Fractal

Ιωάννα Καρυστιάνη: “Το γράψιμο είναι μια άσκηση μνήμης”

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

karystiani1

 

Ως σκιτσογράφο την γνώρισα την Ιωάννα. Στο περιοδικό  “Εικόνες” πριν από μια δεκαετία. Κάποιοι άλλοι, όμως την έζησαν στο Πολυτεχνείο ως σύμβολο. Ο “καλόγερος” έλεγαν. Και την ακολουθούσαν. ‘Ολους τους φρόντιζε. Έτσι γενναία, μονίμως σε αυτοδιάθεση.

 

Ακόμα θυμάμαι την έκπληξή μου από τα πρώτα της κείμενα. “Το ψυγείο” που απήγγειλε στο Θέατρο “Φούρνος” του Μάνθου Σαντοριναίου η Δέσπω Διαμαντίδου.

Η Ιωάννα, γράφει! Με έκπληξη διαπιστώσαμε πώς στην συνέχεια ήταν λες και εμπεριείχε μέσα της τη γραφή. Τους ήρωες, λες και από πάντα, μέσα της να τους κουβαλούσε. Κι εκείνες τις ιδιαίτερες, ολοδικές της φωνές. Κανένας δεν γράφει σαν την Ιωάννα! Οσο περνούσαν τα χρόνια όλοι διαπιστώναμε.

Και κανείς δεν φροντίζει όπως η Ιωάννα!

Βρεθήκαμε στο Έθνος – μετά από δέκα χρόνια γι’ αυτήν. Οι “νύφες” μεσουρανούσαν. Στις κινηματογραφικές αίθουσες. Στα βιβλιοπωλεία. Και πάλι εμένα φρόντιζε. Τις ταπεινές αλλεργίες μου. Όπως τους ήρωές της, στοργικά με φρόντιζε. Κι όπως το συνεργείο ολόκληρο στα γυρίσματα.

Αλλά και στο έργο της, πάντοτε, αυτό κάνει. Θυμάται, διασώζει, και φροντίζει.

 

ki

 

Θα δείτε το τι εννοώ, παρακάτω, αναλυτικά…

Η “Κυρία Κατάκη” της, διέσωσε όλη την ανθρωπιά της γης σε μια φούχτα περιθωριακούς ανθρώπους, γυναίκες οι περισσότερες. Στην “Μικρά Αγγλία” οι ηρωίδες, μια μάνα και δυο κόρες αντίθετες και αντιφατικές, κρατούσαν στους ώμους τους ένα νησί και των ανδρών τους την ιστορία. Στο “Κοστούμι στο χώμα”, δίχως γυναίκα, ούτε βεντέτα θα υπήρχε ούτε έρωτας. Στον “Άγιο της μοναξιάς” γυναίκες είναι εκείνες που διασώζουν την τρέλα και την ποίηση της ζωής και κατορθώνουν την υπέρβαση. Και στις “Νύφες”, εφτακόσια κορίτσια σημαδεύουν την Ιστορία με νυφικά. Στην άκρη της γης. Εκπληρώνοντας σαν Ιφιγένειες το Χρέος και τη Μοίρα τους. Ανοίγοντας δρόμο προς την Ελπίδα και το Άγνωστο για όλη την οικογένεια που θα ακολουθήσει.

Η Ιωάννα Καρυστιάνη, εξάλλου, την κουβαλά την Μικρασία στα Σφακιά και στη γραφή, δεν το αποποιήθηκε το χρέος ποτέ της. Από το 1991 κυοφορούσε την Νίκη της. Αλλά της ήταν γνώριμη παλιά από τις οικογενειακές ιστορίες. Γι’ αυτό δεν είναι να απορεί κανείς ούτε για την εμπορικότητα της ταινίας, ούτε για όλα αυτά τα πλήθη κόσμου που ξεπροβάλλουν με τα μάτια δακρυσμένα. Όλα είναι κρίκος. Και η ιστορία, γύρω μας! Δεν υπάρχει το σήμερα δίχως το χθες.

Στην κουβέντα που ακολουθεί η συγγραφέας Ιωάννα Καρυστιάνη θυμάται για μας, ακόμα μια φορά, την ιστορία και την Ιστορία. Τη μοίρα και το χρέος των γυναικών. Τη μοναξιά και τις ασκήσεις μνήμης του συγγραφέα. Διότι “είναι μια άσκηση μνήμης το γράψιμο. Και η λήθη εμπεριέχει κατά κάποιον τρόπο μια μορφή λογοκρισίας”.

