Fractal

Η ζωή που κυλάει σαν ποτάμι…

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Θεόδωρος Γρηγοριάδης «Καινούργια πόλη», εκδ. Πατάκη, σελ. 299

 

« στενάζει το παρελθόν κάτω από τη γη ενώ από πάνω έχει εξαντληθεί η υπομονή μας».

 

  Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης με το νέο μυθιστόρημά του «Καινούργια πόλη» μας παραδίδει μια κιαροσκούρο τοιχογραφία της εποχής του δήθεν, της δεκαετίας του  ’90,  με τους ανένταχτους ήρωές του να προσπαθούν να βρουν καταφύγιο στην Αθήνα, που μεταλλάσσεται κάτω από όρους χρηματιστηρίου, εύκολου πλουτισμού, εισαγόμενου λάιφ στάιλ και τζόγου, περιθωριοποιώντας το παρελθόν της, με την ελπίδα ν΄αποκοπούν από το ένοχο δικό τους παρελθόν.

Μέσα από τις ζωές των ηρώων του, ορισμένους έχουμε γνωρίσει και από το προγενέστερο μυθιστόρημά του, τους οποίους ψυχογραφεί εν τω βάθει, ο Γρηγοριάδης επιχειρεί ένα διεξοδικό σχολιασμό της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα της εποχής των παχυλών αγελάδων, με σαρκασμό, χιούμορ, ειρωνεία, συγκατάβαση, ενοχή και μηδενική ανοχή εν τέλει.

 

Ο Μανόλης φιλόλογος – πλατωνιστής, μετά παραμονή δέκα χρόνων στην Σκανδιναβία όπου δίδασκε αρχαία ελληνικά σε φιλέλληνες Σκανδιναβούς  επιστρέφει στη Σαμοθράκη, όπου κατέφυγε η μητέρα του Μαργαρίτα μαζί με τον αλκοολικό εραστή της, άντρα της αδελφής της, με διάθεση να την «σώσει» από την κακοποίηση που υφίσταται. Στην απόφασή του εμπλέκεται και το συναίσθημα της νοσταλγίας για την πατρίδα, η τελειωμένη σχέση με τον συγκάτοικό του Σβεν, η διάθεσή του να εγκαταλείψει τη διδασκαλία. Όλα μαζί τον ξεριζώνουν από την ασφάλεια που του παρέχει ο σκανδιναβικός πολιτισμός. Η υπόρρητη σεξουαλικότητα του Μανόλη, που διευκρινίζεται στην πορεία, πιθανόν απόρροια ”ενοχλήσεων” από τον θείο νυν εραστή της Μαργαρίτας, σημάδεψαν την παιδική του ηλικία, μαζί με την εγκατάλειψή του από εκείνη, που ακολούθησε την πορεία του έρωτά της, ενώ τώρα τους κρατάει δεμένους η συνενοχή.

 

«….πάντα φεύγουμε μακριά γιατί δεν μας φταίνε μόνον οι τόποι που αφήνουμε πίσω μας»

 

Η Μαργαρίτα, είναι η ελαφρόμυαλη μικροαστή που ξεπηδά από το θαμπό τοπίο των προγενέστερων δεκαετιών σαν μια νέα προσωπικότητα, με το θάρρος της γνώμης, την αυτοπεποίθηση για την εμφάνιση και την προσωπικότητά της, προϊόν αναγνωσμάτων αμέτρητων άρθρων σε λαϊκά περιοδικά και παρακολούθηση ανάλογων τηλεοπτικών εκπομπών, με διάθεση να αποτελέσει μέρος του νέου λάιφ στάιλ, με φλέρτ στο χώρο των μεγαλοαστών και των ”σελέμπριτις”. Σαν μία άλλη Έμμα, επηρεασμένη από τον σύγχρονό ρομαντισμό, και τις ταραγμένες ορμόνες της που την ωθούν να ξεφύγει από τα στερεότυπα της μητέρας και συζύγου, διεκδικεί χώρο και χρόνο για τα προσωπικά της θέλω που την οδηγούν σε αδιέξοδα. Είναι η γυναίκα που απαιτεί μερίδιο προσωπικής ζωής πέρα από την οικογένεια, που όμως όταν βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα τον γιο ή τον εραστή, επιλέγει τον πρώτο γιατί λειτουργεί μέσα της αυτόνομα το μητρικό ένστικτο.

