Fractal

Για την απώλεια της μνήμης και την πιθανολογούμενη και επιθυμητή επούλωση στη ‘Τζαζ’ (Jazz, 1992) της Τόνι Μόρρισον

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Toni Morrison, Jazz. Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά. Εκδόσεις Παπαδόπουλος. 2018

 

Η Τόνι Μόρρισον,  με το έκτο της μυθιστόρημα, επανέρχεται χρονικά στα 1926 και γεωγραφικά στο Χάρλεμ, έναν νέο μαύρο κόσμο, δημιουργώντας  μια ερωτική ιστορία, με μια αγάπη που θα μπορούσε να οριοθετήσει ένα χρονικό διάστημα από το παρελθόν, να δώσει μια καινούργια ζωή ή να πάρει μακρυά κάποια άλλη.  Στα πενήντα του χρόνια, ο Τζο Τρέις, όμορφος, και πιστός έως τότε στη γυναίκα του, Βάιολετ, ξαφνικά βρίσκεται μπλεγμένος σε μια παθιασμένη υπόθεση με την Ντόρκας Μάνφρεντ, μία από αυτές τις βαθύτατες ερωτικές αγάπες που τον έκανε τόσο λυπηρό και ευτυχισμένο ‘… ώστε  τη σκότωσε μόνο και μόνο για να κρατήσει ζωντανό τούτο το αίσθημα’!

Η Βάιολετ, πηγαίνοντας στην κηδεία της, προχωράει στην περίεργη πράξη του χαρακώματος με μαχαίρι  του προσώπου της νεκρής Ντόρκας. Πριν όμως ο Τζο συναντηθεί με την Ντόρκας και πριν από το θάνατό της και πριν απ’ όλα αυτά είχαμε την  Βάιολετ, η οποία μέσα στο σκισμένο παλτό της, περιπλανιόταν στη γειτονιά του Χάρλεμ, στο Μανχάταν, αναζητώντας διάφορους λόγους και αιτίες, ψάχνοντας για τη δική της αληθινή ταυτότητα, εικόνες του σκισμένου παρελθόντος, στην πραγματικότητα, όλα αυτά ανάμικτα με τη νέα μουσική που άκουγε στο όνομα ‘τζαζ’, μια περήφανη και εκφραστική μουσική που πατούσε στα μπλουζ αλλά ξέφευγε ταυτόχρονα μπροστά στην ιστορία των αφροαμερικανών,  ένα είδος μουσικής που χάραζε στο μαύρο  Χάρλεμ,  κάτω απ’ το θόρυβο και την αγανάκτηση των προδομένων μαύρων βετεράνων με τα θυμωμένα  πρόσωπά τους πλημμυρισμένα από πολύπλοκα συναισθήματα, κυρίως θυμό και ένταση. Ένα από τα πλουσιότερα μυθιστορήματα της Μόρρισον, με το πλέγμα των φωνών της πόλης, σκληρό και τρυφερό, δημόσιο και ιδιωτικό, και μια συγχορδία  εικόνων που σαρώνουν τον περίγυρο αλλά και τον κόσμο του καθενός με έναν κτύπο της καρδιάς. Ένα υπέροχο μυθιστόρημα  λυρικό, που ψάχνει και αγγίζει πολυποίκιλες ευαίσθητες χορδές.