 

karystiani2

 

– Γράφετε: “Αν η πεζογραφία είναι άσκηση στη μοναξιά, το σενάριο είναι άσκηση στη συνύπαρξη”. Τι είναι ευκολότερο για τον άνθρωπο; Η μοναξιά ή η συνύπαρξη;

– Δύσκολα και τα δυο, υπέροχα και τα δυο, απαραίτητα και τα δυο. Σας το λέω τώρα με την εμπειρία του σεναρίου το οποίο με οδήγησε σε εμπλοκή και συνεργασία και με τα άλλα στάδια της ταινίας. Έζησα ένα πολύ έντονο, μεγάλο χρονικό διάστημα, μ’ όλο αυτό το πλήθος, το τσούρμο το κινηματογραφικό, που κουβαλά ενέργεια, νεύρα…
Το είδα σαν ένα μυθιστόρημα με πάρα πολύ σασπένς. Γιατί στον κινηματογράφο όλα είναι δύσκολα. Η συνεργασία πολλών δεν εξασφαλίζει και τη λύση των προβλημάτων. Πολλές φορές ο καθένας έχει μια δικιά του εκδοχή στο κεφάλι του. Πολλές φορές έρχεται μια μαζική εφορία όταν λύνεται ένα πρόβλημα, άλλες φορές πέφτουμε όλοι σε μια μαζική, ομαδική κατάθλιψη όταν κάτι φαίνεται άλυτο. Και ποια είναι η διαφορά τώρα εδώ. Εγώ αισθάνομαι ότι το μυθιστόρημα, με κάποιο τρόπο, είναι και σαν σκηνοθεσία λέξεων και εννοιών, εκφράσεων. Σκηνοθετείς! Μαζεύεις μια χούφτα λέξεις, τις φέρνεις έτσι, τις φέρνεις αλλιώς μέχρι ν’ αποδώσουν το νόημα που έχεις στο μυαλό σου. Διότι στο μυαλό σου υπάρχει, αλλά θα πρέπει πια να το μεταφράσεις από την σκέψη στη γραφή. Αυτή η σκηνοθεσία, όμως, μπορεί και να περιμένει. Να μείνει στο συρτάρι για ένα μήνα, για έξι μήνες, και να την διορθώσεις όταν θα είσαι έτοιμος, σίγουρος.
Στον κινηματογράφο προηγείται μια πάρα πολύ μεγάλη προεργασία με πάρα πολύ κόσμο, νομίζουν όλοι ότι έχουν βρει τα κλειδιά για να γυρίσουν τη σκηνή και την συγκεκριμένη στιγμή ένας αστάθμητος παράγοντας τ’ αλλάζει όλα. Ο σκηνοθέτης δεν έχει την δυνατότητα να πει θα ξανακάνω τη σκηνή αύριο ή μετά από έξι μήνες, γιατί το κόστος είναι τεράστιο και οι ρυθμοί και οι κανόνες της δουλειάς, εντελώς διαφορετικοί.
Ας πούμε, αισθάνθηκα – επειδή έχω περάσει πολύ μεγάλα διαστήματα τα τελευταία χρόνια να παλεύω εκεί με τα χαρτιά και τα μολύβια μόνη- ότι το σινεμά τροφοδοτεί ένα παράφορο πάθος για τη ζωή. Να συνυπάρξεις μ’ άλλους ανθρώπους, να τσακωθείς, να πείσεις, να πειστείς… Τα έχεις ανάγκη όλ’ αυτά τα πράγματα. Αλλ’ από την άλλη μεριά η πεζογραφία τροφοδοτεί το πάθος να επιστρέψεις στον εαυτό σου και στη μοναξιά και στον ίλιγγο της μοναξιάς που απαιτεί το δωμάτιο του συγγραφέα.

 

– “Ο Θεός γέμισε το σόι μας κόρες. Σαν ακρίδες. Κι ούτε προίκες, ούτε γαμπροί. Ας όψεται ο πόλεμος. Στο ράφι θα ξεμείνουν τα πουλάκια μου”. Είναι ένα βιβλίο που αγαπά τις γυναίκες, τελικά, κυρία Καρυστιάνη; Αλλά και όλα σας τα βιβλία έχουν ιδιαίτερα σημαντικές ηρωίδες. Οι γυναίκες είναι πολυπλοκότερες, πιο ενδιαφέρουσες ή συγκεντρώνουν επάνω τους τα πιο πολλά δεινά;

