«Πραγματική εξαίρεση είναι η επανάσταση η οποία θα υπερβεί την κυριαρχία τής κανονικότητας, που τη γέννησε, ή δεν θα υπάρξει»
Γράφει ο Κωνσταντίνος Λίχνος // *
Χρήστος Μιάμης «Κατάσταση Εξαίρεσης – αστάθμητο, παρέκκλιση, επανάσταση», εκδ. Γράφημα
Ο Αλαίν Μπαντιού, στο τελευταίο του δοκίμιο, «Παρατηρήσεις για τον αποπροσανατολισμό του κόσμου» (εκδόσεις ΑΓΡΑ, 2022), αναφέρει στην εισαγωγή: «Αυτό το δοκίμιο απευθύνεται κυρίως σε όλους εκείνους που μένουν αμήχανοι –τουλάχιστον μετά το ξέσπασμα της πανδημίας– μπροστά στην προφανή αταξία τού σύγχρονου κόσμου», και, ξεκινώντας τη δοκιμή του, στην πρώτη σελίδα, γράφει: «Από τότε που ξέσπασε η πανδημία, και κατά κάποιο τρόπο κάτω από τη σημαία τού Covid 19, δεν έχει πάψει να γίνεται λόγος για Κρίσιμη Κατάσταση».
Οι παραπάνω παρατηρήσεις, που επισημαίνουν την αντιφατικότητα και την αταξία τού σημερινού κόσμου –ειδικά μέσα στις νέες συνθήκες που επέβαλε η επιδημική κρίση–, αλλά, και τη διαρκή επίκληση μιας κρίσιμης κατάστασης, από την πλευρά των κυβερνώντων, συχνά, με αποτέλεσμα την κήρυξη και την επιβολή ενός προσωρινά, μόνιμου, καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης· διατυπώθηκαν από αρκετούς στοχαστές το τελευταίο διάστημα (προερχόμενους, μάλιστα, από διαφορετικές –ακόμη, και διαμετρικά αντίθετες– ιδεολογικές αφετηρίες) και, σε πολλές περιπτώσεις, θεμελιώθηκαν στην τάση να αναπτυχθεί μια πολιτική θεωρία εκκινούμενη από την πεποίθηση πως η διαχείριση της πανδημίας, από την πολιτική ηγεσία, διαμόρφωσε ένα κανονιστικό υπόδειγμα διακυβέρνησης, όπου η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης μετατρέπεται πια σε φυσιολογικό μοντέλο διακυβέρνησης.
Πολλάκις παρατηρήθηκε, σε αυτού του τύπου τις πολιτικές αναλύσεις, να θίγονται ζητήματα: για τη χρήση των περιοριστικών μέτρων τής πανδημίας, τα οποία ήταν δυσανάλογα με την απειλή που είχε εμφανιστεί· για την τρομοκρατία που ασκήθηκε στις μάζες, οδηγώντας σε καταστάσεις γενικευμένου πανικού, οι οποίες επέτρεψαν την εφαρμογή προσθέτων μέτρων ελέγχου και τη διεύρυνση των μεθόδων χειραγώγησης του πληθυσμού· ακόμη, όμως, και για την ενδεχόμενη εφεύρεση της πανδημίας, ώστε να αποτελέσει το ιδανικό πρόσχημα για τη λήψη και την επιβολή μέτρων εξαίρεσης. Παρατηρήθηκε, δηλαδή, κάποιες από τις θεωρήσεις αυτές, ενίοτε, να «φλερτάρουν» με τη συνωμοσιολογία τής πανδημίας και, τελικά, να αποτελούν ψήγματα μιας πολιτικής ανάλυσης της επιδημικής κρίσης, και όχι απόπειρες διαμόρφωσης μιας σύγχρονης συνεκτικής πολιτικής θεώρησης για το καπιταλιστικό κράτος, τον ρόλο τής πολιτικής ελίτ, τον τρόπο μεταβολής τής κανονικότητας, την εμφάνιση της εξαίρεσης, ή, πολύ περισσότερο, προσπάθειες συγκρότησης μιας πολιτικής θεωρίας για την επαναστατική υπέρβαση της κυριαρχίας, είτε με τη μορφή τής κανονικότητας, είτε με τη μορφή τής κίβδηλης εξαίρεσης, η οποία θα λαμβάνει υπόψη της νέα δεδομένα, από τη μελέτη κινημάτων που εκδηλώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες.