Το μυθιστόρημα ανοίγει στη μαύρη γειτονιά του Χάρλεμ του Μανχάταν, το έτος είναι το 1926, και μέσα σε ένα παγωμένο χειμωνιάτικο πρωινό, μια γυναίκα που ονομάζεται Βάιολετ Τρέις, πενηντάρα στην ηλικία αλλά ακόμα ελκυστική στο άλλο φύλλο, έχει ανοίξει τα παράθυρά της και έχει αφήσει ελεύθερα τα πουλιά της από τα κλουβιά, συμπεριλαμβανομένου του αγαπημένου και μοναχικού πουλιού, ενός παπαγάλου που πάντα έλεγε ‘σ’ αγαπώ’.  Η Βάιολετ, είναι μια μαύρη γυναίκα, αδύναμη και συναισθηματικά ασταθής. Ανακαλύπτουμε γρήγορα ότι ζει στο Χάρλεμ για αρκετά χρόνια, αλλά η ζωή στην πόλη είναι εξαιρετικά δύσκολη και ο αφηγητής υπονοεί ότι ίσως οι πιέσεις του περίγυρου του Χάρλεμ τελικά της στοίχισαν αρκετά  σε ψυχολογικό, τουλάχιστον,  επίπεδο.  Ένα απόγευμα, η Βάιολετ άρχισε να περιπλανιέται απρόσεκτα στα πεζοδρόμια και έπειτα, χωρίς προφανή λόγο, κάθισε στη μέση του δρόμου, περιτριγυρισμένη από μερικούς ενδιαφερόμενους γείτονες. Η Βάιολετ, είναι παντρεμένη και ζει με τον σύζυγό της Τζο Τρέις, αλλά δεν είναι πλούσια, καθώς κερδίζει λίγα χρήματα ως κομμώτρια χωρίς άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος, πηγαίνοντας εκείνη στις κατοικίες των πελατών της.

Είναι μοναχική και λυπάται που δεν έχει μια μεγάλη οικογένεια για να γεμίσει την ησυχία του διαμερίσματος της, μια ηρεμία που επιδεινώνεται    ορισμένες φορές από την φασαρία των πουλιών της. Καθώς η Βάιολετ σκέφτεται τη μοναξιά της και τη γιαγιά της κάτω στον αμερικάνικο Νότο, πλημμυρίζεται από  την ξαφνική επιθυμία να οικοδομήσει μια οικογένεια, αφού κατά κάποιο τρόπο είναι πεπεισμένη ότι αυτό θα γεμίσει το κενό που την χωρίζει από τον σύζυγό της. Μέσα στο χάος των μεμονωμένων και διαταραγμένων σχέσεων, η πόλη (‘Πόλη’, με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα, την αποκαλεί η συγγραφέας)  αναδύεται ως παντοδύναμη και λαμπερή, μια δύναμη που εμπνέει και ελέγχει την πορεία των ανθρώπινων χαρακτήρων. Κάτω από το βλέμμα των ουρανοξυστών της πόλης, το φάντασμα της Ντόρκας  στοιχειώνει το ζευγάρι των Τρέις, με αποκορύφωμα το αναπάντεχο περιστατικό της ανάρμοστης συμπεριφοράς της Βάιολετ στην κηδεία της Ντόρκας. Απομακρύνοντας απόλυτα το ηθικό σχόλιο και την κρίση των συνομηλίκων της, η Βάιολετ  ξεκινά μια αναζήτηση για να μάθει τα πάντα για την Ντόρκας,  και επισκέπτεται την Μαλβόν, το διαμέρισμα της οποίας χρησιμοποιήθηκε ως ερωτική φωλιά για τον σύζυγό της, Τζο Τρέις, και την Ντόρκας. Μετά από αυτό, η Βάιολετ πληροφορείται για τους χορούς και τη μουσική που άρεσε στη Ντόρκας, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μάθει περισσότερα γι’ αυτήν. Η αξιοπρεπής θεία της Ντόρκας τελικά της προσφέρει μια φωτογραφία της νεαρής γυναίκας, την οποία η Βάιολετ είχε το κουράγιο να τοποθετήσει στο γείσο του τζακιού στο σαλόνι της, ένα μέρος το οποίο επισκέπτονται  το βράδυ, χωριστά και σιωπηλά, εκείνη και ο σύζυγός της. Αν και έχει πυροβολήσει την Ντόρκας, ο Τζο  είναι ένας ηλικιωμένος άνδρας που δεν νιώθει ενοχές για τις πράξεις του. Αντ’ αυτού, οι νυχτερινές του επαφές με το συγκεκριμένο μέρος, είναι το πένθος του, η μελαγχολική και ελαφρώς υπερβολική μνήμη για την ιστορία αγάπης που βίωσε μαζί της και που έχει οριστικά πλέον τελειώσει. Η Βάιολετ, από την άλλη μεριά, δεν μπορεί να κοιμηθεί ήσυχη για όσα διαδραματίστηκαν, και επισκέπτεται τη φωτογραφία το βράδυ επειδή επικρατεί ησυχία, ατενίζοντας ένα πρόσωπο άπληστο, υπεροπτικό και φιλήδονο, το πρόσωπο της ερωμένης του συζύγου της.

