Fractal

✩ Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ: Η «Πηνελόπη» της Ποίησης

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

 

Η πρώτη κραυγή στην ανάρτηση του συγγραφέα Αλέξη Σταμάτη και ανιψιού της ήταν «όχι, όχι η Κατερίνα».

Η Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ, κορυφαία ελληνίδα ποιήτρια, διανοούμενη, και φίλη πολλών από μας, παρά τους προφητικούς στίχους της εδώ και αρκετά χρόνια, παρόλη την ασκητική ζωή της μετά τον θάνατο του άντρα της, «στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα», τόσο ζωντανή, τόσο εφηβική, ποιητική μέχρι χθες κιόλας, ενθουσιώδης σαν μικρό παιδί, μια θάλασσα γενναιοδωρίας για όλους, δεν ταίριαζε με τον θάνατο.

Ας είναι, η Κατερίνα, τουλάχιστον γνωρίζουμε πως πρέπει να έφυγε ευτυχισμένη. Με μια μυθιστορηματική ζωή σχεδόν πίσω της, με ένα ποιητικότατο παρόν στην καθημερινότητά της και με αναγνώριση, σεβασμό και αγάπη, πολλή αγάπη, σα να ήταν δικός τους άνθρωπος, απ’ όλο τον κόσμο.

 

 

Η μυθιστορηματική ζωή της Κατερίνας.

«Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,/ ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα/ κάτω απ’ το βάρος της λέξης/ γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση/ όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα./Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου/–απουσία  από τη ζωή –/κλάματα  βγαίνουν στο χαρτί/ κι η φυσική οδύνη του σώματος/ που στερείται.»

Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, η «Πηνελόπη» της ποίησης γεννήθηκε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1939. Γονείς της οι Γιάννης Αγγελάκης και Ελένη Σταμάτη. Αναδεξιμιά του Νίκου Καζαντζάκη, ο οποίος υπήρξε στενός φίλος με τον πατέρα της, μπήκε γι τα καλά στην ποίηση μόλις στα 17 της χρόνια:

«Νεαρό κλωσοπούλι του Παρνασσού, μη με ντροπιάσεις», της έγραφε ο νονός Νίκος Καζαντζάκης και η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ τον δικαίωσε. Οι μεγάλοι πρόλογοι σίγουρα τη μικραίνουν.

Πρωτόγραψε ποίημα, όμως, δεκατεσσάρων ετών, και μας απήγγειλε συνήθως την αρχή του η Κατερίνα:

«Τ’ αστέρια, τ’ αστέρια,/ πώς λάμπουν τ’ αστέρια/ σαν κήπου παρτέρια/ πρωί με δροσιά/ σαν άχρωμ’ αντίο/ καλών ανθρώπων που ‘ν’ πια μακριά».

Το ποίημα δημοσιεύθηκε στην «Καινούργια εποχή» όταν η Κατερίνα έγινε δεκαεφτά. Κι έκτοτε άνοιξε η λεωφόρος της ποίησης. Το έργο της έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες, υπάρχει σε πάμπολλες ποιητικές ανθολογίες.

«Ναι, ήμουν πάρα πολύ τυχερή» μας έλεγε όταν την πειράζαμε ότι η ποίηση ήταν στο λάδι.» Το τραγικό είναι ότι περίμενα να τελειώσω το σχολείο και να μείνω μαζί του και πέθανε δυο μήνες πριν αποφοιτήσω απ’ το γυμνάσιο… αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ», αναφερόταν πάντα στον Καζαντζάκη νονό της.

Με στωικότητα, όμως μόνο εκείνη γνώριζε: «Αλλ΄έτσι είναι η ζωή. Παίρνει από δω, δίνει απ’ εκεί. Η ζυγαριά που λέμε. Για μένα η αναπηρία μου ήταν το ελιξίριο. Και αυτή η φωτογραφία με το φιόγκο ήταν στη Βιέννη μόλις είχα πάει για την πρώτη μου εγχείρηση στο πόδι.»

Η Κατερίνα, υπήρξε ζόρικη μικρή: «Ποτέ δεν είχα κόμπλεξ, συνήθιζε να λέει και το γνωρίζουν αυτό καλά όσοι την ξέρουν. «Εγώ ήμουν στη Σχολή Αηδονοπούλου και είχα στο γυμνάσιο τη γυναίκα του Κακριδή. Είχα και μια αγαπημένη φίλη που θα ’φευγε κι εγώ με το παρθεναγωγείο δεν τα πήγαινα πολύ καλά, έτσι λέω ν’ αλλάξω με την ευκαιρία να πάω στου Μαρκή. Ε κι επειδή είχα αρχίσει ήδη να δημοσιεύω, της άρεσε της Κακριδή που ήμουν εκεί και μου λέει «μα πού θα πας, παιδί μου, δε φοβάσαι;» Λέω “τι να φοβηθώ;” «Ε», λέει, “εμείς εδώ σε έχουμε συνηθίσει που κουτσαίνεις, στο άλλο θα σε κοροϊδεύουν”. Και απαντάει τότε το σοφό κουτσό παιδί και λέει: “Κυρία Κακριδή, όπως με συνηθίσατε εσείς, θα με συνηθίσουν και οι άλλοι”».