Η κυρίαρχη ανάλυση, λοιπόν, σε μεγάλο βαθμό, εστιάζει στην αποκανονικοποίηση που προέκυψε λόγω τής πανδημίας και αδυνατεί να αντιμετωπίσει το ζήτημα σφαιρικά και ολόπλευρα. Παράλληλα, οι απόπειρες διερεύνησης των χαρακτηριστικών των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων, αποκαλύπτουν αδυναμία συγκρότησης μιας επαρκούς θεωρίας για την επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού, η οποία θα αποτελούσε το κατάλληλο εργαλείο εξήγησης των σύγχρονων κινηματικών διαδικασιών. Ακόμη και όταν τίθενται υπό μελέτη διάφορα εξεγερσιακά κινήματα –που εκδηλώθηκαν, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης– η ανάλυση περιορίζεται στη δοσμένη ιστορική συγκυρία και τις ιδιότυπες παραμέτρους της, αμελώντας, ταυτόχρονα, να διερευνήσει τις ιδιομορφίες των πολιτικών πρακτικών, που έχουν αναδυθεί από τα κινήματα της νέας χιλιετίας, να αναζητήσει την ύπαρξη ή όχι επαναστατικών προϋποθέσεων, που κατέστησαν δυνατή την ανάδυσή τους πίσω από αυτά, να μελετήσει εις βάθος τις ευμετάβλητες πολιτικές συμμαχιών –προϊόν σύγκλησης ετερόκλητων πολιτικών φορέων και οργανώσεων, που καθορίζουν, σε σημαντικό βαθμό, την έκβαση των εξεγέρσεων– και, εν τέλει, αδυνατεί να αποκαλύψει, το κατά πόσο τα διάφορα σύγχρονα ανομοιογενή κινήματα (που εκδηλώθηκαν, φέρ’ ειπείν, μετά το 2010, παράλληλα με την παγκόσμια οικονομική ύφεση και την εδραίωση των πολιτικών λιτότητας που εφαρμόστηκαν, αλλά και λόγω τής πανδημίας και τής διαχείρισής της, στην Κίνα, τη Μέση Ανατολή, τη Νοτιοανατολική Ασία, τη Νότια Ευρώπη, αλλά και τις Η.Π.Α.), είναι, όντως, εξεγερσιακά φαινόμενα, το τί ακριβώς τα πυροδότησε και ποιοί παράγοντες καθόρισαν την πορεία τους. Δυο χρόνια νωρίτερα από το δοκίμιο του Αλαίν Μπαντιού, «Παρατηρήσεις για τον αποπροσανατολισμό του κόσμου», τον Φεβρουάριο του 2020, ο Ιταλός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν, στο δοκίμιο «Πού βρισκόμαστε; Η επιδημία ως πολιτική», αναφερόμενος στα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή με αφορμή την προϊούσα επιδημία, γράφει: «Καταργείται το σύνταγμα, στο όνομα της έκτακτης ανάγκης, αλλά δεν καταργείται η έκτακτη ανάγκη». Στο έργο αυτό, διατυπώνει τη θέση, πως η κατάσταση εξαίρεσης έχει γίνει, πλέον, ο κανόνας. Η απορρύθμιση της κανονικότητας, με περιορισμό της ελευθερίας μετακίνησης, την απαγόρευση των συναθροίσεων, τη διακοπή συλλογικών εκδηλώσεων (όπως θρησκευτικών ιεροτελεστιών, τελετουργικών πένθους κλπ), είναι στοιχεία που τον οδηγούν να συμπεράνει, πως, με αφορμή την πανδημία, η κρατική εξουσία καταργεί συγκεκριμένες πτυχές τού κοινωνικού βίου και αναστέλλει τον Νόμο, δημιουργώντας ένα νέο νομικό καθεστώς, μια νέα έννομη τάξη, η οποία θεσμοθετεί μια εναλλακτική κανονικότητα, τεκμηριώνοντας, κατά τον ίδιο, το γενικευμένο συμπέρασμα, ότι η κατάσταση εξαίρεσης, τείνει να γίνει πια, ο κανόνας.