– Θέλω να διευκρινίσω ότι φεμινίστρια υπήρξα απ’ τα 12 μέχρι τα 13 μου. Από κει και μετά, μεγαλώνοντας και παρατηρώντας πιο ουσιαστικά και ζώντας κι εγώ η ίδια την ζωή των γυναικών και την ζωή των αρσενικών δίπλα μου και γύρω μου, κατάλαβα ότι το θέμα είναι και εν πολλοίς ταξικό. Υπάρχει κοινή μοίρα για τους ανθρώπους που έχουν ή δεν έχουν τα απαραίτητα για τη ζωή. Κι έτσι δεν έβλεπα καμιά ιστορία να εξελίσσεται είτε γύρω μου είτε στη φαντασία μου, χωρίς τη δικαιοσύνη και το μοίρασμά της σε γυναίκες, σε άντρες, σε μικρά παιδιά, σε ανθρώπους στην παραγωγική τους ηλικία, σε ανθρώπους τρίτης ηλικίας. Νομίζω ότι στη ζωή δικαιούνται να υπάρχουν όλοι και είναι κακό για τον συγγραφέα να επιμένει και να περιχαρακώνεται σε μια κοινωνική κατηγορία, σε ένα φύλο, σε μια άποψη.
Εξάλλου, για να μπορέσεις να περιγράψεις σωστά τις γυναίκες, θα πρέπει να ξέρεις πολύ καλά τους άντρες, ή να επιθυμείς να τους μάθεις. Για να μιλήσεις για τους νεκρούς, πρέπει να κοιτάξεις τους ζωντανούς. Για να μιλήσεις καλά για τη ζωή πρέπει να προσπαθήσεις να περπατήσεις και στα σκοτεινά μονοπάτια.
Αλλά όσον αφορά τη μετανάστευση, μια κοινή μοίρα, ένας κοινός παρανομαστής υπάρχει σε άντρες και γυναίκες που ξεσπιτώνονταν και πήγαιναν μακριά από τον τόπο τους και οι γυναίκες ήταν και παραμένουν και στην εποχή μας πιο ευάλωτες σε σχέση μ’ αυτό που τις περιμένει.
Και τότε η σωματεμπορία έδινε κι έπαιρνε για μια μικρή ομάδα των γυναικών που άλλα νόμιζαν και άλλα τις περίμεναν.
Βέβαια, ίσως επειδή μίλησαν πολύ οι άντρες μέσα στα μυθιστορήματα και στα έργα τους, τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες γυναίκες συγγραφείς, μιλούν πια και οι ίδιες για λογαριασμό τους και για λογαριασμό του φύλου τους. Πιστεύω, όμως, ότι ένα βιβλίο δεν γράφεται με το φύλο, δεν γράφεται με την διάθεση έτσι μιας αποκλειστικής υπεράσπισης του γυναικείου φύλου, αν θέλετε…

 

– Δεν είναι, ακριβώς, θέμα υπεράσπισης. Είναι, όπως η γυναίκα για πάρα πολλά χρόνια δεν είχε δικό της δωμάτιο, δεν είχε και δική της φωνή. Η Μαντάμ Μποβαρύ ήταν άντρας. Κι εκ των πραγμάτων, για πολλά χρόνια, αιώνες, είμαστε καταδικασμένες σε μια παθητικότητα που, όμως, ήταν και πάρα πολύ ενεργητική.

– Σε μια εσωτερική ζωή. Και νομίζω ότι αν, ας πούμε, οι γυναίκες είχαν διάλογο προς τα μέσα τους, έναν εσωτερικό μονόλογο, παρατηρώντας τι σημαίνει γύρω τους και τι σημαίνει στην δική τους καθημερινότητα, αυτό το διάστημα των τελευταίων ετών μπαίνοντας πιο δυναμικά στη λογοτεχνία, τουλάχιστον οι πιο καλές φωνές, τα πιο καλά χέρια που ταξιδεύουν πάνω στο χαρτί, προσπαθούν να καταγράψουν και να μειώσουν την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στις συνθήκες του εσωτερικού βίου και στον εξωτερικό βίο. Να μιλήσουν για αποστασιοποιημένα συναισθήματα και αποστασιοποιημένες καταστάσεις που είναι απολύτως χρήσιμες όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά στη ζωή.

 

– Ας πούμε, αυτό που επαναλάμβανε η Νίκη ότι δεν ήταν η πρώτη επιλογή του γαμπρού, έκανε το βάσανο δέκα φορές μεγαλύτερο!

– Ακριβώς! Ε, αυτές οι γυναίκες δεν είχαν καν επιλογή, νομίζω. Μιλάμε για αναγκαστικό εκπατρισμό και αναγκαστικό γάμο! Κάτι που σήμερα στις μέρες μας μπορεί να ηχεί κυνικό, ωμό, βάρβαρο, απάνθρωπο, αλλά αν κάνει κανείς το ταξίδι προς τα πίσω στις συνθήκες εκείνης της εποχής, μπορεί και να ήταν και μια κατάσταση που ήταν και η μόνη ελπίδα. Και μιλώ με όρους ανθρωπιάς πια, και όχι με όρους εξορίας ή αποκλεισμού. Αυτές οι γυναίκες για μένα αξίζουνε σεβασμό και θαυμασμό, όχι γιατί τις είδα σαν Ιφιγένειες που πάνε να θυσιαστούνε στην άλλη άκρη του κόσμου για να σώσουν τις αδελφάδες τους, τις οποίες θα πάρουν την μια μετά την άλλη… Γιατί υπήρξε αυτή η αλυσίδα! Πήγαινε προπομπός ένα μέλος της οικογένειας κι αν όλα πήγαιναν καλά, μετά ακολουθούσαν οι υπόλοιποι! Αδελφές, φίλοι, συγγενείς, και ολόκληρη η οικογένεια σιγά- σιγά έβρισκε μιαν άκρη κάπου μακριά.
Περισσότερο, όμως, αυτό που με συγκίνησε και που το βρήκα πολύ δυναμικό και καθόλου σημάδι ήττας, ήταν η αυταπάρνησή τους σε κάποιες περιπτώσεις, όπως της Νίκης, πολύ συνειδητά να πάρουν μια απόφαση να μείνουν αλληλέγγυες και με τις γυναίκες του κόσμου τους και του φύλου τους που δοκιμάζονταν στις σκληρές συνθήκες της εποχής. Πιστεύω ότι η νίκη της Νίκης ήταν ότι δεν ακολούθησε τον Νόρμαν και κράτησε την σχέση αυτή όσο διάστημα θα μπορούσε να κρατήσει. Η νίκη της είναι ότι νοιάστηκε και όλον τον άλλον κόσμο γύρω της!

