Fractal

✔ Κατερίνα Παπαντωνίου: “Όταν ο χώρος γίνεται το υποκείμενο που σε κατοικεί.”

Συνέντευξη στην Χρύσα Φάντη //

 

 

Η Κατερίνα Παπαντωνίου, με αφορμή τη διαδικτυακή συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στις 6-6-2021 μεταξύ των μελών της Λέσχης Ανάγνωσης Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, μιλάει στη Χρύσα Φάντη για το μυθιστόρημά της, Σκοτεινό ασανσέρ.

Το Σκοτεινό Ασανσέρ της Κατερίνας Παπαντωνίου (Τόπος, 2016), δεν είναι ένα τυπικό δείγμα νεοελληνικού μυθιστορήματος, από αυτά που κατακλύζουν την αγορά του βιβλίου. Είναι ένα ιδιαίτερο, ελλειπτικό μυθιστόρημα, του οποίου η ιδιαιτερότητα δεν βρίσκεται τόσο στα μοντερνιστικά αφηγηματικά του ευρήματα, ούτε στις μεταμοντέρνες πρακτικές που υιοθετεί, όσο στον τρόπο με τον οποίο αφομοιώνοντάς τα, φτιάχνει την δική του ταυτότητα. Για τον λόγο αυτό, αντί μιας τυπικής παρουσίασης ή συνέντευξης, προχωρήσαμε σε μια κουβεντιαστή ανάλυση, με τη συγγραφέα. κ. Παπαντωνίου

 

 

 

 

Γιατί το Σ.Α σήμερα;

-Το Σ.Α γράφτηκε το 2012- 2014, εκδόθηκε το 2016, μέσα στην κρίση. Ο ιστορικός του χρόνος είναι το 2005, με αναδρομές έως το ’50, ένα βιβλίο κλιμακούμενης βίας, πολλαπλών μορφών, κοινωνική, οικογενειακή, ερωτική και πρωτίστως πολιτική πάνω στο γυναικείο σώμα. Σήμερα, πάλι σε κατάσταση «εξαίρεσης», κρίσης, η βία, πολιτική κοινωνική, οικογενειακή, ερωτική ─πλησιάζουμε τους διεθνώς αποδεκτούς όρους «γυναικοκτονία», «έμφυλη βία»─, έχει τόσο υπέρμετρα ενταθεί, που αποτελεί καθημερινή είδηση και ίσως σύντομα καταστεί δεδομένο της καθημερινότητας.

 

Γιατί Σκοτεινό ασανσέρ;

-Ο τίτλος είναι η πρώτη χειραψία με τον αναγνώστη. Πρέπει να είσαι σαφής και ειλικρινής. «Ασανσέρ», γιατί πρόκειται για ιστορίες της πόλης, μια αστυγραφία, ιστορίες που γραπώνονται πάνω στα υλικά και αναδύονται από αυτά. «Σκοτεινό», γιατί, όπως στον σκοτεινό θάλαμο της παραδοσιακής εκτύπωσης φωτογραφίας, χρειάζεται συσκότιση για να έχεις ευκρινή εικόνα.

 

Στο Σκοτεινό ασανσέρ, η αφήγηση, ή μάλλον οι επιμέρους αφηγήσεις, όχι μόνο συνδέονται, αλλά και κινούνται, ─επικεντρώνονται, θα λέγαμε─, σε έναν συγκεκριμένο χώρο, αυτόν του αστικού ιστού. Ξεκινώντας από την Αθήνα του σήμερα αγγίζουν ταυτόχρονα και την Αθήνα που χάνεται, αφήνοντας τα ίχνη της στις ρωγμές του τσιμέντου.

-Το υποβαθμισμένο κέντρο της Αθήνας: από το Μεταξουργείο ως την Κυψέλη, είναι ο πρωταγωνιστής, ο κύριος χαρακτήρας του Σ.Α. Η πολεοδομία που δημιουργεί και αφαιρεί τη ζωή. Τα κτήρια, και, κυρίως, η πολυώροφη αστική πολυκατοικία όπου ζουν οι άνθρωποι, εκεί που είναι και δεν είναι ο εαυτός τους, η προϊστορία και η ιστορία τους, εκεί που βουλιάζουν στις κατασκευές του εαυτού τους.