Η Μαργαρίτα φυλλορροεί σαν το ομώνυμο λουλούδι. Με τη συνήθη ανθρώπινη τακτική, αρνείται να ακυρώσει τη λάθος επένδυση του χρόνου και των αισθημάτων της.

«Δεν ήταν ακριβώς βία. Αν δεθείς με έναν άνθρωπο για τον οποίο χαλάς την οικογένειά σου, να, μετά θέλεις να αποδείξεις ότι δεν έκανες λάθος και κάθεσαι να το αντέξεις. Δεν ήταν όμως τόσο άσχημα…» 

 

Ο χωροχρόνος βασικό συστατικό της λογοτεχνίας του συγγραφέα.

Ο τόπος καθορίζει ζωές και συμπεριφορές: «Τότε φοιτητής στο Βαρδάρι, ανακάλυπτε τον λαϊκό κόσμο, το λούμπεν, μια πρόταση ζωής που προϋπήρχε, δεν είχε επινοηθεί.»

Το παρελθόν βρίσκει πάντα τρόπο να τρυπώνει στο παρόν για να θυμίζει ανομήματα: «όλη η ομίχλη εκείνης της περιόδου έμοιαζε να έχει εξατμιστεί, αλλά απέμενε το φάσμα της, αόρατα διαχεόμενο».

«….. Μου ήταν αδιανόητο να ζήσω στην ίδια πόλη που ψαχνόμουν, αλλά και το ίδιο δύσκολο να διδάσκω σε σχολεία. Το εξωτερικό ήταν η πιο αυτονόητη λύση».

 

Ο Μανόλης επιστρέφει στην Ελλάδα. Η κοινή ενοχή ενός θανάτου ενώνει μάνα και γιο. Αποφασίζουν να μετοικήσουν στην Αθήνα.

 

«Αυτό που αγαπούσα στην Αθήνα ήταν το ανακάτεμα αρχαίων, παλιότερων και νεότερων τοποθεσιών. Ξανάβρισκα τον παλιό καλό μου εαυτό, επέστρεφα στα αρχαία κείμενα όχι μόνο για το νόημα αλλά και για τη γεωγραφία τους. Όχι μόνο τι έλεγε ο Σωκράτης αλλά και που το έλεγε, που στεκόταν που βάδιζε, ποια  πορεία ακολουθούσε.»

 

Θεόδωρος Γρηγοριάδης

 

Ο Μανόλης μένει προσωρινά στο σπίτι κάποιου φίλου κοντά στην Πλάκα, ενώ η Μαργαρίτα φιλοξενείται στη γηραιά θεία της Πηνελόπη, την οποία περιθάλπει με το αζημίωτο. Κάποιες φιλικές σχέσεις παρηγορούν. Η Μαργαρίτα πνίγεται μέσα στο διαμέρισμα, ωστόσο θέλει ν’ αποκτήσει ένα άλλο προφίλ αντάξιο του γιου της που γίνεται γνωστός συγγραφέας τηλεοπτικών σειρών. Το παλιό της πάθος το σβήνει ο χρόνος, η ανάγκη για φροντισμένη εμφάνιση και  ”καθώς πρέπει” αστική συμπεριφορά.

Καταγράφει τις σκέψεις της σε κόλλες χαρτιού, επιστολές προς τον γιο, τις οποίες ποτέ δεν ταχυδρομεί. Ξέρει την αλήθεια για την σεξουαλική κατεύθυνση του Μανόλη, που ποτέ δεν εκστομίζει είναι το βαθύ άρρητο μυστικό της, δε θέλει να παραδεχθεί ότι το ξέρει και τ’ αφήνει πιο κάτω, γιατί υπάρχει κι ένα παρακάτω, κι ένα παραπίσω  απ’ όσα λέμε καθημερινά και γράφουμε στα τετράδια”.

Προσπαθεί να ξεχάσει και να ξεχαστεί το παρελθόν της, όμως τη φήμη δεν τη σβήνει η παρούσα αθωότητα.