Και οι δύο τους ήταν εργαζόμενοι στην περιοχή της Κομητείας Βέσπερ   της Βιρτζίνια και αμέσως μετά τη συνάντηση εκείνου με τη Βάιολετ,  κάτω από μια καρυδιά, το 1906, ο Τζο Τρέις της πρότεινε χωρίς δισταγμό  γάμο και μια μετακίνηση στο Χάρλεμ για καλύτερες φυσικά συνθήκες ζωής και προοπτική. Οι αναμνήσεις εκείνου, περίπου είκοσι χρόνια πριν από το παρόν, περιλαμβάνουν το έντονο πάθος του για τη νέα σύζυγό του, τη Βάιολετ, καθώς και μια συνάντηση με μια μυστηριώδη γυναίκα, η οποία είναι μισοντυμένη και κρυμένη σε ένα θάμνο.

Για κάποιο ιδιαίτερο και περίεργο λόγο που δεν αποκαλύπτεται, όμως, στον αναγνώστη, ο Τζο Τρέις έχει μεγαλώσει  ορφανός, και έχει κάποιους λόγους να πιστεύει ότι αυτή η ψυχικά διαταραγμένη γυναίκα μπορεί να είναι η μητέρα του. Η τελευταία του μνήμη από την κομητεία Βέσπερ, είναι η σκηνή της συνομιλίας του με αυτή τη γυναίκα, που κρυβόταν πίσω σε έναν θάμνο ιβίσκου.  Ο Τζο Τρέις   ανακαλεί στη μνήμη του  ότι μια φορά αισθανόταν έναν ιδιαίτερο δεσμό με την Ντόρκας, επειδή ήταν και εκείνη ορφανή από   μητέρα, αν και η  ιστορία εκείνης δεν είναι τόσο σοβαρή όσο η δική του, αν και εξίσου μυστηριώδης. Η κοπέλα προέρχεται από τη μαύρη κοινότητα του Ανατολικού Σαιν Λούις του Ιλλινόις και περιγράφεται ως ανώνυμη μετανάστρια  ανάμεσα σε ένα σταθερό ρεύμα που ήρθε στο Χάρλεμ,  αφού οι λευκοί είχαν ασπρίσει  όλες τις λωρίδες και τις αυλές του σπιτιού. Στον Τζο, ‘…του στοιχίζει ο θάνατός της, τον θλίβει αφάνταστα, όμως του στοιχίζει περισσότερο η πιθανότητα κάποια στιγμή η μνήμη του να μην μπορεί να ανακαλέσει την αγάπη…’.

 

Toni Morrison

 