 

 

 

-Το πρώτο κεφάλαιο, με τον τίτλο Άννα (κώχη), αρχίζει με έναν κοφτό διάλογο, μιαν ανάκριση για την ακρίβεια, τρόπος όχι και τόσο συνηθισμένος. Η ανάκριση γίνεται με αφορμή έναν μετανάστη στην Ελλάδα του 2005, με τη βαριεστημένη, ευτράπελη επισημότητα του ανακριτή και τις ψευτοαυθόρμητες παρανοήσεις της ανακρινόμενης, να θυμίζουν ανάλογα σκηνικά των προηγούμενων δεκαετιών, του 50, του 60 και του 70.

-Το θέμα που με έκαιγε (η αλλαγή του γενέθλιου τόπου μου, η απώλεια της οικειότητας με τον γενέθλιο τόπο) ─γράφουμε για ότι μας καίει, αυτό πυροδοτεί τη δημιουργία: τι σε βασανίζει─ είναι μια ιστορία κοινότοπη, χιλιοειπωμένη και για αυτό, ιστορία την οποία αρνιόμουν να πω στις παρέες μου, απέφευγα μάλιστα τις σχετικές συζητήσεις. Γι αυτό έψαχνα διαφορετικούς, «περίεργους» τρόπους να το αφηγηθώ. Αυτή η περιέργεια, να στήσω έναν άλλο τρόπο αφήγησης, μου δημιούργησε το ενδιαφέρον και την ένταση να γράψω το Σ.Α. Η αρχή σε ό,τι και αν κάνουμε είναι η μεγαλύτερη πρόκληση. Η αρχή στο Σ.Α ─ένας ασυνήθιστος ως τεχνική γραφής γυμνός διάλογος─, στοχεύει να στηθεί το σκηνικό, η ατμόσφαιρα του βιβλίου. Σαν να ανοίγει η αυλαία του θεάτρου, η πρωταγωνίστρια συστήνεται στο κοινό και το προετοιμάζει για τη συνέχεια: Ποιος μιλάει; Μια γυναίκα με όνομα και επώνυμο. Ποιος ο λόγος, η αιτία που μιλάει αυτή η γυναίκα; Γιατί η Ιστορία την στροβίλισε με μεγάλες ταχύτητες. Οι ερωτήσεις κάθε ανακριτή και κάθε κριτή είναι πάντα ευτράπελες καθώς η φαιδρότητά του κρέμεται στην άκρη του δάχτυλου που κουνάει επιτιμητικά. Το 2005 ακόμα δεν είχαμε συνειδητοποιήσει πόσο απείχαμε από τις μεθόδους του ΄50, 60, 70. Ή μήπως δεν έχουμε ακόμα απομακρυνθεί;

 

Αιτία της ανάκρισης είναι μια υπόθεση ληστείας, στην οποία, όπως τουλάχιστον υποψιάζεται ο ανακριτής, εμπλέκεται και ένας ένοικος της πολυκατοικίας, ο μετανάστης Αστρίτ Μπέντο. Ο Αστρίτ μένει σε ένα διαμέρισμα –δωματιάκι, με κοινόχρηστο καμπινέ και νιπτήρα, στον έκτο όροφο, κάτω από το διαμέρισμα της Άννας. «Αστρίτ», τον αποκαλεί ο ανακριτής, «Αριστείδη», επιμένει να τον διορθώνει η συνταξιούχος θυρωρός.

-Αστρίτ- Αριστείδης: η αλλαγή της ταυτότητας. Επέρχεται ερήμην του υποκειμένου, αυθαίρετα, βίαια αλλά εξίσου δραστικά και με την καλοσυνάτη αδιαφορία του άλλου, του γείτονα ή και της μητέρας σου που δεν ακούει «καλά το όνομά σου» γιατί αδιαφορεί για τη δική σου ταυτότητα. Στο κοινωνικό πεδίο, η άγνοια και ο φόβος λόγω της άγνοιας περί την ταυτότητα του άλλου είναι η βάση του ρατσισμού.

 

Στην πορεία, τόσο ο διάλογος όσο και η μορφή του ξένου, που φαίνεται να μοιάζει αλλά και να διαφοροποιείται από εκείνην του γιού της, εμπλέκουν νοηματικά το σήμερα με τις πρότερες μνήμες της, μνήμες που ενισχύονται από τα παρένθετα κειμενικά σπαράγματα ─απρόσωπες ειδήσεις ή εμβόλιμες, πρωτοπρόσωπες αναφορές, η παράθεση των οποίων αποτελεί τεχνική πολλαπλώς νομιμοποιημένη στη λογοτεχνία του μεταμοντέρνου. Θα θέλαμε, όμως, και τη δική σας συγκεκριμένη προσέγγιση.

