Fractal

Έκπτωτοι άγγελοι

Γράφει ο Αντώνης Καρτσάκης // *

 

Νίκος Χρυσός, “Καινούργια μέρα”, Καστανιώτης, 2018

 

Για κάποιους ανθρώπους «δεν είναι δώρο η μνήμη. είναι κατάρα», αποφαίνεται ο συγγραφέας Νίκος Χρυσός στο μυθιστόρημά του Καινούργια μέρα (σ. 261) αναφερόμενος στους αποσυνάγωγους και ανέστιους του κόσμου μας. Τους βλέπουμε καθημερινά, τους προσπερνάμε, βιαστικοί καθώς βαδίζουμε, κάποτε τους αφήνουμε λίγο φαγητό που μας περίσσεψε ή μια τσαντούλα με της φιλανθρωπίας μας τα παλιομοδίτικα.

Αλλά τι ξέρουμε πραγματικά γι’ αυτούς; Πώς ζουν; Τι λένε και τι κάνουν; Πώς είναι οι μέρες και προπαντός οι νύχτες τους; Τι κάνουν όταν η πόλη κοιμάται; Πώς βλέπουν τους «κανονικούς»; Και πώς πεθαίνουν; (30 χρόνια νεότεροι από τον μέσο όρο, μαθαίνουμε, σ. 640). «Τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα απ’ ό,τι νομίζεις, φίλε», θα μας πει ο Κούντερα, ενώ ο Προυστ θα μας προτρέψει «Κοίτα, μάθε να βλέπεις»! Η καλή λογοτεχνία μας μαθαίνει να βλέπουμε.

Και να που έρχεται ο συγγραφέας Νίκος Χρυσός με ένα μυθιστόρημα-ποταμό να μας μάθει να βλέπουμε με άλλο μάτι τους άστεγους, τους τσακισμένους από την αγριότητα του πολιτισμού μας. Με μια ευφάνταστη αφήγηση ο συγγραφέας εκθέτει την ιστορία του για τους έκπτωτους αυτούς αγγέλους του καιρού μας και μας καλεί να τους γνωρίσουμε μέσα από τη δική τους φωνή.

Οι τέσσερις βασικές αφηγήσεις από τους ισάριθμους ενδοκειμενικούς αφηγητές εξακτινώνονται σε πλήθος μικρότερων, οι οποίες συγκροτούν εντέλει έναν ευφυή και σύνθετο τρόπο αφήγησης. Η επινόηση του συγγραφέα να παραχωρήσει το λόγο στους ήρωές του ενέχει εξαιρετικό αφηγηματικό ενδιαφέρον, καθώς καταλήγει σε σκηνοθεσία με πολλαπλότητα φωνών και συνειδήσεων. Το πολυφωνικό αυτό κείμενο ανοίγει διάλογο με άλλα κείμενα, οδηγεί σε μια ευρεία διαλογικότητα με άλλα εκφωνήματα και σε πολλές εκπλήξεις.  Ο Χρυσός, αντί να κάνει τον ήρωά του ένα «αυτός», κλεισμένο σε ένα πλέγμα (κοινωνικών, ψυχολογικών και άλλων) προσδιορισμών, το κάνει ένα «εσύ». Αντί να τον προσδιορίζει, τον ανακρίνει, τον προκαλεί, τον ακούει. Πρόκειται για τη στάση πρόκλησης και ακρόασης του άλλου, όπως την έδειξε ο Μπαχτίν, ένα περίπλοκο παιχνίδι πολλών φωνών και προθέσεων, συμπληρωματικών ή αντιφατικών. Μια πράξη ελευθερίας και εντιμότητας. Ταυτόχρονα, η επιλογή αυτή έχει ένα βάρος ηθικό: ο συγγραφέας αποσύρεται στο βάθος της σκηνής, παραχωρεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο στους ήρωές του,  δίνει φωνή στους άστεγους.

Η δομή της σύνθεσης αντλεί από την Καινή Διαθήκη, όπως προκύπτει και από τα ονόματα των πρωταγωνιστών: ο Τέως είναι ο Ματθαίος, ο Λάκυ ο Λουκάς, ο Μαρκόνης ο Μάρκος και ο Γιάννης ο Ιωάννης. Παντού παρόντες ο Σεβαστιανός, που φαίνεται να υποδύεται τον Ιησού, και ο μεταμεληθείς Παύλος. Η προσωπική μυθολογία αποκτά οικουμενικότητα (τα ονόματα είναι εμφανώς πλαστά, ο χώρος και ο χρόνος δεν προσδιορίζονται).

