρμα, παρατηρώντας τις διάφορες σχέσεις που αναδύονται και αποκαλύπτονται μέσω της συμπεριφοράς μεταξύ τους. Ο πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας φαίνεται να είναι σχετικά ευκατάστατος, αλλά και αυτός αντιμετωπίζει ένα παρόμοιο πρόβλημα με αυτό των άλλων χαρακτήρων του Κάρβερ, δηλαδή την αποξένωση και τη μοναξιά. Στον αναγνώστη δεν προσφέρονται πολλές λεπτομέρειες σχετικά με τα προβλήματα που διέλυσαν το γάμο του με τη μητέρα του αγοριού, εκτός από την αναφορά του αλκοολισμού της. Τα γλωσσικά εμπόδια που αντιμετωπίζει στο δρόμο του, υπαινίσσονται τη δυσκολία του να συνεννοηθεί με τους ανθρώπους. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι ο Μάγιερς δεν έχει αλλάξει ως άνθρωπος από πριν. Ύψωσε σκόπιμα έναν τοίχο γύρω του για να πιστέψει ότι κάπως έχει αλλάξει. Καθώς το τοπίο οργανώνεται μπροστά του, ο Μάγιερς έχει πλέον συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει ξεπεράσει ποτέ εκείνη την ασήμαντη πικρία που τον χώρισε αρχικά από τον γιο του. Η μακρόχρονη αποξένωσή του τον οδήγησε να σκεφτεί ότι ίσως θα μπορούσε να αλλάξει κάτι, αλλά εις μάτην. Στο τέλος της ιστορίας, δεν έχει πλέον κανέναν έλεγχο για το πού πηγαίνει και δεν ανησυχεί γι’ αυτό. Είναι ένας μεταξύ πολλών, που δεν γνωρίζονται, και έτσι μπορεί τελικά να εξορκίσει τις διάφορες ανησυχίες του και να κοιμηθεί ήσυχος.

Στο διήγημα «Μια μικρή παρηγοριά», η ποιητική έξαρση του Κάρβερ είναι πασιφανής. Οι τεταμένες καταστάσεις του ζεύγους εναλλάσσονται με τις λεπτομέρειες στην περιγραφή της επώδυνης ατμόσφαιρας, όπου κυριαρχούν πάλι τα θέματα της προσωπικής απομόνωσης και της επανασύνδεσης. Πριν από το ατύχημα του μικρού Σκότι, η Άνν Γουάις και ο Χάουαρντ ζούσαν αυτό που αργότερα πίστευαν ότι ήταν η τέλεια, πραγματικά, ζωή. Οι ενδείξεις για το πόσο απομονωμένοι είναι όλοι οι άνθρωποι μεταξύ τους, όμως, συνεχίζονται. Και αυτό που φαίνεται πίσω στα παρασκήνια, είναι ότι η ζωή εξελίσσεται και συνεχίζεται για όλους τους άλλους ανεξάρτητα από τα δεινά που συμβαίνουν στο δωμάτιο του μικρού Σκότι. Ο πόνος των γονέων επηρεάζει μόνο αυτούς και κανέναν άλλο. Και όμως η ιστορία δεν εκφράζει την απαισιοδοξία όλων αυτών των θεμάτων, αλλά αντίθετα υποδηλώνει το θέμα της προσέγγισης και επικοινωνίας των ανθρώπων. Είμαστε όλοι μόνοι, και όμως εμμένουμε στην ελπίδα να κάνουμε μια όποια προσέγγιση με τους άλλους. Η Ανν χρειάζεται λίγο χρόνο για να συνειδητοποιήσει τελικά ότι μέσα στα δεινά τους δεν είναι απόλυτα μόνη. Μετά από αυτήν την συνειδητοποίηση, ένιωσε χαρούμενη που ήταν η σύζυγός του Χάουαρντ. Η γνώμη του Κάρβερ είναι ότι είμαστε όλοι δεμένοι με τη μικρότητά μας, και ενώ μπορεί να είναι αδύνατο να γνωριστούμε αληθινά με τον διπλανό μας ή να πάρουμε τον πλήρη έλεγχο της ζωής μας, οι προσπάθειές μας να είμαστε καλοί και να κατανοήσουμε τους άλλους είναι ένα «μικρό, αλλά καλό πράγμα» που κάνει τη ζωή μας σε γενικές γραμμές αξιόλογη και ζηλευτή.

