Fractal

«Και οι ζωντανοί άνθρωποι έμοιαζαν με χαρτί»

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

«Ιστορίες από την άγρια μεριά» του Νίκου Κτιστάκη, εκδ. ΑΩ

 

«Ιστορίες από την άγρια μεριά» είναι το πρώτο βιβλίο του Νίκου Κτιστάκη και μας δημιουργεί σκέψεις και εντυπώσεις και προβληματισμούς. Πρώτα πρώτα σημειώνω πόσο πολύ ο τίτλος και το εξώφυλλο του βιβλίου συνάδουν με το περιεχόμενο. Αυτό το κόκκινο «Άγρια Μεριά» δίνει το στίγμα του βιβλίου και προϊδεάζει με τρόπο εύγλωττο τον αναγνώστη για τη θεματολογία και το ύφος του αναγνώσματος.

O πρώτος ήρωας που συναντάμε, ο Aλέξης, είναι χρόνια παίχτης και δεν μπορεί να μην είναι προληπτικός. Μπλέκει λοιπόν σε μια φοβερή περιπέτεια. Η ψυχολογία του τζόγου και του τζογαδόρου κυριαρχούν στην πρώτη νουβέλα με τίτλο «Το κοντρόλ» του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Το συνεχές κέρδος αναστατώνει τη ζωή, προκαλεί αϋπνίες, φέρνει ανατροπές. Ο πάντα χαμένος που μετατρέπεται σε πάντα νικημένο βρίσκεται μπροστά σε ένα φοβερό μυστικό- μυστήριο. Εξαιτίας αυτού η ζωή του αλλάζει μαγικά και εκείνος το απολαμβάνει κατ’ εξακολούθησιν μέχρι να έρθει πάλι η ανατροπή. Ο συγγραφέας δίνει ανάγλυφα το προφίλ του κεντρικού ήρωα, δεν βιάζεται να δώσει το τέλος. Μας βάζει και μας μέσα σε έναν ανοίκειο κόσμο, μας μεταφέρει στον σκληρό υπόκοσμο, σε μαφιόζους, καζίνα, ωμές, μεμπτές συναλλαγές. Όλα εκτυλίσσονται αργά, δίνεται το περιβάλλον, η κατάσταση, οι χαρακτήρες που είναι καλοσχεδιασμένοι και πειστικοί, το εύρημα της κερδοφόρας εφεύρεσης είναι πολύ λειτουργικό. Οι ήρωες λατρεύουν το gadget αυτό, είναι το εισιτήριο για μια πλούσια ζωή. Είναι ενδιαφέρον να δούμε τον ρόλο της τύχης μέσα στο διήγημα και πώς αυτή φέρνει αλλαγές και δημιουργεί νέα επεισόδια. Η νουβέλα κλείνει ως εξής: «Xρόνια αργότερα, όταν τα διηγιόταν στη γυναίκα του, είχε προσθέσει και άλλα εντυπωσιακά και φανταστικά στοιχεία που είχε επινοήσει, και σιγά σιγά με τα χρόνια τα πίστεψε και ο ίδιος. Και, βέβαια, δεν είχε καν δει το Ζάχο που έφευγε από την αποθήκη κι έμπαινε στο αυτοκίνητό του, τη στιγμή που το ελαφρό χαμόγελο στο στόμα σχεδόν πρόδιδε τη σκέψη του: «Τελικά ήταν πραγματικά τυχερός αυτός ο φτωχομπάσταρδος».

Ο δεύτερος ήρωας αυτός της δεύτερης νουβέλας με τίτλο «Το κατοστάρικο» είναι επίσης ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος, που ποτέ δεν έμπλεκε σε καυγάδες. Στη σελίδα 81 διαβάζουμε: «Ο Κ. Ε. λοιπόν, βοηθητικός υπάλληλος και πατέρας δύο παιδιών, αυτός ο ψηλός, αδύνατος άντρας, με τα λεπτά χαρακτηριστικά, με τα καστανά θλιμμένα μάτια, περπατούσε προς το αυτοκίνητό του, ένα παλιό «Νισάν Σάνι» και δεν ήξερε ότι σήμερα, αυτό το πρωινό, θα άλλαζε η ζωή του.» Δίνεται στρωτά το προφίλ αυτού του ανθρώπου που αυτο-τιμωρείται στο τέλος της νουβέλας αφού πρώτα έχει γίνει αντικείμενο βίας ακριβώς επειδή ήλπισε ότι κάπως θα αλλάξει η μίζερη και άτολμη ζωή του. Επειδή «ήθελε να ζήσει πιο άνετα». Και όπως χαρακτηριστικά λέει ο Κτιστάκης «Τιμωρημένος γιατί έπρεπε να επιβιώσει από τον απαράβατο νόμο του Σύμπαντος που λέει πως κάθε στιγμή ευχαρίστησης πρέπει να πληρώνεις με πόνο.»