Μέσα από τις τεμνόμενες αφηγήσεις (τα «βιογραφήματα» -biographémes, όπως τα αποκαλούσε ο Ρολάν Μπαρτ), που εκτίθενται ως ψιχία του καθημερινού μικρόκοσμου, φωτίζονται οι ζωές των ηρώων. Πρόκειται για ανθρώπινες ιστορίες και στάσεις σε σημαίνοντα αναμνηστικά τοπόσημα. Ο συγγραφέας όμως -όχι απλώς παρατηρητής αλλά επίμονος ερευνητής των αιτίων και ανατόμος (ποτέ δικαστής) των ανθρωπίνων- δεν αρκείται στα συνήθη και καθημερινά. η αφήγησή του είναι μια εικονοκλαστική, λοξή ματιά, χειραγωγημένη και καλά υπολογισμένη. Στις ιστορίες του  παρεισφρέει ως «μνησιπήμων» πόνος το τραγικό της εποχής μας. Τα κοινωνικά αυτά ίχνη διασταυρώνονται με την προσωπική ευαισθησία, με μια πανταχού παρούσα ηθική και αισθητική στάση.

Ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτούν οι εγκιβωτισμένες μέσα στην κεντρική αφήγηση αφηγήσεις του Σεβαστιανού. Εξαιρετικές και οι αφηγήσεις της Μάμα-μάνας που πάντα ξαγρυπνά, ενώ η πόλη κοιμάται. Όπως και των άλλων ηρώων που εμφανίζονται από το πουθενά μες στο σκοτάδι ως χορός αρχαίας τραγωδίας και αποσύρονται. Επιπλέον, ο σκληρός νατουραλισμός με την εναλλασσόμενη τρυφερότητα, οι πολλές οπτικές γωνίες, που φωτίζουν την κάθοδο στη σύγχρονη κόλαση, η λεπτουργημένη γραφή, η φυσική γλώσσα, που δεν επιτρέπει στη συγκίνηση να υπερβεί την αφήγηση, και ο αφομοιωμένος πλούτος γνώσεων συγκροτούν ένα ευδόκιμο νεωτερικό μυθιστόρημα-μικρογραφία του ζοφερού κόσμου μας.

Πρόκειται για μια ρεαλιστική λογοτεχνία που δεν «λέει», «δείχνει». Δεν περιγράφει και δεν διαπιστώνει απ’ έξω το δράμα, αλλά είναι μέρος του δράματος. Ο συγγραφέας δεν παρατηρεί το Εγώ του σαν αντικείμενο μέσα σε μεγεθυντικούς φακούς, αλλά είναι ο ίδιος ένα Εγώ που έχει εμπλακεί στην ανθρώπινη περιπέτεια. Είναι μέσα σ’ αυτήν. Αντί να μιλά για τη φωτιά, τη δείχνει μέσα από τα εγκαύματα των ηρώων του.

Έτσι ο συγγραφέας (που αποφεύγει το πολιτικό κήρυγμα) εκφράζει την προοδευτική-ανθρωπιστική προοπτική του για τον κόσμο μας. Γιατί, εις πείσμα της αποϊδελογικοποίησης των καιρών, ο Χρυσός (που είναι και ένας λαμπρός μελετητής της λογοτεχνίας) υιοθετεί μια λογοτεχνία ιδεών, με την ευρύτητα του όρου. Στη λογοτεχνία αυτή χωρούν σχόλια για την αγριότητα της εποχής μας, για την πείνα («πεινάω, κρυώνω και φοβάμαι», σ. 677), για τους «ζεστούς και χορτάτους», για τον ρατσισμό και τη βία των εθνικιστικών ομάδων, για την αλληλεγγύη στους αδύναμους, για την αστυνομία που δεν φτάνει ποτέ εκεί. Και μέσα από την πικρή αυτή άρνηση ορθώνεται η κατάφαση και η ελπίδα για μια καινούργια μέρα!

Ο Χρυσός δεν γράφει λοιπόν απλώς ρεαλιστική πεζογραφία. εκφράζει μια ανθρώπινη ευαισθησία άρτια μορφοποιημένη. Για το λόγο αυτό ό,τι τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι τα καθαρά περιγράμματα του λόγου, οι δραστικές και άμεσες εκφράσεις, οι ολοκληρωμένες εικόνες. Ξεχωρίζω την ευαισθησία στη γλώσσα, κυρίως την εμμονή στην ετυμολογική διαφάνεια των λέξεων: «Δεν ζητιανεύεις, αιτείσαι (κι όχι επαιτείς)» (σ. 148). Αλλά και το ευφυές χιούμορ (απόλυτη επανάσταση του πνεύματος, σύμφωνα με τον Μπρετόν): «Έχετε φάει για μεσημέρι»; «Αρκετές φορές», η απάντηση του άστεγου. «Τι τρώνε οι άστεγοι όταν νηστεύουν»; «Μάτια ψάρια»! (σ. 117).

