Fractal

Η μοναξιά του απέναντι

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

Τατιάνα Κίρχοφ: «Ιστορίες που (δεν) είπα στον ψυχολόγο μου», εκδόσεις Πόλις

 

[…] πρέπει πάντα να νικάει ο απέναντι, ποτέ εσύ, εγώ, εμείς. Πικρή αυτή η αλήθεια, όταν απηχεί την πλευρά του ακροατή, είτε πρόκειται για τον ψυχολόγο/ψυχαναλυτή, που υποδύεται τον ρόλο του – να ακούει, να επισημαίνει, να αναλύει και (μακάρι) να δρα θεραπευτικά στον εξομολογούμενο, είτε πρόκειται για τον απλό ακροατή και δυνάμει θεραπευτή, που υποκαθιστά τον αρμόδιο αποδέκτη των εξομολογήσεων. Μέσα από τις ιστορίες της Τατιάνας Κίρχοφ, εδώ στο πρώτο της βιβλίο με διηγήματα, δεν ακούμε μόνον τις φωνές των ανθρώπων που καταθέτουν κομμάτια της ζωής τους αλλά αφουγκραζόμαστε εν σιωπή την παράλληλη σκέψη του ψυχολόγου ή του απλού ακροατή που ακούει συμμετέχοντας με κρυφό, ιδιαίτερο τρόπο. Όντας ο ίδιος άγραφο χαρτί, διαπερατός, για τον απέναντι, είναι ανοιχτός στη διαμόρφωση από τους άλλους παραμένοντας βουβός χωρίς ποτέ να επιτρέπει (εμφανώς) να εισχωρεί η δική του ζωή στη ζωή του εξομολογούμενου. Όταν η γραφή, όπως εδώ, εκπορεύεται από ψυχολόγο, δεν μπορεί παρά να ανιχνεύεται πίσω από τη φωνή των προσώπων, που αφηγούνται, εν είδει μονολόγου, και η σκέψη της ψυχολόγου που ακούει και καταγράφει ή επινοεί και εκθέτει. Καθόλου κακό αυτό, σε κάθε περίπτωση.

Οι έντεκα ιστορίες/αφηγήσεις του βιβλίου, αν θέλουμε να τις δούμε εν συνόλω με θεματική και νοηματική συνάφεια, απηχούν ζωή σε αδιέξοδο, με την ευθύνη να μοιράζεται πότε στο πρόσωπο που μιλά εν είδει αναγνώρισης ενοχής και πότε στον στενό περίγυρο που δρα εν γνώσει ή εν αγνοία του δρομολογώντας την αδιέξοδη πορεία. Μια γυναίκα που περνά σχεδόν αόρατη για τους άλλους, με μια ανωνυμία τραγική, χωρίς να μπορεί να κερδίσει την επιθυμητή θέση στη ζωή της, επιλέγει να υποδυθεί ρόλους επώνυμους ως ηθοποιός αποκτώντας έτσι  το ένδυμα/πρόσωπο.

 

[…] Για πρώτη φορά, σ’ αυτόν εδώ τον χώρο, νιώθω ότι είμαι εγώ, όχι η μικρή που της φωνάζανε «Έι ψιτ». Για πρώτη φορά στη ζωή μου είμαι η Μαρία. Και η Τζούλια, η Νόρα, η Ιφιγένεια, η Γερτρούδη, ο Πουκ, η Φαίδρα, η Κασσάνδρα, ο Πυλάδης, η Αγαύη, η Όλια, η Ισαβέλλα, η Ιουλιέττα…». (σελ. 46)

 