Σπούδασε ξένες γλώσσες στην Αθήνα, τη Γαλλία και την Ελβετία κι υπήρξε διπλωματούχος μεταφράστρια-διερμηνέας. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκον, Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Μαγιακόφσκι, Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Ιβάν Ιλιτς κ.α. Μιλούσε άπταιστα Αγγλικά, Γαλλικά και Ρωσικά, κι έγραψε πάνω από 20 κύκλους ποίησης: Μαγδαληνή το μεγάλο θηλαστικό, Ενάντιος έρωτας, Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας, Οι μνηστήρες, Επίλογος αέρας, Άδεια φύση, Ωραία έρημος η σάρκα, Εκδόσεις Καστανιώτη Ποιήματα 1963-1977, Εκδόσεις Καστανιώτη, Ποιήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη Ποιήματα 1986-1996, Εκδόσεις Καστανιώτη, Φωτοζωή, Η ύλη μόνη, Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος, Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα, Η ανορεξία της ύπαρξης, Ποίηση 1963 – 2011, Ποίηση 1963 – 2011, Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι, Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο, Με άλλο βλέμμα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018.

Ναι, η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ έγραφε ποίηση έως την ύστατη ώρα. Και αυτό της αναγνωρίστηκε:

Το 1962 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης της πόλης της Γενεύης (Prix Hensch). Το 1985 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Έχει δώσει διαλέξεις και διάβασε ποιήματά της σε Πανεπιστήμια των ΗΠΑ και Καναδά (Harvard, Cornell, Darmouth, N.Y.State, Princeton, Columbia κ.α.) Το 2000 τιμήθηκε με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη (Ακαδημία Αθηνών). Το 2014 βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της.

Κι όποτε την ρωτούσαμε αν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της χωρίς την ποίηση, γελούσε μέσα από την καρδιά της και μας απαντούσε «Ε, τώρα είναι σαν να μου λες να φανταστώ τη ζωή μου σαν να… είχα γεννηθεί ξανθιά!»

 

 

Η Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ έλεγε:

«Για μένα η γλώσσα είναι το παν. Οι εμπειρίες της ζωής είναι γλώσσα, η ύπαρξη είναι γλώσσα, η έκπληξη, ο πόνος, η μνήμη». Υποστήριζε. Επίσης πως «Όσο στενεύει ο κύκλος της ζωής τόσο πιο πολύ οι κύκλοι της ποίησης πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, ταυτίζονται σχεδόν. Οι εμμονές εντείνονται, οι περιστροφές γίνονται όλο και πιο πολύ γύρω στον εαυτό μας που προσπαθεί να μαντέψει τη μόνη πραγματική αλλαγή που περιμένει: το τέλος, τον τελευταίο στίχο.»
Για τον σωστό χρόνο ότι «Ορθός χρόνος για την ποίηση δεν υπάρχει ούτε λάθος. Ο χρόνος είναι αρμοδιότητα του σώματος και κάθε συλλογή βγαίνει σε μια συγκεκριμένη στιγμή του σώματος κι όσο πιο έντονο είναι το ποιητικό βίωμα μπορεί ν’ αγγίξει την προφητεία για την εξέλιξη του προσώπου. “Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα” και “Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας”, οι δύο τίτλοι έχουν κοινό την “απώλεια” και το “ελάχιστο” που μένει, αν μείνει. Όμως ο “Θρίαμβος” γράφτηκε το ’78, δεν ήμουν ούτε 40 χρονών και ο “Ουρανός…” σχεδόν 30 χρόνια μετά. Κι αυτός είναι ο ορθός χρόνος. Ο αμετανόητος.»
Για τα βασικά υλικά ενός ποιήματος: «Πάντα λέω πως το υπέδαφος του ποιήματος είναι μια πληγή, ένα βάσανο. Το ποίημα είναι η αναζήτηση της θεραπείας, είναι η θεραπεία. Η πληγή μπορεί νάναι σωματική, ψυχική, κοινωνική, πνευματική. Μπορεί νάναι και ξεχασμένη. Το υποσυνείδητο όμως τη θυμάται.»

Και για την γλώσσα: «Για μένα η γλώσσα είναι το παν. Οι εμπειρίες της ζωής είναι γλώσσα, η ύπαρξη είναι γλώσσα, ακόμη κι αν δεν είσαι ποιητής. Η έκπληξη, ο πόνος που δοκιμάζεις εκφράζονται με τα φωνήεντα και τα σύμφωνα της γλώσσας που μ’ αυτή ζεις. Η μνήμη είναι μέρος της γλώσσας, όργανό της, όπως η πέννα (το κομπιούτερ τώρα) στον συγγραφέα. Αλλά το ποίημα το εμπνέει η γλώσσα. Αυτή σε παρασέρνει με τους συνειρμούς, την ακουστική, τα λογοπαίχνια στον επόμενο στίχο.»