 

– Και δεν ήταν τυχαία και τα ονόματα, έτσι δεν είναι, κυρία Καρυστιάνη; Οι ήρωες διεκδικούν τα ονόματά τους; Και της Νίκης το όνομα είναι πολύ σημαντικό, αλλά αυτό που είναι να σε τρελαίνει, είναι της Χαρώς. Η Χαρά είναι η χαρά της ζωής. Χαρώ είναι…

– Και που, βέβαια, οι Αμερικανοί τονίζοντας στην παραλήγουσα την έλεγαν Χάρω. Και τους εξήγησα από το Χάρω ως το Χάρος, την διαφορά που υπάρχει.

 

– Αλήθεια, διεκδικούν τα ονόματά τους;

– Δεν νομίζω ότι όλα σημασιολογικά έχουν μια σαφή εξήγηση. Εγώ αυτά τα ονόματα έδωσα στις κοπελιές απ’ την αρχή και πορεύτηκα μ’ αυτά χωρίς να σκεφτώ να τ’ αλλάξω. Υπάρχει μια σκηνή όπου η Νίκη κόβει τα περιττά πούπουλα ενός αμερικάνικου νυφικού που δεν αγαπούσε, του νυφικού της νονάς της. Μου είπαν όλοι ότι είναι σαν την Νίκη την άπτερο που κόβει τα φτερά της. Μου ‘χε περάσει απ’ το μυαλό ότι μπορεί να σημαίνει και αυτό, αλλά νομίζω πως οι συμβολισμοί στην ταινία και την ιστορία είναι ελάχιστοι και πιστεύω ότι κυρίως δημιουργούνται απ’ τις ματιές των ανθρώπων, από τις σιωπές τους, και λιγότερο απ’ αυτά που λέγονται και από τα μικροαντικείμενα που τους περιβάλλουν. Ο κάθε αναγνώστης, βέβαια, και ο κάθε θεατής δικαιούται να κάνει την δική του ανάγνωση που μπορεί να ‘ναι και πέρα από την αρχική πρόθεση του δημιουργού.

 

– Μα το σημαντικό του βιβλίου, αυτό δεν είναι;

– Του κάθε βιβλίου. Κι αυτό αισθάνθηκα και σαν σεναριογράφος. Γιατί ανακάλυψα ότι έχω ένα καλό. Πάντα, η κύρια μομφή για τον εαυτό μου ήταν ότι θεωρούσα πως ήμουν πολύ εγωίστρια, ότι είμαι πολύ κλειστή, ότι είμαι πολύ δύσκολος άνθρωπος, ότι δεν μπορώ να τα καταφέρω στην επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους, ότι ήμουν αυστηρή, και με τον εαυτό μου πολύ. Εδώ, παραδίδοντας το σενάριο, κατάλαβα ότι αυτό είναι η πρώτη ύλη και τίποτα περισσότερο. Διότι για να γίνει ταινία ένα σενάριο, θα πρέπει να το διαβάσει ο ενδυματολόγος, ο σκηνοθέτης, ο διευθυντής φωτογραφίας, ο ηχολήπτης, ο μουσικός, οι ηθοποιοί κυρίως, ο σκηνοθέτης πάνω απ’ όλα, και αλίμονο αν όλοι αυτοί φανταστούν τις ίδιες εικόνες που είχε φανταστεί ο σεναριογράφος! Θα μιλάμε για διεκπεραίωση ή για μια νοσηρή, επιστημονική φαντασία. Τις εικόνες τις δικές μου τις φαντάστηκα μόνο εγώ. Αλλά το εκπληκτικό είναι ότι ο καθένας απ’ αυτούς που το διάβασε και που έπρεπε να δουλέψει την ταινία έφτιαξε τις δικές του εικόνες, εισέπραξε την δική του εκδοχή από την ιστορία, από την εποχή, από τα πρόσωπα που έχουν την διαδρομή τους σ’ αυτό το εικοσαήμερο. Και απ’ όλα αυτά τα πράγματα υπήρχε ένας πλούτος υλικού να κοσκινιστεί όχι για να μείνουν τα καλύτερα, αλλά για να δημιουργηθούν καινούργιοι σπινθήρες. Δεν είχα τον ναρκισσισμό του ανθρώπου που επιμένει ότι αυτό που έγραψε θα πρέπει κατά γράμμα να ακολουθηθεί γιατί <αυτό είναι κι άλλο δεν είναι>! Σχεδόν με περιέργεια και με αδημονία περίμενα να προκύψει κάτι διαφορετικό σε κάθε σκηνή! Είχα ξεχάσει ότι το ‘γραψα εγώ!
Στο γύρισμα ήμουν, βεβαίως, σε ετοιμότητα αν χρειαστεί να γίνει μια περικοπή διαλόγου ή μια αναπροσαρμογή, αλλά από κει και πέρα άδειαζα τα τασάκια, μοίραζα τυροπιτάκια, νοιαζόμουνα μήπως ήταν κάποιος αδιάθετος, τρύπωνα μέσα στο πλήθος των κομπάρσων και πιάναμε ιστορίες για την Μικρασία ή τραγουδάγαμε Έμινεμ… Χίλια άλλα πράγματα συνέβαιναν! Το κλίμα του γυρίσματος βοηθάει πολλές φορές τους συντελεστές γιατί είναι ζωή. Είναι ένας μικρόκοσμος που δεν του λείπει τίποτα.