Σχετικά με την παραπάνω κρίση, ο Νίκος Τζανάκης-Παπαδάκης, στο δοκίμιο «Πανδημία και εξαίρεση», γράφει: «Οι εξαιρέσεις δεν δύνανται να γίνουν κανόνας, επειδή η λογική τους λειτουργία συνίσταται στην επιβεβαίωση του κανόνα. Μια κατάσταση απόλυτης ανομίας, όπως αντιλαμβάνεται ο Αγκάμπεν την κατάσταση εξαίρεσης, είναι μακροπρόθεσμα μια αδύνατη κατάσταση… Για τον λόγο αυτό, η κατάσταση εξαίρεσης παραμένει εξαίρεση, που επιβεβαιώνει έναν κανόνα. Ο κανόνας, όμως, που επιβεβαιώνεται, από μια κατάσταση εξαίρεσης –ακριβώς εδώ, έγκειται η ιδιαιτερότητά της ως εξαίρεση–, δεν είναι εκείνος σε σχέση προς τον οποίο η κατάσταση εξαίρεσης παρουσιάζεται ως τέτοια. Επειδή η κατάσταση εξαίρεσης… παράγει δεδομένα, που θα γίνουν νομικά δεδομένα εντός τής (νέας) κανονικότητας, η οποία θα είναι μια μεταβεβλημένη κανονικότητα και ως εκ τούτου μια νέα κανονικότητα».
Οι προβληματισμοί που τέθηκαν παραπάνω είναι φανεροί στη συλλογιστική τού Χ. Μιάμη, στο παρόν δοκίμιο, στο οποίο, δίχως να περιχαρακώνεται σε μονομερή εστίαση, αυτονόμηση και υπερδιόγκωση, επιμέρους στιγμών τής διαρκώς μεταβαλλόμενης κοινωνικής πραγματικότητας, προχωρά πέρα από την εξέταση της πανδημικής εξαιρέσεως: «Η κατάσταση εξαίρεσης έχει μετατραπεί, ειδικά εν μέσω πανδημίας, σε κοινότοπη διαπίστωση, όπου, οτιδήποτε δεν μοιάζει, με οτιδήποτε συνέβη πριν από αυτό, ονομάζεται εξαίρεση…», για να οδηγηθεί εκτός των ορίων τής κλασσικής θεώρησης της εξαιρέσεως (όπως διατυπώθηκε από τον Καρλ Σμιτ, όπου η εξαίρεση φυλακίζεται «εντός των τόπων μιας κανονικότητας που αναπόδραστα και, περίπου, τελεολογικά, καταλήγει σε μια κάποια εκδοχή εξαίρεσης, ως εκπλήρωση των σκοπών τής κυριαρχίας», και επιχειρεί να δώσει έναν επαρκή ορισμό τής κατάστασης εξαίρεσης· θέτοντας, συνάμα, τις βάσεις για τη διατύπωση μιας συνεκτικής πολιτικής θεωρίας για την κατάσταση εξαίρεσης (η οποία, «μπορεί να υπάρξει μονάχα, εφόσον θα απέχει από το να παρέχει θεωρητική εννοιολόγηση και ερμηνεία στους σκοπούς τής κυριαρχίας, αλλά θα αποτελέσει ένα φιλοσοφικό και πολιτικό εγχείρημα, (…), που θα θέσει στο φως τής επιστήμης και τής φιλοσοφίας, τα χνάρια τής ζωής των αποσυνάγωγων της κυριαρχίας».