Η Βάιολετ θυμάται την επίσκεψη σε μια πολύ καλή φίλη  και την έκπληξη από κραυγές που έρχονταν από το δρόμο. Το σπίτι της σκόπιμα πυρπολήθηκε και θυμάται τη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι η μητέρα της και η συλλογή από τις κούκλες της έμειναν  παγιδευμένες μέσα και κάηκαν  ζωντανές. Η Άλις  Μάνφρεντ ζούσε  στο Χάρλεμ για αρκετά χρόνια, πριν ζητήσει την ανιψιά της, τη Ντόρκα, να ζήσει μαζί της. Μία από τις πρώτες αναμνήσεις της Ντόρκας, είναι η παρέλαση της Πέμπτης Λεωφόρου, τον Ιούλιο του 1917, όπου  σιωπηλοί άντρες και γυναίκες πορεύθηκαν για να καταδικάσουν τις πράξεις  του λυντσαρίσματος που είχαν συμβεί στο Ανατολικό Σαιντ Λούις του Ιλλινόις. Ο λόγος που η  Άλις     συνεχίζει να ζει στο Χάρλεμ, παρά τον φόβο της για την καινούργια μουσική και το γρήγορο ρυθμό της πόλης, δεν αποκαλύπτεται ποτέ, αλλά η άφιξη της Ντόρκας της  επιτρέπει να μας κάνει τους φόβους και τις ανησυχίες της γνωστές, διδάσκοντας συνεχώς την  ανιψιά της πώς να αποφεύγει οτιδήποτε είναι ζωντανό και άγνωστο, κυρίως τους άντρες. Τόσο η θεία όσο και η ανιψιά, ιδιωτικά, θαυμάζουν τα τραγούδια και τους χορούς του δρόμου. Έχοντας βιώσει τη μουσική, η Ντόρκας βρίσκει τη ζωή της ανυπόφορη μέχρις ότου  εισέλθει στη σκηνή και στη ζωή της, ο Τζο Τρέις.

Για να δώσει λεπτομέρειες για το οικογενειακό ιστορικό της Βάιολετ,  η ιστορία μετατοπίζεται στον αρχικό αφηγητή, σε  τρίτο πρόσωπο. Ένα πρωινό, στην παιδική ηλικία της Βάιολετ,  κάποια στιγμή που ο πατέρας της είχε εγκαταλείψει την οικογένεια, οι εισπράκτορες πήραν το σπίτι και τα υπάρχοντά τους. Η μητέρα της Ρόουζ Ντίαρ, Τρου Μπελ,   εγκατέλειψε τη δουλειά της στη Βαλτιμόρη και έφτασε εκεί με σκοπό να αναλάβει τα πάντα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, υποθέτοντας ότι τα παιδιά της ήταν σε καλά χέρια, η Ρόουζ Ντίαρ αυτοκτόνησε πέφτοντας μέσα σε ένα πηγάδι., και δυό εβδομάδες μετά την ταφή της, ο σύζυγός της έκανε την εμφάνισή του.

Η Τρου Μπελ,   στέλνει τις εγγονές της στο Πάλεσταϊν της Βιρτζίνιας, όπου μια εξαιρετικά μεγάλη συγκομιδή βαμβακιού έχει προκαλέσει μεγάλης, επίσης,  κλίμακας μετανάστευση εργατικού δυναμικού. Μια νύχτα, που η Βάιολετ κοιμάται κάτω από ένα δέντρο, ξαφνιάζεται από έναν άνδρα που έχει πέσει από το δέντρο κάτω από τον οποίο εκείνη είχε κοιμηθεί. Ήταν ο Τζο Τρέις, και έτσι ξεκίνησε η γνωριμία τους η οποία κατέληξε αργότερα σε γάμο. Αφού παντρεύτηκε τον Τζο, η Βάιολετ σχεδίαζε να πάει στη Βαλτιμόρη, έχοντας ακούσει για χρόνια τόσες πολλές ιστορίες της γιαγιάς της, αλλά στο τέλος αποφασίζουν μαζί να πάρουν το τρένο για τη Νέα Υόρκη, ενώνοντας τους εαυτούς τους με το ρεύμα της γνωστής  μετανάστευσης των μαύρων του Νότου προς τις Πολιτείες του Βορρά.  Ενθουσιασμένοι, και παρακάμπτοντας τις δύσκολες συνθήκες της αστικής ζωής, το ζευγάρι αποφάσισε ότι δεν θέλει  δικά του παιδιά, με τις αποβολές της Βάιολετ να φαντάζουν περισσότερο ως ενόχληση, παρά ως απώλεια. Εντούτοις, στα  σαράντα της κάποιες παράμετροι άλλαξαν, και το μητρικό ένστικτό της, εξελίχτηκε σε ανυποχώρητη λαχτάρα, ενώ η αστική ζωή δείχνει να εισέρχεται σε ένα απερίγραπτο χάος.

