Fractal

Ιστορίες- καντηλάκια

Γράφει ο Δημήτρης Βαρβαρήγος //

 

Ελένη Γκίκα «Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων», Εκδ. ΑΩ

 

Είμαστε σήμερα αυτό που ζήσαμε και πράξαμε στο χθες μας· κι οτιδήποτε ευχόμαστε να είμαστε στο μέλλον, εξαρτάται από τις πράξεις μας στο παρόν.

Άλλο ένα βιβλίο της Ελένης Γκίκα, ένα λιγότερο από το τεσσαρακοστό που με τόσο πηγαίο πνεύμα -πολυγραφότατη-, δεν θα αργήσει να βγει στο φως.

«Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων», είναι το νέο της βιβλίο, από τις εκδόσεις ΑΩ, κι όπως γνωρίζουμε το συναισθηματικό ύφος γραφή της, σε ετούτο το πόνημα ξεπερνάει κάθε προηγούμενο καθώς αναφέρει γεγονότα και μνήμες από την άδολη παιδική ηλικία της· εποχή που όλα γράφονται βαθιά στην ψυχή και η αγάπη· και η εμπιστοσύνη στους κοντινούς ανθρώπους ξεχειλίζει γεμάτη ευαισθησίες.

Όταν ένα βιβλίο αναφέρεται σε αληθινά γεγονότα, δεν υπάρχει περίπτωση να μην ταυτίσει, συγκινήσει, να μην αγαπηθεί, να μην γραπώσει τον αναγνώστη και να τον ταξιδέψει παράλληλα και στο δικό του παρελθόν.

Σε μια καταγραφή πρώιμου βιωμένου χρόνου, η Ελένη Γκίκα, αυτοβιογραφείται με την αυθεντική ειλικρίνεια ενός παιδιού, όσα έζησε στα πρώιμα της χρόνια, στον αγαπημένο της τόπο, το Κορωπί.

Με λογοτεχνική πεποίθηση, μιλάει για πράγματα που έντυσαν τον ψυχικό της κόσμο με μια χροιά ποιητική για τους αγαπημένους της ανθρώπους του οικογενειακού περιβάλλοντος της.

Κι όπως έχει γράψει στο οπισθόφυλλο είναι:

«Ιστορίες σαν καντηλάκια για τους οικείους ζωντανούς και νεκρούς. Αναμμένα κεράκια για τις Κυριακές του μπαμπά μου και τις Δευτέρες της μάνας μου. Για τις Μεγάλες Παρασκευές μου και για όλα Τα πρωινά του Σαββάτου στη γειτονιά. Πετεινά τ’ ουρανού και φλόγες που τρεμοσβήνουν όλοι μας: στην κούνια, στη σάλα, στο πλυσταριά, στο βουνό, στο κτήμα του Λιάπη, στα γκρεμισμένα, στα στοιχειωμένα, εντέλει, στα όσια και τα ιερά. “Ό, τι απέμεινε. Ό, τι απομένει. Επειδή όσα παπούτσια να βάλει κανείς, φεύγει ξυπόλητος: «Κάποια βράδια, του έκανε το χατίρι και του τα φόραγε. Εχθές δεν άντεχε, παιδικά πείσματα, σκέφτηκε, ήταν και κουρασμένη. Σαν κούτσουρο έγειρε και κοιμήθηκε. Όλη τη νύχτα τον άκουγε σα μέσα σ’ όνειρο “βάλε μου τα παπούτσια”. Και το πρωί είχε φύγει ξυπόλητος. “Μπαμπά μου”, τον έκλαψε. Κι ακόμα κλαίει. Κάθε βράδυ. Και του φορά τα παπούτσια του.»

Μέσα στο ταξίδι της ύπαρξης της συντηρεί, με τον βαθύ ανθρώπινο λόγο τις μνήμες εκείνες που παραμένουν βαθιά χαραγμένες στην ψυχή της. Ότι αξίζει μένει αναλλοίωτο. Το άγγιγμα των γονιών, η αίσθηση προστασίας, ασφάλειας, στοργής και αγάπης· σαν αυθεντικές σοφίες να την ακολουθούν σε κάθε βήμα. Κι όσο αυτές τις σοφίες θα τις κουβαλάει μέσα της, ποτέ δεν θα χαθούν απ’ την καρδιά της όσους αγάπησε.

 

 

Το βιβλίο απαρτίζεται από τέσσερα κεφάλαια.

Οι Κυριακές του μπαμπά. Οι Δευτέρες της μάνας μου. Οι μεγάλες Παρασκευές μου. Τα Σαββατόβραδα στη γειτονιά.

Και στα τέσσερα κεφάλαια ξεδιπλώνει η Ελένη, με την ευχρηστία του θεωρητικού βίου της λογοτεχνίας, μια αληθινή ιστορία ζωής γεμάτη με όλα τα συναισθήματα που γαλούχησαν ψυχή, πνεύμα, χαρακτήρα και τη δυναμική της ως Άνθρωπο.

Το παιχνίδι με το χρόνο ζωντανεμένο από μνήμες άσβεστες, γεμάτες ευαισθησία κι αποτυπωμένες σαν ζωγραφιές πολύχρωμες ν’ αποδεικνύουν την αλήθεια της πραγματικότητας.

Σαν επτασφράγιστα πολύτιμα μυστικά, γεγονότα φυλαγμένα βαθιά στο μυαλό της Ελένης, έρχονται ν’ αφυπνίσουν το δικό μας μακρινό παιδικό παρελθόν, όπου όλα γράφονταν βαθιά με ανεξίτηλο μελάνι.

72 σελίδες με λέξεις γεννημένες από μνήμες, λες και οι αναπολήσεις απλώνουν χάδια τρυφερά στην ψυχή με την ανάγκη να ρίξουν άπλετο φως σ’ εκείνα τα όμορφα χρόνια της παιδικής αθωότητας.

Η Ελένη, γράφει μέσα σε μια απόσταση ασφαλείας, από την έμπειρη γνώση του μεσολαβούντος χρόνου. Και είναι αυτά τα στοιχεία της απόστασης ασφαλείας, και της απόκτησης έμπειρης γνώσης που μαζί με το καθ’ όλα (γνωστό) ποιητικό ύφος γραφής της και παράλληλα με τη φιλοσοφική διάσταση που εν μέρει αναλύονται σε κάποια σημεία, βιωματικές συνθήκες, κάνει το βιβλίο της δυνατό κι ευανάγνωστο, αγγίζοντας στο έπακρο τον συναισθηματικό και συγκινησιακό κόσμο των αναγνωστών της.

 

Ελένη Γκίκα

 

Ο Άνθρωπος που έχει εισπράξει αγάπη, που έχει διδαχθεί την καλοσύνη, το μοίρασμα και την δοτικότητα στα παιδικά του χρόνια, συνεχίζει στην πορεία της ζωής του να είναι η ψυχή του ένας ανθισμένος κήπος και να σκορπίζει τις ευωδίες του.

Αυτά είναι ο πιο μεγάλος πλούτος του· κι αποκτά μεγάλη δύναμη και οντότητα όταν τη συγκρατήσει αλώβητη κι ανεμπόδιστα την μεταδώσει.

«Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων», είναι ένα αξιόλογο βιβλίο, σημείο αναφοράς στην παιδική ψυχή που μένει ζωντανή στο πέρασμα του χρόνου, όχι μόνο της συγγραφέως, αλλά σε κάθε Άνθρωπο.

Διαβάστε το…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top