Αναφορικά με την παρούσα συγκυρία, βέβαια, της οποίας η θεωρητική διερεύνηση έχει ουσιαστική αξία, είναι προφανές, πως οι νομικοί περιορισμοί και η επακόλουθη διασάλευση της κοινωνικής κανονικότητας, που προκλήθηκε λόγω τής πανδημίας (όπως, αντίστοιχα, και η αποκανονικοποήση που προέκυψε παλαιότερα, σε πολλά σημεία τού πλανήτη, «λόγω» τής οικονομικής κρίσεως, ή διάφορων δημοκρατικών παρεκκλίσεων, στρατιωτικοποίηση καθεστώτων, δικτατορίες κλπ), δεν αποτελεί πραγματική εξαίρεση από τον καπιταλιστικό κανόνα –δεδομένου, πως δεν αμφισβητεί πυρηνικά χαρακτηριστικά τής καπιταλιστικής κυριαρχίας–, ούτε, απλώς και μόνο, κάποια ιδιότυπη έκφανση κανονικότητας· αλλά, εξαίρεση που διευρύνει τα όρια της κανονικότητας, επεκτείνοντας τα πλαίσια της κυριαρχίας· καθώς, η τελευταία, αναπροσαρμόζεται και αναπροσαρμόζει τα σύνορά της, εντός των συνθηκών μιας αδιακόπου πολεμικής κατάστασης, η οποία, αναδιαμορφώνει αδιάλειπτα την κανονικότητα. Συγκεκριμένα επί τούτου, ο Χ. Μιάμης αναφέρει: «Η εξαίρεση δεν μπορεί να ιδωθεί σε διάρρηξη προς την καπιταλιστική κυριαρχία, παρά μόνο στον βαθμό που παράγει νέο υπόδειγμα ζωής και πολιτικής, το οποίο θα συνιστά ολιστική άρνηση του υφιστάμενου. Οτιδήποτε άλλο, πανδημία, οικονομική κρίση, δικτατορία, δεν αποτελεί εξαίρεση εκ του καπιταλιστικού κανόνα».
Ακριβώς αυτή η προσπάθεια επαρκούς ορισμού τής κατάστασης που θα δικαιούται να κατονομαστεί πραγματική κατάσταση εξαίρεσης, είναι και η κύρια συνεισφορά του Χ. Μιάμη στο συγκεκριμένο, επίμαχο, και σημαντικότατο, ζήτημα. Αποφεύγοντας να καταπιαστεί, αποκλειστικά και μόνο, με την εξαίρεση της πανδημίας ή την επίδρασή της στην κανονιστική πραγματολογία, προσεγγίζει το θέμα συνολικά, πέρα και έξω από τα πλαίσια της πανδημικής ανάλυσης, πέρα και έξω από τα στεγανά τής κλασικής θεώρησης των καταστάσεων εξαίρεσης, διερευνώντας τη διαλεκτική εναλλαγή τής κανονικότητας με την εξαίρεσή της, και το επακόλουθο πέρασμα σε μια νέα κανονικότητα. Προσπαθώντας να δώσει έναν επαρκή ορισμό τής κατάστασης εξαίρεσης («Δυναμική κίνηση, που διαρρηγνύει τους δεσμούς τού υποκειμένου με την υπάρχουσα κυριαρχία, προβάλλοντας ένα μέλλον πέραν τού δοσμένου, γέννημα της εμμενούς άρνησης του υφιστάμενου», αναζητώντας τη μορφολογία τής εξαίρεσης, διερευνώντας την εγκυρότητα των αποκαλούμενων εξαιρέσεων («…τιτλοφορούνται εξαιρέσεις, διάχυτες και διάσπαρτες απόπειρες επαναδιαπραγμάτευσης των όρων του συμβολαίου τής ήττας των αποσυνάγωγων… οι οποίες αυτοεκπληρώνονται ως συσσωμάτωση στη μηχανική τού καπιταλισμού, επιτρέποντάς της να παραμένει αλώβητη», τόσο όταν προέρχονται εκ της δράσεως των, καταπιεσμένων από την κυριαρχία, υποκειμένων (όπου η εξαίρεση σκοπεί να προκύψει «ως απροσδόκητη βεβήλωση των σκοπών τής κυριαρχίας», όσο και όταν αναγγέλλεται και επιβάλλεται από την ίδια την κυριαρχία, για