Διάλεξα την τεχνική του σπαράγματος, τη σύνθεση ψηφίδα ψηφίδα, του κολλάζ με εμφανείς τις ραφές γιατί η πραγματικότητα της μετανεωτερικής κοινωνίας μας είναι χίλια κομμάτια, αμφίσημη, αβέβαιη, αδυσώπητη σαν τη θάλασσα, που «αδυσώπητη θα μας περιγελάη», όπως λέει ο Μαλακάσης. Οι πολυτροπίες, τα κενά και οι «δυσκολίες» που βάζουν στον αναγνώστη οι μεγάλοι του μεταμοντερνισμού (για παράδειγμα, Μπέκετ, Μπόρχες, Ναμπόκοφ) για μένα είναι η απόλαυση της ανάγνωσης και ως αναγνώστης λειτουργώ και όταν γράφω. Πώς να αποτυπώσεις σήμερα την αποσπασματικότητα πληροφοριών, τις ανέλεγκτες πηγές από όπου έρχονται, π.χ. για τον Covid, τι είναι, τι κάνω, τι θα γίνει, αγκαλιάζω τη μάνα μου; θα έχω δουλειά;

 

 Οι αναφορές της Άννας στους προηγούμενους ενοίκους της πολυκατοικίας της οδού Σωκράτους, και γενικότερα, στις σχέσεις και τις μνήμες της από το παρελθόν, συνδέει το πρώτο με τα επόμενα κεφάλαια, περνώντας αβίαστα στην πενηντάχρονη πλέον Φανή, αλλά και την άτυχη Ελένη. Μιλήστε μας, γι’ αυτές τις διασυνδέσεις.

-Η Άννα ζει στην παλιά αγορά της Αθήνας, σε επαγγελματική πολυκατοικία (χώροι εργασίας που η αλλαγή της οικονομίας και οι νέες ανάγκες τους μετατρέπει σε χώρους κατοικίας). Η Άννα/ Αγορά (παλιά κεντρική αγορά τροφίμων, εμπορευμάτων, χοντρικές, εργαστήρια) ήταν η ραχοκοκαλιά της παραδοσιακής κοινωνίας ή το στομάχι της κατά τον Ε. Ζολά. Η Άννα/ Αγορά γνωρίζει τη Φανή από παιδί γιατί οι γονείς της εργάζονταν εκεί και η Ελένη είναι ανιψιά της Άννας. Από τη ραχοκοκαλιά ξεκινούν τα μέλη/ διαδρομές στις γειτονικές του κέντρου συνοικίες, όπου κατοικούν η Φανή και η Ελένη, χαρακτηριστικές μικροαστικές πορείες στον αστικό ιστό. Οι ιστορίες τους συγκλίνουν και διαφέρουν σαν τις συνοικίες τις ίδιας πόλης.

 

Στο Σκοτεινό ασανσέρ τα κεντρικά πρόσωπα είναι γυναίκες. Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος;

-Είμαι γυναίκα και ως γυναίκα γράφω. Το υποκείμενο γυναίκα αφηγείται και αποτελεί αντικείμενο της αφήγησης. Οι γυναίκες υφίστανται την Ιστορία, οι γυναίκες την αφηγούνται για αυτό και ιστορίες γυναικών αφηγούνται την σύγχρονη ιστορία της Αθήνας.

 

 

Photo credit Victoria Alex

 

Από το πρώτο κεφάλαιο, γνωρίζουμε ήδη, ότι στην ίδια πολυκατοικία (Σωκράτους 37), οι γονείς της Φανής (το ζεύγος Τακόπουλοι) διατηρούσαν εργαστήριο εσωρούχων. Η Άννα θυμάται τη Φανή, μικρή, να τυλίγει γύρω από τον λαιμό της λωρίδες από ρετάλια, θυμίζοντας κουρελιασμένη πριγκίπισσα. Χρόνια μετά, τα γεμάτα κόμπους σκοινιά της ζωής της θα της θυμίζουν τις φλέβες στα πόδια της, φλέβες όπως εκείνες που έβλεπε τότε στα πόδια της Άννας. Πρόκειται για αναγωγές, που κάθε άλλο παρά τυχαία, όχι μόνο διαπερνούν αλλά και καθορίζουν την ποιότητα της γραφής σας.

-Είμαστε ύλη, μην ξεχνιόμαστε, μόνο ύλη, λαμπερή και φθαρτή. Με τη σάρκα μας ζούμε, σκεφτόμαστε, γράφουμε.