 

– Όταν είδατε την ταινία;

– Την έβλεπα, καθώς γυριζότανε. Την έβλεπα όταν εμφανιζόταν το υλικό. Την έβλεπα και στα διάφορα στάδια του μοντάζ, του μιξάζ… Και πια είχα βάλει στην καρδιά μου τόσο την Νίκη, την Χαρώ, τους βασικούς ήρωες που επαναλαμβάνω δεν ήταν μια ιστορία που την είχα δημιουργήσει εγώ, αισθάνθηκα συνταξιδιώτισσα μ’ αυτές τις γυναίκες της τρίτης θέσης. Κι έλεγα, για να δούμε, το λιμάνι υπάρχει ή είναι απροσπέλαστο; Αυτό αναρωτιόμουνα.

 

karystiani3

 

– Είναι ένα βιβλίο που αγαπά την ιστορία με ι μικρό και πώς επηρεάζει η Ιστορία τις ζωές των ανθρώπων; Σε τι ποσοστό, δηλαδή, κάποιος μπορεί να επέμβει και να αλλάξει ή να υπερβεί τη μοίρα του;

– Να σας πω! Εγώ γεννήθηκα το 1952 αλλά έχω την αίσθηση ότι γεννήθηκα το ’22 γιατί το σόι μου είναι μικρασιάτικο, με ρίζες πιο απλωμένες, βέβαια, Σφακιά, Κάρυστο, Λέσβο, Κωνσταντινούπολη… Η μητέρα μου γεννήθηκε στη Σμύρνη, ο πατέρας μου στα Βουρλά. Γεννήθηκα, δηλαδή, με το βάρος της Μικρασιατικής καταστροφής, κουβαλώντας αυτή την ιστορία, διότι οι συγγενείς, οι γείτονες, στη προσφυγογειτονιά που μεγάλωσα, αυτή την ιστορία την είχαν επάνω στο πετσί τους.
Και προέκυπτε με χίλιους τρόπους στην καθημερινότητα. Όχι πάντα με δραματικές πινελιές, καθόλου δεν εννοώ αυτό, γιατί οι Μικρασιάτες υπήρξαν άνθρωποι πολύ ζωντανοί και πιστεύω ότι οι άνθρωποι που έχουν πάρει μέρος σε μεγάλες περιόδους της ιστορίας, σαν κομπάρσοι αν θέλετε, πίσω στο φόντο, είναι πολύ ψημένοι. Ακόμα κι αυτές οι γυναίκες της Γ’ θέσης στο καράβι, είναι άβγαλτες, αταξίδευτες, απερπάτητες, δεν ξέρουν να γράψουν ελληνικά, αλλά η φτώχια και ο πόλεμος τις έχουν κάνει να ‘ναι πολύ ψημένες στη ζωή.
Ακριβώς έτσι, λοιπόν, στην οικογένεια που μεγάλωσα κουβαλούσα αυτές τις ιστορίες. Μπορώ να σας πω ότι αισθάνομαι πως η ιστορία είναι γύρω μας. Μπορεί να ζούμε στο 2004 αλλά δεν χρειάζεται καν να ξύσουμε, γιατί το σήμερα δεν υπάρχει χωρίς το χθες. Όλα είναι ένας κρίκος. Και για τις τραγωδίες που συμβαίνουν σήμερα, όλες οι αποδείξεις, αν θέλετε, βρίσκονται εκεί στο παρελθόν, για όποιον ενδιαφέρεται ή όποιον δυσκολεύεται να κάνει την ανάλυση του σήμερα.
Όλα βρίσκονται εκεί! Και όλα μας ακολουθούν! Και νομίζω ότι μόνο το παρελθόν μας εξασφαλίζει το μέλλον, με κάποιον τρόπο. ‘Η το μέλλον το ίδιο αναζητά το παρελθόν.
Απλώς θα ‘λεγα πως όταν λέμε Ιστορία με κεφαλαίο, υπάρχει μια τεράστια παρεξήγηση στην Ελλάδα, ίσως και σε άλλες χώρες, στη σημερινή εποχή που όλα γίνονται πολύ βιαστικά και που όλα υπακούουν σε κάποιους κανόνες έτσι οικονομικούς, κερδοφορίας και κερδοσκοπίας, και παραμερίζονται άλλες πλευρές της κοινωνικής δραστηριότητας που θα μπορούσαν να πλουτίζουν τη γνώση, την εμπειρία και τις καρδιές των ανθρώπων. Πιστεύω πως η ιστορία μας που είναι πολύ πλούσια και με πολλά διδάγματα και οδυνηρά και ευεργετικά, είναι αμεταχείριστη. Και αυτό είναι ένα τεράστιο έλλειμμα. Αμεταχείριστη και στην εκπαίδευση και στο πολιτικό σκηνικό, με αποτέλεσμα να καλείται η οικογένεια και ο μικρόκοσμος του καθενός μας με νύχια και με δόντια να χρησιμοποιήσει, να αξιοποιήσει μέσα στα εισαγωγικά, αυτό το πολύτιμο που έρχεται απ’ το παρελθόν και που πρέπει να διασωθεί. Κάποια είναι εξαντλημένα, είναι φθαρμένα, είναι τελειωμένα, πρέπει να μείνουν πίσω και να εξυπηρετούν αναμνηστικές ανάγκες, αν θέλετε. Αλλά, νομίζω, ότι στο πολύ γρήγορο πέρασμα, απότομο έως και βίαιο που συμβαίνει σήμερα, χάνουμε πολύτιμα πράγματα που θα τα αναζητήσουμε στο παρελθόν, αλλά θα είναι πια ανεπίστρεπτα απολεσθέντα.

