Fractal

«Ποιος είσαι;» 

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

       

«Κάθε σύμπτωση έχει ψυχή», Fabio Stassi , Μετάφραση: Δήμητρα Δότση, Εκδόσεις  ΙΚΑΡΟΣ

             

«Συχνά τα κείμενά μου τελείωναν με ένα κόμμα ή ένα επίρρημα, λες και ήταν αποσπάσματα ενός διακεκομμένου λόγου, που συνέχιζα πάντα μετά από ένα εικοσιτετράωρο. Ήταν το γράμμα που δεν είχα το κουράγιο να γράψω στον πατέρα μου, θρυμματισμένο σε μια ατελείωτη αλληλουχία φράσεων.»    

 

 Ο Βίντσε Κόρσο, που μας συστήθηκε από τον Fabio Stassi στο προηγούμενο βιβλίο του «Η χαμένη αναγνώστρια»,είναι ένας άνεργος φιλόλογος, καρπός της σχέσης, μιας ρεσεψιονίστας και ενός ταξιδιώτη, που ερωτεύτηκαν για μία μοναδική νύχτα. Το όνομα του πατέρα παραμένει άγνωστο, και ο Βίντσε ”επικοινωνεί” μαζί του με καρτ ποστάλ που στέλνει καθημερινά στο ξενοδοχείο που έγινε η σύλληψή του. Μοναδική πατρική κληρονομιά τρία βιβλία που εγκατέλειψε ο άγνωστος  σ’ αυτόν εραστής της μητέρας του, στοιχείο που έστρεψε την προσοχή του επίμονα στην ανάγνωση λογοτεχνίας, με την πεποίθηση ή την ψευδαίσθηση, ότι μέσα απ’ αυτήν έχει μία ”επαφή” με τον άγνωστο γεννήτορά του, και τελικά την ερωτεύτηκε. 

«… η φωνή των συγγραφέων που αγαπώ είναι κάτι που βγαίνει εκ των έσω, έχει να κάνει με το κάθε εκατοστό του δέρματός τους, ζει κάτω από τα νύχια και φτάνει ως το κεφάλι. Την καταλαβαίνεις με τον πρώτο ήχο» ήταν τα λόγια με τα οποία γνωρίσαμε την μεγάλη αγάπη του για την τέχνη του λόγου, που αποφασίζει να μετατρέψει σε βιοποριστικό επάγγελμα. Γίνεται βιβλιοθεραπευτής, εγκαθίσταται στη Ρώμη σε μία γκαρσονιέρα της οδού Μερουλάνα, μετά και την απογοήτευση που υπέστη, όταν τον εγκατέλειψε η αγαπημένη του Σερένα. Εκεί έλυσε το αίνιγμα της κυρίας Παρόντι, της χαμένης αναγνώστριας.  

Με το νέο βιβλίο του ο Stassi βάζει τον ήρωά του σε νέες περιπέτειες, διευρύνει το φάσμα των αναζητήσεών του, με ένα κείμενο πιο μεστό και μία πλοκή πιο σφιχτοδεμένη, που αγγίζει πέρα από τα λογοτεχνικά πράγματα, σύγχρονα προβλήματα που απασχολούν την πραγματική κοινωνία. ‘Οπως π.χ. η δημιουργία επιστημονικού προλεταριάτου εξαιτίας της ανεργίας, το μεταναστευτικό, η γλωσσική ασυνεννοησία, το ρατσιστικό μίσος, και η αναζήτηση της ποιότητας, από μία πολυγραφότατη συγγραφέα. 