 

Νίκος Χρυσός

 

Η πολυπρόσωπη αφήγηση επιβάλλει προσεκτική ανάγνωση και υποβάλλει πολλά ερωτήματα και ανάλογες ερμηνείες. Είναι απλώς δίψα για ιστορίες και γοητευτικά παραμύθια; Η επινοημένη από την Βίβλο δομή αλλά και τα δανεισμένα από τη Γραφή γλωσσικά στοιχεία συνιστούν, μήπως, ειρωνεία για την αγάπη στον πλησίον που έχει εκλείψει από τον «πολιτισμένο» κόσμο μας; Είναι η έκφραση μιας βαθιάς συμπάθειας για τους έκπτωτους αυτούς αγγέλους της εποχής μας; Η παρουσία-απουσία του Σεβαστιανού παραπέμπει, άραγε, στο σκληρό μαρτύριο του ομώνυμου αγίου και καθαγιάζει στο πρόσωπό του τον σύγχρονο μάρτυρα της αδιαφορίας μας;  Μια νέα πρόταση για τη διαχείριση της ζωής, ένας ύμνος στο Λόγο, στο πάθος της δημιουργίας, όπως υποστήριξε κατά την παρουσίαση του βιβλίου η Έρη Σταυροπούλου; Ή, όπως διατείνεται ο ίδιος ο συγγραφέας, μια αλληγορία για τη φυσική και τη μεταφυσική της αφήγησης;

Ό,τι και αν δεχτούμε, ο λόγος του Χρυσού είναι μια σκληρή κριτική ματιά στο σήμερα, καθώς, όπως αποφαίνεται ο ποιητής Λάμπης Καψετάκης, «Δε θα μας κρίνουν παρά τα ασθενή, / τα πλέον ανυπεράσπιστα του κόσμου». Είναι, όπως προσφυώς  ειπώθηκε, «τα ευαγγέλια χωρίς τον Χριστό» (Δημήτρης Στεφανάκης, εφημ. Φως).

Δεν ψάχνουμε, βέβαια, την εικόνα στο χαλί. επισημαίνουμε την πολλαπλότητα των σημασιών τις οποίες πυροδοτούν τα πολλά σύμβολα της γραφής και ένα «πληθυντικό», καλά οργανωμένο κείμενο. Το κείμενο του Χρυσού είναι ένα «υφαντό», όπως το ήθελε ο Μπαρτ, με πολλά σημαίνοντα στις ραφές του και άπειρους συνδυασμούς. «Τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα απ’ ό,τι νομίζεις, φίλε».

Το γεγονός, ωστόσο, είναι ότι, μετά την ανάγνωση της Καινούργιας μέρας, τίποτε πια δεν είναι πια ίδιο. Μετά την μύηση αυτή στην εντελώς σύγχρονη πραγματικότητα, που όμως κρύβει πολύ περισσότερα απ’ ό,τι το πρώτο αντίκρισμά της φανερώνει, είμαστε υποχρεωμένοι να διαβάσουμε ξανά το κείμενο του κόσμου μας στα πρόσωπα των ανθρώπων αυτών, να σκύψουμε και να δούμε τη γενναιότητά τους πλάι στην απόγνωση. Ο λόγος του Χρυσού μας μαθαίνει «να βλέπουμε». Στα μάτια των αποσυνάγωγων της κοινωνίας μας βλέπουμε -υπό διάθλαση πάντα- τη σαπίλα του δυτικού πολιτισμού μας. Την αλαζονεία και την ανηθικότητα των ισχυρών. Την αγριότητα των εχόντων. Την υποκρισία των «φιλήσυχων» και εφησυχασμένων. Την ευθύνη όλων μας. Μετά την κάθοδο στο σύγχρονο αυτό λαβύρινθο, τίποτε δεν είναι πια ίδιο. Είναι βέβαιο ότι δεν θα δούμε ποτέ ξανά τους ανθρώπους αυτούς με τα ίδια μάτια. Τους έκπτωτους αγγέλους. Για τους οποίους «δεν είναι δώρο η μνήμη. είναι κατάρα». Και, ίσως, η πόλη, που πάντα κοιμάται, ξυπνήσει σε μια καινούργια μέρα.

 

 

* Ο Αντώνης Καρτσάκης είναι Διδάκτωρ Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top