Fractal

✔ Κατερίνα Παπαντωνίου: «Είναι η Ιστορία που πάντα οι γυναίκες την αφηγούνται. Είναι ο καμβάς και ο καβγάς»

Συνέντευξη στη Χρύσα Φάντη //

 

 

Η Κατερίνα Παπαντωνίου μιλάει για το  έργο της συγγραφής, με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία της νουβέλας της «δεν θα είσαι εκεί».

 

 

 

Η Κατερίνα Παπαντωνίου εμφανίστηκε στην πεζογραφία το 2016 με το Σκοτεινό Ασανσέρ, από τις εκδόσεις Τόπος,  βιβλίο αξιοπρόσεκτο που απέσπασε ιδιαίτερα ευνοϊκές κριτικές. Επρόκειτο για μια πρωτότυπη καταγραφή (εν είδει ανθρωπογεωγραφίας) της Αθήνας, πόλη την οποία γνωρίζει καλά η συγγραφέας αφού μέχρι σήμερα σ’ αυτήν ζει, κινείται και εργάζεται. Στο σκοτεινό ασανσέρ οι ήρωές της ήταν άνθρωποι ανέστιοι, πικραμένοι, ανυποψίαστοι, που ενώ κινούνταν μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα κλειστοφοβική, κατάφερναν τελικά, με το έναν ή τον άλλο τρόπο, να απελευθερωθούνε. Στο δεύτερο πεζογραφικό βιβλίο της, με τον τίτλο δεν θα είσαι εκεί, που κυκλοφόρησε μέσα στο 2019 από τις ίδιες εκδόσεις, υπάρχει επίσης ένα ανάλογο σκηνικό, με κεντρικό πρόσωπο έναν δικαστικό επιμελητή, τον Αργύρη Πολυζώη.

 

 

-κ. Παπαντωνίου, τι σας παρακίνησε να γράψετε αυτό το βιβλίο.

-Το δεν θα είσαι εκεί ξεκίνησε χάρη στον στίχο της Anne Sexton Μερικές γυναίκες παντρεύονται σπίτια, από το ποίημα Νοικοκυρά. Αναρωτήθηκα πώς μια γυναίκα κατοικεί ένα σπίτι, πώς κατασκευάζει τη φωλιά της. Πώς κατοικείται η γυναίκα νοικοκυρά από το σπίτι─εστία και όταν, εντέλει, φεύγει από το σπίτι, τι μένει πίσω; Παιχνίδια που έζησε; επινόησε; έπαιξε; μέσα στο σπίτι/ σκηνικό/ παιδική χαρά; Όσα έζησε, στιγμιότυπα από όσα έζησε, γίνονται χάρτινες εικόνες που κολλάνε στους τοίχους και τους διαβρώνουν όπως το νερό. Πώς αντιδρά ο άντρας απέναντι στην εικόνα/ κόσμο/κατασκευή μιας γυναίκας, έψαχνα την απάντηση μέχρι το τέλος του βιβλίου.

 

-Η συγγραφή, λοιπόν, ως παιχνίδι για την εύρεση μιας απάντησης ή την αναβίωση μιας εικόνας;   

-Έλα να παίξουμε, αυτό παρακινεί κάθε κίνηση έξω από τη ρουτίνα. Έλα να παίξουμε στο πάρκο, στον δρόμο, στο σπίτι σου, κάτω από τις σκάλες, έλα να παίξουμε κρυφά ή φανερά, οι δυο μας ή μαζί με άλλα παιδιά. Κι επειδή, πλέον, δεν παίζουμε κρυφτό ή κυνηγητό, δεν παίζουμε τον γιατρό ή το μωρό, δεν υποδυόμαστε, όπως τα παιδιά, τον στρατηγό ή το λιοντάρι, γι αυτό γράφω. Δεν βρίσκω παρέα να πάμε στην παιδική χαρά, να κάνουμε τραμπάλα, ν’ ανέβουμε ανάποδα την τσουλήθρα. Γι΄ αυτό και σε όλο το βιβλίο η φράση έλα να παίξουμε επαναλαμβάνεται ως ψίθυρος στο αυτί του αναγνώστη.

 

 

-Γιατί ο τίτλος «δεν θα είσαι εκεί»; Ο Πολυζώης είναι ένας κοινός δικαστικός κλητήρας. Πώς ένας άνθρωπος, εκ των πραγμάτων ρεαλιστής και ορθολογιστής, μαγεύεται από την χάρτινη εικόνα ή καλύτερα, τις πολλές χάρτινες εικόνες μιας άγνωστης; Γιατί διαλέξατε τον συγκεκριμένο χαρακτήρα για κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου σας;

-Γιατί συνέχεια αναβάλεις, λες και η ζωή είναι πρόβα και το μόνο που, εντέλει, καταφέρνεις είναι ποτέ να μην είσαι εκεί.  Όσο για το κεντρικό πρόσωπο, διάλεξα έναν αρχετυπικό, λευκό άντρα για να δω αν μπορώ να τον παρακολουθήσω. Ο χαρακτήρας δείχνει πρακτικός και λειτουργικός, για να μπορεί να επιβιώσει. Κυριεύεται, όμως, από τη σαγήνη της γυναίκας που βρίσκει μέσα στις χάρτινες εικόνες και σιγά σιγά απεμπολεί μόνος του την εξουσία του ως άντρας και γρανάζι μιας σκληρής γραφειοκρατικής μηχανής. Τον διάλεξα για να δω αν μπορώ να τον καταλάβω. Στο Σκοτεινό Ασανσέρ οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι τρεις γυναίκες, οπότε ένιωθα ασφαλής απέναντι τους. Στο δεν θα είσαι εκεί εγκατέλειψα την ασφάλεια. Προσωπικό στοίχημα.