Ο Τζο Τρέις, από τη δική του μεριά, χρονολογεί τη γέννησή του στα 1873 και δίνει μια εκτεταμένη περιγραφή της παιδικής ηλικίας του στο μικρό χωριουδάκι  Βιέννα της Κομητείας του Βέσπερ της Βιρτζίνιας, αρχίζοντας από τη ζωή του στο σπίτι της Ρόντα και του Φρανκ Γουίλιαμς. Οι τελευταίοι, ανάθρεψαν τον Τζο μαζί με τα έξι δικά τους παιδιά. Ενώ το ζευγάρι φροντίζει τον Τζο με τον ίδιο τρόπο όπως και τα φυσικά τους παιδιά, είναι ειλικρινείς με τον Τζο, ενημερώνοντάς τον ότι δεν είναι το φυσικό τους παιδί. Κι’ όταν εκείνος ρωτάει τη Ρόντα για τους γονείς του, παίρνει την απάντηση, πως εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν κάποιο ίχνος. Και στη γλώσσα του πρωτότυπου κειμένου, ‘O honey, they disappeared without a trace’! Ο Τζο ερμηνεύει εσφαλμένα το σχόλιο και αλλάζει το επώνυμό του σε Τρέις (trace), αφού ο ίδιος προσδιορίζεται ως ‘το ίχνος’ χωρίς το οποίο οι γονείς του εξαφανίστηκαν. Ο Τζο καθορίζει ως τον καλύτερο άνθρωπο στην κομητεία Βέσπερ, έναν άνθρωπο που ονομάζει ‘κυνηγό των κυνηγών’ ως άλλη γονική φιγούρα στη ζωή του,  όσο ήταν μικρός και ορφανός εκεί.

Η αφήγηση ακολούθως παλινδρομεί σε συνεχή βάση αποσκοπώντας να φέρει στο προσκήνιο κάποιες λεπτομέρειες, άγνωστες εν πολλοίς. Ο αναγνώστης θα νοιώσει κάποια κούραση διατρέχοντας τις σελίδες του μυθιστορήματος, ανίκανος να κατανοήσει ορισμένες ιστορικές παραμέτρους που αφορούν δευτερεύοντα πρόσωπα του κειμένου και πως αυτές συνδέονται με τους κύριους πρωταγωνιστές του βιβλίου. Άπειρες λεπτομέρειες που αφορούν την ιστορία των αφροαμερικανών, στα προηγούμενα χρόνια,  έρχονται σε συνεχή βάση μπροστά μας, όπως η δουλεία των μαύρων, οι λευκοί εργοδότες τους και οι πολυεπίπεδες σχέσεις τους.

Μια από τις κεντρικές σχέσεις του μυθιστορήματος είναι η συνεχιζόμενη ρομαντική σχέση μεταξύ του Τζο Τρέις, ενός άντρα πενήντα χρονών, και της Ντόρκας, η οποία βρίσκεται  στα τέλη της εφηβείας της. Σε όλο το μυθιστόρημα, το δολοφονημένο κορίτσι γίνεται σύμβολο της νεολαίας. Η θεία της, η Άλις Μάνφρεντ, ταυτίζει τη νεότητα της Ντόρκας με μια γενναιόδωρη σεξουαλικότητα που έχει προκαλέσει όμως βαρύτατες καταστροφές και όλεθρο.  Αλλά και η αντίδραση της Βάιολετ Τρέις, όμως, είναι παρόμοια. Η ζήλια της προφανώς προέρχεται από την εξωσυζυγική υπόθεση του συζύγου της, και μέσα στους συλλογισμούς της δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει την αντίθεση ανάμεσα στο γερασμένο, χαλαρό σώμα της και στο νεανικό και περισσότερο προκλητικό για τους άντρες πληρέστερο σχήμα της Ντόρκας. Η Βάιολετ προσπαθεί με ειδικές δίαιτες και σκευάσματα, να βελτιώσει την εικόνα της, αλλά ο ανταγωνισμός της με το νεκρό κορίτσι είναι μάλλον ειρωνικός, για τον απλούστατο λόγο ότι  δεν θέλει στην πραγματικότητα να ανταγωνιστεί τη νεαρή και νεκρή κοπέλα, αλλά μάλλον, επιθυμεί να γίνει το κορίτσι  που   ποτέ δεν απέκτησε. Η Φελίς, η φίλη της Ντόρκας, προς το τέλος έρχεται να υπηρετήσει αυτόν τον ρόλο για τη Βάιολετ, παρέχοντας επίσης παρηγοριά στον Τζο, αποδεικνύοντας έναν πιο ανθρώπινο  τρόπο με τον οποίο η νιότη μπορεί να ‘διατηρηθεί’ με την πάροδο του χρόνου,  χωρίς δυσμενείς παράπλευρες απώλειες.