 

– Οι φωτογραφίες και τα νυφικά στην ταινία και στο σενάριο δεν είναι τυχαία αντικείμενα, έτσι δεν είναι;

– Όχι, δεν είναι τυχαία αντικείμενα. Κι όλες αυτές οι γυναίκες ταξίδευαν με μια μικρή αποσκευή, ένα μπαουλάκι, έναν μπόγο που είχε δυο ρουχαλάκια τελειωμένα, ένα νυφικό αν υπήρχε οικογενειακό, που στις πιο πολλές περιπτώσεις ήταν ένα λιτό με δύο κεντίδια, της γιαγιάς ή της μάνας τους, εκτός αν ήταν κοπελιές από εκκλησιαστικά ιδρύματα κι ορφανοτροφεία που σε κάποιες απ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι πλούσιες κυρίες των πόλεων έκαναν δωρεές τα νυφικά που θα χρειαζόντουσαν. Και εκεί είχαμε και αστικά νυφικά.
Από την έρευνα στην εποχή προέκυψε ότι υπήρχανε και τα λευκά νυφικά. Είναι άπειρα τα άλμπουμ που έχουν δημοσιευτεί με φωτογραφίες κι εδώ και στο εξωτερικό. Αλλά σαν αντικείμενα του τι μπορεί να σημαίνει μια φωτογραφία και ένα νυφικό για μια γυναίκα στα 20 της που φεύγει στην άκρη του κόσμου, αυτά τα δύο αντικείμενα την σφραγίζουνε για όλη της τη ζωή.
Το ένα είναι η φωτογραφία αυτού που την περιμένει. Αν είναι αυτός όπως είναι στη φωτογραφία κι αν είναι αυτός της φωτογραφίας. Και το άλλο είναι το πιο σημαντικό φουστάνι που μια γυναίκα φοράει στη ζωή της. Και που στο λευκό του τελειώνει η αθωότητα, τα όνειρα, και πολλές φορές αρχίζει μια άλλη περιπέτεια στη ζωή.
Από την έρευνα προέκυψε ότι οι φωτογραφίες δεν ανταποκρινόντουσαν πάντοτε στην πραγματικότητα. Πολλές φορές φαινότανε ο γαμπρός 25 χρονών και ήτανε 45! Το προφίλ του ήταν ωραίο στη φωτογραφία, αλλά το υπόλοιπο ήταν καμένο και δεν υπήρχε μάτι! Πολλές φορές, επίσης, η φωτογραφία ήταν ενός ωραίου, λαμπερού και γυαλιστερού κυρίου, εξαιρετικά ντυμένου, ο οποίος, όμως, ήταν ηθοποιός μιας αμερικάνικης ταινίας εκείνης της εποχής!
Έτσι υπήρχε, λοιπόν, κατά την διάρκεια του ταξιδιού η έγνοια σ’ αυτές τις γυναίκες “είναι αυτός στη φωτογραφία;” Θα ‘ναι καλός άνθρωπος;” και βέβαια η μεγάλη αγωνία “θα περιμένει στο λιμάνι ή θα ‘χει μετανιώσει και θα ‘χει βρει μια άλλη στο μεταξύ;” Προέκυψε ότι πολλές φορές οι γαμπροί έβλεπαν τις νύφες κι αν δεν ανταποκρινόντουσαν σ’ αυτά που περίμεναν, το έστριβαν <αλά γαλλικά> και τις άφηναν αμανάτι να περιμένουν στο λιμάνι. Και πάντοτε ήταν και μια ομάδα εργατών πάρα πολύ φτωχών που δεν είχαν την δυνατότητα να πληρώσουν το εισιτήριο σε μια κοπελιά από την Ελλάδα να ‘ρθει για να την παντρευτούν, και μάζευαν απ’ τις γυναίκες που έμεναν εκεί, αζήτητες. Έπαιρναν όποια έβρισκαν μπροστά τους! Απλώς και μόνο επειδή ήταν ελληνίδα, μιλούσαν την ίδια γλώσσα και μπορούσαν να ενώσουν τη φτώχεια τους, το κουράγιο τους και τα μπράτσα τους, τη σκληρή δουλειά, για ν’ ανοίξουν ένα σπίτι.
Τα νυφικά, τώρα, στην ταινία είχαμε αρκετά παραδοσιακά και κάποια αστικά που χρειαζόμαστε αλλά δεν μπορέσαμε να βρούμε αυθεντικά του ’10 και του ΄20, λίγα βρήκαμε, και έτσι φέραμε από το Παρίσι, πανάκριβα νοικιασμένα, με ποινική ρήτρα αν καταστραφεί κάποιο ένα εκατομμύριο για το κάθε νυφικό. Υπέροχα, βέβαια! Μη φανταστείτε πριγκιπικά, απλώς αυθεντικά, λιτά νυφικά του 1920, αριστουργηματικά. Που θα μπορούσε να είναι δωρεές κάποιων πλουσίων κυριών στην ομάδα των ορφανών κοριτσιών που ταξιδεύει με επικεφαλής την κυρία Καρδάκη, την γεροντοκόρη. Την παίζει η Ειρήνη Ιγγλέση, υπέροχη φίλη και υπέροχη ηθοποιός.
Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτές που δεν είχαν νυφικό ή είχαν ένα πολύ φθαρμένο, παντρευόντουσαν μ’ ένα νυφικό που τους έπαιρνε ο γαμπρός εκεί, που νοικιάζανε βέβαια. Γιατί μπορεί να ήταν ένα νυφικό αλλά μ’ αυτό να παντρευόντουσαν 30 κοπελιές από το ίδιο νησί! Οπότε κανονιζόντουσαν και οι γάμοι ανάλογα, γιατί δεν μπορούσαν να συμπέσουν την ίδια μέρα!