 

-Αν και το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται τα πρόσωπα του βιβλίου σας είναι καθορισμένο και με άμεσες και πολλές αναφορές στην ταραγμένη από διαδηλώσεις και βίαια επεισόδια Αθήνα του 2012, ο κεντρικός χαρακτήρας του, αντιμέτωπος μ’ έναν εαυτό που μέχρι τότε τού ήταν άγνωστος, φαίνεται να ακροβατεί ανάμεσα  πραγματικότητας και φαντασίωσης, στοιχειωμένος από λογής φαντάσματα και μορφές άλλοτε ευχάριστες και αέρινες και άλλοτε ανοίκειες και εφιαλτικές.

-Τίποτα δεν είναι άγνωστο, απλώς το κρύβεις καλά. Αλλά όταν το άγνωστο βρίσκει ρωγμές για να βγει, καμία συνθήκη δεν το εμποδίζει να σε αντιμετωπίσει.

 

-Στο έβδομο κεφάλαιο, ο Πολυζώης φαίνεται να χάνει την αίσθηση του χρόνου και της ηλικίας του. Είναι, γράφετε, «παιδί με την αίσθηση του τωρινού, ενήλικου σώματος». Αλήθεια, «πώς μπορείς να αισθάνεσαι το πεθαμένο σου σώμα»;

-Το πεθαμένο σώμα ανακαλείται από τη σχέση σου με τον άλλο. Στην κηδεία ενός αγαπημένου ανθρώπου, συνειδητοποιείς ότι μαζί του πεθαίνει και η αίσθηση των σωμάτων που μοιράστηκες με αυτόν.

  

-Στο κενά που αφήνει η δράση του Πολυζώη υπεισέρχονται οι ιστορίες διάφορων γυναικών, χωρίς καμιά προφανή σύνδεση, ούτε αναμεταξύ τους ούτε και ως προς το κεντρικό πρόσωπο. Παρά ταύτα, στο βιβλίο σας, ενώ ο κεντρικός χαρακτήρας είναι άντρας, σημαντικό ρόλο, πιθανόν και πρωταγωνιστικό, παίζουν όχι μόνο οι γυναίκες των παρένθετων αυτών ιστοριών αλλά και εκείνες που τον στοιχειώνουν (υπαρκτές και ανύπαρκτες).

-Οι ιστορίες των γυναικών συνιστούν το πλαίσιο της αφήγησης, γι αυτό δεν χρειάζονται καμία σύνδεση. Είναι η Ιστορία που πάντα οι γυναίκες την αφηγούνται. Είναι ο καμβάς και ο καβγάς. Οι ιστορίες των γυναικών συνδέονται μεταξύ τους με το σκληρό σκοινί του πατέρα. Κεντρικός χαρακτήρας είναι η γυναίκα στις χάρτινες εικόνες, αυτή εκκινεί την πλοκή και την καθορίζει μέχρι τέλους. Παρόλο που η γυναίκα εμφανίζεται μόνο μια φορά, είναι πάντα εκεί. Οι αφηγήτριες των ιστοριών σαρκώνονται μέσ’ από τη γλώσσα τους. Οι υπόλοιπες γυναίκες, γιαγιά, ερωμένη, σύζυγος, δομούν τη φαντασία του άντρα. Οι γυναίκες τού δίνουν σχήμα και υπόσταση.

 

 

-Μιλήστε μας λίγο για το περίφημο καθεστώς της εικόνας. Λέτε: «Ζούμε ανάμεσα σε εικόνες. Από το κακότεχνο γκράφιτι μέχρι την εικόνα που αναπαριστά ο καθένας μας για τον άλλο».

-Μένουμε στην εικόνα, στη γλιστερή της επιφάνειας.

 

– Λέτε: «Όποιος είναι και παραμένει θεατής, επιλέγει τη θέση του νεκρού».

-Πάνω σ’ αυτήν τη ράγα κινείται το βιβλίο. Την ανθρώπινη κατάσταση της αδράνειας που χαρίζει τον θάνατο πριν την ταφή.