Ο ποιητής «Και γεννιέται και γίνεται», επέμενε.» Όπως ένας άνθρωπος. Μπορεί να γεννηθεί καλός και η ζωή να τον κάνει κακό. Μπορεί να γεννηθεί κάποιος ποιητής και η ζωή να μην του δώσει ποτέ την ευκαιρία να το συνειδητοποιήσει και να γράψει. Σκέφτομαι πως ίσως στα λιβάδια νάναι βοσκοί που δεν ξέρουν πως αντί να μετράνε τα πρόβατα είχαν τη δυνατότητα να γράφουν ποιήματα. Αλλά πάλι, είμαι σίγουρη πως αν έχουν κάτι ποιητικό μέσα τους θα συλλαμβάνουν, θα απολαμβάνουν το τοπίο κάπως αλλιώς και κάπως αλλιώς θα συνομιλούνε με τα πρόβατα.»

Και για την ποίηση που μπορεί να… μπει και στο λάδι: «Αν εννοείτε το λάδι που μου ‘βαλε ο νονός μου ο Καζαντζάκης, σίγουρα δεν έχω απάντηση. Εκείνο που νομίζω είναι ότι η ποίηση μπορεί να γίνει σκιά. Το να μεγαλώσεις κάτω από τη σκιά ενός πανύψηλου πνευματικού δέντρου, δεν είναι δυνατόν… κάπου, σε κάτι θα σ’ επηρεάσει. Κι εγώ μεγάλωσα κάτω απ’ τη σκιά του Καζαντζάκη, με γράμματα που ανταλλάσσαμε το πιο πολύ, αφού την τελευταία φορά που τον είδα ζωντανό ήμουν επτά χρονών.»

Όσες φορές την ρωτούσαμε αν μεγαλοποιούμε τα πράγματα, γράφοντας ή αντίθετα αν ρίχνουμε φως στα σκοτάδια: «Εξαρτάται από τη φύση του ποιητή», μας διαχώριζε. «Γράφοντας προσπαθεί να εγκαταστήσει μια ισορροπία ανάμεσα στον έξω κόσμο και στον εσωτερικό του κόσμο. Αν είναι ο ποιητής σεμνός και ντροπαλός θα μεγαλοποιήσει τα πράγματα για να δικαιολογήσει τη δειλία του. Αν είναι δυναμικός κι εκφραστικός, πάλι, θα ρίξει φως στα σκοτάδια για ν’ αποδείξει πως κανένα σκοτάδι δεν μπορεί να του αντισταθεί.»

Και όταν ρωτούσαμε ποιες ήταν οι δικές της εμμονές, ποια θέματα ποιητικά την καταδιώκανε, μας απαντούσε σταθερά:
«Το σώμα. Ισως γιατί το δικό μου ταλαιπωρήθηκε όταν ήμουνα λίγων μηνών κι η εμπειρία αυτή γλίστρησε στο υποσυνείδητό μου μέσα (“Η πληγή” που λέγαμε στην αρχή της κουβέντας μας). Αλλά και ανεξάρτητα απ’ αυτό μια αυστηρή λογική μ’ οδήγησε στο βιωματικό επιχείρημα ότι και η πιο υψηλή, ασώματη ιδέα ξεκινάει από το σώμα. Ως κι ο Θεός αναγκάστηκε να στείλει ένα σώμα επί της γης να μαρτυρήσει για να πιστέψουμε σε Κείνον.»

 

 

Θα μας επιτρέψετε να κλείσουμε κάπως προσωπικά, με ένα ποίημα ανέκδοτο της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ που χάρισε η ίδια η ποιήτρια στον Φιλελεύθερο το 2018, για την ημέρα της ποίησης:

 

 

Το καινούριο άδειο

Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ

 

Σαν ένας σίφουνας ν’ άδραξε την ψυχή μου,

άκουσα φωνές, πλησίασα’ βουβός ο χώρος’

στο δωμάτιο μπήκα. Κανείς.

Στον κήπο απότιστα λουλούδια.

Έτρεμα. Το άδειο το είχα δοκιμάσει

αλλά είχε σκιές καθισμένες στις καρέκλες

του παρελθόντος, ίσως και μυρωδιές

γιατί το άδειο εκείνο ήταν κατοικημένο

από αποτυπώματα που άφηναν πίσω τους

τα σώματα και οι πράξεις.

 

Με το καινούριο άδειο

στης απουσίας τη πεμπτουσία μπαίνω

και το μόνο που βλέπω

είναι αναπαραστάσεις του εαυτού μου

σε παλιές και νεώτερες στιγμές

κι αυτές σβησμένες.

Τούτο το άδειο πληγώνει βαθειά

σα να σε απορρίπτει η ζωή που έζησες

σαν να μη χάρηκες ποτέ τα δώρα που σου ‘δωσε.

Τούτο  το άδειο είναι σαν να μην υπήρξα ποτέ.

 

Αθήνα 16/3/018

 

 

Δημοσιεύθηκε στο Liberal.gr

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top