Fractal

Γεννήθηκα σε μια πατρίδα που χάθηκε

Γράφει o Κώστας Τραχανάς //

 

Σάσα Στάνισιτς «Καταγωγή», Μετάφραση: Κώστας Κοσμάς, Εκδόσεις Εστία 2021, σελ. 390

 

Ο Σάσα Στάνισιτς γεννήθηκε σε μία χώρα που δεν υπάρχει πια. Η Γιουγκοσλαβία έχει τελειώσει. Κατάγεται από το Βίζεγκραντ της Βοσνίας και είναι ο γιος ενός οικονομολόγου επιχειρήσεων και μιας πολιτολόγου με ειδίκευση στον μαρξισμό. Εγγονός μιας νονάς της μαφίας και ενός που πέθανε νωρίς. Δισέγγονος αγροτών και μια τραγουδίστριας και ενός μαουνιέρη του Δρίνου, με σχεδία. Η γιαγιά του είναι η Κριστίνα και ο παππούς ο Πέρο, αγροτόπαιδο, παρτιζάνος αγωνιστής και κομματικός παράγοντας. Ο άλλος ο παππούς ο Μουχάμεντ τραβούσε τα φρένα στα τρένα. Η νένα Μεϊρέμα που διάβαζε τη μοίρα με τα κόκκινα φασόλια. Η αδελφή της γιαγιάς Κριστίνα, η Ζάγκορκα, ξεκινάει με τα πόδια για τη Σοβιετική Ένωση για να γίνει κοσμοναύτης…

Στις 24 Αυγούστου 1992 στη Βοσνία έπεφταν πυροβολισμοί , στη Χαϊδελβέργη βροχή. Εκεί ζούσε η μητέρα με τον δεκατετράχρονο Σάσα Στάνισιτς.

Το 1993 ο πατέρας του βρήκε δουλειά στη Γερμανία, στο Σβαρτσχάιντε, στη BASF, ενώ η μητέρα του δουλεύει σε βιομηχανικά πλυντήρια ιματισμού.

Η γιαγιά Κριστίνα είναι μόνη της στο Βίζεγκραντ.

Ο δάσκαλος της γεωγραφίας ρωτάει τον Σάσα ποια είναι η πρωτεύουσα της δικής του πατρίδας, και αυτός του λέει: «Το Βελιγράδι και το Σαράγεβο και το Βερολίνο…»

Το 2010 ο Σάσα, βρέθηκε στο ΜΙΤ, όπου δίδαξε γερμανική λογοτεχνία και δημιουργική γραφή.

Είναι γιος των γονιών του, εγγονός της γιαγιάς και του παππού του , δισέγγονος των προπαππούδων του, παιδί της Γιουγκοσλαβίας, διωγμένος από τον πόλεμο, που κατέληξε τυχαία στη Γερμανία. Πατέρας, συγγραφέας, λογοτεχνική φιγούρα. Όλα αυτά είναι ο Σάσα. Προσπαθεί να θυμηθεί σκηνές από την παιδική του ηλικία. Τότε που κυνηγούσε δράκους και φίδια στο νεκροταφείο στην Οσκορούσα. Μετά έκανε σύντομες επισκέψεις στην γιαγιά, μετά τον πόλεμο. Το 2018 τριγυρνά και πάλι στα βουνά της Βοσνίας σαν χαμένος ανάμεσα στους τάφους. Κάθε φορά γινόντουσαν και λίγο πιο ξένοι, η γιαγιά έπασχε από άνοια, οικείο ήταν το παρελθόν. Η γιαγιά του πέθανε στη Ρογκάτιστσα, σε ηλικία εβδομήντα οχτώ ετών.

Η οικογένειά του ζει σκορπισμένη σε ολόκληρο τον κόσμο.  Διαλυθήκανε και αυτοί μαζί με τη Γιουγκοσλαβία και δεν μπορέσανε να ξαναδεθούνε. Αυτό που θα ήθελε ο Σάσα ήταν να διηγηθεί για την καταγωγή έχει επίσης να κάνει με αυτόν τον καταμερισμό που αποφάσιζε επί χρόνια που βρίσκεται: σχεδόν ποτέ εκεί που βρίσκεται μια οικογένεια.