Το μυθιστόρημα δανείζεται τον τίτλο του από την εμβληματική και δημοφιλή  μουσική τζαζ και η ιδέα της μουσικής αυτής συζητείται σε όλο το μυθιστόρημα. Ορισμένα πρόσωπα την ερμηνεύουν ως τον ύμνο της κόλασης. Το πάθος και η ευχαρίστηση που βρίσκουν η Ντόρκας και η Βάιολετ      στη μουσική αντιπαραβάλλεται με τη μουσική αντιμετώπιση του εγκλήματος του Τζο. Όταν εκείνος βαδίζει αγέρωχα και πυροβολεί τη Ντόρκας, βρίσκεται σε εξέλιξη   ένα πάρτυ όπου η δυνατή μουσική που ακούγεται, ενθαρρύνει το πάθος, βράζει το αίμα και ενθαρρύνει την παραβατική  συμπεριφορά. Σε ολόκληρο το μυθιστόρημα, η μουσική είναι το όπλο που η πόλη χειρίζεται για να ελέγξει τους πολίτες της. Οι εποχές και ο καιρός καθορίζονται και από την παρουσία των παικτών των κλαρινέτων μέσα στους δρόμους. Η μουσική δείχνει να γεννά επίσης μια θλίψη που μπορεί να συγκριθεί με την αισχρολογία της Βάιολετ, καθώς και με το έκδηλο πάθος του Τζο για την Ντόρκας. Από την άλλη μεριά, τα τραγούδια μπλουζ που επικαλούνται οι χαρακτήρες είναι σε μεγάλο βαθμό η συνέπεια των δεινών που προκαλούνται από τις ρατσιστικές παραδόσεις της Αμερικής.

Η μνήμη αναπτύσσεται κυρίως με την παρουσία αρκετών ορφανών παιδιών στο μυθιστόρημα και ενώ η Ντόρκας είναι το μόνο νεαρό ορφανό παιδί στην ιστορία, το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης αυτού του θέματος έρχεται πραγματικά μέσω του Τζο Τρέις. Έτσι πολλοί από τους πρωταγωνιστές έχουν χάσει έναν γονέα, αλλά υπάρχουν και άλλοι, όπως ο Τζο και η Ντόρκας  που   έχουν χάσει και τους δύο γονείς σε πυρκαγιές και ταραχές. Ο Τζο είναι ορφανός που δεν γνώριζε ποτέ τους αληθινούς γονείς του και συνεχίζει να αγωνίζεται με τη μνήμη του αφού φύγει από τη Βιρτζίνια και έρθει στο Χάρλεμ, ενώ η μνήμη της Ντόρκας ως παιδί στο Ανατολικό Σαιν Λούις του Ιλινόις,  είναι χτισμένη γύρω από μια μοναχική φωτογραφία η οποία ξεθωριάζει γρήγορα στο Χάρλεμ. Έτσι θα μπορούσαμε να γενικεύσουμε την παρατήρηση ότι η Τόνι Μόρρισον φέρνει μπροστά το επιχείρημα ότι η αφροαμερικανική κοινότητα στο σύνολό της γνώρισε ένα είδος ορφάνιας κατά τη διάρκεια αυτής της ταραγμένης περιόδου. Γιατί η δουλεία χώρισε ανάλγητα οικογένειες που δούλευαν στον αμερικάνικο Νότο, ενώ στη συνέχεια  η ‘Μεγάλη Μετανάστευση’ εκτόπισε εκατομμύρια μαύρους που τους διαχώρισε και απομάκρυνε περαιτέρω από τις συλλογικές και πολιτιστικές μνήμες τους. Η μνήμη είναι σίγουρα η πιο σημαντική παράμετρος  του μυθιστορήματος. Όλοι οι κύριοι χαρακτήρες του μυθιστορήματος, η Βάιολετ, η Ντόρκας και ο Τζο, ακόμη και η Άλις Μάνφρεντ, όλοι υποφέρουν από τις συνέπειες μιας ζωής που διαχωρίζεται από τις μνήμες του παρελθόντος.