Τραγικός πρωταγωνιστής θα γίνει επιτέλους ένας άλλος ήρωας, όταν θα αποχωρήσει αυτοβούλως από τη ζωή κερδίζοντας τον επιδιωκόμενο πρώτο ρόλο στη σκέψη των άλλων – πάντα ως τότε δεύτερος. Σε μια μείξη τριτοπρόσωπης αφήγησης και μονολόγου (σε ένα από τα καλύτερα διηγήματα του βιβλίου, «Αποφάσεις») το μοίρασμα της οδυνηρής αλήθειας θα γίνει με πρόσωπο που αδυνατεί να ακούσει ή να απαντήσει, βουβή και ασώματη πλέον παρουσία-απουσία. Στα συγκλονιστικά «Δελφίνια» η εξομολόγηση γίνεται μέσα από την, ιαματική συχνά, διαδικασία μιας εν ύπνω επικοινωνίας. Αλλού θα δούμε εμμονές ψυχοπαθολογικές να μεταφέρονται από πρόσωπο σε πρόσωπο (μητέρα και κόρη), μέχρι την αποκοπή του ομφάλιου λώρου. Και είναι τότε που η εξομολόγηση θα «ακουστεί» από τον παρόντα-απόντα ακροατή, που σε λίγο δεν θα θυμάται τίποτα.  Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία (αφηγημένη σε τρίτο πρόσωπο) θα αποκαλύψει τις κατεστραμμένες γέφυρες στα μέλη μιας εικονικά ευτυχισμένης οικογένειας. Αποκαλυπτική επίσης μια παρτίδα τάβλι («Πόρτες»), ιδιαίτερα συγκινητική η σχέση με τα πράγματα του νεκρού πατέρα, όταν ένα χαλασμένο ρολόι θα αποκτήσει ανεκτίμητη συναισθηματική αξία («Μέθοδος αναπόλησης»), η ενδιαφέρουσα εξομολόγηση της άλλης όχθης («Η μοναξιά του απέναντι»), η αγωνία του ασθενή με Alzheimer να μην ξεχαστεί κι όχι να μην ξεχάσει («Μονόλογος»), τέλος η εξοικείωση με τη σωστή λέξη με χώρισε και όχι χωρίσαμε («Τείχη ή άσκηση δωματίου»). Όλες ιστορίες που λέει κανείς στον ψυχολόγο του –αν τις λέει– ή που μονολογεί στον εαυτό του αποκρύπτοντας από όλους –ακόμα κι απ’ τον ψυχολόγο του– την αληθινή εκδοχή. Ιστορίες πέρα από τα ψέματα και τις ωραιοποιήσεις, τις υπερβολές και τις αποκρύψεις. Ή, ακόμα, και σαν αυτές που τις αντιμετωπίζεις ως παρατηρητής, ενώ σε αφορούν κατά άμεσο τρόπο (σαν τρίτο πρόσωπο, σαν αφηγητής μιας ιστορίας, όπως αυτή που σας διηγούμαι, σελ. 109)

 

Τατιάνα Κίρχοφ

 

Μπορεί μια άξια λογοτεχνική γραφή να προδώσει πίσω της την επιστημονική γνώση; Ή αλλιώς, μπορεί η επιστημονική κατάρτιση να επισκιάσει με το βάρος της τη μυθοπλασία; Η γραφή της Κίρχοφ κερδίζει το στοίχημα· χωρίς περιττή επίδειξη της επιστημονικής κατάρτισης, με περισσότερο προσωπικό τόνο στις εξομολογήσεις, με συγκρατημένο τον συναισθηματισμό όπου χρειάζεται, με σωτήριο χιούμορ ακόμα και αυτοσαρκασμό σε καίρια σημεία (θα ήθελες να έχεις ένα γραφείο δικό σου, να λύνεις τα προβλήματα του κόσμου, να νιώθεις ο Σούπερμαν που από σένα εξαρτώνται όλα, σελ.143), οι ιστορίες της διαβάζονται χωρία τίποτα να τις βαραίνει, χωρίς καμία επισκίαση της λογοτεχνικής τους αξίας. Μια αδυναμία που εντοπίζεται στον (σε αρκετά σημεία) ομοιόμορφο τρόπο που οι μονόλογοι χρησιμοποιούν τα λεκτικά τους μέσα, τη γλώσσα και το ύφος, ας θεωρηθεί αναπόφευκτη σε μια πρώτη ενασχόληση με τη λογοτεχνία – η δημιουργία εντελώς ξεχωριστών προσώπων στον τρόπο εκφοράς του λόγου είναι μια κατάκτηση που κερδίζεται με τον χρόνο και την τριβή με τη γραφή. Ωστόσο, οι ιστορίες αυτές, με την πρωτοτυπία της θεματικής τους και τον αβίαστο ρυθμό της πλοκής τους, προμηνύουν μια ενδιαφέρουσα συνέχεια. Την αναμένουμε.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top