Το προέχον καθοδηγητικό στοιχείο της αφήγησης είναι η δύναμη της καταγωγής που μάλλον χάνει στον αγώνα με την ενσωμάτωση στη νέα του πατρίδα.

Το ζήτημα της καταγωγής γίνεται στο βιβλίο αντικείμενο διερώτησης και διερεύνησης καθώς εξετάζεται με βάση τις πολιτικές όσο και τις υπαρξιακές και λογοτεχνικές συνισταμένες του.

Ο συγγραφέας σκύβει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο παρελθόν της οικογένειάς του και της χώρας του.

Η καταφυγή στο παρελθόν και η ιχνηλάτηση της προσωπικής διαδρομής όπου αναπόφευκτα τέμνεται με τις διαδρομές άλλων προσώπων, συνδέει το ζήτημα της καταγωγής με τη διαχείριση των αναμνήσεων. Αφορμή για αυτό το μνημονικό ταξίδι του Σάσα Στάνισιτς στάθηκε η άνοια της γιαγιάς του. Όταν εκείνη άρχισε να χάνει αναμνήσεις, άρχισε αυτός να μαζεύει αναμνήσεις.

Καταγωγή είναι η γιαγιά.

Καταγωγή είναι ο Γκαβρίλο, που όταν αποχαιρετιόμαστε, λέει ο Σάσα, επιμένει να πάρω μαζί μου στη Γερμανία ένα από τα γουρουνάκια του…

Καταγωγή είναι το αγόρι με το επώνυμό μου στο Αμβούργο.

Καταγωγή είναι η νάνα. Η μητέρα μου, η γιαγιά μου.

Καταγωγή είναι οι γλυκόπικρες συμπτώσεις που μας οδήγησαν άλλους εδώ και άλλους εκεί. Είναι το να ανήκεις κάπου χωρίς να έχεις κάνει κάτι για αυτό.

Καταγωγή είναι ο πόλεμος. Αυτό ήταν για μας: Η μητέρα και εγώ διωχτήκαμε και μεταναστεύσαμε μέσω Σερβίας, Ουγγαρίας και Κροατίας στη Γερμανία. Στις 24 Αυγούστου φτάσαμε στη Χαϊδελβέργη. Ο πατέρα ς μας είχε πάει μέχρι τα σερβικά σύνορα και επέστρεψε στο Βίζεγκραντ για να μείνει με τη μητέρα του. Ήρθε και πάλι κοντά μας μισό χρόνο αργότερα. Το 1998 αναγκάστηκαν η μητέρα και ο πατέρας να εγκαταλείψουν και πάλι τη χώρα. Για να αποφύγουν την απέλαση στο εθνικά εκκαθαρισμένο Βίζεγκραντ, κατέφυγαν στην Φλόριδα των ΗΠΑ.

Καταγωγή είναι να μαζεύεσαι από φόβο όταν σε φωνάζουν με το όνομά σου στην πόλη που γεννήθηκες.

Η καταγωγή ως παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού με δράκους.

Καταγωγή είναι: Ένας εθνικισμός. Ένα Yugo. Ένας Τίτο. Ένας Άιχεντορφ. Ένας Σάσα Στάνισιτς.

Είμαστε Γιουγκοσλάβοι. Αυτή είναι η καταγωγή μας. Και το μέλλον μας.

Πριν αντικρίσω το νεκροταφείο της Όσκορούσα, λέει ο Σάσα, δεν με είχε απασχολήσει ποτέ ιδιαίτερα η καταγωγή ως οικογενειακή προέλευση. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες υπήρχαν απλώς και τίποτε άλλο.