 

Η σχέση της Φανής με τον Αστρίτ, είναι δοσμένη με έναν τρόπο, που εξ αρχής ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια μιας ρεαλιστικής αποτύπωσης. Αυτό, όχι μόνο δεν φαίνεται να μειώνει την ποιότητα και τη δύναμη της, αλλά επιπρόσθετα, αναδεικνύει με τον πιο καίριο τρόπο την πολύπλοκη σχέση (ή μη σχέση) της Φανής, με ότι μπορεί να σημαίνει «άμεση σαρκική ερωτική επαφή».

-Η Φανή, γυναίκα της διπλανής πόρτας, αν και φαινομενικά χειραφετημένη, κρύβει την ένταση που προκαλεί το αρσενικό, με αποτέλεσμα η ερωτική της ενόρμηση να πολλαπλασιάζει και να ωθεί στα απώτατα όρια το υπαρξιακό της χάος.

 

Ο ρατσισμός, οι αντιπαλότητες και οι έντονες αμφιθυμίες που συχνά αναπτύσσονται ανάμεσα στους αυτόχθονες και τους ξένους κατοίκους μιας πολιτείας, αποτελούν καταστάσεις γνωστές και πολλαπλώς καταγεγραμμένες. Το δικό σας βλέμμα, όμως, δεν εστιάζει στην ανασφάλεια και τα πιθανά συμπλέγματα ξενότητας και μειονεξίας του μετανάστη. Ηθελημένα επικεντρώνεται στις διακυμάνσεις και τις αμφιταλαντεύσεις του αυτόχθονα, πριν αυτός φτάσει να οδηγηθεί στη βία και την ξενοφοβία. Εν προκειμένω, δεν είναι ο Αστρίτ που επιζητά την αποδοχή, είναι η Φανή, που όταν δεν βρίσκει από μέρους του την αναγνώριση που επιθυμεί, καταφεύγει στο μίσος και την απόρριψη.

-Το μοτίβο του ξένου και η αλήθεια του αυτόχθονα, ο οποίος νιώθει να διακυβεύεται η δική του ταυτότητα, η θέση του στον κόσμο. Αυτή είναι η πηγή του ρατσισμού: ο φόβος μήπως χάσω αυτό που έχω, με δεδομένο ότι «είμαι αυτό που έχω». Μια έκφανση του φόβου αποζητά την αναγνώριση από τον ξένο. Η Φανή ζητά ευθεία ερωτική αναγνώριση, δηλαδή το πιο βαθύ και επικίνδυνο παιχνίδι αναγνώρισης.

 

Ας έλθουμε τώρα λίγο και στην Ελένη, το τρίτο κεντρικό πρόσωπο στη νουβέλας. Η Ελένη επιστρέφει μετά από δύο χρόνια στη φυλακή, στο παλιό της διαμέρισμα, στον δεύτερο όροφο μιας παλιάς αστικής πολυκατοικίας στην Κυψέλη…

-H Eλένη είναι πραγματικό, δικαστικό περιστατικό που με στοίχειωνε από τότε που το έμαθα και τώρα είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Αυτό το documentο στάθηκε η αφορμή για την 3η option της ελληνικής πολυκατοικίας: σαφής κοινωνική διαστρωμάτωση με ορατά τα κομμάτια της κοινωνικής τούρτας: φθίνουσα αστική τάξη, μικροαστοί, ενταγμένοι μετανάστες, πως συγκατοικούν, αν συγκατοικούν.

 

Στα κεφάλαια που αφορούν την Ελένη, παρεμβάλλονται εκείνα που αναφέρονται στην Υβόνη Μωραΐτη, του τελευταίου ρετιρέ, τον Νικήτα Χαραλαμπάκου, του πέμπτου, τον Ιάκωβο Παλαιοκρασά, του πρώτου, και τον φοιτητή Βαγγέλη Χριστοφορίδη, του ισογείου. Τόσο αυτά, όσο και αρκετά από τα υπόλοιπα (κεφάλαια), θα μπορούσαν λόγω της πυκνότητας και της αυτοτέλειάς τους, να αποτελούν ξεχωριστά διηγήματα, ιστορίες αυτόνομες. Επιπλέον, το όλο έργο, χάρη στην ποικιλία των θεμάτων και τον αριθμό των προσώπων με τα οποία καταπιάνεται, θα μπορούσε επάξια να χαρακτηριστεί ως ελλειπτικό μυθιστόρημα.

-Ελλειπτικό μυθιστόρημα, συμφωνώ με τον χαρακτηρισμό, γιατί συνειδητά παραλείπει να συμπληρώσει τα κενά.