Αν και οι «Βιταμίνες» μοιράζονται πολλά θέματα με τις άλλες ιστορίες του «καθεδρικού ναού», είναι μοναδικές στα σημεία και στον τρόπο που ο Κάρβερ περιγράφει την κατάσταση του αφηγητή. Η δυσαρέσκεια αυτού από τη σύζυγό του και τον κόσμο του είναι αναμφισβήτητα πιο έντονη από την απογοήτευση άλλων παρόμοιων πρωταγωνιστών του Ρέιμοντ Κάρβερ. Το κύριο θέμα της ιστορίας είναι η δυσαρέσκεια και η ανικανοποίητη κατάσταση του ανθρώπου. Κανείς δεν έχει αυτό που θέλει, και κανείς δεν φαίνεται να έχει ιδέες ή όνειρα για το τι άλλο θα μπορούσε να είναι εκείνο που θα τον, ή την, ικανοποιούσε. Η ιστορία «με προσοχή», αφηγείται την υπόθεση του Λόιντ, ο οποίος πρόσφατα χώρισε από τη σύζυγό του, Ινέζ, και μετακόμισε σε ένα μικρό δωμάτιο σε μια σοφίτα όπου προσπαθεί ανεπιτυχώς να περιορίσει το ποτό και να ξαναβρεί τον παλιό του καλύτερο εαυτό. Το πρόβλημα του αλκοολισμού εδώ

επανέρχεται, όπως τόσο συχνά στα κείμενα του Κάρβερ. Περνά τις μέρες του μεθυσμένος, πίνοντας σχεδόν από τη στιγμή που ξυπνά και έχοντας αναμμένη την τηλεόραση χωρίς στην ουσία να την παρακολουθεί. Η ιστορία αφορά κυρίως την ημέρα που έρχεται να τον επισκεφτεί, εκεί, η Ινέζ. Τα συμπτώματα του αυτιού του Λόιντ, στην πραγματικότητα είναι αλληγορία και παραπέμπουν στο κύριο θέμα της επικοινωνίας ανάμεσά τους. Το διάβασμα της ιστορίας μιας σχέσης όπου οι δύο πρώην σύντροφοι δεν μπορούν πλέον να επικοινωνούν, οδηγεί ίσως στο πιο θλιβερό θέμα της ιστορίας που δεν είναι άλλο από το πέρασμα του χρόνου που φαντάζει ανίκανος. Ο χρόνος συνεχίζει να προχωρά, και αφήνει τα πάντα πίσω του!

Το ζήτημα που αντιμετωπίζει ο αφηγητής στην ιστορία «από που τηλεφωνώ», υποδηλώνει τα κοινά και γνωστά θέματα της δυσανασχέτησης και της προδοσίας στους ανθρώπους. Είναι η ιστορία ενός χαρακτήρα που θέλει να ξεφύγει από τον εαυτό του. Το θέμα του αλκοολισμού είναι πράγματι έντονο σε αυτήν την ιστορία, με τον αφηγητή να περιγράφει τα φυσικά συμπτώματα της μέθης και της έλλειψης του αλκοόλ, όπως και το εσωτερικό περιβάλλον ενός τυπικού κέντρου αποτοξίνωσης. «Το τρένο», είναι η μοναδική ιστορία σε αυτή τη συλλογή που είναι αφιερωμένη στον επίσης αμερικανό συγγραφέα μυθιστοριογραφίας, Τζων Τσίβερ, και στην πραγματικότητα είναι μια συνέχεια της ιστορίας «Το τρένο των πέντε και σαράντα οκτώ», του τελευταίου, με την οποία περατούται η γνωστή συλλογή του, «Ο κολυμβητής και άλλες ιστορίες». Πρωταγωνίστρια, η μις Ντεντ, η γυναίκα με το πιστόλι στην τσάντα της. Ο «πυρετός», ασχολείται πρωτίστως με θέματα αδυναμίας και εμπιστοσύνης. Ο Καρλάιλ, είναι μόνος με παιδιά του γιατί η σύζυγός του τους εγκατέλειψε. Οι προσπάθειές του να βρει μπέϊμπι σίτερ έχουν τις περισσότερες φορές άθλια αποτελέσματα, εκτός ίσως από μια ήσυχη ηλικιωμένη γυναίκα. «Το χαλινάρι», με τη σειρά του, είναι μια ιστορία για τους ανθρώπους που είναι παγιδευμένοι στην ίδια τους τη ζωή. Η αφηγήτρια είναι ένας κλασσικός χαρακτήρας του Κάρβερ. Η έννοια του χαλιναριού, που χρησιμοποιείται για τον μέγιστο έλεγχο ενός αλόγου είναι αλληγορία όσον αφορά την ανθρώπινη αυτοσυγκράτηση, από τη μια μεριά, και την παρορμητικότητα, από την άλλη. Γεωγραφική τοποθεσία της συγκεκριμένης ιστορίας, η αφιλόξενη έρημος της Αριζόνα και συγκεκριμένα ένα οίκημα κοντά σε έναν αυτοκινητόδρομο, ένα κυριολεκτικά στεγνό κι’ ολόξερο μέρος όπου τα φυτά δεν ανθίζουν ποτέ. Η πρωταγωνίστρια, είναι μια γυναίκα που αγωνίζεται τόσο σκληρά για να πιστέψει ότι έχει μια ισχυρή, προσωπική ταυτότητα, παρ’ όλο που βρίσκεται βυθισμένη στην εντελώς βαρετή και λυπημένη ζωή της με τον Χάρλεϊ. Έχει κρυφή περιέργεια για τους ανθρώπους, κάτι που είναι ξεκάθαρο από τον τρόπο που βλέπει τη ζωή να περνάει από το παράθυρό της. Δεν μιλάνε μεταξύ τους παρά μόνο όταν ο Χάρλεϊ θέλει να κουτσομπολέψουν για τους άλλους και η τηλεόραση γίνεται σύμβολο της αποστασιοποίησής τους και της γενικότερης αδιαφορίας του ενός για τον άλλο. Όταν εκείνος θέλει να σταματήσει τη συζήτηση, απλώς την ανοίγει. Η ιστορία δεν παρέχει ποτέ μια απάντηση στο αν κάποιος πρέπει να ζει συγκρατημένος ή παρορμητικός. Σίγουρα, αν κάποιος αναγνώστης ψάξει καλά στους χαρακτήρες, θα βρει πολλά υπέρ και κατά ανάμεσα στις ενέργειες και συμπεριφορές τους που να συνηγορούν για τους δύο αντίθετους τρόπους ζωής.