”Καμιά Μαγδαληνή δεν έγινε διάσημη για τη μετάνοιά της, αλλά για όσα προκάλεσαν εκείνη τη μετάνοια”.

 

Ο Μανόλης παρά την οικονομική άνεση που του παρέχουν οι νέες απασχολήσεις του, πελαγοδρομεί ψυχολογικά ανάμεσα στην ανάγκη συμμετοχής σε ό,τι συμβαίνει  γύρω του, στον τομέα εργασιακών σχέσεων αλλά και διασκέδασης, εκείνο το δήθεν, το μεταλλαγμένο στα ελληνικά δεδομένα ξενόφερτο γκλάμουρ, από την ανάδειξη μιας νέας τάξης ”νεολεφτάδων ”, τέως μικροαστών, που διεκδικούν μεγαλοαστικά προνόμια  και μετέρχονται ανάλογες της παιδείας τους  συμπεριφορές.

 

Άραγε εκεί μέσα ηρεμούσαν καθόλου οι διάσημοι εγκλωβισμένοι, αυτάρκεις στην επωνυμία τους; Σκέφθηκε ο Μανόλης νοσταλγώντας ανοιχτούς χώρους και περιπάτους διαλογισμού σε ανοιξιάτικα ανθισμένα μονοπάτια, δίπλα σε μεσαιωνικά κάστρα με ορθάνοιχτες πύλες και πετρωμένες ιστορικές μνήμες.»

 

Η έλλειψη συντρόφου, η ουσία μιας ειλικρινούς σχέσης του δημιουργεί ψυχικό κενό. Πεθύμησε έναν άνθρωπο που θα τον έκανε να τρέξει δίπλα του, σαν τον δρομέα της Ακαδημίας Πλάτωνος. «….ξαπλώνοντας στο διπλό κρεβάτι, εκεί δίπλα του, έχασκε ένα κενό τόσο απότομο, που πολλές φορές γραπωνόταν από την πλευρά του κρεβατιού στη δική του μεριά για να μην κατρακυλήσει στο βάθος του.»

Νοσταλγεί την απλότητα και τη λειτουργικότητα της σκανδιναβικής χώρας, όπου τίποτε δεν ήταν περιττό, όλα έδειχναν χρήσιμα «κι αυτό που εδώ έπρεπε να κατακτηθεί ως εκκεντρικότητα εκεί προϋπήρχε ως έμφυτη φυσικότητα».

    

Διαπιστώνει με λύπη ότι όλα τραβούν ένα στραβό δρόμο. Οι εργολάβοι είναι πια ρυθμιστές σ’ αυτή τη χώρα. Τον απογοητεύει η διαφαινόμενη απατηλή υπόσχεση των Ολυμπιακών αγώνων, ενώ «η ζωή πάνω από τη γη συνεχιζόταν. Οι αρχαίες σκιές, δρομείς, έφηβοι και σοφοί, κολυμπούσαν στα σκεπασμένα ρέματα και στις αποχετεύσεις της νέας πολιτείας».

«Πίστευα ότι η πατρίδα μου ήταν ένα νεφέλωμα από ιδέες και σκέψεις, συναισθήματα και πάθη, περιφερόμενα σώματα και ψυχές, βιβλία που διαβάσαμε, ταινίες και παραστάσεις, η γραφή, η γλώσσα, όλα αυτά έχτιζαν ένα ιδεολόγημα ή μια ιδεατή πατρίδα όπου μπορούσα να στηριχτώ. Όπου αλλού και να τα συναντούσα εκεί θα μπορούσα να ριζώσω ξανά, σε μια ρευστή περιρρέουσα κατάσταση, μια υποσχόμενη πατρίδα, μια πρόσκαιρη υπηκοότητα.»

 

 Ο χρόνος τρέχει. Η Μαργαρίτα ασφυκτιά κοντά στη γριά. Την φοβίζουν τα γηρατειά.