 

 

Σε ολόκληρη τη νουβέλα σας, και προπαντός στην ιστορία της Φανής, υπάρχει μια αξιοπρόσεκτη διάσταση ανάμεσα στις ξεκάθαρες, λεπτομερείς, ακριβείς και ρεαλιστικές περιγραφές των κινήσεων των προσώπων αλλά και του αστικού περίγυρου, και το ασαφές, περίπλοκο και σχεδόν ομιχλώδες εσωτερικό περίγραμμα του χρόνου που τον σφραγίζει. Η πόλη του χθες αλλά και αυτή του σήμερα διαγράφονται με ακρίβεια γεωμέτρη, σε αντίθεση με το επαναλαμβανόμενο, ρέον στοιχείο της καθημερινότητας και την αμφίθυμη, βαριά και συχνά σκοτεινή και πολύπλοκη ψυχοσύνθεση εκείνων που την κατοικούνε.

-Η πολυκατοικία, όχι ως χώρος που το υποκείμενο απλώς κατοικεί, αλλά «ως χώρος από τον οποίο το υποκείμενο κατοικείται». Το να κατοικείσαι, δηλαδή να προσδιορίζεσαι αναδρομικά από την ένταση ενός χώρου που σε διαμορφώνει και σε εγκλωβίζει, σημαίνει να ζεις σε μια αντιστροφή των όρων. Ο «χώρος» γίνεται υποκείμενο που δρα επάνω σου και όχι το αντίστροφο. Με μια λέξη: στοιχειώνεσαι.

 

Το τελευταίο κεφάλαιο, με τον τίτλο υπόγειο, είναι θα έλεγα το πιο αινιγματικό. Και ταυτόχρονα συγκλονιστικό. Γράφετε: «Στην απόληξη του φρεατίου, στον πυθμένα, στο τέρμα, εκεί που ο ήλιος δεν φτάνει ποτέ, χωράει ένας κύβος διαστάσεων πενήντα περίπου επί εξήντα εκατοστών επί ένα μέτρο, όσο χώρο χρειάζεται ακριβώς, ένα κορμί διπλωμένο στα δύο».

-Η απόληξη των ιστοριών του βιβλίου. Υπόμνηση των φθαρτών μας διαστάσεων. Αλλά και «χώρος» αναστοχασμού.

 

 Συνοψίζοντας, γιατί, πιστεύετε, γράψατε αυτό το βιβλίο. Αν και αναφερόμαστε στο πρώτο λογοτεχνικό σας έργο, η πένα σας φαίνεται να διαχειρίζεται επιτυχώς όχι μόνο μια γλώσσα αμιγώς λογοτεχνική αλλά και μια δομή απαιτητική και πολύτροπη. Ποιος ήταν ο στόχος σας;

-Ξεκίνησα να γράφω για προσωπική ευχαρίστηση, να κάνω κάτι που δεν συνδεόταν με οποιαδήποτε «υποχρέωση». Ήθελα να διασώσω τη δική μου μνήμη για τον γενέθλιο τόπο μου, το κέντρο της Αθήνας. Προχωρώντας, οι ηρωίδες με τράβηξαν «από τη μύτη» και μπήκα στις ζωές τους. Νομίζω ότι, ανεπίγνωστα, ήθελα να γράψω για τη βία που πλέον, το 2012, είχε σκάσει σα χειροβομβίδα στα χέρια μας.

 

Η καθημερινή πάλη με την αποξένωση, η βία και η κοινωνική απαξίωση, η παραίτηση, το ανικανοποίητο, η μοναξιά, πιστεύετε ότι είναι φαινόμενα αναπόφευκτα σε πόλεις όπως η Αθήνα; Και αν ναι, με ποιον τρόπο αυτό θα μπορούσε, αν όχι να ανατραπεί, τουλάχιστον να περιοριστεί;

-Να βρεθούμε στους δημόσιους χώρους, να τους διεκδικήσουμε, να γίνουν σημεία συνάντησης, τοπόσημα αναφοράς. Η πανδημία μάς υπενθύμισε ότι ζωτικής σημασίας για τις ανθρώπινες ιδιότητες είναι ο ανοιχτός χώρος, η ανταλλαγή, οι συναναστροφές, οι γνωριμίες, ο καφές στο παγκάκι. Ας παραδειγματιστούμε από τη νεολαία και τους ανέστιους πως δημιουργούν κοινούς χώρους συνάντησης και συνύπαρξης σε πλατείες και άδεια κτήρια.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top