Το σαγηνευτικό αυτό μυθιστόρημα είναι μία διερευνητική περιδιάβαση στην Αιώνια Πόλη με τους ήχους των γαλλικών τραγουδιών που αγαπά ο ήρωας, μία διαδρομή στο διαχρονικό ανθρώπινο πνεύμα, το ελεύθερο αλλά και το εγκλωβισμένο σε μία βιβλιοθήκη, για να παραμείνει ανά τους αιώνες. Μια ελεγεία για την αναζήτηση της ρίζας – ταυτότητας, και την απώλεια του έρωτα. Οι συμπτώσεις του, έχουν πραγματικά “ψυχή”, και ίσως η μεγαλύτερη είναι αυτή που προϊωνίζεται στις τελευταίες σελίδες και που φαντάζομαι θα απολαύσουμε στη συνέχεια των περιπετειών του Βίντσε Κόρσο. Με προφανή αγάπη για τη γαλλική γλώσσα και κουλτούρα ο Stassi έχει προμετωπίδα σε καθένα από τα μικρά κεφάλαια της αφήγησής του ένα δίστιχο από το γνωστό ποίημα του Αντουάν Πολ  Les passantes” που μελοποιήθηκε και τραγούδησε ο Ζωρζ Μπρασσένς.   

       

Je veux dédier ce poème
toutes les femmes qu’on aime                

Pendant quelques instants secrets
celles qu’on connaît à peine
 

Qu’un destin différent entraîne
Et qu’on ne retrouve jamais

 

Μεταξύ των πελατισσών του Βίντσε Κόρσο, – πρόκειται σχεδόν αποκλειστικά για γυναίκες – αν εξαιρέσουμε την επίσκεψη του ρατσιστή που η επίσκεψή του στον Βίντσε είχε άλλους σκοπούς, τον σημαντικότερο ρόλο στο βιβλίο παίζει η υπόθεση της κυρίας Μπαλντίνι – αδελφή ενός πολύγλωσσου σινολόγου – που χτυπημένος από αλτσχάιμερ νοσηλεύεται σε μία νευρολογική κλινική. Παρά τη γνώση τόσων γλωσσών, η γλώσσα του είχε οπισθοδρομήσει αγγίζοντας τους ήχους των μωρών. Σκοπός της επίσκεψης της Μπαλτίνι είναι να προτρέψει τον Βίντσε να βρει σε ποιο βιβλίο ανήκουν οι κάποιες μπερδεμένες φράσεις που επαναλαμβάνει ο άρρωστος αδελφός της.  

Ο Βίντσε, αν και διαβλέπει τις πονηρές προθέσεις της Μπαλτίνι για πιθανό κρυμμένο ”θησαυρό”, μέσα από την πρεμούρα της να προλάβει τη λύση πριν από την τελική απώλεια μνήμης του αδελφού της, προσπαθεί με κάθε τρόπο να διαλευκάνει το μυστήριο ξεκλειδώνοντας πιθανούς κώδικες, μέσα από τις ασυνεχείς, σχεδόν ασυνάρτητες φράσεις του. 

Τις πρώτες ”βοήθειες” του έδωσε ο γνωστός και από το προηγούμενο βιβλίο, θυρωρός της πολυκατοικίας Γκάμπριελ, μετανάστης από Αργεντινή στη Ρώμη. Πρόκειται για το τρούκο, ένα παιχνίδι χαρτιών που παιζόταν στην πατρίδα του. 

«Θα είμαστε πάντα ο ξένος κάποιου άλλου, δεν είναι ανόητο…» 

Ακολούθησε η βοήθεια από τον φίλο του παλαιοβιβλιοπώλη Εμιλιάνο. Ιδιαίτερα ωραία δοσμένη η αφήγηση της πιθανότητας να παίξει κανείς στα χαρτιά (αφού έχει μείνει ταπί) κάποια από τις αναμνήσεις του. Ο Βίντσε πιθανολογούσε ότι οι ακατάληπτες φράσεις του σινολόγου, αφορούσαν κάποια προσωπική του ανάμνηση. 

      

Η Κινέζα Φενγκ, καθηγήτρια Κινέζικης γλώσσας, που τυχαία γνώρισε σε μία από τις περιδιαβάσεις στην αιώνια πόλη, μαζί με τον σκύλο του, ο Βίντσε, μετά τη συζήτηση του θέματος που τον απασχολούσε του δίνει κάποια στοιχεία μεταξύ των οποίων τον “κωδικό” αριθμό των βασικών ιδεογραμμάτων από τα οποία σχηματίζονται οι υπόλοιπες λέξεις της κινεζικής γλώσσας.  