Άρχισα να ασχολούμαι με την καταγωγή μου, όμως χρειάστηκε πολύς καιρός μέχρι να το παραδεχτώ. Μου φαινόταν οπισθοδρομικό, σχεδόν καταστρεπτικό, να μιλάω για τη δική μου και τη δική μας καταγωγή, σε μια εποχή στην οποία η καταγωγή και ο τόπος γέννησης γίνονταν και πάλι αντικείμενα εκμετάλλευσης, στοιχεία διαφοροποίησης, τα σύνορα γίνονταν και πάλι στεγανά, και τα λεγόμενα εθνικά συμφέροντα αναδύονταν από τον αποξηραμένο βάλτο των μακροπατριωτισμών. Σε μια περίοδο στην οποία ο αποκλεισμός έγινε προγραμματικός και μπορούσες να τον ψηφίσεις.

Τι είναι αυτό που σου δίνεται ή αυτό που δημιουργείς λόγω καταγωγής; Και επίσης: Τι στερείσαι λόγω καταγωγής;

Έγραφα για ρατσισμό, για βία και για διωγμό.

Γιατί να γράψω για όλα αυτά; Για προγόνους και απογόνους. Τάφους και τραπεζομάντηλα και μετενσαρκώσεις. Επιζώντες. Και τώρα, όπως φαίνεται, και δράκους.

Ζω στο Αμβούργο, έχω γερμανικό διαβατήριο. Ο τόπος γέννησής μου βρίσκεται πίσω από ξένα βουνά…

Διάβαζα διηγήματα του Ίβο Άντριτς.

Στις 27.6.1991 σημειώθηκαν στη Σλοβενία οι πρώτες πολεμικές συρράξεις. Ακολούθησαν αψιμαχίες στην Κροατία, τρομοκρατία στην Κροατία, και έπειτα η κροατική διακήρυξη ανεξαρτησίας…

Γεννήθηκα στις 7 Μαρτίου 1978 στο Βίζεγκραντ στον ποταμό Δρίνο. Πήγα σχολείο στο Βίζεγκραντ, σπουδές Σλαβικής Γλώσσας και Φιλολογίας στη Χαϊδελβέργη.

Η ιστορία ξεκίνησε με την απώλεια της μνήμης και, σε λίγο, με την απώλεια ενός χωριού. Ξεκίνησε ενώπιον των νεκρών: Στον τάφο των προπάππαπων μου ήπια σλιβοβίτσα και έφαγα ανανά…

Αυτή η ιστορία ξεκινά με έναν αγρότη που τον λένε Γκαβρίλο, όχι, με την άνοια της γιαγιάς μου, όχι. Αυτή η ιστορία ξεκινά με την τροφοδοσία με ιστορίες.

Και άλλη μία! Και άλλη μία!

Ένα αυτογραφικό χρονικό. Μια αυτομυθοπλασία.

Ένα αξιόλογο έργο που κέρδισε το Γερμανικό Κρατικό Βραβείο.

Η κριτική έχει επαινέσει το βιβλίο για τη δύναμη της φαντασίας, το χιούμορ και τη λεπταίσθητη ειρωνεία που το χαρακτηρίζουν.

 

Saša Stanišić

 

Ο Σάσα Στάνισιτς γεννήθηκε στο Βίζενγκραντ Βοσνίας-Ερζεγοβίνης το 1978 και μετανάστευσε με την οικογένειά του στη Γερμανία όταν ήταν 14 ετών. Από το 2004 σπουδάζει στο Γερμανικό Ινστιτούτο Λογοτεχνίας της Λειψίας. Το λογοτεχνικό ντεμπούτο του Σάσα Στάνισιτς κυκλοφόρησε στη Γερμανία το 2006, απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές αλλά και σημαντικές διακρίσεις, ανάμεσά τους το Βραβείο Αναγνωστών στο διαγωνισμό Ingeborg Bachman, το βραβείο Adelbert von Chamisso 2008, ενώ ήταν υποψήφιο και για το πιο σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο της Γερμανίας, το Deutscher Buchpreis 2006 και έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες.
Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του, Καταγωγή, τιμήθηκε με το Λογοτεχνικό Βραβείο Άιχεντορφ, το Βραβείο Χανς Φάλαντα, καθώς και με το Γερμανικό Βραβείο Βιβλίου 2019.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top