Άγριο χαρακτήρα διαθέτει και η τρίτη νουβέλα «Γρηγόρης». Ακόμα πιο άγριο από τις δύο άλλες αφού το θέμα είναι άκρως ευαίσθητο. Δεν θεωρώ ότι υπάρχει τίποτα πιο βάναυσο σε τούτη τη ζωή από τον θάνατο-και μάλιστα τον άδοξο θάνατο- ενός μικρού παιδιού. Ο άρρωστος φτωχός ψαράς απ’ το ψαροχώρι της Μακεδονίας περιφρονεί την κακοκαιρία και βγαίνει στη θάλασσα, αλλά το αποτέλεσμα είναι τραγικό. Η σκηνή της μάνας που μπήγει τα νύχια της στη σάρκα του άντρα της συγκλονίζει λόγω του ρεαλισμού και της κυνικότητά της. Αλλά έτσι είναι η ζωή. Χωρίς φτιασίδια. Ωμή στα σημεία. Και δω ο συγγραφέας δεν έχει την πρόθεση τίποτα να ωραιοποιήσει, αλλά δίνει τον πόνο γυμνό.

 

Νίκος Κτιστάκης

 

Πλούσιος ο πρόλογος του δημοσιογράφου και συγγραφέα Δημήτρη Φύσσα που έχει επιμεληθεί και το κείμενο και μάλιστα σημειώνει και ποιοι θα μπορούσαν να είναι «πρόγονοι» του διαβασμένου συγγραφέα: «….[…]ο Κάφκα, ο Παπαδιαμάντης, ο Λάγκερκβιστ, το γοτθικό μυθιστόρημα, ο Ζολά, το φάνταζι, ο Πικρός, ο Νίτσε, ο Βουτυράς, ο Πόε, ορισμένες αρχαιοελληνικές τραγωδίες, ο Σκαμπαρδώνης, ο Βερν, ο Τσέχωφ, η «Μάσκα», ο Πεσσόα, ο Κιούμπρικ, ο Ταραντίνο, ο Σκορτσέζε, ο Οικονομίδης, οι αδερφοί Κατσιμίχα και πιθανότατα πολλοί άλλοι[…]»

Σκληρότητα, ρεαλισμό και αλήθεια διαθέτει το έργο του Κτιστάκη. Είναι μια γραφή «αντρική», αν θα μπορούσα να διακρίνω την γραφή σε «αντρική» και «γυναικεία». Άντρες οι ήρωές του, η θεματολογία του άπτεται στα «αντρικά» ενδιαφέροντα, αλλά, με αφορμή αυτά, μπορεί να προεκτείνει κανείς και να σκεφτεί γενικά για την ανθρώπινη ύπαρξη, το νόημα της ζωής, την Νέμεση, τη Μοίρα. Είναι από τα βιβλία που σε ξεβολεύουν πραγματικά και μέσα από ένα απλό θέμα σου προκαλούν χιλιάδες ερωτήματα ενώ πάντα υποβόσκει και μια φιλοσοφική ερμηνεία ή διάσταση των πραγμάτων. Ο άνθρωπος ο απλός και αβοήθητος γίνεται ήρωας μιας ζωής καμένης. Μια φλόγα μόνο αχνοφέγγει κάπου στην χαμοζωή του. Μια υπόνοια κάποιας αλλαγής προς το καλύτερο. Και μετά ματαίωση και σκοτάδι. Ο προορισμός του ανθρώπου, η βία στη ζωή του, η άλλη διάσταση των πραγμάτων. Τα λόγια του Πάουντ που επιλέχθηκαν να μπουν ως μότο στην τρίτη νουβέλα, νομίζω, είναι εύστοχα αναφορικά με το ύφος του βιβλίου: «Σκληροτράχηλοι αυτοί, κι εγώ παιδί διασκέδαζα, στη γη μου που τη χτύπησε ο θάνατος, και οι ζωντανοί άνθρωποι έμοιαζαν με χαρτί». 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top