«Η Φενγκ είχε πει ότι μπορούσα να διαβάσω τη Γένεση σαν την αφήγηση της γέννησης ενός λεξικού». 

Το ζήτημα της γλώσσας, από την περίοδο γέννησης των γλωσσών, ως μέσου επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων απασχολεί πολύ τους δύο ήρωες με αναφορές στη Βαβέλ και στην ασυννενοησία,  ειδικά και μεταφορικά, τότε και διαχρονικά. 

«Θαρρείς και δεν είχαμε αντιληφθεί ποτέ τόσο ξεκάθαρα, ακόμα και μεταξύ μας τη βαβελική ασυνεννοησία που χωρίζει όλα τα ανθρώπινα πλάσματα».  

Πόσο τυχαία αναφέρονται στο θεόρατο κτίσμα της Βαβέλ, με όλα τα είδη των ζώντων και ποια η σχέση με τις σημερινές πόλεις και τους ουρανοξύστες;    

«Ίσως η κατάρα των ουρανοξυστών να ξεκινούσε από κει, σκέφτηκα, όταν θυμήθηκα ότι η 11η Σεπτεμβρίου είχε σηματοδοτήσει το τέλος της νιότης πολλών ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μου».  

    

Όταν η Μπαλτίνι επιτρέπει στον βιβλιοθεραπευτή να επισκεφθεί την περίφημη βιβλιοθήκη του άρρωστου σινολόγου, κορυφώνεται η πλοκή του μυθιστορήματος. Ο Βίντσε εντυπωσιάζεται από την σχολαστικά επιμελημένη ταξινόμηση βιβλίων και αντικειμένων. 

«Ίσως πάλι, αυτό το άγχος του να ταξινομεί τα πάντα να ήταν σύμπτωμα της ασθένειάς του. Το ξέρετε ότι κάποιες ενδείξεις μπορούν να εμφανιστούν ακόμα και σαράντα χρόνια προτού διαγνωστείς» , δηλώνει η Μπαλτίνι. 

«Η φύση αποκαθιστά πάντα το χάος  από το οποίο πασχίζουμε να σωθούμε»σκέφτεται ο Κόρσο.   

Η αναζήτηση των στοιχείων που πιθανόν θα του δώσουν τη λύση γίνεται ιδιαίτερα μυστηριώδης, τα σημάδια που αναζητά μέσα από τις σελίδες των σπάνιων βιβλίων, εξάπτουν τη φαντασία του αναγνώστη. Ο Βίντσε χρησιμοποιεί κάθε πιθανό κώδικα για τη λύση του μυστηρίου. Σε κάποιο σημείο μου θύμισε Νταν Μπράουν. Ο Stassi εχει βέβαια ένα ξεχωριστό αφηγηματικό στυλ.  Πολλά από τα βιβλία περιέχουν εσωτερικά κάποιες κομμένες σελίδες από άλλα βιβλία, πράγμα που εξάπτει την  φαντασία και την περιέργεια του βιβλιοθεραπευτή. Εδώ “ανακαλύπτει” ένα αγαπημένο και δικό μου απόσπασμα από τον Στόουνερ, ένα βιβλίο που τόσο πολύ  προτιμήθηκε από το αναγνωστικό κοινό στην επανέκδοσή του. 

Θα βοηθήσει άραγε στη λύση του μυστηρίου; Θα καταφέρει να δώσει κάποια θετική απάντηση στην πελάτισσά του ή θα παραιτηθεί;  

Στο μεταξύ ο Βίντσε βρίσκεται τυχαία σε μια διαδήλωση μεταναστών, μπλέκεται ανάμεσά τους, φωνάζει τα συνθήματά τους, μέχρι να επέμβει η Αστυνομία, όπου ανάμεσά τους διακρίνει και τον ρατσιστή που τον είχε επισκεφθεί.   