 

Το μυθιστόρημα ‘Τζαζ’ (Jazz, 1992) της Τόνι Μόρρισον, ξεδιπλώνει μπροστά μας κάποιες εκσεσημασμένες παραμέτρους της υπερβολικής αγάπης, καθώς και  τις συνέπειες της συντριβής της ρομαντικής αγάπης, της Βάιολετ και του  Τζο Τρέις, οι οποίοι είχαν  μεταναστεύσει παλιότερα από τη Βιρτζίνια στην ‘Πόλη’. Όταν ο Τζο συγκλονισμένος και σφόδρα ερωτευμένος,  στην πρώτη μοιραία εξωσυζυγική υπόθεση της ζωής του, με μια πολύ νεότερη γυναίκα που ονομάζεται Ντόρκας,  πανικοβάλλεται αφού εκείνη τελικά τον απορρίπτει για άνδρες πιο κοντά στην ηλικία της  και καταλήγει να την πυροβολήσει. Στον θανάσιμο τραυματισμό, η Ντόρκας αρνείται να ονομάσει τον δράστη, ο Τζο ξεφεύγει και η νεαρή γυναίκα στη συνέχεια πεθαίνει, σε σχετικά  σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτή η δολοφονία, η οποία απηχεί την βρεφοκτονία στην ‘Αγαπημένη’ (Beloved), ή άλλη μια παρεμφερή υπόθεση στον ‘Παράδεισο’ (Paradise), ανοίγει ετούτο το μυθιστόρημα και επηρεάζει όλες τις μετέπειτα εξελίξεις του. Ο Τζο είναι τόσο συναισθηματικά καταστραμμένος ώστε η οικογένεια της Ντόρκας δεν επιδιώκει τη δίωξή του. Η Βάϊολετ, αντιδρά αρχικά προσπαθώντας να προσβάλλει και ακρωτηριάσει το πτώμα στην κηδεία, αλλά στη συνέχεια προσπαθεί με συμπαθητικό τρόπο να μάθει τα πάντα για την  Ντόρκας. Με μια αυτοσχεδιαστική αφηγηματική δομή, όπως και το μουσικό είδος του τίτλου της, το μυθιστόρημα ‘Τζαζ’  αναφέρεται σε τακτά χρονικά διαστήματα στις παιδικές ηλικίες του Τζο και της Βάϊολετ, στη Βιρτζίνια. Εδώ, οι αναγνώστες μαθαίνουν για την στερημένη νεότητα της Βάϊολετ, κατά τη διάρκεια της οποίας ο πατέρας της εξαφανίζεται ενώ η μητέρα της αυτοκτονεί, αφήνοντας τη Βάϊολετ, με ψυχολογικά τραύματα και ουλές. Επιπλέον, η Μόρρισον εξηγεί ότι το ορφανό υπόβαθρο του Τζο τον κατευθύνει  προς έναν άλλο δρόμο. Το μυθιστόρημα τελειώνει όμως με αισιοδοξία, υπονοώντας ότι μέσα σε μια σχέση αγάπης, όπως αυτή του Τζο και της Βάιολετ, η επούλωση είναι πάντοτε εφικτή.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top