  

-Στο πέμπτο κεφάλαιο, στη σελ. 58, αναπτύσσετε μια πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα για τον τρόπο που λειτουργεί ερωτικά ο πρωταγωνιστής. Και λέω ενδιαφέρουσα, αφενός επειδή περικλείει πολλά από τα μυστικά του βιβλίου και της κεντρικής ιδέας του, και αφετέρου γιατί αυτός ο τρόπος αυτοερωτισμού, αν και παράδοξος, φαίνεται να είναι  ιδιαίτερα διαδεδομένος (και όχι μόνο σε προσωπικότητες  του είδους του Πολυζώη). Γράφετε: «Το πρωί καμία δεν θυμόταν, όλες τις θυμόταν, τις τεμάχιζε, τις διαμέλιζε, όχι βέβαια με πάθος ─απέφευγε τα πάθη, προτιμούσε τους μικρός, ελεγχόμενους ερεθισμούς».

-Η επιθυμία λιπαίνει τη ράγα που κινείται το βιβλίο. Όμως, ο δικαστικός επιμελητής, αν και δείχνει να την κυνηγάει, κάνει έξωση στην επιθυμία. Τον τρομάζει ο έρωτας ως διακινδύνευση και υπέρβαση, τον τρομάζει το σεξ, φοβάται να μπει στον λαβύρινθο. Προτιμά να νοικιάζει εικόνες ανθρώπους, ανθρώπους εικόνες.

 

-Στο τέλος του πέμπτου κεφαλαίου, γράφετε: «[…] η πραγματικότητα απονεκρώνει το σώμα ενώ η αντανάκλαση, πιθανόν λόγω της παραμόρφωσης, σαγηνεύει».

-Η αντανάκλαση είναι αναπαράσταση, ένα ψευδοστιγμιότυπο της πραγματικότητας. Κοιτάζοντας την αντανάκλαση γίνεσαι αντικείμενο θέασης, απομακρύνεσαι από το γνήσιο, ξεχνάς το βίωμα, προσπερνάς τον θάνατο αυτού που έζησες και έθαψες ανεπιστρεπτί. Κι έτσι, δήθεν αθώος, εισέρχεσαι σε μια κατασκευή, σ’ ένα σκηνικό με φωτοσκιάσεις.

 

-Ενώ το ύφος του βιβλίου είναι τραγικό, υπάρχει συγχρόνως ορατό το φλερτ μιας αφήγησης που γέρνει προς το γκροτέσκο.

-Χαίρομαι ιδιαίτερα για την επισήμανση. Αυτή είναι η οπτική. Όλη η ιστορία τού δεν θα είσαι εκεί είναι γκροτέσκο, ένα δυστοπικό γκροτέσκο. Φτάνει στα άκρα στολισμένη με κοσμήματα, πονηριές, επιθυμίες και κεφτεδάκια της γιαγιάς. Φαντάσματα κάνουν φάρσες, ερωτικά παιχνίδια και κανείς δεν παραξενεύεται. Όπως ακριβώς στην παρενδυτική μας πραγματικότητα. Δίνεις τον οβολόν σου στον άστεγο και μετά βγάζεις εισιτήριο για να μπεις στον κινηματογράφο. Μια μόνιμη παρενδυσία. Ποιόν θέλεις για να ξεγελάσεις;

  

-Ιδιαίτερη έμφαση, επίσης, δίνετε στη γλώσσα και τις επαναλήψεις της.

-Γράφω για τη γλώσσα. Είμαι ερωτευμένη με τη γλώσσα. Όσες φορές κι αν με απατήσει, κι αν μου γυρίσει την πλάτη, τόσο περισσότερο την επιθυμώ. Ικανοποιούμαι με τα αταίριαστα και απειράριθμα πιθανά ζευγαρώματα της. Ο συγγραφέας κατασκευάζει γλώσσα. Μέσα σ’ αυτήν κατοικούν οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις.

 

-Το βιβλίο σας, σε όλες σχεδόν τις σελίδες του, αν και καθαρά πεζογραφικό και μυθιστορηματικό (συγκεκριμένος χρόνος και χώρος, πλοκή, χαρακτήρες κλπ,) χάρη στις αλλεπάλληλες εστιάσεις στο σώμα, στις αισθήσεις, στις μυρωδιές, στη λειτουργία των λέξεων, του χρόνου της ύπαρξης και της μνημονικής ανάκλησης, με έναν άλλο τρόπο μοιάζει να συγκροτεί ιδιότυπη ποιητική πραγματεία.

-Είναι κολακευτικό να χαρακτηρίζονται τα υλικά μου ποιητική πραγματεία. Δεν είχα την πρόθεση. Μοναδική μου στόχευση είναι να «παίξω» με τη γλώσσα, να δοκιμάσω μέχρι που μπορεί να φτάσουν οι λέξεις, τα σημεία στίξης, οι παύσεις, τα κενά, όσα δεν λέγονται. Μ’ αυτά να χτίσω ένα σπίτι για να φιλοξενήσω εκεί τους χαρακτήρες και να αυτοσχεδιάσουν χωρίς να ξεχνούν ότι όλοι οι χαρακτήρες είναι ένας, θρυμματισμένος σε πολλά κομμάτια, όπως είμαστε όλοι και δεν το αποδεχόμαστε. Όποιος το αποδεχθεί, ζει εν ειρήνη

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top