 «… γριά δεν θέλω να γίνω σαν εκείνο το κουφάρι  που βλέπω παραμέσα να ξεψυχάει, κάθε μέρα αφήνει κάτι πίσω της, κάτι σβήνει Δεν τη θέλει ούτε ο χρόνος ούτε ο κόσμος ούτε κι εμείς πια. Αυτή είναι η πιο τρομερή στιγμή…»

Η ανάμνηση του έρωτά της με τον γαμπρό της όπου «τίποτε δεν ήταν μαραμένο ” , την εξιτάρει ακόμη, γιατί υπήρχε μεταξύ τους ένταση, καυγάδες, βία αλλά και απέραντη αγάπη.

Μετά το θάνατο της Πηνελόπης και με κάποια χρήματα που κληρονόμησε αρχίζει να ανακαλύπτει εκ νέου τις ορμόνες της.

 

«Το πάθος θέλει απάθεια για τους άλλους» συλλογίζεται για όσους αδίκησε μ’ εκείνη τη σχέση. Προβληματίζεται  ωστόσο, από την κατάσταση του γιου της. «Μου φαίνεται ότι κι εσύ σαν εμένα βάζεις δύσκολα στον εαυτό σου, ενώ η ζωή κυλάει σαν ποτάμι, Έβρος ίδιος, δεν πρέπει να την αφήνουμε να φεύγει γιατί δεν θα τη βρούμε στο ίδιο μέρος».

 

Του γράφει: «εγώ σπούδασα τη ζωή, εσύ την μελετάς»

 

Τίποτα δεν περνάει ασχολίαστο από την γραφίδα του συγγραφέα. Ο χρόνος, ο τόπος, η ζωή, ο θάνατος, η οικογένεια, η φιλία, η προδοσία, η τιμωρία, η ενοχή, οι τύψεις, η μετανάστευση, η αναθεώρηση παλιών αποφάσεων, ενώ ανάμεσα στην αφήγηση της ζωής των ηρώων του παρεισφρύουν επιλεγμένα αναγνώσματα, μουσικές, ταινίες, ο Ελύτης, ο Χατζηδάκις, ο Παπανδρέου, η Δήμητρα, μαζί με όλα τα στοιχεία της πολιτικής ζωής μέσα και πέρα από την πενταετία (1992-97) στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία του, η οποία τελειώνει με τον μεγάλο σεισμό να συμβολίζει τον κώδωνα κινδύνου (που αγνοήθηκε) για τον τύπο ζωής που δεν είχε πιστωθεί στους πολίτες της χώρας.

   

«Διεκδικούσα μια αδράνεια που μου είχε λείψει την εποχή της καθόδου. Όλοι έλεγαν ότι άλλαξε η Αθήνα, η χώρα, αλλά εγώ που ήμουν εδώ πέντε χρόνια δεν είδα αυτή την αλλαγή, είχα εντοπίσει μόνο μια υλική και χρηματική αναστάτωση».

 

Ο δρομέας σύμβολο του αιώνιου Έλληνα (υποθέτω) που τρέχει να πιάσει το μέλλον που ονειρεύεται και του ξεφεύγει.  Ένα σύμβολο που ο ήρωας δε θέλει να σβήσει από το θυμικό του.

 

«Η ελπίδα είναι σαν μια πεταλούδα που φτεροκοπάει στο σπίτι ώσπου να βρει μα χαραμάδα για να πετάξει ελεύθερη.»  

 

Ο Φαίδρος, ο δρομέας, λίγο πριν το μεγάλο σεισμό,  φέρνει στον Μανόλη το ξεχασμένο στην Ακαδημία Πλάτωνος τετράδιο που κατέγραφε τις σκέψεις του. Ο Μανόλης τρέχει να τον βρει να τον σώσει  ενώ ο συνωστισμός, ο φόβος τα κορναρίσματα τον κάνουν να δει από ψηλά μια καινούργια πόλη, που δυστυχώς τα επόμενα χρόνια απέδειξαν ότι έμεινε ίδια και περισσότερο ματαιόδοξη για να την μετατρέψει σε μία αληθινά καινούργια πόλη η προχωρημένη πλέον κρίση.

 

Έτσι συμβολικά τελειώνει την αφήγησή του ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, ενώ μέσα σ’ αυτήν παρεμβάλλονται ανατροπές και κρυμμένα μυστικά που θα αποκαλυφθούν σε όσους διαβάσουν το βιβλίο του μόνο!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top