 

– “Δεν θα τον ξεχάσεις ποτέ. Αυτή θα είναι η τιμωρία σου”. “Δεν είναι η τιμωρία να θυμάσαι κάποιον που αγαπάς, τιμωρία είναι να τον ξεχάσεις”. Η μνήμη ή η λήθη είναι πιο οδυνηρή, κυρία Καρυστιάνη;

– Η λήθη.

 

– Ο συγγραφέας για να θυμάται, γράφει;

– Είναι μια άσκηση μνήμης το γράψιμο, απολύτως απαραίτητη. Αλλά, πιστεύω, ότι αν δεν θυμάσαι, δεν ζεις το σήμερα! Δεν ισχύει το σήμερα! Και η λήθη, εμπεριέχει κατά κάποιον τρόπο μια μορφή λογοκρισίας. Λογοκρίνεις το παρελθόν σου! Λογοκρίνεις ό,τι έχει προυπάρξει! Εχει την έννοια του καταναγκασμού. Να ξεχάσεις ντε και καλά! Ο χρόνος μόνος του φροντίζει γι’ αυτά! Ό,τι δεν είναι χρήσιμο, ό,τι δεν είναι ισχυρό, ό,τι είναι εξαντλημένο, το αφήνει στην άκρη. Λήθη σημαίνει να προσπαθήσεις με έναν τρόπο βάναυσο, πολλές φορές, να κρύψεις κάτι.
Για μένα, η μνήμη, πιστεύω, πως είναι ελευθερία. Γιατί αν δεν αποσιωπάς αυτά που έχουν συμβεί στους άλλους και σε σένα, αν υπάρχουν, έχεις την ελευθερία να τα ανακαλείς και να τα χρησιμοποιείς στη ζωή σου όποτε θες, όποτε χρειάζονται, χωρίς την αίσθηση βεβαίως ότι κάποιος στο απαγορεύει.

 

– Παρ’ ό,τι όλα σας τα βιβλία έχουν απίστευτο υπαρξιακό βάσανο, έχουν κι απίθανους έρωτες.

– Ε, είναι μεγάλο κίνητρο ο έρωτας για τη ζωή.

 

– Λέει σε κάποια στιγμή: “Ο έρωτας, Ελένη, είναι για τους χασομέρηδες. Να μου λείπει”. Για ποιους είναι ο έρωτας, κυρία Καρυστιάνη; Και σε μιαν εποχή που δεν έχουμε…χασομέρηδες; Βρίσκονται όλοι με τα… μανίκια πάνω.