«Για πρώτη φορά συνειδητοποίησα ότι είχα περάσει ένα όριο. Τη γραμμή που χωρίζει τα επινοημένα πράγματα από τα πραγματικά. Την τύχη από τη βία. Την αδικία από την ευθύνη. Τον έρωτα από τις συμπτώσεις. Τώρα ήξερα πως ήταν αληθινή κάθε λέξη που λέγεται και που γράφεται ή ξεχνιέται και που θα έπρεπε πάντα να αιτιολογείται. Ήταν αληθινές όλες οι προσβολές κι όλες οι αγκαλιές των τελευταίων χρόνων, όλες οι αναμνήσεις που είχα χάσει, όλα τα μυστικά κρυμμένα στις αποθήκες των βιβλιοθηκών.» 

     

 

Fabio Stassi

 

Καθόταν στη μπυραρία που σύχναζε όταν από “σύμπτωση” είδε μία κυρία να βγαίνει από ένα ταξί. Ήταν σίγουρος ότι ήταν αυτή! Την πλησίασε και την ενημέρωσε ότι βρισκόταν αλλού αυτός που έψαχνε. Εκείνη του εξομολογήθηκε: 

«Είχαμε δημιουργήσει έναν κώδικα. Ξέραμε κι οι δύο ότι χρησιμοποιούσαμε τις φωνές των άλλων για να πούμε ό,τι δεν είχαμε το κουράγιο να εκστομίσουμε».   

      

Ψάχνοντας την Φενγκ κοντά στο Πανεπιστήμιο, ο Βίντσε βλέπει μια σχισμένη αφίσα:      

«Η άκρη μιας αφίσας που υποκινούσε το ρατσιστικό μίσος χτυπούσε  από τον αέρα πάνω σ’ έναν τοίχο. Έπιασα τη γωνία της με τα δυο μου δάχτυλα και την τράβηξα για ν’ ακούσω τι θόρυβο κάνει, τι θόρυβο κάνει η αλήθεια όταν ξεσκίζεται».  

Αναρωτιέται για την αλήθεια, για τον λόγο που διάλεξε αυτό το “επάγγελμα”, τελικά ποιον ήθελε να θεραπεύσει; Ποιό ερώτημα τον βασάνιζε, τι θα σκεφτόταν ο ρεσεψιονίστας στο ξενοδοχείο Νεγκρέσκο που λάβαινε καθημερινά εκείνη την καρτ ποστάλ χωρίς συγκεκριμένο παραλήπτη; Είχε ο ίδιος καταφέρει να βρει το κατάλληλο βιβλίο για να θεραπευτεί από την απώλεια της Σερένα;   

«Σκέφθηκα πως μπορούμε να φυλαγόμαστε από τα πάντα, όχι από τον ίδιο μας τον εαυτό». 

       

Ο Fabio Stassiυπογράφει πάλι ένα βιβλίο για την αγάπη στη λογοτεχνία, με αναφορές και αναλύσεις σπουδαίων γνωστών και παντελώς άγνωστων έργων, (υπάρχει αναλυτικός κατάλογος των βιβλίων στο τέλος της έκδοσης) εμπλέκοντας στη νουάρ αφήγηση του το σασπένς που διεγείρει τη βουλιμία του αναγνώστη για την επόμενη σελίδα. Διανθίζει τον λόγο του με ειρωνεία, πικρό υποδόριο χιούμορ και σαρκασμό, για τη σημερινή επαγγελματική και οικονομική κατάσταση των νέων, για τη μίξη γλωσσών και των χρωμάτων με όλα τα συμπαρομαρτούντα, για τον αληθινό έρωτα ή τον συμπτωματικό, για το μέλλον της λογοτεχνίας, για την ταυτότητα. Θέτει πλήθος ερωτημάτων για κάθε επίμονο αναγνώστη, κεντρίζοντας την ευφυϊα του. Επανασυστήνει έναν ήρωα που πραγματικά ο αναγνώστης θέλει να μάθει τη συνέχεια των περιπετειών του. 

Ένα σαγηνευτικό βιβλίο, σε μία πολύ καλή μετάφραση και πάλι της Δήμητρας Δότση. Το συνιστώ ιδιαίτερα σε όσους πραγματικά αγαπούν τη λογοτεχνία!  

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top