να αποτρέψει την εδραίωση μιας πραγματικής εξαίρεσης («Κατάσταση εξαίρεσης είναι η βίαιη προσαρμογή και αναδόμηση της κανονικότητας, όπου η κυριαρχία δεν την επιβάλει, αλλά αναγγέλλοντάς την επιβάλλει τη δικαϊκή νομιμοποίηση μιας νέας κανονικότητας, ώστε να αποτραπεί η έλευσης μιας πραγματικής εξαίρεσης, που θα επιφέρει ολιστική υπέρβαση του κανονιστικού ορίζοντα της κυριαρχίας»), παραβλέποντας τις θεωρητικές παραδοχές, που αναδύθηκαν εντός τού θεωρητικού πλαισίου τής κλασικής θεώρησης για την εξαίρεση (όπου, ο φορέας τής κυριαρχίας επιβάλλει μια κατάσταση εξαίρεσης για να διαμορφώσει, απλώς, νέους τρόπους διασφάλισης της ηγεμονίας του), ο Χ. Μιάμης, προσεγγίζει, τελικά, την κυριαρχία καθαυτή ως το διαρκές διακύβευμα, μέσα στο καθεστώς τού «αέναου πολέμου και των συρράξεων που λαμβάνουν χώρα στους υπό διαρκή διεκδίκηση τόπους τής κυριαρχίας», για να συμπεράνει πως: «Η επιβολή τής εξαίρεσης από την πλευρά τής κυριαρχίας, δεν αποτελεί απόδειξη δύναμης, για τον φορέα τής κυριαρχίας, αλλά αδυναμία συντήρησης της κανονικότητας».
Εφόσον, κανονικότητα και εξαίρεση, προσεγγίζονται ως δυναμικές εκδηλώσεις τής κατάστασης πολέμου, στο επίκεντρο του οποίου τίθεται ο φορέας τής κυριαρχίας, με την εξαίρεση να αποτελεί, ταυτόχρονα, πράξη διασφάλισης της κυριαρχίας, αλλά, και συνθήκη στην οποία υπονομεύονται τα πλαίσια της κανονικότητας, που συνιστούν την κυριαρχία, το δοκίμιο του Χ. Μιάμη, καταλήγει να μην καταγίνεται, απλώς, με την κατάσταση εξαίρεσης, ως μια απροσδόκητη αυθύπαρκτη στιγμή τής ιστορικής ροής, αλλά την εξετάζει ως δεσπόζουσα στιγμή τής κανονικότητας, για να διερευνήσει τη λειτουργία τής κυριαρχίας, καθώς η κατάσταση εξαίρεσης γίνεται κανόνας· όταν η κανονικότητα παραχωρεί τη θέση της σε μια μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης, η οποία, φέροντας τον τίτλο τής μόνιμης κατάστασης ανάγκης, μετατρέπεται σε κανονικότητα. Με τον τρόπο αυτό, το παρόν δοκίμιο, επικεντρώνεται στην ατέρμονη κατάσταση πολέμου, στην οποία διακυβεύεται η κυριαρχία, και συνεχίζεται αδιάκοπα, τόσο στην κανονικότητα, όσο και την εξαίρεσή της, ώστε να θέσει τελικά, το κρίσιμα επίκαιρο ερώτημα: «Ποιά η διαφορά μιας κυρίαρχης δικτατορίας ως κατάσταση εξαίρεσης (Χιτλερική Γερμανία), με ένα μοντέλο διαρκούς εξαίρεσης, που δρομολογείται εντός τού δυτικού πλαισίου τής καπιταλιστικής δημοκρατίας», και να απαντήσει, πως: «σε συνθήκες καπιταλιστικής δημοκρατίας, η κυριαρχία ανακατασκευάζει την κανονικότητα ως εξαίρεση. Μέσο και σκοπός, εξαίρεση και κυριαρχία, αποτελούν τη δικλείδα ασφαλείας, ώστε να μην διαταραχθεί η κανονικότητα, η οποία, σε συνθήκες που μοιάζουν κανονικές –αλλά, δεν είναι– είναι μια συνεχή κατάσταση εξαίρεσης, που, ωστόσο, είναι μια διαρκώς ανανεούμενη κανονικότητα, όπου διαστέλλονται τα σύνορα της καπιταλιστικής δημοκρατίας».