 

 

Στο κέντρο του «καθεδρικού ναού», τέλος, υπάρχει μια σημαντική ειρωνεία. Εδώ βρίσκεται ένας αφηγητής που περιφρονητικά αγνοεί την έννοια της τύφλωσης ενώ παράλληλα αγνοεί τους δικούς του περιορισμούς στην γενικότερη θέαση των πραγμάτων. Φυσικά, ο αφηγητής μπορεί να δει με τα μάτια του, αλλά στην πραγματικότητα δεν συνειδητοποιεί τους περιορισμούς που έχει θέσει στον εαυτό του, και πώς αυτοί τον εμποδίζουν να δει ή να επιθυμεί κάτι μεγαλύτερο και καλύτερο στη ζωή. Η ιστορία αφορά τελικά την υπέρβαση, πέρα από τους περιορισμούς των φυσικών πραγμάτων. Αυτό που έχει ο τυφλός Ρόμπερτ, αλλά λείπει από τον αφηγητή, είναι μια ματιά στο θαύμα της φύσης, η δυνατότητα για μεγαλείο και τρυφερότητα στην ανθρωπότητα, και η περιέργεια που μπορεί να κάνει κάποιον πραγματικά ζωντανό και ελεύθερο ακόμα κι αν περιορίζεται από φυσικούς παράγοντες, όπως εν προκειμένω η τύφλωση.

Τα θέματα και τα προβλήματα που σχετίζονται με την επικοινωνία, είναι σημαντικά στις περισσότερες ιστορίες του Κάρβερ, και φυσικά ζωτικής σημασίας και για τον «καθεδρικό ναό», και μάλιστα αποτελούν σαφέστατα τον κινητήρα τους. Σε καθεμία από τις δώδεκα ιστορίες του «καθεδρικού ναού», το θέμα επικοινωνίας έρχεται συνεχόμενα και αβίαστα στο προσκήνιο της υπόθεσης. Στην πραγματικότητα, πολλές ιστορίες του Κάρβερ αφήνουν εκτός του κειμένου κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες, αναγκάζοντας τον αναγνώστη να συνενώσει την όλη πλοκή από υποθέσεις και υπαινιγμούς, μια τεχνική η

οποία χρησιμοποιήθηκε παλιότερα και από τον Τσέχωφ. Οι αφηγητές του Κάρβερ, επίσης, συχνά δεν διαθέτουν το λεξιλόγιο ή την απαιτούμενη μόρφωση για να εκφράσουν το βάθος της απογοήτευσής τους, γεγονός που αφήνει τον αναγνώστη να «διαβάσει μεταξύ των γραμμών» ώστε να γίνει αναγνωρίσιμο το πλήρες βάθος της ιστορίας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top