– Ο έρωτας είναι για όλους κι είναι πολύ μεγάλο κίνητρο για τη ζωή. Η Νίκη το λέει αυτό περισσότερο γιατί είναι αυτό που επιθυμεί και που φοβάται ότι μπορεί να μην της τύχει. Επειδή, ακριβώς, είναι προδιαγεγραμμένη η πορεία της από την οικογένειά της. Να πάει να συναντήσει και να παντρευτεί αυτόν τον οποίο δεν άντεξε η αδελφή της! Είναι προδιαγεγραμμένη, κατά κάποιον τρόπο, η μοίρα της από την οικογένειά της, οπότε είναι σαν να προσπαθεί να καταπνίξει τις επιθυμίες της. Αλλά πιστεύω ότι η κοιμισμένη επιθυμία δεν είναι πεθαμένη επιθυμία, ζει! Και είναι απόλυτα φυσικό, μιλάμε τώρα και για γυναίκες 20 και 25 χρονών μέσα σ’ ένα ταξίδι, να τρέμουν οι καρδιές τους, να πάλλονται, να ονειρεύονται και πολλές απ’ αυτές να ξέρουν ότι ποτέ δεν θα τους επιτραπεί να ζήσουν κανονικά, απ’ την αρχή, αυτό που μπορεί να σημαίνει μια μεγάλη ερωτική σχέση!
Αλλά η Νίκη το ‘ζησε. Μπορεί να ‘χει μια καλή ζωή με τον Πρόδρομο, και έχει, – νομίζω πως είναι ανακουφιστικό ότι καταλήγει σ’ έναν άνθρωπο ο οποίος είναι γλυκός, την αποδέχεται, με τα άσπρα της μαλλιά και φαίνεται ότι μαζί κάτι θα δημιουργήσουνε στη ζωή τους, – αλλά η Νίκη έζησε έναν μεγάλο έρωτα! Και πιστεύω ότι ο καθένας ζει την καθημερινότητά του σε σχέση με το παρελθόν του. Και πάρα πολλές φορές είναι ένα δεκανίκι το παρελθόν για να αντιμετωπίσει το παρόν και το μέλλον. Δηλαδή, κάτι πάρα πολύ σπουδαίο, πολύτιμο που έχεις ζήσει, και που έχεις μαζί σου για όλη σου τη ζωή. Κι ενώ ο έρωτας δεν αρκεί, δεν κρατά όσο διαρκεί, μ’ αυτό τον τρόπο πολλές φορές μπορεί να διαρκεί για όλη σου τη ζωή! Άλλο αν έχει τελειώσει η σχέση! Αν είσαι άνθρωπος που σέβεσαι τις σχέσεις σου, που είσαι πιστός και γενναιόδωρος με ό,τι καλό σου έχει συμβεί, τότε κι αυτό δεν σε αφήνει! Σε ακολουθεί και σου προσφέρει ανακούφιση και δύναμη!

 

– Και το χρέος, πρέπει να παίζει μεγάλο ρόλο. Όχι μονάχα στις “Νύφες” για τη Νίκη, αλλά και στο “Κοστούμι στο χώμα” και στη “Μικρά Αγγλία”…

– Έτσι βλέπω τη ζωή, να σου πω την αλήθεια. Νομίζω πως σε πάρα πολλές περιπτώσεις, ο άνθρωπος πρέπει να κοιτάει και τους γύρω του. Δηλαδή, κάποια εποχή, μετά απ’ αυτές τις υπέροχες εποχές που ζήσαμε στα φοιτητικά μας χρόνια, έκανα έναν αγώνα να ορίσω και να διαφυλάξω την ατομικότητά μου. Την αισθανόμουν εξαφανισμένη. Από κει και μετά κάνω πολύ πιο σκληρό αγώνα μέσα μου αυτή η ατομικότητα να μη γίνει ατομισμός.
Έτσι στη Νίκη έδωσα αυτή τη δύναμη που θα ‘θελα να έχω κι εγώ! Να νοιαστεί τους γύρω της! Όλες αυτές τις γυναίκες, αδελφάδες, ξαδέλφες, τις υπόλοιπες Σαμοθρακίτισσες, που αισθάνονται μια ασφάλεια με αυτό το ξεχωριστό πλάσμα κοντά τους. Άλλωστε σαν γυναίκα είχε το ένστικτο ότι αυτός ο μεγάλος έρωτας με τον Νόρμαν θα κρατούσε για όλη της τη ζωή μόνο αν τελείωνε εκεί. Διαφορετικά, η διαφορά κουλτούρας, η διαφορά της περιουσίας που κουβαλά ο καθένας από τον τόπο του, των βιωμάτων του, πιθανότατα θα έφθειραν αυτή την ιστορία. Νομίζω πως η Νίκη με το γυναικείο της ένστικτο κάνει μια σοφή κίνηση για να κρατήσει τον Νόρμαν για πάντα στην καρδιά της.

 

Υγ. Μια συνάντηση – συνέντευξη ουσιαστικά εφ’ όλης της ύλης. Ποτέ δεν δημοσιεύθηκε ολόκληρη και πουθενά.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top