Στη διαλεκτική θεώρηση του Χ. Μιάμη, η κυρίαρχη κανονικότητα αποτελεί μια εμπόλεμη κατάσταση, η οποία δυνητικά κυοφορεί την εξαίρεση, ενώ συνιστά το περιβάλλον συγκρότησης του κράτους, ως φορέα τής κυριαρχίας, που κατασκευάζει τον διαρκή πόλεμο της κανονικότητας, στον οποίο, συνεχώς προστίθενται συρράξεις ως ενδεχόμενες εξαιρέσεις, «…εξαιρέσεις που επιτείνουν την πολεμική κατάσταση, δημιουργώντας ένα αφόρητα αποπνικτικό πλαίσιο για την εύρυθμη λειτουργία τής κανονικότητας, εξωθώντας την κυριαρχία να αναβαπτιστεί ως κράτος έκτακτης ανάγκης, αποφασίζοντας την εξαίρεση, ανακατασκευάζοντας τις δομές της κανονικότητας». Η εξαίρεση, λοιπόν, προκύπτει ως αντίθεση ανάμεσα στην εφαρμογή τής κανονικότητας και στην αναστολή αυτής τής εφαρμογής, με σκοπό τη διαιώνιση της κυριαρχίας, προκαλώντας διαστολή των ορίων τής κανονικότητας, οδηγώντας σε αναπροσαρμογή τού πλαισίου τής κυριαρχίας, όπου «η κυριαρχία, ως κανονικότητα και ως εξαίρεση, τοποθετημένη εντός τής πολεμικής κατάστασης, αποτελεί η ίδια, ένα διαρκές διακύβευμα, για τον φορέα της και για τους αντιπάλους της».
Ερχόμενος, τελικά, σε ρήξη, με την πεποίθηση, πως μέσα από τις καταστάσεις εξαίρεσης, που οικοδομεί η κυριαρχία, μπορεί να αποκαλυφθεί διαυγέστερα η ουσία τής κανονικότητας, ο Χ. Μιάμης υποστηρίζει πως η εξαίρεση δεν καταδεικνύει τίποτα που να μην είχε προηγούμενος φανερωθεί στην κανονικότητα, πέραν του να τεκμηριώσει τη διαρκή προσπάθεια της κυριαρχίας, να αποφύγει μια πραγματική κατάσταση εξαίρεσης. Και, διερευνώντας τους όρους και τις προϋποθέσεις, για την πραγμάτωση μιας πραγματικής εξαίρεσης, ως αποτέλεσμα «βίαιης ανατροπής τού κανονιστικού πλαισίου κυριαρχίας, ριζικής αναπροσαρμογής των όρων εκφοράς τής κυριαρχίας, καθοριστική μετάλλαξη του φορέα, του περιεχομένου και της μορφής τής κυριαρχίας», καταλήγει πως «πραγματική εξαίρεση είναι η επανάσταση», η οποία «θα υπερβεί την κυριαρχία τής κανονικότητας, που τη γέννησε, ή δεν θα υπάρξει», κι αν υπάρξει, ως γέννημα της ανθρώπινης δραστηριότητας που θα αμφισβητήσει ολοκληρωτικά την κυριαρχία, δεν θα μπορούσε ποτέ, να έχει «προκύψει με τρόπο κανονικό, ως σχηματοποιημένη και δεδομένη, απόρροια μιας τελεολογικής διαδικασίας».
* Ο Κωνσταντίνος Λίχνος είναι συγγραφέας, αντιπρόεδρος του Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος