Fractal

«Το πρωτοφανές σύγγραμμα του Ιάκωβου Πιτσιπιού: Ο πίθηκος Ξούθ ή Τα ήθη του αιώνος και η ποιητική της ανατροπής»

Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *

 

 

Ο λόγιος συγγραφέας Ιάκωβος Πιτσιπιός ή Πιτζιπιός (Χίος, 1802-1869) υπήρξε μια πολυσχιδής, ανήσυχη, μεγαλομανής, ιδιόρρυθμη και εριστική προσωπικότητα. Εργάστηκε ως εκδότης των περιοδικών Ο Φανός της Μεσογείου (Αθήνα, 1844), Αποθήκη των Ωφελίμων και Τερπνών Γνώσεων (Ερμούπολη, 1847-1848 και Κωνσταντινούπολη, 1849) και La Revue d’ Orient (Λονδίνο, 1861). Επιπροσθέτως, υπήρξε συγγραφέας των σχολικών εγχειριδίων Η λογική γραμματική της ελληνικής γλώσσης διά τους πρωτοπείρους παίδας (Οδησσός, 1834), Χρηστομάθεια γαλλική προς χρήσιν της ελληνικής νεολαίας (Ερμούπολη, 1839), φυλλαδίων που είτε υπηρετούσαν (1835-1860) είτε πολεμούσαν την καθολική προπαγάνδα (1860 κ.έ.), κ.ά. Διεκδικώντας μαζί με τους αδερφούς Σούτσους και τον Γρ. Παλαιολόγο τα πρωτεία στη συγγραφή ελληνικού μυθιστορήματος, δημοσίευσε το Η ορφανή της Χίου ή Ο θρίαμβος της αρετής (Ερμούπολη, 1839) και  το ημιτελές Ο πίθηκος Ξούθ ή Τα ήθη του αιώνος (Ερμούπολη, Απρίλιος-Οκτώβριος 1848), με την ακόλουθη υποσημείωση: «Επειδή και το σύγγραμμα τούτο θέλει τυπωθή υπό του συγγραφέως εις ιδιαίτερον βιβλίον, απαγορεύεται πάσα μετατύπωσις αυτού». Ωστόσο, η έκδοσή του διακόπηκε μαζί με εκείνη της Αποθήκης των Ωφελίμων και Τερπνών Γνώσεων, όπου δημοσιευόταν σε συνέχειες, και παρέμενε άγνωστο έως πρόσφατα.

Ο Πίθηκος Ξούθ ξεχωρίζει από τα άλλα μυθιστορήματα της περιόδου 1830-1850 στο ότι δεν χρησιμοποιεί ως πυξίδα, σκελετό ή πρόσχημα της πλοκής μία ερωτική σχέση. Πρόκειται για ένα αινιγματικό και σύνθετο έργο με φιλοσοφικό υπόστρωμα, για μια αλληγορία που πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί, για μια πολιτική, κοινωνική και προσωπική σάτιρα κάτω από τον ασφαλή μυθιστορηματικό μανδύα. Σκοπός του συγκεκριμένου έργου είναι να καυτηριάσει, να στιγματίσει και να γελοιοποιήσει τα κολάσιμα ήθη και τις συνήθειες του αιώνα. Ο Πιτσιπιός διαμορφώνει το σατιρικό του οπλοστάσιο βασιζόμενος στον κύκλο του Κοραή, με τον οποίο και είχε γαλουχηθεί.

Ο πίθηκος Ξούθ θεωρείται το πρώτο νεοελληνικό πεζογράφημα του φανταστικού. Η εισβολή του υπερφυσικού στο καθημερινό και η συλλειτουργία δύο διαφορετικών επιπέδων πραγματικότητας, καθώς τίθενται στην υπηρεσία των ρεαλιστικών επιδιώξεων, μας επιτρέπουν να το εντάξουμε σ’ αυτό που πλέον αποκαλούμε φανταστικό ρεαλισμό. Όπως επισημαίνει η Π. Αποστολή, στο κείμενο του Πιτσιπιού, το φανταστικό, που προσδιορίζει τη μυθοπλασιακή φυσιογνωμία του κειμένου, συνδυάζεται με τη ρεαλιστική περιγραφή, ρέποντας συχνά προς το γκροτέσκο, σε μια αρκετά πρωτότυπη σάτιρα ηθών. Κάτι ανάλογο φαίνεται να υποστηρίζει και ο Δ. Τζιόβας, ο οποίος φρονεί πως στον Πίθηκο Ξούθ γίνεται εμφανής μια προσπάθεια συναίρεσης της φαντασίας και της ιστορικής πραγματικότητας, του ρομαντισμού με το ρεαλισμό, του εθνικού με το ευρωπαϊκό, του τοπικού με το συμπαντικό. Σύμφωνα πάλι με τον Ν. Βαγενά, στο έργο εμπεριέχεται το στοιχείο της αποφυγής της απόδρασης στην ιστορία και ένας έντονος συγγραφικός ρεαλισμός, που, παρά την απεικόνιση της σύγχρονης πραγματικότητας, φτάνει έως τη σάτιρα.

Ο Πίθηκος Ξουθ μπορεί να συνοδεύεται από τον χαρακτηρισμό «σύγγραμμα πρωτοφανές», ωστόσο, υπακούει στην παράδοση του πικαρικού μυθιστορήματος, που, ως πεζογραφικό είδος με έντονα σατιρικά στοιχεία, εμφανίστηκε κατά τον 16ο αιώνα στην Ισπανία. Σύμφωνα με την Π. Αποστολή, ο πικαρικός μύθος αφορά την ιστορία ενός picaro, ενός περιθωριακού ατόμου καταδιωκόμενου από την τύχη, ο οποίος αγωνίζεται με την εξυπνάδα του και την προσαρμοστικότητα του να συντηρηθεί, περιπλανώμενος σε κατεξοχήν διεφθαρμένα και εχθρικά περιβάλλοντα και σε έναν κόσμο χαώδη, όπου άλλοτε διαδραματίζει το ρόλο του θύματος και άλλοτε εκείνον του θύτη. Πρόκειται για έναν αντιήρωα, για ένα νεαρό άτομο χαμηλής κοινωνικής θέσης και αμφιβόλου καταγωγής, ορφανό, είτε κυριολεκτικά, είτε από ανάγκη, είτε από επιλογή, για ένα μικρό χρονικό διάστημα ή για πάντα, που προσπαθεί μόνο του να τα βγάλει πέρα στη ζωή. Πολύ συχνά εμφανίζεται ως πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης. Κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών πέφτει θύμα πονηρών και κακόβουλων ανθρώπων, εξαιτίας της απειρίας και της ευπιστίας του, γίνεται υπηρέτης πολλών αφεντάδων, οδηγείται σε απατεωνιές, μυείται στον κόσμο της απάτης, επιδίδεται σε αλλεπάλληλες εναλλαγές ρόλων και προσωπείων και εν τέλει μεταμορφώνεται. Όπως επισημαίνει ο M. Vitti, η εντυπωσιακή, ευρηματική, πνευματώδης και σατιρική γραφή του Πιτσιπιού προσαρμόζεται στα picaresque γνωρίσματα του ήρωα.  Επιπροσθέτως, η πλοκή του Πίθηκου Ξουθ κατά επεισόδια, όπως και αυτή του πικαρικού μυθιστορήματος, προσφέρει άπειρες δυνατότητες ανοίγοντας τις πόρτες στο φανταστικό, το απίθανο, το αλλόκοτο αλλά και το ατελεύτητο. Επιπλέον, το picaresque συνδυάζει τον μιμητικό με τον διδακτικό τύπο, αφού ασχολείται με το άμεσο παρόν με ειρωνική ή σατιρική διάθεση, αλλά και με ηθικοδιδακτικούς σκοπούς.

Ο Πίθηκος Ξούθ μοιάζει με ηθική αλληγορία που στηρίζεται στη μεταμόρφωση ή τη μεταμφίεση, δεδομένο που μας παραπέμπει σε συναρτήσεις με το ρωμαϊκό κωμικό μυθιστόρημα. Ο Πιτσιπιός ακολούθησε ιδιαιτέρως τη γραμμή που χάραξαν Οι Μεταμορφώσεις του Απουλήιου, οι οποίες μιμούνται σε μεγάλο βαθμό το έργο Λούκιος ή Όνος του Λουκιανού.

Το θέμα της μεταμόρφωσης στην κοινωνία στηρίζεται στο δυϊσμό σώματος και συνείδησης, που υπονομεύει την ακεραιότητα του ατόμου, θέτει ερωτήματα σχετικά με την ανθρώπινη οντότητα και προϋποθέτει έναν κόσμο ασταθή κι ευμετάβολο.  Ο κύριος συμβολισμός της μεταμόρφωσης είναι η κατάπτωση του ανθρώπου στη ζωώδη κατάσταση και ο κολασμός της. Συνήθως, ο μεταμορφούμενος παίρνει τη μορφή εκείνου του ζώου που κουβαλάει μέσα του. Η μεταμόρφωση σε πίθηκο συμβολίζει την αλλοίωση της ανθρώπινης συνείδησης ή την εικόνα του ανθρώπου του «πωρωμένου» από απάνθρωπα πάθη, όπως η κακεντρέχεια και η ακολασία. Το μοτίβο της μεταμόρφωσης του ανθρώπου σε ζώο, σύμφωνα τον Bakhtin, έχει άμεση σχέση με τον πικαρικό μύθο, καθώς κατανοεί κανείς τη ζωή στην ολότητά της, μέσα από κρίσιμες στιγμές, που σηματοδοτούν τη μετάβαση του ανθρώπου από αυτό που ήταν κάποτε σε αυτό που είναι τώρα. Σύμφωνα με τον Ν. Βαγενά, η μεταμόρφωση στον αρχαίο κόσμο είχε θετική χροιά, ενώ στον χριστιανικό αρνητική, καθώς αποτέλεσε όργανο αποτρόπαιων διαβολικών σχεδίων. Η απώλεια της ανθρώπινης υπόστασης σηματοδοτεί την τιμωρία για κάποιο σοβαρό αμάρτημα ή ακόμη για κάποιο τερατώδες έγκλημα. Ωστόσο, όλη αυτή η πορεία οδηγεί στην επάνοδο στην ανθρώπινη μορφή και στην ανακάλυψη του εαυτού του μεταμορφωμένου, στην αυτογνωσία του μέσω της αποκάλυψης του θείου. Το σώμα στον Πίθηκο Ξούθ φαίνεται να τιμωρείται, ώστε ο πρωταγωνιστής να επανέλθει στον ηθικό δρόμο και να ανακτήσει τη λαλιά του, αν και καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταμόρφωσής του διατηρεί τις νοητικές του ικανότητες. Το σώμα εδώ πληρώνει για τις αμαρτίες της ψυχής, όντας το σήμα και ο καθρέφτης της.

Οι αφηγήσεις μεταμόρφωσης ευνοούν τη συναίρεση ρεαλιστικού σκηνικού και φανταστικής δράσης ή το συνδυασμό της αυτοβιογραφικής εξομολόγησης με την εξωτερική παρατήρηση και την κοινωνική κριτική. Στον Πίθηκο Ξούθ η μεταμόρφωση είναι σταδιακή και συμπίπτει με την περιπλάνηση του ήρωα, που τον φέρνει εκτός των συνόρων της κοινωνίας. Μεταμορφούμενος και  πρωταγωνιστής είναι ο περιβόητος Πρώσος εβραϊκής καταγωγής περιηγητής του ελληνικού χώρου J. L. S. Bartholdy, ο συγγραφέας του βιβλίου Κομμάτια για την καλύτερη γνωριμία της σημερινής Ελλάδας (1805). Ο Bartholdy έπειτα από διάφορες φανταστικές τυχοδιωκτικές περιπέτειες και μια δολοφονία ενός ανθρώπου που τον είχε ευεργετήσει, τιμωρείται από τον Θεό να ζήσει -έως ότου εξιλεωθεί- σε πίθηκο. Έτσι, λοιπόν, αιχμαλωτίζεται και περιφέρεται ως υπηρέτης από τόπο σε τόπο κι από αφεντικό σε αφεντικό, μέχρι να συνειδητοποιήσει τα σφάλματά του και να επανέλθει στην ανθρώπινη μορφή. Τελευταίος ιδιοκτήτης του είναι ο Καλλίστρατος Ευγενίδης, τυπικό δείγμα ανερχόμενου νέου στην Αθήνα της δεκαετίας του 1840. Το κείμενο σταματά με την επάνοδο του Bartholdy στη μορφή του ανθρώπου και με την απόφαση του εξιλεωμένου και σωφρονισμένου πλέον εγκληματία να φανεί στο εξής ωφέλιμος στην κοινωνία και να παραμείνει στην Αθήνα για να τελειώσει τις μέρες του δίπλα στον Ευγενίδη.

Από τις διασυνδέσεις του με τη νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση το έργο συνομιλεί με τον Ερμήλο του Μ. Περδικάρη και τον Ζωγράφο του Γρ. Παλαιολόγου. Το μοτίβο της μεταμόρφωσης χρησιμοποιούν ακόμα οι Λεσάζ, Μπαλζάκ, Κάφκα, Μπουλγκάρωφ, Αστούριας, κ.ά.

 

 

Τεχνικές σάτιρας

 

Η τεχνική της ασυμφωνίας

 (The Technique of Incogruity)

 

Σύμφωνα με την κριτική, η ασυμφωνία μεταξύ μιας έννοιας κι ενός πραγματικού αντικειμένου, το οποίο υποτίθεται πως αυτή αναπαριστά, ενδέχεται να προκαλεί γέλιο, τρόμο, σοκ ή αηδία. Η τεχνική αυτή ενδέχεται να πάρει τις ακόλουθες μορφές:

 

Α. Υπερβολή

(Exaggeration)

 

Στόχος της υπερβολής είναι η παραμόρφωση και η γελοιοποίηση δεδομένων αξιών. Ο μηχανισμός αυτός έγκειται στη σύγχυση των κατηγοριών της πραγματικότητας. Μια συνηθισμένη μορφή υπερβολής είναι η φαρσοκωμωδία. Οι περισσότεροι  συγγραφείς χρησιμοποιούν την υπερβολή είτε υποκρινόμενοι τους ρεαλιστές, είτε αναδεικνύοντας τα παράλογα στοιχεία του κόσμου. Η υπερβολή διευκολύνει το έργο της σάτιρας, καθώς ασκεί την κριτική της μεγεθύνοντας τα αρνητικά στοιχεία και μειώνοντας τα θετικά. Πρόκειται για το πυρηνικό χαρακτηριστικό των σατιρικών τεχνασμάτων της λοιδορίας, της αναγωγής στο παράλογο και της καρικατούρας.

 

α. Λοιδορία

(Invective)

 

Η λοιδορία θεωρείται μια από τις πρωιμότερες μορφές της σάτιρας και στηρίζεται αποκλειστικά στην υπερβολή. Η λοιδορία προσδιορίζεται δύσκολα, καθώς η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην εξολοθρευτική κριτική και στη γκρίνια δεν διακρίνεται πάντα εύκολα εκ μέρους του αναγνώστη. Το σατιρικό αυτό τέχνασμα χρειάζεται κομψότητα μορφής και εμπίπτει στις συμβάσεις που διέπουν τη λογοτεχνία.

Στο ακόλουθο απόσπασμα, ο Bartholdy χρησιμοποιεί τη λοιδορία για να περιγράψει τη Φιλιππίνα, τη σύζυγο του σωτήρα του Ροφέρου, ο οποίος πλήρωσε αντ’ αυτού τα χρέη του και τον έβγαλε από τη φυλακή:

 

«[…] αλλ’ η τύχη, εν ω εξ ενός βοηθούσα όλας αυτού τας επιχειρήσεις κατέστησεν αυτόν κύριον μεγάλου πλούτου, εξ ετέρου έχυσεν εντός του ποτηρίου της ζωής αυτού το πικρότερον φάρμακον· διότι η σύζυγος του ανδρός τούτου Φιλιππίνα ήταν εκ των καταχθονίων εκείνων Ερινύων, τας οποίας κατά καιρούς ο άδης εξερεύγεται επί της γης υπό την γυναικείαν μορφήν προς όνειδος και εξύβρισιν του ωραίου φύλου· επειδή η γυνή αύτη ούσα φύσεως μοχθηράς και διεστραμμένης, ασεβής περί τα θεία, καταχθόνιος υποκρίτρια, αισχρά ψευδολόγος, αναίσχυντος συκοφάντις, ασελγής, οργίλος, παράφρων, απάνθρωπος και στερημένη παντός αισθήματος τιμής και φιλοτιμίας, και ποτέ μεν ρυπαρά φιλάργυρος, ποτέ δε απονενοημένη άσωτος, ηδύναντο να θεωρηθή άνευ υπερβολής η καταστρεπτική μάστιξ της ησυχίας, η ανίατος πληγή της ευαισθήτου καρδίας και ο ζωντανός θάνατος του άλλως ευδαίμονος συζύγου αυτής· πάσα κακία ενεφώλευεν εις την μιαράν αυτής ψυχήν· πάν έγκλημα και πάν κακούργον μέσον ενομίζετο υπό της Φιλιππίνης πρόσφορον προς κατόρθωσιν των αισχρών αυτής παραφορών […]. Και ο μεν δυστυχής Ροφέρδος […] επροσπάθει αείποτε να καλύπτη και ν’ αποκρύπτη από τον κόσμο την δυστυχίαν αυτού […]. Οι δε φίλοι αυτού, συμβουλεύσαντες πολλάκις ν’ απομακρυνθή της τοιαύτης γυναικός και πάντοτε παρακουσθέντες, κατήντησαν να περιφρονήσωσιν αυτόν, ονομάζοντες μωρόν και αναίσθητον».

 

Στο Κεφάλαιο ΙA΄, η Πλουμού εμμέσως κατηγορεί την κυράτσα της Σουλτανίτσα και τη μητέρα αυτής για διπλοπροσωπία. Όπως χαρακτηριστικά ισχυρίζεται:

 

«Εσείς όλην την ώρα τονέ μασκαρεύετενε [τον Καλλίστρατο] και τονε βάζετενε στο καλαμάκι μαζί με την τσάτσα σας, και τονε κάμνετε μπαρμπακίνα και τον απεφτόνονε και τονε λέτενε χωριάτη και ξιππασμένο και ανόητο, και πως μοιάζει τη μαϊμού του, κι ύστερα ευτύς πούρτη, γινούστενε κι οι δυό αλλοιώτικες και του κάμνετε τόσες τσιριμόνιες, και του λέτενε πως χανούστενε απέ την αγάπη του, και πως δα α δεν το νε δήτενε, δεν τρώτενε, και τόσα άλλα πράματα, και… […]».

 

Στο Κεφάλαιο ΙΒ΄, η Σουλτανίτσα εξαπατά τον Καλλίστρατο με τον δήθεν παράφορο έρωτά της προς το πρόσωπό του κι ενώ εκείνος φεύγει προκειμένου να υλοποιήσει την υπόσχεσή του, να της αγοράσει δηλαδή ένα κίτρινο φόρεμα όμοιο με της βασίλισσας, εκείνη:

 

«[…] ερρίφθη επί του σκίμποδος και ξεκαρδιζόμενη υπό του γέλωτος έκραζε κατ’ επανάληψιν, “εμβήκεν εις τον σάκκον ο ανόητος·”».

 

β. Αναγωγή στο παράλογο

(Reductio ad absurdum)

 

H αναγωγή στο παράλογο είναι μια από τις πιο ακραίες μορφές του μηχανισμού της υπερβολής. Εδώ, ο σατιριστής μεγιστοποιεί ένα αρνητικό στοιχείο κάποιου χαρακτήρα και αποκλείοντας όλα τα υπόλοιπα δημιουργεί ένα στερεότυπο. Η τεχνική αυτή λειτουργεί ποικιλοτρόπως. Συχνά, το αποτέλεσμα αυτής είναι ένας τελείως παράλογος ή γελοίος συλλογισμός.

Στο Κεφάλαιο Β΄, αφού κατέστη γνωστή στον Βαρθόλδυ η κριτική του Κοραή, σύμφωνα με την οποία το σύγγραμμά του χαρακτηρίζεται ως «τυφλόν, ανόητον, ηλίθιον και μωρόν», τον επισκέπτεται προκειμένου να του δοθούν οι απαραίτητες εξηγήσεις. Ωστόσο, φθάνοντας στην οικία αυτού παρατηρεί κάτι που μεταστρέφει τις άγριες διαθέσεις, με τις οποίες είχε καταφθάσει:

 

«Όπισθεν του γέροντος Κοραή εκάθητο γράφων ενώπιον μικράς τινος τραπέζης εικοσιπενταετής περίπου νέος, του οποίου η υπερήφανος και σοβαρά φυσιογνωμία, το γιγαντιαίον σώμα, η μεγάλη κεφαλή και οι νευρώδεις βραχίονες μ’ έπεισαν ότι βεβαίως είναι εις των απογόνων του μυθολογουμένου Ηρακλέους· ότε δε κατά πρώτον τυχηρώς παρετήρησα αυτόν, είδον ανεβοκαταβάζοντα οργίλως τας δασείας αυτού οφρύς και εξακοντίζοντα μανιώδη πυρώδη βλέμματα κατ’ εμού, τα οποία εσταμάτησαν σχεδόν την κυκλοφορίαν του αίματός μου και μ’ επροξένησαν τοσούτον τρόμον, ώστε τα γόνατά μου ήρχισαν να κλονίζωνται· διότι ενεθυμήθην Γάλλον τινά αυτόπτην της ελληνικής επαναστάσεως διηγούμενον ότι τα ελληνικά στρατεύματα δεν επρομηθεύοντο ζωοτροφίας, επειδή οι Έλληνες έτρωγαν Τούρκους, τους οποίους κατέπινον ζωντανούς, ως ποτέ ο Κρόνος τα ίδια αυτού τέκνα· και άνευ λοιπόν της προτάσεως ταύτης του Κοραή, η θέα του νέου τούτου με είχεν ήδη καταπείσει αρκούντως ότι αληθώς ο λόγος είναι το καταλληλότερον μέσον προς συζήτησιν πάσης διαφοράς, και μάλιστα όταν ο αντίδικος είναι μεν ασθενής γέρων, έχει όμως όπισθεν αυτού γραφέα καταγόμενον εκ του γένους του Ηρακλεόυς […]. Απήντησα λοιπόν ότι το καθήκον της τιμής με υπαγορεύει να μην επιμείνω εις την περί μονομαχίας πρότασίν μου μετά γέροντος ασθενούς και ότι δέχομαι την πρότασιν της δια λόγου συζητήσεως […]».

 

Στο Κεφάλαιο ΙΓ΄, στη διάρκεια διπλωματικού γεύματος στο σπίτι του προξένου της Ελλάδας, ο Ξούθ αναγνωρίζει στο πρόσωπο μιας γηραιάς επισκέπτριας την κομητέσσα Αβενδρότη και αναστατώνεται σε τέτοιο βαθμό που πέφτει βαριά άρρωστος στο κρεβάτι. Κατόπιν, καλούνται διάφοροι γιατροί, εκ των οποίων ένας, ο Καλαθούνας, διατυπώνει έναν εντελώς παράλογο συλλογισμό σχετικά με την ίαση του πίθηκου:

 

«[…] “ ο πυρετός θεραπεύεται δι’ ενός μυριοστημορίου της σταγόνος του εν τη δεκάτη τρίτη θέσει του κιβωτίου μου αριθ. 322 υγρού, το οποίον θέλετε διαλύσει εις τεσσαράκοντα οκάδας ύδατος και ποτίζει τον ασθενή επί τεσσαράκοντα ημέρας […]”· […] και ανοίξας το επί της τραπέζης κιβώτιον, ευρήκε την […] μικράν φιάλην, την οποίαν ανοίξας μετά μεγάλης προσοχής, έλαβεν εξ αυτής διά της άκρας λεπτού κονδυλίου μέρος τι μιας σταγόνος του υγρού, και θέσας εις κύμβην (φλυτζάνη) προσέφερεν εις τον Λιγαρίδην λέγων: “Προσέξατε, ώστε η εις τεσσαράκοντα μέρη διαίρεσις του ύδατος να γίνη ακριβής, άλλως δεν υπάρχει ελπίς σωτηρίας διά τον πάσχοντα […]”»

 

γ. Καρικατούρα

(Caricature)

 

Τα συστατικά στοιχεία της καρικατούρας είναι η υπεραπλούστευση, η παραμόρφωση και η υπερβολή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η τελευταία δεν είναι από μόνη της αρκετή να δώσει κωμικό αποτέλεσμα. Επιπροσθέτως, πρέπει να δημιουργείται ένα «οπτικά εγκεκριμένο και βιολογικά αδύνατο», δηλαδή παράλογο αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τον Feinberg, «στο βαθμό που η υπεραπλούστευση είναι άδικη, η καρικατούρα είναι οπωσδήποτε άδικη. Παραμορφώνει, υπερβάλλοντας και διαστρέφοντας πράγματα και ιδέες. Μεγεθύνοντας την υποκρισία, τον εγωισμό, την ασυνέπεια, ο σατιριστής εκθέτει στο κοινό το θύμα του και το υποβιβάζει». Η καρικατούρα είναι μια τεχνική μέσω της οποίας ένα αντικείμενο υποβαθμίζεται και απλουστεύεται. Όπως παρατηρεί ο Η. Schmidt, «σκοπός της είναι […] η αποκάλυψη της αλήθειας. Αρχικά μειώνει και απλοποιεί την πραγματικότητα με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργηθεί ένας τύπος. δηλαδή επιτρέπεται σ’ ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό να κυριαρχήσει σ’ όλο το πορτρέτο […]. Η καρικατούρα γελοιοποιεί ένα αντικείμενο διότι καταστρέφει την ολότητα της εμφάνισης. Η σχέση των μερών με το όλο, η αρμονία που ορίζει την ατομικότητα διαταράσσεται με την καρικατούρα, η οποία δίνει έμφαση σε κάποια χαρακτηριστικά, έξω, όμως, από την κανονική τους αναλογία […]. Η ανάγκη να διαστρέψει κανείς και να υπερβάλει μέσω της καρικατούρας απορρέει από τη συνειδητοποίηση ότι η αλήθεια δεν λάμπει μέσα από την πραγματικότητα αρκετά καθαρά». Και στη λογοτεχνία, η καρικατούρα απομονώνει και μεγεθύνει ένα ή περισσότερα αρνητικά χαρακτηριστικά στοιχεία. Η περιγραφή που ακολουθεί γίνεται με βάση αυτό ή αυτά καταστρέφοντας την ολότητα της εμφάνισης. Πολλές φορές στη σάτιρα διαπλέκονται το γκροτέσκο και η καρικατούρα με σχέση στενής αλληλεξάρτησης. Ενίοτε, η καρικατούρα δημιουργείται από την αναφορά και μόνο σε ένα φυσικό χαρακτηριστικό, το οποίο απομονώνεται και κυριαρχεί στο όλο πορτρέτο.

Στο Κεφάλαιο Α΄, ο αφηγητής δίνει την περιγραφή του πίθηκου Ξούθ επιμένοντας στα εξής σημεία:

 

«[…] ο πίθηκος Ξουθ προς τοις άλλοις ενεδύετο μακρόν φόρεμα, εφόρει πέδιλα, και έφερεν είδος πίλου επί της κακοεσχηματισμένης αυτού κεφαλής· αύτη δε και η ρυπαρά και δασύτριχος μορφή του προσώπου αυτού, αι τε μαλλώδεις και εις οξείς όνυχας απολήγουσαι αυτού χείρες και η παντελής έλλειψις του λόγου ήσαν σχεδόν τα κυριώτερα χαρακτηριστικά […]».

 

Στο παρακάτω παράθεμα, ο αφηγητής περιγράφει τον επιστάτη με βάση τη διογκωμένη κοιλιά του. Έπειτα από αυτήν την περιγραφή, η αναφορά στον επιστάτη γίνεται μέσω αυτού του χαρακτηριστικού, ως ένα είδος μετωνυμίας, και όχι μέσω του ονόματός του:

 

«Μετά δε τας συνήθεις πρωινάς φιλοφρονήσεις, η Βιλλελμίνη κράξασα τον υπηρέτην διέταξεν αυτόν να φωνάξη τον επιστάτην της οικίας αυτής· ούτος δε εξελθών επανήλθεν μετά τινος καθ’ όλας τας διαστάσεις εξογκωμένου προγάστορος, προς τον οποίον η Βιλλελμίνη δεικνύουσά με, “η ευγενιά του”, είπεν, “είναι ο αδελφός μου ιππότης Βαρθόλδυς, του οποίου τας διαταγάς θέλεις ακούει ως μόνου ενταύθα κυρίου”, και ούτος μεν χαιρετήσας με μετά βαθυτάτης υποκλίσεως ανεχώρησεν […]».

 

Στο κεφάλαιο ΣΤ΄, το τεραστίων διαστάσεων φάσμα του Ροφέρου καταδιώκει τον Ξούθ, μετά τη διάπραξη της φοβερής δολοφονίας:

 

«[…] και ιδού πάλιν το τρομερόν φάσμα του Ροφέρου, έχον ύψος διπλάσιον του υψηλότερου κωδωνοστασίου και εκτείνον επ’ εμέ το εν τη σκελετώδει αυτού χειρί αιματοσταγές εγχειρίδιον…».

 

Β. Μετριοπαθής διατύπωση

(Understatement)

 

Η μορφή αυτή της τεχνικής της ασυμφωνίας μπορεί να ορισθεί ως το αντίστροφο της υπερβολής.

Στο ακόλουθο απόσπασμα ο περιβόητος Πρώσος εβραϊκής καταγωγής περιηγητής του ελληνικού χώρου Βαρθόλδυ, μιλώντας για το βιβλίο του Κομμάτια για την καλύτερη γνωριμία της σημερινής Ελλάδας, παρά τις επιδοκιμαστικές κριτικές που δέχτηκε, υιοθετεί μια πιο μετριοπαθή στάση:

 

«Το ρηθέν σύγγραμμά μου εθαυμάσθη και εχειροκροτήθη υφ’ όλων των μεγάλων σοφών και διπλωματών της Ευρώπης, πλην ολίγων τινών φρονίμων […]· αν δε και ο επαινών με κόσμος μη γνωρίζων τα κατ’ εμέ και το σύγγραμμά μου, ηδύνατο να κρίνη, όπως συνήθως κρίνει, αλλ’ εγώ γνωρίζων τόσον τας πηγάς, όθεν ηντλήθησαν τα εν αυτώ ιστορούμενα, όσον και τα εν Σμύρνη συμβάντα μου, εγώ, λέγω, ώφειλον γενόμενος φρονιμώτερος να μετριοπαθώ οπωσούν·».

 

Γ. Αντίθεση

(Contrast)

 

Η αντίθεση είναι μια ακόμη συνηθισμένη τεχνική όχι μόνο της σάτιρας, αλλά και της ειρωνείας και της κωμωδίας. Υπάρχουν ποικίλοι τρόποι να χρησιμοποιήσει κανείς αυτή τη μορφή: ασυμφωνία μεταξύ ύφους και θέματος, εισαγωγή άσχετου υλικού μέσα σε σοβαρή διατύπωση, παρεμβολή κωμικών επεισοδίων σε τραγωδία, ανάμιξη επίσημης γλώσσας σε αργκό, κ.ά.

Μια ακόμα διαδεδομένη υποκατηγορία είναι αυτή της ασύμβατης ομαδοποίησης, του ασυνάρτητου κατάλογου, της συμπλοκής αντιφατικών, απροσδόκητων κι αλλόκοτων όρων, η οποία  λειτουργεί σύμφωνα με τον Ροΐδη ως «ανθυπνωτικόν φάρμακον», προκαλεί σοκάρισμα και κρατά εν εγρηγόρσει τον αναγνώστη.

Στο Κεφάλαιο Α΄, διαβάζουμε πως επάνω στην μαρμαροσκέπαστη τράπεζα και μέσα στο αναλόγιο συνυπήρχαν ποικίλης ύλης και σκοπού αντικείμενα:

 

«Ο θάλαμος του πρωινού καλλωπισμού του Καλλιστράτου ήτον επίσης κομψός και ωραίος· τέσσαρες υπερμεγέθεις καθρέπται εστόλιζον τους τέσσαρας τοίχους αυτού· έμπροσθεν δε εκάστου καθρέπτου ίστατο μεγάλη τετράπλευρος μαρμαροσκέπαστος τράπεζα, επί της οποίας ίσταντο αναμίξ αγάλματα της Παφίας Θεάς, του Πανός, του Πριάπου, της Αρτέμιδος και άλλων θεοτήτων της αρχαιότητος, διάφορα είδη νευροσπάστων εξ αργίλου, παριστώντων πιθήκους, γαλάς, κύνας, γελωτοποιά σχήματα νάνων και άλλα τοιαύτα, αγγεία πλήρη ανθών και πλήθος ληκύθων πεπληρωμένων εκ των ευωδεστέρων αρωμάτων της Γαλλίας και Ιταλίας.

[…] κατά δε το μέσον του θαλάμου υψούτο είδός τι αναλογίου ενώπιον του οποίου ενίπτετο και εκαλλωπίζετο ο Καλλίστρατος. Αι δε διάφοροι θέσεις του αναλογίου τούτου περιείχον διάφορα ψαλίδια, απόμακτρα, κτένια, βελονίδας, ωτογλυφίδας, ονυχορίνας, λαβίδας, δοχεία, πινάκια, σάπωνας, οξείδια, οδοντοκόνεις, πίτυρα, πηλούς, μυρέλαια και επί πάσι μικρόν τετράγωνον προσκεφάλαιον εκ χρυσοϋφάντου μεταξοχνόου υφάσματος ερυθρού χρώματος, επί του οποίου έκειντο σταυροειδώς τεθειμένα δύο πεπαλαιωμένα ξυράφια […]».

 

Πιο κάτω, στο κεφάλαιο ΙΓ΄, ο ευυπόληπτος γιατρός της Αλεξάνδρειας, Ιταλός στο γένος, Φυσίχας διατείνεται πως:

 

« […] “εγώ δεν είμαι ιατρός των πιθήκων· γνωρίζω να θεραπεύω μόνον καμήλους, όνους, τα κυνάρια των δεσποινών και τους ευγενείς της Αλεξανδρείας· όσον δε αφορά τους ίππους, τους πιθήκους και τας κυρίας, ταύτα υπάγονται υπό την ιατρικήν δικαιοδοσίαν του συντεχνίτου και φίλου μου Ξυλοκαϊκα […]”».

 

Μια άλλη μορφή της αντίθεσης είναι αυτή της ανάμιξης διαφορετικών υφολογικών επιπέδων ή της συμπαράθεσης εκ διαμέτρου αντίθετων καταστάσεων.

Στο ακόλουθο χωρίο, ο Bartholdy έχει πέσει θύμα εξαπάτησης και κλοπής, έχει καταστραφεί, κινδυνεύει και γεμάτος αγωνία απευθύνεται με υβριστικό τρόπο στον υπηρέτη, ο οποίος ατάραχος και τηρώντας τους τύπους τον πληροφορεί για τα τεκταινόμενα, ενώ, αδιαφορώντας για την κατάστασή του, του υπενθυμίζει ότι το γεύμα του, για το οποίο ξόδεψε πολλά χρήματα, είναι έτοιμο. Η αντίθεση εδώ λειτουργεί σε θεματικό και σε υφολογικό επίπεδο και διαπλέκεται με άλλες τεχνικές ειρωνείας:

 

«[…] “πώς”, έκραξα, “αυθάδη! η οικία αύτη δεν ανήκει εις την Κομητέσσαν Αβενδρότη; και διατί λοιπόν δεν με είπες τούτο από χθες; Πού είναι τα δύο κιβώτιά μου…” – “Κύριε Ιππότα”, επανέλαβεν αταράχως ο προγάστωρ εκείνος επιστάτης, ή ξενοδόχος, “παρακαλώ να είσθε μετριώτερος εις τας εκφράσεις υμών· διότι ομιλείτε προς πολίτην Γάλλον, έχοντα την τιμήν να υπηρετήση την πατρίδα ως ενωματάρχης του δεκάτου ογδόου τάγματος της εθνικής φρουράς επί των λαμπρών ημερών του αυτοκράτορος. Εγώ είμαι ξενοδόχος· η κυρία εκείνη ήλθε χθες μετά της αμάξης και του υμετέρου υπηρέτου και ενοικίασεν εν ονομάτι υμών, του κυρίου Ιππότου Βαρθόλδυ, το οίκημα τούτο· μετ’ ολίγον ήλθατε και υμείς μετ’ αυτών· σήμερον δε το πρωί με εκράξατε και ενώπιον όλων τούτων των υπηρετών μου, επεκυρώσατε τους λόγους της υμετέρας αδελφής, κηρυχθέντες ως μόνος κύριος ενταύθα· ανεγνώρισα λοιπόν και αναγνωρίζω υμάς μετά βαθυτάτης υποκλίσεως ως τοιούτον, μέχρις ου πληρώσαντές με αναχωρήσητε· δεν ήτο δε χρέος μου ούτε να είπω προς υμάς από ποίας ώρας ήλθε και ενοικίασεν η υμετέρα αυταδέλφη το οίκημά μου, διότι οφείλετε να γνωρίζητε τούτο μάλλον υμείς ή εγώ, ούτε να φυλάττω τα υμέτερα κιβώτια· και περιπλέον δεν συνεθίζω να ομιλώ περί πραγμάτων, περί των οποίων δεν ερωτώμαι· εγώ μάλιστα, όστις γνωρίζω καλώς εκ πείρας ότι υμείς οι μεγιστάνες απαιτείτε παρ’ ημών των ξενοδόχων και λοιπών ιδιωτών να είμεθα βραχυλόγοι και συνεσταλμένοι ενώπιον υμών· και όστις καυχώμαι ότι κατέχω εντελώς το προτέρημα τούτο· εν τοσούτω, κύριε Ιππότα, το γεύμα περιμένει τας υμετέρας διαταγάς, και είναι αμαρτία γεύμα, δια το οποίον εξωδεύθησαν τέσσαρες χιλιάδες φράγκων, να φαγωθή παρά καιρόν· τούτο μάλιστα με δυσαρεστεί μεγάλως, διότι παραβλάπτεται η φήμη των εξαιρέτων φαγητών του ξενοδοχείου μου” […]».

 

Δ. Υποτιμητική σύγκριση

(Disparaging Comparison)

 

Η τεχνική της ασυμφωνίας ενίοτε παίρνει τη μορφή της υποτιμητικής σύγκρισης. Πρόκειται για σχέσεις ασυμφωνίας, οι οποίες εκφράζονται μέσα από απροσδόκητες ομοιότητες, αναλογίες ή μεταφορές. Η κωμική σύγκριση αποτελεί μορφή ανατροπής.

Στο παρακάτω απόσπασμα, ο αφηγητής, μέσω αυτής της τεχνικής, σατιρίζει τον ήρωα του μυθιστορήματος:

 

«Αλλ’ αφού είπομεν τοσαύτα περί του πιθήκου Ξούθ, ήθελεν είσθαι άδικον να μην είπωμέν τι και περί της καταγωγής του ευγενεστάτου αυτού δεσπότου, μάλιστα εν ω το γενεαλογικόν δένδρον του Καλλιστράτου Ευγενίδου δεν είναι ούτε υψηλότερον, ούτε μάλλον πολύκλωνον παρά το του πιθήκου Ξούθ· διότι ο πατήρ αυτού, αγωγιάτης εκ Τραπεζούντος, ωνομάζετο απλώς Γιάννης αγωγιάτης Τραπεζούντιος […]».

 

Στο Κεφάλαιο Β΄, μετά τον παραλληλισμό Ευρωπαίων και Ελλήνων, στον οποίο προβαίνει ο γέρων Κοραής, είναι προφανές ότι:

 

«[…] ημείς οι Ευρωπαίοι, και τοι απολαμβάνοντες προ αιώνων τας εθνικάς ημών ελευθερίας, και τοι προοδεύσαντες εις παν είδος μαθήσεως, αλλά κατά μεν τας ηθικάς και κοινωνικάς αρετάς δεν είμεθα καλύτεροι των Ελλήνων, ο δε κοινός λαός της Ευρώπης έχει πολύ περισσοτέρας και μωροτέρας προλήψεις και δεισιδαιμονίας ή οι σημερινοί Έλληνες· και ότι επί τέλους αληθώς πολλοί των περιηγουμένων την Ελλάδα Ευρωπαίων, λαμβάνοντες ως μόνους οδηγούς τα πάθη άλλων, απομιμούνται […], αντιγράφουσι τας εκθέσεις προγενεστέρων περιηγητών, τας οποίας δημοσιεύοντες ως ιδίας, καθίστανται γελοίοι πιθηκισταί, ή λυμεώνες αγύρται των φώτων».

 

Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, η τεχνική αυτή παίρνει τη μορφή της ασύμβατης υποτιμητικής παρομοίωσης.

Στο Κεφάλαιο ΙΑ΄, σε μια συζήτηση περί γυναικείας φιλοκαλίας που έχει η Πλουμού με την κυράτσα της Σουλτανίτσα δεν διστάζει να διατυπώσει το εξής:

 

«[…] μα πάλ’ εκείνες οι κακομοίρες δεν έχουνε το μπούστο, που, μα την Παναγιά τη Σπηλιώτισσα, σα σας το νε βάζω, μου χρειάζεται να τραβώ με περισσότερη δύναμη παρά του μπάρμπα μου του Γιάννη σα σφίγγη τη μεσιά του γαδάρου του».

 

Κι ενώ ο διάλογος ανάμεσα στις δύο γυναίκες προχωρά και η Σουλτανίτσα ρωτά την Πλουμού γιατί δεν την ξύπνησε νωρίτερα, εκείνη απαντά πως:

 

 « – Γιατ’ ήμπα τρεις φορές μεσ’ στην κάμερά σας, μα ρουχαλίζετενε σαν άγγελος».

 

Παρακάτω, κατηγορεί την αφεντικιά της και τη μητέρα της πως αποκαλούν τον Καλλίστρατο:

 

«[…] χωριάτη και ξιππασμένο και ανόητο, και πως μοιάζει τη μαϊμού του […]».

 

Στο κεφάλαιο ΙΖ΄, όπου ο Ξούθ είναι βαριά άρρωστος και οι γιατροί διαφωνούν περί του πρακτέου:

 

«[…] ο θάλαμος ωμοίαζε μάλλον καπηλείον μεθυσμένων ναυτών ή θάλαμον ασθενούς περιστοιχισμένου υπό εξευγενισμένων μαθητών της θείας επιστήμης […]».

 

Ε. Επιγραμματική διατύπωση

(Epigram)

 

Η μηχανική αυτή μορφή σάτιρας μπορεί να παραχθεί με διάφορους τρόπους, όπως:

 

α. Διαστρέβλωση στερεοτύπου

(Cliché Twisting)

 

Η τεχνική αυτή αφορά στη διαστρέβλωση κλασικών τύπων, στερεοτυπικών αντιλήψεων, εκφράσεων, κ.ά.

Στο Κεφάλαιο Θ΄, ο φίλος και δικηγόρος του Λιγαρίδη, Πηγαδοστομίδης, τον συμβουλεύει να παντρευτεί τη Χιώτισσα ξαδέρφη του Ελβίρα, για να μην χάσει την κληρονομιά του θείου του Μαλουκάτου, ισχυριζόμενος πως:

 

«[…] όσον δε περί της απαγορεύσεως των μεταξύ συγγενών γάμων, τα τοιαύτα παρετήρουν οι πρόγονοι ημών· αλλά τώρα ταύτα δεν είναι πλέον του συρμού, μάλιστα όταν μεσολαβή χρηματικόν συμφέρον».

 

Στο πρωτοφανές αυτό σύγγραμμα, αποδομείται η στερεοτυπική κλασική εικόνα του γιατρού ως «επίγειου» Θεού. Οι γιατροί που εμφανίζονται δεν δύνανται να διαγνώσουν και να παράσχουν την κατάλληλη ιατροφαρμακευτική αγωγή για την περίθαλψη και ίαση του πίθηκου Ξούθ. Ο ιατρός  Φυσίχας αδυνατεί να αποφασίσει από τι πάσχει ο μεταμορφωμένος σε πίθηκο Βαρθόλδυς και κατ’ επέκταση να του προτείνει κάποια αγωγή:

 

«[…] φαίνεται πάσχετε στομαχίτην, ή κρυολόγημα, ή αιμορροΐδας, ή νεύρα, ή πονοκέφαλον, ή γαστρίτην, ή διάρροιαν· όθεν είμαι γνώμης αμέσως να κάμητε άφθονον αφαίμαξιν, εάν δε η αφαίμαξις δεν ωφελήση, να δώσω εις υμάς αμέσως δυνατόν καθάρσιον, εάν δε το καθάρσιον δεν ενεργήση, να πάρητε κινίνον, εάν δε τούτο δεν θεραπεύση το πάθος, ετοιμάζω αύριον το πρωί γλυκαντικόν ρόφημα εξ όλων των γνωστών και αγνώστων χόρτων, εκ του οποίου θέλετε πίνει ανά εν μέγα ποτήριον καθ’ έκαστον τέταρτον της ώρας, και εάν και δια του μέσου τούτου δεν επιτύχωμεν να πνίξωμεν τον σφοδρόν τούτον πυρετόν, να εισέλθητε αμέσως εις ψυχρόν λουτρόν και να επιθέσητε σιναπισμούς περί τον τράχηλον και κανθαρίδας περί τα σφυρά των ποδών, εάν δε και ταύτα δεν…”».

 

Ο γιατρός Καλαθούνας, που πρεσβεύει την υπεροχή της ομοιοπαθητικής επιστήμης, εξισώνει τις αρρώστιες των ζώων με εκείνες των ανθρώπων, απορρίπτει τη μέθοδο της εξέτασης του ασθενούς και  διαγιγνώσκει την αιτία της αρρώστιας του Ξούθ εξ αποστάσεως:

 

« – “διότι επειδή αι ασθένειαι επέρχονται ομοίως και εις τα ζώα ως και εις τους ανθρώπους, και τα όμοια τοις ομοίοις θεραπεύονται, η ομοιοπαθητική ημών επιστήμη ουδεμίαν διάκρισιν κάμνει μεταξύ ζώων και ανθρώπων ως προς τον τρόπον θεραπείας αυτών, ούτε κατά την ουσίαν, ούτε κατά τον τύπον”·

– “δεν ευαρεστείσθε, εξοχώτατε”, είπεν ο Λιγαρίδης, “να μεταβήτε εις τον θάλαμον του ασθενούς δια να παρατηρήσετε αυτόν;”·

– “είναι αδιάφορον”, επανέλαβεν ο Καλαθούνας, “είπατέ μοι μόνον τι πάσχει;”

– “σφοδρόν πυρετόν”, επανέλαβεν ο Λιγαρίδης.

– “Αρκεί τούτο”, είπεν ο ομοιοπαθητικός ιατρός […]».

 

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους γιατρούς που επεσκέφθησαν τον Ξούθ, ενώ υποτροπίασε στην Αγγλία:

 

«[…] οι δεσπόται μου είχον προσκαλέσει αλληλοδιαδόχως πολλούς Ιπποκράτας της πρωτευούσης της Αγγλίας, αλλ’ όλοι ούτοι δια διαφόρων υψηλών και πολυμαθεστάτων συλλογισμών εσυμπέρανον σοφώς και απέδειξαν εναργώς ότι είμαι ασθενής και ότι πάσχω υπό πυρετού ή σπληνός ή γαστροεντερίτιδος ή εγκεφαλίτου· ότι η ασθένειά μου προήρχετο εκ κρυολογήματος, ή εκ της εξάψεως του αίματος, ή εκ του στομάχου, ή εκ της μεταβολής του κλίματος, ή, τέλος, εξ αγνώστου τινος αιτίας […]».

 

Στην επιγραμματική διατύπωση εντάσσονται κι άλλοι τρόποι, όπως ο σατιρικός ορισμός (satirical definition), το κυνικό πνεύμα (cynical wit) και το παράδοξο (paradox), παραδείγματα των οποίων δεν κατάφερα να εντοπίσω στο  συγκεκριμένο έργο.

 

Η τεχνική της έκπληξης

(The Technique of Surprise)

 

Η τεχνική αυτή της σάτιρας μπορεί να λάβει τις εξής τρεις μορφές: απροσδόκητη εντιμότητα (unexpected honesty), απροσδόκητη λογική (unexpected logic) και απροσδόκητο γεγονός (unexpected event), ένα παράδειγμα του οποίου παρατίθεται ακολούθως.

 

Απροσδόκητο γεγονός ή δραματική ειρωνεία

(Unexpected Event)

 

Ορίζεται ως διαδοχή γεγονότων αντίθετη από την αναμενόμενη και προσδοκώμενη. Για να χαρακτηριστεί μια σατιρική κατάσταση απροσδόκητο γεγονός, το θύμα της σάτιρας πρέπει να ευθύνεται για την αντίθετη έκβαση των πραγμάτων, καθώς με τις πράξεις του προκάλεσε την τύχη του.

Στο Κεφάλαιο Α΄, ο Ξούθ αυτοσυστήνεται ως ο πίθηκος θαλαμηπόλος του Ευγενίδη, που εν τη απουσία του κυρίου του προσπάθησε ματαίως να προβεί σε μια πράξη εξανθρωπισμού και εξευρωπαϊσμού. Εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, προσπαθεί  να χρησιμοποιήσει τα αμύθητης ιστορικής αξίας ξυράφια εκείνου, αλλά ξαφνικά, ο Ευγενίδης επιστρέφει. Ο Ξούθ σε καμία περίπτωση δεν περίμενε πως θα συλλαμβανόταν επ’ αυτοφώρω από το αφεντικό του και πως θα ξυλοκοπιόταν γι’ αυτήν του την πράξη. Από φόβο για τον ενδεχόμενο θάνατό του ανακτά την ικανότητα του λόγου:

 

«Αλλά μίαν ημέραν, εξελθόντος του Καλλιστράτου, ο θαλαμηπόλος Ξούθ μείνας μόνος εις τον θάλαμον του κυρίου αυτού συνέλαβεν […] την ιδέαν του να ξυρίση και αυτός το πρόσωπον αυτού […]. Αλλ’ […] δεν ηδύνατο να προχωρήση ουδόλως εις την εργασίαν ταύτην· κρατήσας λοιπόν το εν ξυράφιον εις τους οδόντας αυτού, ηθέλησε να δοκιμάση δια του ετέρου.

Αλλ’ ενώ ο Ξούθ στενοχωρούμενος διά την αποτυχίαν έτριβε δια του δευτέρου ξυραφίου το μέτωπον αυτού, ανοίγει αίφνης η θύρα του θαλάμου και ο αντίκρυ καθρέπτης δεικνύει εις τον πίθηκον τον εισερχόμενον αυτού δεσπότην· η δε θέα του Καλλιστράτου ενέπνευσε τοσούτον φόβον εις τον πίθηκον, ώστε νεκρωθείς σχεδόν αφήκε να πέσωσι κατά γης αμφότερα τα ξυράφια, των οποίων τα θρύμματα διεσκορπίσθησαν επί του εδάφους.

Ο Καλλίστρατος κυριεύεται υπό φρικώδους μανίας βλέπων κατακερματισμένον τον πολύτιμον αυτού θησαυρόν· […] Εις την ορμήν του πάθους αυτού αρπάζει εκ του ποδός τον πίθηκον και περιστρέφων μανιωδώς αυτόν εις τον αέρα […] κτυπά αυτόν κατά γης, τον καταπατεί δια των ποδών αυτού, και το χρυσοϋφαντον ωμόλινον, βεβαμμένον εις το αίμα του πιθήκου, εμπεριδέεται εις τους πόδας του Καλλιστράτου και καταξεσχίζεται εις μύρια κομμάτια. Η αναξιοπάθεια του θαυμασίου τούτου καλλιτεχνήματος της ωραίας Σουλτανίτσας ερεθίζει έτι μάλλον τον εξημμένον θυμόν του Καλλιστράτου, ως εκκαίει την πυρκαϊάν το επιχεόμενον εις αυτήν έλαιον, και ενώ ο πίθηκος καθημαγμένος εσύρετο προς τινα γωνίαν του θαλάμου, ο Καλλίστρατος αρπάζει βαρείαν ράβδον και αρχίζει να παίη εκ νέου τον δυστυχή Ξούθ. […]

[…] αλλά μόλις ο Καλλίστρατος είχε σύρει το ξίφος, ο Ξούθ εγερθείς και στάς όρθιος επί των ποδών αυτού “στάσου”, λέγει προς αυτόν, “άφρων και μωρέ νέε! Ως δούλόν σου ηδύνασο να με μαστιγώσης κατά την φαντασίαν σου, αν και πέραν του δέοντος· αλλά δεν σοί είναι επιτετραμμένον περισσότερον, ούτε δύνασαι να εξουδενώσης την ύπαρξίν μου”.

Η έκπληξις του Καλλιστράτου, ακούσαντος τον πίθηκον να λαλή ως άνθρωπος, απελίθωσεν όλας αυτού τας δυνάμεις […]· “Πώς”, λέγει, “συ ζώον άλογον και αναίσθητον, στερημένον λογικού και φωνής, ηδυνήθης να ομιλήσης κατά ταύτην την στιγμήν;”».

 

Στο σύντομο και μεταβατικό Κεφάλαιο Δ΄, ο Ξούθ βρίσκεται απελπισμένος και αδίκως κλεισμένος στη φυλακή, καθώς έπεσε θύμα της απάτης της γερμανίδας Κομητέσσας Αβενδρότης. Εκεί, αναπάντεχα, εμφανίζεται σαν άγγελος εξ ουρανού ένας άγνωστος ξένος, ο οποίος αυτοσυστήνεται ως πατρικός φίλος και συμπολίτης του και εξαγοράζει την οφειλή του:

 

«“κύριε Βαρθόλδυ” […] “είμαι πατρικός σου φίλος και συμπολίτης, αποκαταστημένος πρό πολλών ετών εν Παρισίοις· πληροφορηθείς δε κατ’ αυτάς τα δυσάρεστα περιστατικά τα οποία σε ηκολούθησαν, έσπευσα εις βοήθειαν σου φέρων μετ’ εμού και τον ξενοδόχον σου, προς τον οποίον επλήρωσα το κατά την αποκοπήν της αστυνομίας χρέος σου, ούτος δε θέλει σε εγχειρίσει της πληρωμής την απόδειξιν· ών λοιπόν ελεύθερος εκ ταύτης της στιγμής, θέλεις με ακολουθήσει εις την οικίαν μου, όπου δύνασαι να έχης παρ’ εμοί όλας τας αναγκαίας αναπαύσεις”».

 

Στο Κεφάλαιο Ι΄, αφού ο Βαρθόλδυς έχει μεταμορφωθεί σε πίθηκο εξαιτίας του άδικου φόνου του σωτήρα του Ροφέρου, ο Μαλουκάτος γράφει στον ανιψιό του Λιγαρίδη, τότε αφεντικού του Ξούθ, να μεταβεί στη Σμύρνη για να κάνουν μαζί μια περιήγηση στις κυριότερες πόλεις πριν εγκατασταθεί στην Αθήνα. Εκεί:

 

«[…] ο δε γέρων Μαλουκάτος, άμα ιδών με, είπεν ότι ήτο περιττόν το να τρέφη τις ζώον άχρηστον εις τον κοινωνικόν βίον, και επρόβαλε πολλάκις εις τον Λιγαρίδην να με δωρήση εις τον Πασάν της Σμύρνης. Η πρότασις αύτη με κατέπληξε, διότι εγνώριζον ότι ο Πασάς ούτος είχε και άλλα άγρια θηρία, η μετά των οποίων συμβίωσις δεν με ήτο πολύ ευάρεστος».

 

Λίγο πιο κάτω κι ενώ ο Ξούθ βρίσκεται στην Αλεξάνδρεια, στο σπίτι του προξένου της Ελλάδας, στη διάρκεια ενός διπλωματικού γεύματος, τον δείχνει στη σύζυγο του ανηψιού του, στο πρόσωπο της οποίας αναγνωρίζει, με μεγάλη έκπληξη, την δήθεν ομοπάτρια αδελφή του, Κομητέσσα Αβενδρότη:

 

«[…] η Αγγλίς […] εγερθείσα δε ήλθε και εκάθησε πλησίον μου και επαναλαμβάνουσα “τι ωραίον ζώον!”, εψηλάφει κολακευτικώς τον πώγωνα και τας χείρας μου […]. Αν δε και αι τοιαύται αηδείς φιλοφρονήσεις της γραίας κόλακος με δυσηρέστουν υπερβαλλόντως, αλλ’ η δυσαρέσκειά μου μετεβλήθη εις έκπληξιν, ότε ανεγνώρισα επί του δακτύλου αυτής δακτυλίδιον εκ πολυτίμου αρχαιολογικού λίθου, το οποίον είχον αγοράσει εν Σμύρνη και το οποίον εφύλαττον εντός του ενός εκ των δύο κιβωτίων, τα οποία με είχον δολίως υπεξαιρεθή εν Παρισίοις εκ του ξενοδοχείου του επί των λαμπρών ημερών του Ναπολέοντος προγάστορος ενωματάρχου της εθνοφυλακής […].

[…] Μετά θάμβους ητένισα τους οφθαλμούς μου προς το πρόσωπον της δυσειδούς, γραίας, και η έκστασίς μου μετεβλήθη εις φρίκην, ότε παρατηρήσας μετά προσοχής την φυσιογνωμίαν αυτής ανεγνώρισα εις τα υπό της φθοράς του χρόνου σεσαθρωμένα χαρακτηριστικά του γραϊδίου την μορφήν της βδελυράς ψευδωνύμου αδελφής μου, της λεγομένης Κομητέσσης Αβενδρότη, της απατεώνος εκείνης γυναικός, ήτις με είχε ληστεύσει εν Παρισίοις και ήτις υπήρξε κατά μέγα μέρος η πρωταίτιος των μετά ταύτα συμφορών μου!… […]».

 

 Η τεχνική της υποκρισίας

(The Technique of Pretence)

 

Η υποκρισία αποτελεί μια ακόμα τεχνική της σάτιρας. Ο χειριστής της σάτιρας υποκρίνεται ότι μιλάει για κάτι διαφορετικό από αυτό για το οποίο μιλάει στην πραγματικότητα ή ότι είναι αφελής και δεν καταλαβαίνει τις επιπτώσεις των λεγομένων του. Η τεχνική αυτή μπορεί να λάβει τις κατωτέρω μορφές: λεκτική ειρωνεία, παρωδία, παρενδυσία και εξαπάτηση (disguise and deception), προσωπείο (mask-persona), σύμβολο (symbol) ή σατιρική αλληγορία (satiric allegory). Στον Πίθηκο Ξούθ υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα από τις δυο παρακάτω κυρίως μορφές:

 

Α. Παρενδυσία και εξαπάτηση

(Disguise and Deception)

 

Όπως επισημαίνει η Μ. Μικέ, μεταμφίεση είναι η υποκατάσταση, η επικάλυψη μιας ταυτότητας, οπότε ένας χαρακτήρας υποδύεται δύο ή και περισσότερους ρόλους. Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια, σημασία, εξαπάτηση ή την εύθραυστη ισορροπία των δύο ή και περισσοτέρων ρόλων εγείρονται πολύπλοκες έννοιες της ταυτότητας. Η σχέση αυτών των εννοιών ενδέχεται να είναι ειρωνική ή και σατιρική.

Στον Πίθηκο Ξούθ , η τεχνική της μεταμφίεσης χρησιμοποιείται πολύ αποτελεσματικά, με πιο σύνθετο τρόπο, για τη σάτιρα του ήρωα Καλλίστρατου Ευγενίδη κι άλλων:

 

«[…] η αίθουσα, ή θάλαμος της υποδοχής, περιείχε γαλλικά ανακλιντήρια εκ μεταξοχνόων υφασμάτων, αμερικανικάς αιώρας, αγγλικούς καθρέπτας, μαροκηνούς τάπητας, και κατά μέσον μεγάλην στρογγύλην τράπεζαν εξ ωραίου μαρμάρου της εν Ιταλία Καρράρας, επί του κέντρου της οποίας ίστατο ως πυραμίς ολόχρυσος περσική καπνοσύριγξ εκ κιναϊκού λευκαργίλου· περί δε το ανατολικόν τούτο μαυσωλείον έκειντο διάφορα χρυσοδεμένα βιβλία εις κιναϊκήν, σανσκριτικήν, μογγολικήν, και βιρμανικήν γλώσσαν, προς ανάγνωσιν και διασκέδασιν των παρευρισκομένων φίλων εις τας εσπερινάς συναναστροφάς του Καλλιστράτου· απέναντι δε της θύρας της αιθούσης εκρέματο μεγάλη εικών, έχουσα ύψος μεν πέντε πηχών, πλάτος δε περίπου επτά, παριστώσα διά ζωηροτάτων χρωμάτων άνδρα υψηλού αναστήματος, φέροντα πλατυτάτην φουστανέλαν, επί δε των ώμων χρυσάς ευρωπαϊκάς επωμίδας αρχιστρατήγου και έχοντα το στήθος κεκαλυμένον υπό πλήθους ευρωπαίκών παρασήμων· ο παριστώμενος ούτος ήρως εις μεν την δεξιάν χείρα εκράτει ρομφαίαν, δι’ ης εφαίνετο θερίζων τους προ των ποδών αυτού κειμένους Οθωμανούς, δια δε της αριστεράς εφαίνετο στηρίζων επί τινος φρουρίου την κυανόλευκον ελληνικήν σημαίαν· κάτωθεν δε της εικόνος υπήρχε γεγραμμένη χρυσοίς γράμμασιν η εξής επιγραφή: Ο ήρως πατήρ μου ανυψών την ελληνικήν σημαίαν επί του φρουρίου των Θερμοπυλών, κατά διαταγήν της Α. Μ. του Βασιλέως της Ελλάδος, τω πρώτω έτει και μηνί της ελληνικής επαναστάσεως. Παρά δε την εικόνα ταύτην εκρέματο άλλη μικροτέρα παριστώσα ευγενή κυρίαν ενδεδυμένην λαμπρά ευρωπαϊκά φορέματα, ανακεκλιμένην επί χρυσοϋφάντου θρόνου, κρατούσαν βιβλίον εις την χείρα και αναγινώσκουσαν μετά προσοχής· κάτωθεν δε της εικόνος ταύτης εφαίνετο η επιγραφή: Η εκ της αυτοκρατορικής οικογενείας Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου καταγομένη μήτηρ μου, αναγινώσκουσα την υπό της εξαδέλφης αυτής Δουκίσσης Αμπραντές ιστορίαν του Ναπολέοντος».

 

Στο κατωτέρω απόσπασμα, η συμπεριφορά του ήρωα αποτελεί μια μεταμφίεση, ένα εξωτερικό περίβλημα που καθίσταται κωμικό, καθώς αποδεικνύεται ασύμβατο προς το περιεχόμενό του:

 

«[…] μεταξύ δε των ωραίων ερμαρίων του σπουδαστηρίου τούτου υπήρχε μάλιστα εν, το οποίον ο Καλλίστρατος είχεν αγοράσει εις Παρισίους κατά τινα δημοπρασίαν χρεωκοπήσαντός τινος εμπόρου, κατεσκευασμένον εκ λευκού εβένου και φέρον μεγάλην κεχρυσωμένην επιγραφήν, κρατουμένην υπό δύο αναγλύφων παριστώντων, του μεν τον κερδώον Ερμήν, του δε τον Ποσειδώνα και λέγουσαν Ιδιαίτερα συμφέροντα και λογαριασμοί· υπό δε την επιγραφήν ταύτην ο Καλλίστρατος επρόσθεσε Καλλιστράτου Ευγενίδου αγωνιστού και τραπεζίτου αγαθή τύχη, και προσδιώρισε το ωραιότατον τούτο ερμάριον δια τα συγγράμματα της υψηλής διπλωματίας, τα οποία είχε παραγγείλει εις διαφόρους βιβλιοπώλας της Νέας Γεφύρας των Παρισίων· αλλ’ επειδή αι μεν θήκαι του πολυτίμου ερμαρίου ήσαν χαμηλαί, τα δε ρηθέντα συγγράμματα σταλέντα εις Αθήνας πριν να προφθάση η επιστολή του Καλλιστράτου, δι’ ης έπεμπε τον έξαμον του ύψους των παραγγελθέντων βιβλίων, τα συγγράμματα, λέγομεν, ταύτα ήσαν τα μεν εις φύλλον, τα δε εις μέγα τέταρτον, τα δε διαφόρων μεγεθών, ο Καλλίστρατος εξοικονόμησεν ευστόχως την δυσκολίαν ταύτην, κόψας δι’ επιτηδείου τεχνίτου το εξέχον μέρος των βιβλίων και ισομετρήσας αυτά κατά το εμβαδόν των θέσεων του πολυτίμου ερμαρίου· τα δε αποκοπέντα εκ των βιβλίων τούτων τεμάχια συνέλεξεν εις έτερον επίσης κομψόν ερμάριον, επιθέσας την επιγραφήν Λείψανα αρχαιοτήτων, πέριξ δε του αρχαιολογικού τούτου ερμαρίου, εκρέμαντο επί του τοίχου διάφορα άλλα αρχαιολογικά, πολύτιμα πράγματα φέροντα την επιγραφήν Τα ομματοϋάλια του Ομήρου, Η ταμβακοθήκη του Σωκράτους, Αι επωμίδες του Φωκίωνος, Η καπνοσύριγξ του Πεισιστράτου, Τα υποδήματα του Διογένους, και άλλα πολλά τοιαύτα, αγορασθέντα υπό του χάριν του συρμού φιλαρχαιολόγου Καλλιστράτου κατά την εις την Ευρώπην διατριβήν αυτού».

 

Στο Κεφάλαιο Γ΄, η Κομητέσσα Αβενδρότη αποκαλύπτει στον πρωταγωνιστή ότι είναι κόρη του πατέρα του, όταν αυτός ηράσθη, αφού χήρευσε, φτωχή νέα, ονόματι Καρολίνα, την οποία νυμφεύθηκε μυστικά στα 1796, χωρίς να κοινοποιήσει το γάμο. Η γυναίκα αυτή, επικαλύπτοντας την πραγματική της ταυτότητα και υποδυόμενη την ομοπάτρια αδελφή του Βαρθόλδυ, τον εξαπατά και εξαφανίζεται, αφήνοντάς του να πληρώσει όλα τα έξοδα στα οποία τον είχε παρασύρει:

 

«“Αλλ’ όμως”, επανέλαβεν η χήρα Αβενδρότη, “θέλεις εκπλαγή, κύριε Βαρθόλδυ, όταν μάθης μετά ποίας ομιλείς, και ποίος στενός βαθμός συγγενείας ενώνει ημάς· διότι ο κοινός ημών πατήρ, χηρεύσας προ πολλών ετών, ως γνωρίζεις, εκ της πρώτης αυτού συζύγου, της μητρός σου, ηράσθη πτωχής τινος νέας Καρολίνας ονομαζομένης, την οποίαν και ενυμφεύθη μυστικώς κατά το 1796, νομίζων ότι ήθελε ταπεινώσει τον κοινωνικόν αυτού βαθμόν δημοσιεύων τον γάμον τούτον· εγώ δε είμαι το μόνον τέκνον του δεύτερου τούτου γάμου, επειδή η μήτηρ μου Καρολίνα απέθανεν εκ της θλίψεως αυτής εξ μήνας μετά την γέννησίν μου, βλέπουσα ότι ο πατήρ ημών επέμενεν εις το να φυλάττη μυστικόν τον μεταξύ αυτών γάμον. Και ίσως μεν η τοιαύτη διαγωγή αυτού είναι συγχωρητέα […]· αλλ’ η μετά ταύτα παραμέλησις της ιδίας αυτού θυγατρός μετείχεν ικανής σκληρότητος· διότι παραδούς με μετά τον θάνατον της μητρός μου εις χωρικήν τινα γυναίκα […], εφρόντιζε μεν περί τε της διατροφής και ανατροφής μου και ήρχετο συνεχώς να με επισκεφθή εις την πενιχράν κατοικίαν μου, αλλ’ ουδεμίαν περί εμού έλαβε πρόνοιαν εις την διαθήκην αυτού, διό και μετά τον θάνατον του πατρός ημών έμεινα παντή έρημος και απροστάτευτος […]· μετά δε δύο περίπου έτη ευγενής τις κυρία, άτεκνος, με παρέλαβεν υπό την προστασίαν αυτής και μετακομίσασά με εις Βιέννην, όπου κατώκει, με κατέστησεν επισήμως ιδίαν αυτής θυγατέρα, αποθανούσα δε κατά το έτος 1815 με άφηκε μόνην κληρονόμον της μεγάλης αυτής περιουσίας· […] Είμαι λοιπόν, φίλτατε αδελφέ, η ομοπάτριος αδελφή σου Βιλλελμίνη Βαρθόλδυ!… […] η δε ευχαρίστησις την οποίαν ήδη αισθάνομαι, με φαίνεται πολυτιμοτέρα του απείρου και αχρήστου πλούτου, του οποίου η προστάτις μου και ο μακαρίτης σύζυγός μου με άφηκαν κυρίαν” […].

Ταύτα λέγουσα έπεσεν επί τον τράχηλόν μου και με περιπτύσσετο καταβρέχουσά με δια των τρυφερών αυτής δακρύων […].

[…] “αδελφέ”, με λέγει, “ο Θεός ηθέλησε να με αφήση χήραν εις τοιαύτην νέαν ηλικίαν, και προς τούτοις να συναφαιρέση απ’ εμού σχεδόν ταυτοχρόνως και την μόνην επί γης παρηγορίαν μου, τον μονογενή υιόν μου, αφήσας με μόνον άπειρα και ανωφελή πλούτη, των οποίων η κατοχή μέχρι ταύτης της στιγμής μάλλον ηύξανεν ή επαρηγόρει την μελαγχολίαν μου […]· αλλ’ ήδη ότε η θεία πρόνοια, ευσπλαγχνισθείσα φαίνεται την μοναξιάν μου, με ηξίωσε ν’ απολαύσω τον αγαπητόν αδελφόν μου, επιθυμώ να μείνωμεν αχώριστοι δια παντός! Ναι!… φίλτατε αδελφέ, εις το εξής θέλει συζώμεν, και εάν η πενιχρά αύτη οικία μου, εις την οποίαν κατοικώ προ δύο ήδη ετών δεν σε αρέσκη, δύνασαι ν’ αγοράσης την λαμπροτέραν των Παρισίων, ή όπου αλλού έχεις ευχαρίστησιν· έχω χρηματικήν περιουσίαν δέκα εκατομμυρίων φράγκων, της οποίας είσαι ο απόλυτος κύριος και δύνασαι να μεταχειρισθής κατά την αρέσκειάν σου”».

 

Σε κάποιο άλλο σημείο του έργου και ενώ το φάσμα του Ροφέρου τον κυνηγά, προκειμένου να γλιτώσει, αποφασίζει να διαμείνει στην έρημο υπακούοντας στη φωνή που τον εξορίζει από την κοινωνία, μην μπορώντας να ζήσει ως άνθρωπος ή να επανακτήσει το λόγο του μέχρις ότου εξιλεωθεί. Εκεί πέρασε επτά ολόκληρα έτη, τα ρούχα του έλιωσαν, το δέρμα του σκλήρυνε και μαύρισε, τα χαρακτηριστικά του αλλοιώθηκαν. Ωστόσο, κάποια μέρα παγιδεύτηκε κι αιχμαλωτίστηκε από κυνηγούς, οι οποίοι τον πούλησαν ως πίθηκο σε νεαρό Γάλλο, ο οποίος, αναχωρώντας για την Αγγλία, τον παραχώρησε στο φίλο του Αναξαγόρα Λιγαρίδη. Ζώντας κοντά του συνειδητοποίησε πως:

 

«Έχων δε σταθεράν απόφασιν να υποκριθώ όσον το δυνατόν τον πίθηκον, υπό του οποίου την μορφήν εννόησα ότι με ήτο πεπρωμένον να εκπλύνω το έγκλημά μου, επροσποιούμην όλα τα ιδιώματα του ζώου τούτου, παρατηρών μάλιστα να δεικνύω όσον το δυνατόν ολιγωτέραν δεξιότητα, δια να ενοχλώμαι ολιγώτερον υπό της φορτικής περιεργείας του δεσπότου μου και των ανοήτων αστεϊσμών σχετικοτάτου τινός αυτού φίλου […]».

 

Αλλού, ο φίλος και δικηγόρος του αλαζονικού Λιγαρίδη, επιστήθιου φίλου του Καλλίστρατου, Πηγαδοστομίδης, τον συμβουλεύει να υποδυθεί τον σφόδρα ερωτευμένο με  τη Χιώτισσα ξαδέλφη του Ελβίρα προκειμένου να την νυμφευθεί και να κληρονομήσει την περιουσία του Χίου θείου του Μαλουκάτου:

 

«[…] προσποιήθητι ότι συνέλαβες έρωτα προς αυτήν, και μεταχειριζόμενος όλα τα συνήθη μέσα των ερωτολήπτων, θέλεις δυνηθή να ελκύσης την καρδίαν της νέας, και εξαπατήσας να νυμφευθής αυτήν και τότε εξασφαλίζεις την κληρονομίαν του θείου σου Μαλουκάτου […]».

 

Στο Κεφάλαιο ΙΑ΄, η Σουλτανίτσα προσποιείται ενώπιον του Καλλίστρατου τον κεραυνοβόλο έρωτά της γι’ αυτόν, σε μια προσπάθεια εξαπάτησής του, προκειμένου να τον κάνει να της αγοράσει ένα κίτρινο φόρεμα όμοιο με εκείνο της βασίλισσας:

 

«[…] η καρδιά μου! Ήτις δια πρώτην φοράν ησθάνθη τα φλογερά βέλη του έρωτος εξ αιτίας σου· […] το μόνον εράσμιον πράγμα της ζωής μου, το όνομά σου […]· και επειδή η μεγαλυτέρα μου ευχαρίστησις είναι να θυσιάσω το παν δια το όνομά σου, απεφάσισα, δια να αποστομώσω τας κακάς γλώσσας των φθονερών ημών εχθρών, να υποθηκεύσω την οικίαν, την οποίαν ο μακαρίτης πατήρ μου με αφήκεν ως μόνην μου προίκα, και λαβούσα δέκα χιλιάδας δραχμών να φέρω εκ Παρισίων εν κίτρινον φόρεμα απαράλλακτος εκείνου, το οποίον προχθές η βασίλισσα εφόρει κατά τον χορόν, καθώς και τα λοιπά αναγκαία εις λαμπράν ενδυμασίαν, αξίαν του ονόματος εκείνου τον οποίον η καρδιά μου λατρεύει.

Ταύτα ειπούσα η Σουλτανίτσα και ρίψασα βλέμμα φλογερόν μετά στεναγμών επί του Καλλιστράτου, έλαβε το λευκόν αυτής μανδήλιον και προσεποιήθη ότι εσπόγγιζε τα δάκρυα».

 

Β. Προσωπείο

(Mask-Persona)

 

Η χρήση του προσωπείου είναι ένα από τα αγαπημένα τεχνάσματα της σάτιρας και συγχρόνως η μεγάλη ελευθερία του συγγραφέα, αφού ως άλλο πρόσωπο μπορεί να εκφράσει όποια άποψη θέλει αψηφώντας την εξωτερική λογοκρισία. Η έννοια του προσωπείου έχει απασχολήσει την κριτική. Κάποιοι μελετητές πιστεύουν πως πρόκειται για έναν τρόπο μεταμφίεσης και κάλυψης του συγγραφέα, κάποιοι όχι· άλλοι θεωρούν το προσωπείο τρόπο έκφρασης, άλλοι τρόπο απόκρυψης· πως το προσωπείο ταυτίζεται ή διαφοροποιείται από τον συγγραφέα, πως είναι μια καλλιτεχνική επινόηση με στόχο τη δημιουργία απόστασης ανάμεσα στον δημιουργό, το έργο και τον αναγνώστη, πως το προσωπείο είναι ο ίδιος ο συγγραφέας που απευθύνει το λόγο ή ο αφηγητής, κ.ο.κ. Όπως και να έχει, πρόκειται για έναν εξαιρετικά χρήσιμο όρο που συνδέεται άμεσα με την ειρωνεία. Η δυσκολία του προσδιορισμού της φύσης και της χρήσης του, καθώς και η ενίοτε σκοτεινή σχέση του με τον συγγραφέα έχουν προκαλέσει αρκετές διχοστασίες μεταξύ των θεωρητικών. Το θέμα του προσωπείου συνδέεται με εκείνο των χαρακτήρων και κατά τον W. Stafford, το προσωπείο είναι το μέσο που σώζει τους χαρακτήρες. Το μεγάλο πλεονέκτημα για τον συγγραφέα που το χρησιμοποιεί είναι πως μέσω αυτού δύναται να εκφράσει τον εαυτό του, χωρίς να χρειάζεται απολύτως να έχει την ευθύνη για όσα λέει.

   Στον Πίθηκο Ξούθ, σύμφωνα με την Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, οι περισσότεροι χαρακτήρες δεν έχουν καθορισμένες ταυτότητες, αλλά προσπαθούν να δημιουργήσουν τους εαυτούς τους «κατά μίμησιν» κάποιων «πρωτοτύπων». Οι περισσότεροι, εκτός από τον Μαλουκάτο και την Πλουμού, έχουν χαλκεύσει με τέτοιον τρόπο τους εαυτούς τους ώστε να ετεροκαθορίζονται σε σχέση με κάποιο πρότυπο. Οι χαρακτήρες αυτοί είναι τέκνα ανθρώπων που πλούτισαν τυχαία ή άδικα, μεγάλωσαν στο εξωτερικό, έλαβαν μια επιφανειακή κοσμική παιδεία, αφομοίωσαν τα κακά της Ευρώπης και όσοι επέστρεψαν στην Ελλάδα περνούν τον καιρό τους επιδεικνύοντας τον πλούτο τους και τα ευρωπαϊκά ήθη, ξοδεύοντας τα χρήματά τους χωρίς να κάνουν παραγωγικές επενδύσεις και φιλοδοξώντας να παίξουν ηγετικό ρόλο στην πολιτική. Ο Πιτσιπιός πιστεύει πως η ομάδα αυτή αφενός καταφεύγει στους αρχαίους και ονοματίζεται με αρχαία ονόματα κι επίθετα για να δημιουργήσει ρίζες και αφετέρου προσπαθεί να ευθυγραμμιστεί με το ευρωπαϊκό μοντέλο της αριστοκρατικής τάξης (ενδυμασία, επίπλωση, συλλογές, καθημερινή ζωή, συνήθειες, ερωτικές σχέσεις). Ωστόσο, η υπερβολική προσπάθεια εξαρχαϊσμού από τη μία και εξευρωπαϊσμού από την άλλη δηλώνουν την έλλειψη αυθεντικότητας, η οποία στην πρώτη περίπτωση καταλήγει στο γελοίο και στη δεύτερη στην ανηθικότητα. Ο καθρέφτης, μπροστά στον οποίο οι ήρωες περνούν αρκετές ώρες, λειτουργεί στο μυθιστόρημα ως μοτίβο της διαφοράς μεταξύ του πρωτοτύπου και του ειδώλου, μεταξύ του είναι και του φαίνεσθαι, του γνήσιου και της απομίμησης, της ελληνικότητας και του πιθηκισμού.  Κατά την Μ. Σέρβου, η διήγηση εστιάζεται σε πρόσωπα-μάσκες των οποίων ο βίος και η πολιτεία σατιρίζεται.

Στο πρόσωπο του Καλλίστρατου Ευγενίδη σκιαγραφείται το στέλεχος του γαλλικού κόμματος Δημήτριος Χρηστίδης, υπαρχηγός του γαλλικού κόμματος τα χρόνια της απουσίας του Ιωάννη Κωλέττη. Ο Χρηστίδης πρωταγωνιστεί στον πολιτικό στίβο ως υπουργός εσωτερικών και ευνοούμενος της γαλλικής κυβέρνησης το διάστημα 1841-1843. Το Καλλίστρατος παραπέμπει στον Αθηναίο πολιτικό του 4ου αι., που κατηγορήθηκε για προδοσία και συναρτάται με την κατηγορία που αποδόθηκε στον Χρηστίδη για πολιτικό καιροσκοπισμό και προδοσία των αρχών του με αντάλλαγμα προσωπικά οφέλη.

Το προσωπείο του Βαρθόλδυ δεν κρύβει μόνο κάποιον που μεταμορφώθηκε σε πίθηκο, αλλά και κάποιον που στα μάτια του ανήκε στον ιδεολογικό χώρο του νεοελληνικού Διαφωτισμού, που, άσκησε οξύτατη κριτική στον σκοταδισμό της ορθόδοξης Εκκλησίας και του κλήρου της· κάποιον διακεκριμένο μαθητή του Βάμβα στη σχολή της Χίου ή κάποιον άξιο εμπιστοσύνης δάσκαλο, ο οποίος το 1848 ενδύεται αυτό το προσωπείο προκειμένου να αποκηρύξει ένα άβολο παρελθόν.

Το προσωπείο της κομητέσσας Βιλλελμίνης Αβενδρότη αποκαλύπτει την Βιερία Δρομοκαΐτη, πρώην κυρία του Πιτσιπιού. Η ταύτιση διευκολύνεται από τον αναγραμματισμό του ονόματός της και συσχετίζεται με εκείνο της νέας Βιολάντης του κεφαλαίου της Περιήγησης, αφού παραπέμπει σε μια από τις όψεις του προσωπείου, αυτό της νέας γυναίκας, της οποίας το παρελθόν δίνει λαβή για υπαινιγμούς.

Η μυθιστορηματική περιγραφή του Αναξαγόρα Λιγαρίδη μας οδηγεί στον Νικόλαο Αϊβαζίδη, φιλελεύθερο ανταποκριτή της εφημερίδας Αθηνά στην Πόλη (1840). Το ψευδώνυμο Αναξαγόρας παραπέμπει στον φιλόσοφο της Ιωνικής σχολής του 5ου αιώνα που κατηγορήθηκε και δικάστηκε για ασέβεια, ενώ το Λιγαρίδης στον Χιώτη αρνησίθρησκο δάσκαλο Παΐσιο Λιγαρίδη, που εγκατέλειψε την ορθόδοξη πίστη για να γίνει απολογητής της Παπικής Εκκλησίας.

Κάτω από το προσωπείο του γραμματέα του Καλλίστρατου Μαρκεζοδελατουρναμπρόσσα, ευγενούς Γάλλου, διαφαίνεται ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής. Η μεταγραφή του ονόματος στα γαλλικά παραπέμπει στο παρατσούκλι Κεμπάπης που αποδόθηκε σε έναν κλάδο της οικογένειας των Σούτσων, με το οποίο ο Ραγκαβής συγγένευε.

Στα πρόσωπα των αφεντικών του Ξούθ, ο Πιτσιπιός σκιαγραφεί τον πολιτικό, πρώτο Έλληνα πρέσβη στην Πόλη (1834-1838) και διαπραγματευτή της Ελληνοτουρκικής Συνθήκης του 1840, Κωνσταντίνο Ζωγράφο και τον δικηγόρο και πολιτικό αφοσιωμένο στον Κωλέττη Κλεομένη Οικονόμου.

Η έγνοια του Πιτσιπιού για προσεκτική συγκάλυψη των πραγματικών ονομάτων των προσώπων διαμορφώνει έναν λόγο ερμητικό, γεμάτο υπαινιγμούς, ειρωνικές αιχμές, που επιτρέπει να διοχετευτούν ανώδυνα οι πιο τολμηρές προσβολές, ύβρεις και καταγγελίες, χωρίς να διατρέξει ο συγγραφέας τον κίνδυνο της δίωξης.

 

Η τεχνική της υπεροχής

(The Technique of Superiority)

 

Πολλοί είναι εκείνοι οι κριτικοί που υποστηρίζουν πως το γέλιο προκαλείται από την αίσθηση που έχει κάποιος ότι υπερέχει απέναντι σ’ αυτόν που του προκαλεί το γέλιο. Η τεχνική της υπεροχής μπορεί να εμφανιστεί ως εξής: μικροατυχίες (small misfortunes), αποκάλυψη (unmasking), άγνοια (ignorance), κοινότοπος χαρακτήρας (banal) ή προσβολή (insult). Ας εξετάσουμε λίγα παραδείγματα από τον Πίθηκο Ξούθ:

 

Α. Μικροατυχίες

(Small Misfortunes)

 

Οι μικροατυχίες συνιστούν ένα πολύ διαδεδομένο τέχνασμα. Όλες οι μικροατυχίες εκφράζουν την ανικανότητα του θύματος να προσαρμοστεί στις καταστάσεις και κατ’ επέκταση δυσκαμψία, η οποία προκαλεί γέλιο. Σύμφωνα με τις ψυχαναλυτικές θεωρίες, η υποτίμηση των άλλων μέσα από τις μικροατυχίες τους ικανοποιεί τις σαδιστικές τάσεις του ανθρώπου.

Ζώντας εξόριστος στην έρημο ο Βαρθόλδυς παγιδεύεται κι αιχμαλωτίζεται από κυνηγούς ως θύραμα. Η σκηνή αυτή του μικροατύχημα προκαλεί το γέλιο στον αναγνώστη της αφήγησης:

 

«[…] έλαβον το έν και καθήσας εδοκίμασα να φορέσω αυτό, αλλ’ άμα εισάξας τον πόδα μου ησθάνθην ότι ούτος εβυθίσθη εις γλοιώδη τινά ύλην, εφ’ ης και προσεκολλήθη· και εν ω εκπλαγείς εζήτουν ν’ αποσπάσω του ποδός το υπόδημα, ακούω αίφνης κρότον πολλών βημάτων και συγχρόνως βλέπω επιπεσόντας κατ’ εμού πολλούς κυνηγούς μετά μαχαίρων και πυροβόλων κραυγάζοντας “συνελήφθη! συνελήφθη! προσοχή! προσοχή!”· το πρώτον αυτόματον κίνημα το οποίον έκαμα, είτε εκ του φόβου προς τα πυροβόλα είτε και εκ της αιφνιδίου κραυγής των κυνηγών, υπήρξε να εγερθώ δια να φύγω, αλλ’ ολισθήσας έπεσα ύπτιος και συγχρόνως δέκα περίπου κυνηγοί φθάσαντες με συνέλαβον. Και πρώτον μεν περικόψαντες μετά προσοχής εξέβαλον του ποδός μου το υπόδημα, το οποίον, ως εννόησα εξ ων προς αλλήλους έλεγον, ήτον είδος παγίδος, δι’ ης οι κάτοικοι των μερών τούτων θηρεύουσι τους πιθήκους, ακολούθως ήθελον να δέσωσι τας χείρας και τους πόδας μου δι’ αλύσων, αλλά βλέποντες την αταραξίαν μου ηυχαριστήθησαν μόνον να μου περιβάλωσιν εις τον τράχηλον σιδηρούν κρίκον εξηρτημένον από μακράς αλύσου, διά της οποίας με έσυρον· εγώ δε εβάδιζον μηχανικώς και μετ’ απαθούς τινος αναισθησίας».

 

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν αποτελούν τυπικές σκηνές γελοιοποίησης του εραστού Καλλιστράτου ενώπιον της ωραίας Σουλτανίτσας:

 

«Ο δε Καλλίστρατος, εγερθείς μετά σπουδής και λυγίσας το σώμα δια να χαιρετήση χαριέντως την εξερχομένην Σουλτανίτσαν, ώθησε δια του αγκώνος τον επί της τραπέζης αποτεθειμένον πίλον αυτού, ο δε πίλος αντωθήσας το εν μέσω αυτής ιστάμενον πλήρες ανθέων κρυστάλλινον αγγείον, τούτο μεν ανατρέψας συνέτριψε, τα δε εν αυτώ άνθη μετά του ύδατος εσκόρπισεν κατά της τραπέζης και κατά του τάπητος του εδάφους· και ο μεν Καλλίστρατος, αφήσας ημιτελή τον χαιρετισμόν, έτρεχε κατόπι του δια πάσης της αιθούσης κυλιομένου πίλου […]».

 

Κι ακόμα:

 

«Αλλ’ ο Καλλίστρατος, γονατίσας ενώπιον της Σουλτανίτσας και λαβών την χείρα αυτής εντός των δύο αυτού χειρών και σφίγγων μεθ’ όσης είχε δυνάμεως, έκραξε: “δεν θέλω εγερθή εντεύθεν, εάν, σκληρά, δεν συγκατανεύσης εις την αίτησίν μου ταύτην”.

Η Σουλτανίτσα, και τοι διατεθειμένη να παρεκτείνη την σκηνήν ταύτην, αλλ’ αισθανομένη την χείρα αυτής σφοδρώς πιεζομένην μεταξύ των στιβαρών παλαμών του Τραπεζουντίου εραστού, έκραξεν “ω!… δέχομαι ό,τι θέλεις”, και ο Καλλίστρατος ασπασθείς την εκ της συνθλίψεως παρ’ ολίγον συντριβείσαν χείρα της ερωμένης αυτού ηγέρθη όρθιος· αλλ’ η ιπποτική ευκινησία, δι’ ης ανετινάχθη, έγινεν αίτιος να διασπασθώσι τα υπότονα (sous-pieds) των περισκελίδων αυτού, το οποίον ιδών ο Καλλίστρατος, “Ιδέ, σκληρά”, ανέκραξε, “πόσον με κατήντησε σκαιόν ο προς σε σφοδρός έρως μου”».

 

Β. Αποκάλυψη

(Unmasking)

 

Η αποκάλυψη, με κάποιο τέχνασμα, των μειονεκτημάτων, αδυναμιών και γενικότερα των αρνητικών ιδιοτήτων και πράξεων ενός ατόμου, μειώνει την αξιοπρέπειά του και προκαλεί γέλιο. Η ευχαρίστηση στηρίζεται στη συνείδηση του ανθρώπου ότι είναι ατελής. Μια μορφή αποκάλυψης είναι η ακούσια αυτοέκθεση, το ακούσιο φανέρωμα μιας αδυναμίας κάποιου που προσπαθεί να την κρύψει.

Από το Κεφάλαιο Β΄ κι εξής, ο Ξούθ, αφού εξασφαλίζει εκ μέρους του Καλλίστρατου την απαραίτητη «στωικήν απάθειαν και πυθαγόρειον εχεμυθίαν», του αποκαλύπτει την αδυναμία του, την πραγματική ταυτότητα που κρύβεται πίσω από τη μορφή του πιθήκου, στην οποία έχει μεταμορφωθεί εξαιτίας του ανόσιου εγκλήματος που διέπραξε:

 

“Εγεννήθην εις το Βερολίνον πρωτεύουσαν της Προυσίας· ονομάζομαι Βαρθόλδυς, και είμαι αυτός εκείνος ο εις τα προλεγόμενα του Κοραή αναφερόμενος Γερμανός περιηγητής, ο πικρός των Ελλήνων κατήγορος, συγγραφεύς του κατά το 1805 εκδοθέντος συγγράμματος, επιγραφομένου Αποσπάσματα προς ακριβεστέραν γνώσιν της σημερινής Ελλάδος […]”».

 

Ο Βαρθόλδυς συνεχίζει αποκαλύπτοντάς του τις περιπέτειές του, ότι κληρονόμησε από τον πατέρα του μεγάλη περιουσία, την οποία ξόδεψε ταξιδεύοντας στην Τεργέστη και στη Σμύρνη, όπου διέμεινε στην οικία του διερμηνέα του Αυστριακού πρόξενου, η οικογένεια του οποίου του απέσπασε όλα του τα χρήματα κι αφού εξάντλησε τους πόρους του, επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου και τύπωσε το σύγγραμμά του.

Παρακάτω, στο Κεφάλαιο Γ΄, ο προγάστωρ επιστάτης αποκαλύπτει στον Βαρθόλδυ πως η γερμανίδα κομητέσσα Αβενδρότη δεν είναι η κάτοχος της οικίας, στην οποία διέμενε, καθώς:

 

«[…] την οικίαν ταύτην έχω τακτικώς ηγορασμένην εγώ αυτός ενώπιον δύο συμβολαιογράφων […]· ενοικίασα δε από χθες προς υμάς τα επί της πλευράς ταύτης οκτώ δωμάτια μετά των επίπλων αυτών προς 300 φράγκα την ημέραν, δια να κατοικήσητε μετά της εκλαμπροτάτης υμών αυταδέλφης».

 

Ο προγάστωρ ρίχνει φως στο μυστήριο της εξαφάνισής της και ο Βαρθόλδυς αντιλαμβάνεται πως γι’ ακόμη μια φορά έχει εξαπατηθεί και πως η γυναίκα αυτή δεν ήταν παρά μια ψεύτρα και απατεώνισσα, μια θεατρίνα στις οποίας τα δίχτυα πιάστηκε, εξαιτίας της ευκολοπιστίας του.

 

Γ.  Προσβολή

(Insult)

 

Σύμφωνα με τον L. Feinberg, η προσβολή και ο χλευασμός εμπεριέχουν άλλοτε το στοιχείο της υπεροχής κι άλλοτε της παράκαμψης της λογοκρισίας. Ο Freud έδειξε ότι, εφόσον η επιθετικότητα του ανθρώπου καταπιέζεται, εκτονώνεται μέσω της λεκτικής επιθετικότητας, η οποία με πλάγιο τρόπο, για να παρακάμψει τη λογοκρισία, βρίσκει τρόπο διά του εμπαιγμού να ακυρώσει τις κοινωνικές απαγορεύσεις και να ικανοποιήσει την ανθρώπινη επιθετική τάση.

Στο Κεφάλαιο Γ΄, αγανακτισμένος ο Βαρθόλδυς που γι’ ακόμα μια φορά έχει εξαπατηθεί από το γυναικείο φύλο και συνειδητοποιώντας ότι έχει χάσει όλο του το βιός πέφτοντας θύμα απάτης της Βιλλελμίνης επιτίθεται λεκτικά στον προγάστορα:

 

«“Εις τον διάβολον”, έκραξα “και συ και το γεύμα σου και η φήμη των φαγητών του ξενοδοχείου σου”».

 

Σε κάποιο άλλο σημείο του έργου, η ωραία Σουλτανίτσα προσβάλει την Πλουμού λέγοντάς της πως:

 

« – Φθάνει πλέον· αηδίασα, Πλουμού!… μ’ έρχεται υστερικόν όταν ακούω τας ανοησίας σου […]».

 

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές πως οι διαχωριστικό νήμα ανάμεσα στις διάφορες τεχνικές της σάτιρας είναι πολύ λεπτό και επομένως η διαδικασία διάκρισής τους αρκετά δύσκολη. Εύκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως κάποια από τα παραθέματα αποτελούν κράμα δύο ή περισσοτέρων τεχνικών, που πολλές φορές μάλιστα διακρίνονται από αρκετή δόση ειρωνείας. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο μερικοί μελετητές αρκούνται σε αδρές κατηγοριοποιήσεις της σάτιρας, που συγκροτούν το οπλοστάσιό της: νοθευμένο χιούμορ, γελοιοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμός, κυνισμός και σαρδόνιο γέλιο. Ενδεικτικά αναφέρω κάποια παραδείγματα.

Στο Κεφάλαιο ΙΑ΄, ο Πιτσιπιός, μέσα από μια εγκιβωτισμένη αφήγηση που εξιστορεί η Σουλτανίτσα, κριτικάρει την κοσμική φιλοκαλία και γελοιοποιεί τη δουλική μίμηση του συρμού:

 

«- Λοιπόν, Πλουμού, κυρία τις εν Παρισίοις ηγάπα πολύ τον συρμόν, και εσκουφώνετο καθ’ ημέραν κατά την εφημερίδα· ο δε σύζυγος αυτής, μην υποφέρων τα υπέρογκα έξοδα, ηθέλησε να σωφρονίση την γυναίκα […]. Παρεκάλεσε λοιπόν τον συντάκτην της εφημερίδος του συρμού να γράψη ότι ο τελευταίος συρμός είναι να βάλλωσιν επί του σκουφώματος αντί ανθέων μέγα ρέπανον· η δε κυρία αύτη, αναγνούσα τούτο και μέλλουσα να παρευρεθή κατ’ εκείνην την εσπέραν εις λαμπρόν τινα χορόν, έβαλεν όρθιον επί του σκουφώματος αυτής το μεγαλύτερον ρέπανον το οποίον ηδυνήθη να προμηθευθή· όλος ο κόσμος εγέλα, αλλ’ η κυρία αύτη είχε δίκαιον, διότι ανέγνωσε τον συρμόν τούτον εις την εφημερίδα […]».

 

Λίγο παρακάτω, στο Κεφάλαιο ΙΣΤ΄, όπου παρατηρείται μια έμμεση κριτική του περιηγητισμού, ο γέρων Μαλουκάτος απευθυνόμενος στον Λιγαρίδη αναρωτιέται αν:

 

«Υπάρχει γελοιοδεστέρα μωρία ή το να μη γνωρίζης ότι η λεγομένη βελόνη της Κλεοπάτρας είναι λίθινος οβελίσκος ζυγίζων πολλάς χιλιάδας οκάδων, αλλά να θαρρής ότι είναι βελόνη δι’ ης αι γυναίκες ράπτουσιν;».

 

Στο Κεφάλαιο Θ΄, ο Πηγαδοστομίδης συμβουλεύει τον Λιγαρίδη να βγάλει από τη μέση την Ελβίρα προκειμένου να κατοχυρώσει την περιουσία του θείου του Μαλουκάτου:

 

«Ο Λιγαρίδης αφήκεν εκπληκτικήν φωνήν, και μετά τινων λεπτών σιωπήν, “ω!” έκραξε στενάζων, “δεν δύναμαι να πράξω τούτο! η συνείδησίς μου θέλει με ελέγχει αιωνίως!”».

 

Η απάντηση αυτή προκαλεί την ακόλουθη αντίδραση:

 

«“Αι!” απήντησε μετά σαρδονίου γέλωτος ο Πηγαδοστομίδης· “τι κάμνουσιν αι προλήψεις!… φοβείσαι φαίνεται την αμαρτίαν;”».

 

Τεχνικές ειρωνείας

 

Λεκτική ειρωνεία

 

Η λεκτική ειρωνεία πραγματώνεται μέσω μιας κλίμακας τεχνικών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι εξής: απρόσωπη ειρωνεία (impersonal irony), αυτοϋποτιμητική ειρωνεία (self-disparaging irony), αθώα ειρωνεία (ingénue irony) και δραματοποιημένη ειρωνεία (dramatized irony). Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή αντλώντας συγκεκριμένα παραδείγματα από το εν λόγω έργο του Πιτσιπιού.

 

Α. Απρόσωπη ειρωνεία

(Impersonal Irony)

 

Η απρόσωπη ειρωνεία έγκειται στο τι λέγεται και όχι στον χαρακτήρα του ανθρώπου που εκφωνεί κάτι.  Οι τεχνικές που ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία είναι πολυάριθμες και ταξινομούνται πολύ δύσκολα, καθώς οι μεταξύ τους διαφορές είναι πολύ λεπτές. Ενδεικτικά αναφέρω τις εξής: κατηγορία μέσω επαίνου (praising in order to blame), έπαινος μέσω κατηγορίας (blaiming in order to praise), υποκριτική συμφωνία με το θύμα (pretended agreement with the victim), υποκριτική συμβουλή ή ενθάρρυνση του θύματος (pretended advice or encouragement to the victim), ρητορική ερώτηση (the rhetorical question), υποκριτική αμφιβολία (pretended doubt), υποκριτικό σφάλμα ή άγνοια (pretended error or ignorance), υπονοούμενο και υπαινιγμός (innuendo and insinuation), ειρωνεία μέσω αναλογίας (irony by analogy), αμφισημία (ambiguity), υποκριτική παράλειψη αποδοκιμασίας (pretended omission of censure), υποκριτική επίθεση κατά του αντιπάλου του θύματος (pretended attack upon the victim’s opponent), υποκριτική υποστήριξη του θύματος (pretended defense of the victim), παραπλανητική παρουσίαση ή εσφαλμένη επιχειρηματολογία (misrepresentation, or false statement), εσωτερική αντίφαση (internal contradiction), εσφαλμένος συλλογισμός (fallacious reasoning), υφολογικά σηματοδοτημένη ειρωνεία (stylistically signaled irony), υποτονισμός ή μετριοπαθής διατύπωση (understatement), υπερτονισμός ή μεγαλοποίηση (overstatement) ή ειρωνική έκθεση (irony displayed). Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως ορισμένες από αυτές τις τεχνικές μπορούν να πάρουν ποικίλες μορφές. Ας δούμε, πιο αναλυτικά μερικές υποκατηγορίες της απρόσωπης ειρωνείας:

 

  1. Κατηγορία μέσω επαίνου

(Praising in order to blame)

 

Η τεχνική αυτή μπορεί να πάρει διάφορες μορφές: έπαινος για τις ικανότητες που απουσιάζουν ή για κακές ιδιότητες ή για απουσία ικανοτήτων ή ακόμη απρόσφορος ή άσχετος έπαινος.

Μια παραλλαγή της ίδιας τεχνικής χρησιμοποιεί και ο Πιτσιπιός στο ακόλουθο χωρίο, που περιγράφει την οικία του Καλλίστρατου Ευγενίδη:

 

«Διάφοροι δε άλλαι πλουσίως περικεχρυσωμέναι εικόνες, παριστώσαι τα καταπληκτικώτερα συμβάντα της ιστορίας της Χαλιμάς και τους λαμπροτέρους άθλους του Δονκισότου, εκάλυπτον τους δια των τριών χρωμάτων της γαλλικής σημαίας χρωματισμένους τοίχους της αιθούσης· διότι ο νέος, το λέγομεν εν παρόδω, ηγάπα πολύ τους Γάλλους, κυρίως δια το πολυχρώματον αυτών».

 

  1. Ρητορική ερώτηση

he rhetorical question)

 

Πρόκειται για ένα ευρέως γνωστό τέχνασμα που χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία και συχνά συνυφαίνεται με ειρωνική διάθεση.

Στο παρακάτω χωρίο η Πλουμού απευθυνόμενη προς την κυράτσα της Σουλτανίτσα την προτρέπει να μην είναι «τόσον μυγιόγκιχτη» κι αναρωτιέται:

 

«[…] μπρος τα κάλλη τα’ είν’ ο πόνος; […]».

 

  1. Υποκριτικό σφάλμα ή άγνοια

(Pretended error or ignorance)

 

Οι τεχνικές που βασίζονται στην υποκρισία μοιάζουν μεταξύ τους και παραπέμπουν στην έννοια του ψεύδους, όπως την αναλύει ο Jankélévitch και την συσχετίζει με την ειρωνεία. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, ο ψεύτης κι ο είρωνας είναι κι οι δυο ψευδολόγοι, που δεν πέφτουν σε αμηχανία και διατηρούν τον έλεγχο των αντιλογιών.

Στο Κεφάλαιο Θ΄, ο Λιγαρίδης μένει εμβρόντητος όταν παρατηρεί πως στο λαιμό της η Χιώτισσα Ελβίρα, την οποία γνώρισε στη Νέα Υόρκη όπου και σπούδαζε, έφερε την εικόνα του πατέρα της, την οποία ταυτοποίησε στο πρόσωπο του θείου του Μαλουκάτου. Ωστόσο, όταν ερωτήθη από τον ζωγράφο Ιωνά αν αναγνωρίζει το πρόσωπο αυτό, εκείνος δεν αποκάλυψε τίποτα, αλλά αντίθετα υποκρίθηκε ότι δεν γνώριζε, για να μην χάσει την κληρονομιά του θείου του:

 

«[…] αλλ’ οποία υπήρξεν η έκπληξίς μου, ότε ανεγνώρισα εις την εικόνα ταύτην την φυσιογνωμίαν του θείου μου Μαλουκάτου, και επομένως εσυμπέρανα ότι η λεγομένη Ελβίρα είναι η Μαριέτα, μονογενής αυτού θυγάτηρ και εξαδέλφη μου, αιχμαλωτισθείσα τω όντι κατά την καταστροφήν της Χίου εν ηλικία δέκα μηνών μετά της τροφού αυτής. Μείνας ως κεραυνοβολημένος ολίγον έλειψε να προδοθώ υπό της αιφνιδίου ταύτης εκπλήξεως μου· αλλ’ όμως περιστείλας την ταραχήν μου υπεκρίθην ότι παρατηρώ μετά προσοχής την εικόνα και αποδόσας αυτήν προς την λεγομένην Ελβίραν, “δεν ενθυμούμαι”, είπον, μετά βεβιασμένης αδιαφορίας, “ότι είδον ποτέ επί ζωής μου τοιαύτην φυσιογνωμίαν” […]· εάν δε τώρα μάθη ότι η Μαριέτα ζη, εγώ θέλω στερηθή της λαμπράς κληρονομιάς του θείου μου!».

 

  1. Υποκριτική επίθεση κατά του αντιπάλου του θύματος

(Pretended attack upon the victims opponent)

 

Η υποκριτική επίθεση κατά του αντιπάλου του θύματος αποτελεί επίσης τεχνική της απρόσωπης ειρωνείας και είναι παρεμφερής με εκείνη του επαίνου μέσω κατηγορίας.

Στο Κεφάλαιο Β΄, ο Βαρθόλδυς επιδιώκει να συναντήσει τον Κοραή, καθώς χαρακτηρίζει το σύγγραμμά του ως «τυφλόν, ανόητον, ηλίθιον και μωρόν», τον επισκέπτεται προκειμένου να του δοθούν οι απαραίτητες εξηγήσεις:

 

«Πνέων οργήν και εκδίκησιν έτρεξα την επαύριον πρωί διά να μάθω που κατοικεί ο αυθάδης ούτος Γραικύλος, όστις απετόλμα να εξυβρίζη τοιουτοτρόπως το σοφόν τούτο σύγγραμμά μου, καθώς και να εξομοιοί τα εξευγενισμένα της πεφωτισμένης Ευρώπης έθνη προς τους αμαθείς και βαρβάρους λαούς της Ανατολής […]·

“Τι αγαπάτε, Κύριε;” […]

“[…] ήλθα μόνον να ζητήσω παρά σου επίσημον ικανοποίησιν δια τας κατ’ εμού αναιδείς ύβρεις σου.” […] “Είμαι” […] “ο περιηγητής Βαρθόλδυς […]”.

Ο γέρων δεν εταράχθη μεν ουδόλως ακούσας το όνομά μου, ρίψας όμως επ’ εμού ζωηρά βλέμματα, εκφράζοντα μάλλον περιφρονητικόν τινα οίκτον ή αγανάκτησιν, “και ποίαν τινά ικανοποίησιν επιθυμείτε, κύριε Βαρθόλδυ, παρ’ εμού”, με είπεν υπομειδιών.

“Την διά του πυροβόλου ή του ξίφους· με είναι αδιάφορον· είμαι γυμνασμένος εις όλα γενικώς τα είδη μονομαχίας” […]».

 

  1. Παραπλανητική παρουσίαση ή εσφαλμένη επιχειρηματολογία

(Misrepresentation, or false statement)

 

Στην ίδια μορφή της λεκτικής ειρωνείας, ανήκει και η τεχνική της παραπλανητικής παρουσίασης ή της εσφαλμένης επιχειρηματολογίας. Ο είρωνας υποστηρίζει κάτι που, κατά κοινή ομολογία, θεωρείται ψευδές ή αρνείται κάτι που είναι κοινώς αποδεκτό.

Στο Κεφάλαιο Α΄, βασικό σημείο αναφοράς αποτελεί ο αλαζονικός μιμητισμός του «περινούστατου» και κληρονόμου σημαντικής περιουσίας νέου Καλλίστρατου, ο οποίος περιγράφεται ως το «βαρόμετρον του δυτικού συρμού». Η περιγραφή της καθημερινής ζωής του αποδίδει την τρυφηλότητα και τον ξιπασμό των νεόπλουτων της ελληνικής πρωτεύουσας και τον γελοίο μιμητισμό καθετί ευρωπαϊκού. Στο ακόλουθο χωρίο, σύμφωνα με την Κ. Κωστίου, το θύμα της ειρωνείας παρουσιάζεται ψευδώς θετικά μέσω «ευρωπαϊκών» και κοσμικών αρετών ξένων στην κοινή αντίληψη:

 

«Ο Καλλίστρατος λοιπόν εκπαιδευθείς εις την πεφωτισμένην Ευρώπην, έχων πλήρες κάλλους, ευγενείας και ηρωισμού όνομα και εξοδεύων αφθόνως τα χρήματα του μακαρίτου πατρός αυτού Γιάννη, εισήχθη λίαν ευκόλως και αμέσως εις όλας τας συναναστροφάς των Αθηνών, παρευρίσκετο εις όλους τους χορούς της αυλής και προσεκαλείτο εις όλα τα διπλωματικά γεύματα των υπουργών και ξένων πρέσβεων· όλοι δε οι μεγάλοι πολιτικοί της πρωτευούσης (και μάλιστα οι Ευρωπαίοι) εθαύμαζον εκάστοτε την μεγάλην αυτού αγχίνοιαν, τας υψηλάς γνώσεις και την ευγενή συμπεριφοράν, και προσέθεσαν εις το σχοινοτενές όνομα του Καλλιστράτου την προσηγορίαν le genie Grec, ο περινούστατος Έλλην· και αληθώς δεν υπήρχεν έθιμον, ή συρμός ευρωπαϊκός, τον οποίον ο Καλλίστρατος να μην εμιμείτο αμέσως, και μάλιστα να μη φέρη εις το άκρον της τελειότητος […]».

 

  1. Εσωτερική αντίφαση

(Internal contradiction)

 

Μια ακόμα τεχνική της απρόσωπης ειρωνείας είναι η εσωτερική αντίφαση. Όταν ο είρωνας αδυνατεί να στηριχθεί στις γνώσεις του αναγνώστη, τότε μπορεί να του δώσει, μέσα από μια ενδοκειμενική αντίφαση, στοιχεία για την αποκάλυψη του αληθινού νοήματος.

Στο απόσπασμα που ακολουθεί και πάλι από το Κεφάλαιο Α΄ ο είρωνας υπονομεύει το θύμα του:

 

«Ο Κώλιας λοιπόν του Γιάννη αγωγιάτου Τραπεζουντίου κατά την εν τη πεφωτισμένη Ευρώπη περιήγησιν αυτού ενόμισε κατάλληλον να μεταβάλη επί το ευγενικώτερον το μεν Κώλιας εις το Καλλίστρατος, το δε Γιάννης εις το Ευγενίδης, το δε αγωγιάτου εις το αγωνιστού, και το Τραπεζούντιος εις το Τραπεζίτης· και ούτως εσφυρηλάτησε θαυμασίως το ωραίον αυτού όνομα, Καλλίστρατος Ευγενίδης Αγωνιστής και Τραπεζίτης· υπό δε το όνομα τούτο υπήρχε γνωστός εις όλον τον εντός και εκτός του κράτους κόσμον, και υπό τούτο το όνομα εξύμνουν οι εφημεριδογράφοι της πρωτευούσης τας πατρογονικάς σπανίας αυτού αρετάς, οσάκις επλήρωνεν ανά 30 λεπτά τον στίχον εις μετρητά, και τακτικώς την εξαμηνιαίαν αυτού συνδρομήν».

 

  1. Εσφαλμένος συλλογισμός

(Fallacious reasoning)

 

Σ’ αυτήν την μορφή απρόσωπης ειρωνείας, ο είρωνας μπορεί ν’ αποκαλύψει πως αυτό που λέει δεν είναι αυτό που εννοεί, μέσα από έναν θεληματικά λανθασμένο συλλογισμό ή αφορισμό, όπως στο χωρίο που έπεται, όπου ο Πηγαδοστομίδης ισχυρίζεται πως:

 

«[…] η συνείδησις, φίλε Λιγαρίδη, είναι αδυναμία των μικρονόων ψυχών, αι δε αμαρτίαι, ως σε είπα πολλάκις, είναι ιδέαι. […]».

 

  1. Υφολογικά σηματοδοτημένη ειρωνεία

(Stylistically signaled irony)

 

Στην ίδια μορφή ειρωνείας ανήκει και η τεχνική της υφολογικά σηματοδοτημένης ειρωνείας, η οποία δύναται να πάρει τις ακόλουθες μορφές: ειρωνικός τρόπος (the ironical manner), υφολογική τοποθέτηση (stylistic placing), ψευδοηρωικό (mock heroic), μπουρλέσκο (< burla) και παρενδυσία (travesty).

 

α. Ειρωνικός τρόπος

he ironical manner)

 

Ο ειρωνικός τρόπος χαρακτηρίζεται από πομπώδες ή επιτηδευμένο λεξιλόγιο ή ακόμα από λαϊκό ιδιόλεκτο ή προφορά.

Στο Κεφάλαιο Α΄, ο Πιτσιπιός ψέγει τη δυτικομανία του νεοπαγούς ελληνικού κράτους και διακωμωδεί τη δουλική μίμηση του συρμού. Αποδίδοντας στον Καλλίστρατο το προσωνύμιο le genie Grec εκτοξεύει προς αυτόν βέλη ειρωνείας:

 

«[…] όλοι δε οι μεγάλοι πολιτικοί της πρωτευούσης […] εθαύμαζον εκάστοτε την μεγάλην αυτού αγχίνοιαν, τας υψηλάς γνώσεις και την ευγενή συμπεριφοράν, και προσέθεσαν εις το σχοινοτενές όνομα του Καλλιστράτου την προσηγορίαν le genie Grec, ο περινούστατος Έλλην […]».

 

Στο παρακάτω απόσπασμα του Πίθηκου Ξούθ, το επιτηδευμένο λεξιλόγιο σε συνδυασμό με το εξελληνισμένο όνομα του γραμματέα και την περιγραφή μιας τελετουργίας που προσιδιάζει σε σοβαρότερες ενασχολήσεις από αυτές του ήρωα, συνιστούν ένα καλό παράδειγμα ειρωνικού τρόπου:

 

«Μετά δε το γεύμα ο Καλλίστρατος, αφού συνδιελέγετο ολίγον μετά των φίλων αυτού, μετέβαινεν εις το σπουδαστήριον, όπου εξαπλούμενος επί σκίμπορδος και καπνίζων μακράν πίπαν ηκροάζετο τον γραμματέα αυτού Μαρκεζοδελατουρναμπρόσσαν (Marquis de la Tourne-broche) ευγενή Γάλλον, όστις ιστάμενος όρθιος ενώπιον του Καλλιστράτου, ήρχιζε την ανάγνωσιν όλων των δημοσίων και ιδιωτικών εγγράφων και επιστολών […]».

 

Στο Κεφάλαιο ΙΓ΄, όπου ο Ξούθ βρίσκεται βαριά άρρωστος στο κρεβάτι, ο γιατρός  Καλαθούνας, διέγνωσε πως ο πυρετός θεραπεύεται «δι’ ενός μυριοστημορίου της σταγόνος του εν τη δεκάτη τρίτη θέσει του κιβωτίου μου αριθ. 322 υγρού», την οποία:

 

«[…] θέσας εις κύμβην (φλυτζάνη) προσέφερεν εις τον Λιγαρίδην λέγων: “Προσέξατε, ώστε η εις τεσσαράκοντα μέρη διαίρεσις του ύδατος να γίνη ακριβής, άλλως δεν υπάρχει ελπίς σωτηρίας διά τον πάσχοντα […]”».

 

Συχνά, η χρήση τοπικού ιδιολέκτου δημιουργεί μια μορφή γλωσσικής ετερότητας, η οποία λειτουργεί σατιρικά ή ειρωνικά.

Αντιπροσωπευτικό δείγμα ειρωνικού τρόπου αποτελεί ο διάλογος ανάμεσα στη Χιώτισσα υπηρέτρια Πλουμού και την Κωνσταντινοπολίτισσα αριστοκράτισσα Σουλτανίτσα, ο οποίος διαγράφει τις αντίστοιχες γλωσσικές και κοινωνικές αντιθέσεις της εποχής. Ο Πιτσιπιός κριτικάρει τη νεόπλουτη αθηναϊκή κοινωνία και τον ευρωπαϊκό περιηγητισμό.

 

«- Κιαράτσα! η μαδόνα μου μ’ έστειλενε να δω αν εξυπνήσετενε κι α θέτενε να σας χτενίσω.

– Σε είπα, Πλουμού, να μη μεταχειρίζεσαι ποτέ, και μάλιστα όταν ομιλής προς εμέ, το βαρβαρικόν τούτο επίθετον κυράτσα. Κυράτσες εις την Κωνσταντινούπολιν λέγουν τας Ψωμαθιανάς· σε είπα να με λέγης κυρίαν.

– Έλα, Χριστέ και Παναγιά! εγώ σας είπα ψωματάρα; πού πίνω νερό στ’ όνομά σας!

– Δεν σε είπα τούτο! αλλά σε είπα ό,τι και άλλοτε, δηλαδή να μάθης να ομιλής ορθώς.

– Εγώ πάντα τα λέγω ορτά και κοφτά· μα ε ξέρω να τα πω περί δια γραμμάτου, εν το ζάρανε στη Χίο να πηγαίνουν στο σκολειό

– Καλά λέγουσιν ότι όλαι αι Χίαι είσθε ανόητοι.

– Όγεσκε δα να σας χαρώ! μπορεί να μην έχωμεν τον ίδιο νου με σας, μα δεν είμεσθεν ανόητες. Να δήτενε στον τόπον μου στη Χιό της κοπελούδες, σα βγαίνουνε φαντίνες, θα χάσετενε το νου σας!… Πόσα πράματα ξέρουνε! είναι καλές νοικοκιουρές, βγάζουνε σιμιδάλι, ανοίγουνε κρούστα και πλέκουνε μιάν κάρτσα την ημέρα.

– Και ψιμμυθίζονται ως μορμολύκεια.

– Τίκκε;

– Δηλαδή αλείφονται σουλουμάν και κοκκινάδι, ώστε προξενούσιν αηδίαν».

 

β. Ψευδοηρωικό

(Mock heroic)

 

Το ψευδοηρωικό είναι ακόμα μια μορφή υφολογικά σηματοδοτημένης ειρωνείας, που ανήκει στην τεχνική της απρόσωπης ειρωνείας. Το σατιρικό ψευδοηρωικό παρουσιάζει ένα ταπεινό θέμα με γλώσσα που προσιδιάζει σε μεγαλειώδη ή επιβλητικά θέματα. Η ασυμφωνία ανάμεσα στο θέμα και στο ύφος υπογραμμίζει την ευτέλεια του πρώτου. Μερικές φορές πρόθεση του ψευδοηρωικού μπορεί να είναι το παιχνίδι, άλλοτε η έκφραση συμπάθειας ή ακόμη η αυτοπροστασία.

Το ακόλουθο απόσπασμα από το Κεφάλαιο Α΄ του Πίθηκου Ξούθ συνιστά ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της μορφής της υφολογικά σηματοδοτημένης ειρωνείας:

 

«Ο ημερούσιος βίος του Καλλιστράτου υπήρχεν επίσης αυστηρώς κανονισμένος κατά την συνήθειαν των ευγενών της δύσεως νέων· εγειρόμενος της κλίνης περί τας εννέα προ μεσημβρίας παρουσιάζετο ενώπιον της εν τη αιθούση εικόνος του πατρός αυτού, επακολουθήσης αυτόν πάσης της εαυτού θεραπείας, ης προηγείτο ο πίθηκος Ξουθ, και ησπάζετο μετά κατανύξεως την πατρικήν χείρα· ακολούθως δε ο πίθηκος Ξούθ και οι λοιποί υπηρέται, γονατίζοντες ενώπιον της εικόνος και διασταυρούντες τας χείρας, ησπάζοντο μετ’ ευλαβείας τον πόδα του πρωταγωνιστού ήρωος της Ελλάδος· είτα δε μετεφέροντο και έπραττον τα αυτά και ενώπιον της εικόνος της ενδόξου απογόνου των Πορφυρογεννήτων· μετά δε την εθιμοταξίαν ταύτην, οι μεν λοιποί υπηρέται απήρχοντο μετά σιωπής έκαστος εις τα έργα αυτού, ο δε Καλλίστρατος μετά του θαλαμηπόλου Ξούθ μόνου εισήρχετο εις το καλλωπιστήριον, όπου αφού εξυρίζετο δια των περιφήμων ξυραφίων του μεγάλου Αλεξάνδρου, ενίπτετο, εκαθάριζεν επιμελώς τους όνυχας, έτριβε τους οδόντας, και απέσπα δι’ αργυράς λαβίδος τινάς τρίχας εκ του μετώπου και των μυκτήρων αυτού, και ήλειφε την κεφαλήν διά μύρων και άλλων διαφόρων αρωματικών. Καθ’ όλην δε την εργασίαν ταύτην, παρατεινομένην πολλάκις μέχρι μεσημβρίας, ο πίθηκος Ξουθ ίστατο γονυπετής κρατών εις τας χείρας και προσφέρων εκάστοτε μετά σιωπής εις τον ευγενή αυτού δεσπότην το αναγκαιούν απόμακτρον ή μύρον· μετά δε το τέλος της εργασίας ταύτης ο Καλλίστρατοςμεταβαίνων εις το εστιατόριον έκαμνε το υπ’ αυτού ονομαζόμενον αποκαλλωπιστήριον πρόγευμα και μετά ταύτα καταβαίνων της οικίας εισήρχετο εις την λαμπράν αυτού άμαξαν, επί της οποίας ήσαν εζωγραφισμένα τα οικογενειακά παράσημα, έχων όπισθεν της αμάξης δύο υπηρέτας, εξ ων ο μεν έφερε στολήν λοχαγού της φάλαγγος, ο δε χτυσοϋφαντον ευρωπαϊκού υπηρέτου στολήν, και απήρχετο προς επίσκεψιν εκάστου των υπουργών και ευρωπαϊκών πρέσβεων. Αφού δε διεπραγματεύετο εκεί όλα τα μεγάλα πολιτικά συμφέροντα της ημέρας, διευθύνετο προς το τέλος της οδού του Αιόλου, όπου κατώκει μετά της ευγενούς αυτής οικογενείας η ωραία Σουλτανίτσα, βασίλισσα της καρδιάς του Καλλιστράτου· διαμένων δ’ εκεί μέχρι της τετάρτης μετά μεσημβρίαν διηγείτο προς αυτήν όσα ωμίλησε μετά των υπουργών και ξένων πρέσβεων, και συσκεπτόμενος και λαμβάνων τας οδηγίας αυτής περί του μεγάλου μέλλοντος της Ελλάδος, επέστρεφεν εις την οικίαν αυτού, όπου εισερχόμενος εις το καλλωπιστήριον έκαμνε τον ονομαζόμενον καλλωπισμόν του γεύματος, και μετά ταύτα εγευμάτιζε μετά των φίλων αυτού, εάν δεν ήτο προσκεκλημένος παρά τινι ευρωπαϊκω πρέσβει».

 

γ. Μπουρλέσκο

 

Μια από τις εκδοχές της υφολογικά σηματοδοτημένης ειρωνείας είναι και η επική μεταμφίεση ή διαφορετικά το μπουρλέσκο. Με τον όρο αυτό, ο Muecke προσδιορίζει το αντίθετο του ψευδοηρωικού, δηλαδή το ευτελές ύφος που συνδέεται με ένα υψηλό θύμα. Το μπουρλέσκο βρίσκεται σε στενή σχέση με την παρωδία. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις αναγνώρισης και αποκωδικοποίησης του μπουρλέσκου απαιτούν λόγιο κοινό.

 

«[…] στοιχηματίσας δε ποτε ο ρηθείς λόρδος κατά τον Αύγουστον μήνα μετά τινος Κόμητος εκ των φίλων αυτού, ότι εις τας 28 του Νοεμβρίου μηνός δεν θέλει βρέξει εις Λονδίνον και ψευσθείς της ελπίδος, διότι δι’ όλης εκείνης της ημέρας έπεσε ραγδαία βροχή, ο λόρδος μη καταδεχόμενος να φανη ότι ενικήθη πληρώνων προς τον Κόμητα τας δέκα λίρας, τας οποίας είχον προσδιορίσει ως πρόστιμον του στοιχήματος, απηγχονίσθη την νύκτα αφ’ ενός των στύλων της κλίνης αυτού […]».

 

δ. Παρενδυσία

ravesty)

 

Η παρενδυσία είναι μια μορφή παρωδίας μπουρλέσκο, μια σκόπιμα, δηλαδή,  ανάρμοστη μίμηση υψηλού ύφους ή συμπεριφοράς. Όπως και το μπουρλέσκο, συχνά δεν έχει ειρωνικό σκοπό, αλλά απλώς διασκεδάζει ή, ίσως με κάποια κακεντρέχεια, ανατρέπει, ή και τα δύο.

Στο ακόλουθο απόσπασμα, η ηρωίδα μιμείται καθ’ υπερβολήν τους υψηλούς τόνους της αυθεντικής ερωτικής συμπεριφοράς με στόχο την εξαπάτηση του Καλλιστράτου, στον οποίο και απευθύνεται, ενώ εκείνος την έχει επισκεφθεί στην οικία της:

 

«Αί! όταν η ευαίσθητος γυνή αφοσιωθή εις εκείνον, τον οποίον άπαξ η καρδία αυτής έτυχε να εκλέξη, νομίζει ευτυχίαν όσας δι’ αυτόν δοκιμάζη θλίψεις και δυστυχίας· η πείνα, η δίψα, αι τρικυμίαι, το πυρ και ο σίδηρος δεν δύνανται να κλονίσωσι την αμετάτρεπτον αυτής σταθερότητα· το να γίνη θύμα του ειλικρινούς αυτής έρωτος, προξενεί εις αυτήν αγαλλίασιν· ο θάνατος είναι δι’ αυτήν χαρά, διότι φέρει μεθ’ εαυτής την ιδέαν του υπ’ αυτής λατρευομένου ειδώλου· αί! Καλλίστρατε, δια να αισθανθή τις αληθώς τον έρωτα, πρέπει να είναι γυνή! μόναι ημείς αι γυναίκες εγεννήθημεν προς τούτο· τινές μάλιστα εξ ημών, και κατ’ αυτόν ακόμη τον αιώνα της διαφθοράς και ιδιοτελείας είναι, φαίνεται, προωρισμέναι, ως εγώ, δια να δείξωσιν ότι επλάσθημεν ως τύπος και υπογραμμός της ειλικρινούς αφοσιώσεως και των τρυφερωτέρων αισθημάτων αφιλοκερδούς έρωτος· τοιαύτη υπήρξα αφ’ ότου σε είδον, και όλα ταύτα τα δεινά έλαβον προ οφθαλμών, εξ ότου η καρδία μου με ηνάγκασε να σε λατρεύω· η καρδία μου! Ήτις διά πρώτην φοράν ησθάνθη τα φλογερά βέλη του έρωτος εξ αιτίας σου […]».

 

  1. Υποτονισμός ή μετριοπαθής διατύπωση

(Understatement)

 

Στην απρόσωπη ειρωνεία ανήκει και η τεχνική του υποτονισμού ή της μετριοπαθούς διατύπωσης, την οποία ο Jankélévitch ονομάζει λιτότητα και μπορεί να λάβει τις εξής δύο μορφές: άρνηση του αντιθέτου και αντικατάσταση ενός μεγίστου ή υπερθετικού με το ελάχιστο.

Παραθέτω ενδεικτικά ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα άρνησης του αντιθέτου από το Κεφάλαιο ΙΑ΄, όπου η υπηρέτρια Πλουμού απευθυνόμενη στην Σουλτανίτσα της λέει:

 

«- Έχετε δίκιο κιαράτσα… κυρία… γιατί καμμιά φορά μερικές το παραξηλώνουνε και βγαίνουνε εις τον κάτω γιαλό, σαν οι μουτσουναριές στον Παρθένη· μα και σεις δα οι φραγκομαθημένες πολίτισσες δε βάζετενε χίλια πράματα; να μπη κανένας στην κάμερά σας φύρνετ’ ο νους του…… λάδια, αλείμματα, νερά πράσινα και κόκκινα, αμουλάκια, γυαλάκια, μπουρνιδάκια, θαρρείς πως είναι του Δομίνικου η σπετσαρία. Είν’ αλήθεια πως τα δικά σας μυρίζουνε, μα και τα δικά τους δε βρωμούνε […]».

 

  1. Υπερτονισμός, μεγαλοποίηση

(Overstatement)

 

Σύμφωνα με την κριτική, ο υπερτονισμός, η μεγαλοποίηση ή η υπερβολή είναι απαραίτητο συστατικό της παρωδίας, εφόσον μια απλώς ακριβής μίμηση του ύφους δεν θα είχε ειρωνικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν περιορίζει την έννοια της ειρωνείας και συχνά καταλήγει σε φάρσα. Χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι ο υπέρμετρος ενθουσιασμός εκ μέρους του αφηγητή.

Στο απόσπασμα που ακολουθεί περιγράφεται η επάνοδος του Καλλίστρατου Ευγενίδη το 1844 στην Αθήνα, έπειτα από περιηγήσεις ανά την Ευρώπη και η υπερβολική ευρωπαϊκή ειδωλολατρία της μεταεπαναστατικής Αθήνας. Εύκολα μπορεί κανείς να ανιχνεύσει την κοινόχρηστη αυτή τεχνική της απρόσωπης ειρωνείας:

 

«Ο Καλλίστρατος Ευγενίδης, αγωνιστής και τραπεζίτης, ενομίζετο ο πλουσιώτερος, ευφυέστερος, πολυμαθέστερος και ευγενέστερος νέος των Αθηνών· επιστρέψας κατά το έτος 1844 εκ των ανά πάσαν την πεφωτισμένην Ευρώπην σπουδαίων και μακρών αυτού περιηγήσεων, όπου είχε διδαχθή εν βραχει διαστήματι χρόνου όλα τα φιλολογικά, φιλοσοφικά, επιστημονικά, και πολιτικά μαθήματα, τας ωραίας τέχνας και πολλάς παλαιάς και νέας γλώσσας, κατώκει εν τη πρωτευούση της Ελλάδος […], περιμένων την άφευκτον ευκαιρίαν του να δυνηθή να ωφελήση διά των υψηλών γνώσεων, των εξόχων αρετών και της μεγάλης αυτού πείρας την πατρίδα, το έθνος, την ανατολήν και δύσιν και όλην την οικουμένην […].

[…] οι ράπται, οι υποδηματοποιοί, οι κουρείς, οι μυρεψοί, οι πιλοποιοί, και αι πλύστραι των Αθηνών ίσταντο αείποτε εκατέρωθεν της οδού, οσάκις το βαρόμετρον τούτο του δυτικού συρμού διέβαινε, δια να παρατηρήσωσιν αυτόν από κεφαλής μέχρι ποδών, να περιεργασθώσι και μυρισθώσι, και ούτω να κανονίσωσι πάσας τας πράξεις και επιχειρήσεις αυτών· διά κοινής γνωμοδοτήσεως διωρίσθη προστάτης του θεάτρου, πρόεδρος της φιλαρμονικής εταιρίας, έφορος της λέσχης, ρυθμιστής του Ιπποδρομίου, κανονιστής των δημοσίων εορτών και γενικός κοσμήτωρ και εισηγητής όλων των χορών της πρωτευούσης· και δικαίως ήθελεν ομοιώσει τις τον Καλλίστρατον προς ηθικόν βορβοροφάγον […]».

 

Στο Κεφάλαιο Ε΄, ο σωτήρας του Βαρθόλδυ Κάρολος Ροφέρος παρουσιάζεται ως εξής:

 

«Και η μεν φύσις είχε προικίσει τον άνδρα τούτον δια μεγάλων ηθικών προτερημάτων· διότι η γενναιότης, η φιλανθρωπία, η επιείκια, η χρηστότης των ηθών, η ευσέβεια, ο ορθός νους, και όλαι αι λοιπαί ηθικαί αρεταί του λογικού ανθρώπου διεκρίνοντο καθαρώς εις μέγαν βαθμόν τελειότητος εφ’ όλων των πράξεων […]».

 

Πιο κάτω, στο Κεφάλαιο Θ΄, η εικόνα του γέροντα Μαλουκάτου, θείου του Αναξαγόρα Λιγαρίδη, δίνεται ως εξής:

 

«[…] ο γέρων Μαλουκάτος […] ήτον άνθρωπος θεοσεβής, τίμιος, δίκαιος, φιλάνθρωπος, ευπροσήγορος και μεγαλοπρεπής, και, το σπανιώτερον μεταξύ των σημερινών Ελλήνων, αληθής και καθαρός Έλλην, χωρίς να πρεσβεύη, κατά τον εις Ελλάδα επικρατήσαντα ολέθριον και μωρόν πολιτικόν συρμόν, τα συμφέροντα ταύτης ή εκείνης της ξένης δυνάμεως. Η μόνη ίσως αδυναμία, την οποίαν ηδύνατό τις να παρατηρήση επί του ανθρώπου τούτου, ήτον η μεγάλη αυτού υπόληψις και σέβας εις τα παλαιά ήθη, έθιμα και αρχαίον πολίτευμα της πατρίδος αυτού Χίου. Και τοι δε εστερημένος συστηματικής παιδείας και των νεωτέρων ευρωπαϊκών γνώσεων, αλλ’ έχων εκ φύσεως υγιά νουν και ορθήν κρίσιν, ηδύνατο να θεωρηθή ως ο νουνεχέστερος και σοφώτερος άνθρωπος».

 

Η Πολίτισσα ερωμένη του Καλλίστρατου, Σουλτανίτσα, επί μια ολόκληρη δεκαετία κυριαρχεί στη κοσμική ζωή της πρωτεύουσας, όπως διαβάζουμε στο Κεφάλαιο ΙΑ΄:

 

«Η Σουλτανίτσα λοιπόν, καταντήσασα η στρόφιγξ της ελληνικής διπλωματίας, το βαρόμετρον της ευνοίας των εν τοις πράγμασι, και το κέντρον του κοινωνικού κύκλου των Αθηνών εθεωρείτο δικαίως ως συγκεντρώσασα εν εαυτή τας τρεις μεγάλας δυνάμεις των Μοιρών της μυθολογίας· η δε Αυλή, υπείκουσα εις την ακαταμάχητον φοράν του πολιτικού τούτου συρμού, εκούσα άκουσα συγκατέταξε την ωραίαν Σουλτανίτσαν εις τον αριθμόν των εκλεκτών δεσποινών, αίτινες προσεκαλούντο εις τους εν τοις ανακτόροις χορούς».

 

Στο ίδιο Κεφάλαιο, η Σουλτανίτσα δείχνει στην υπηρέτριά της Πλουμού μια φωτογραφία της κυρίας Λαφάρζαν, η οποία βρίσκεται στην εφημερίδα του συρμού, προκειμένου να την χτενίσει ομοιοτρόπως. Παρακάτω, μιλώντας γι’ αυτήν αναφέρει:

 

«[…] η κυρία αύτη, γεννηθείσα εν Παρισίοις εξ ευγενών γονέων, είχε λάβει την καλυτέραν ανατροφήν του συρμού· εγνώριζεν την μουσικήν, εχόρευε κάλλιστα, εχειροκρότει χαριέντως εις το θέατρον, ωμίλει γλαφυρώς περί παντός πράγματος, ενεδύετο φιλοκάλως και είχεν αναγνώσει όλα τα μυθιστορήματα από του Βαλτερσκόττου μέχρι της Σάνδης […]».

 

Στην τελευταία σελίδα του πρωτοφανούς τούτου συγγράμματος, ο Ξούθ ζητά άδεια από το αφεντικό του να υπάγει στη Σύρο, η οποία παρουσιάζεται ως:

 

«[…] η μάλλον πεπολιτισμένη πόλις της Ελλάδος […]».

 

  1. Ειρωνική έκθεση

(Irony displayed)

 

Στην περίπτωση της ειρωνικής έκθεσης, η οποία αποτελεί επίσης τεχνική της απρόσωπης ειρωνείας, ο είρωνας παρουσιάζει την κατάσταση παραλείποντας τις λεπτομέρειες που την διαφοροποιούν ή την αποδυναμώνουν, ώστε να φανούν καθαρά οι ασυμβατότητες.

Στο ακόλουθο χωρίο, το οποίο αφορά στην ωραία Σουλτανίστα, ο είρωνας χρησιμοποιεί αυτήν την τεχνική σε συνδυασμό με άλλες που την στηρίζουν και συνάμα την επικαλύπτουν:

 

«Ζώσα δε από δέκα περίπου ετών εν τη πρωτευούση της Ελλάδος υπό το σεμνόν της χηρείας όνομα, είχεν ελκύσει προς εαυτήν την γενικήν προσοχήν των κατοίκων των Αθηνών και συγκινήσει δια των εξόχων αυτής προτερημάτων και γοητευτικών θελγήτρων τας ευαισθήτους ψυχάς πολλών εκ των μεγάλων ανδρών και ενδόξων ηρώων της νεωτέρας Ελλάδος. Βεβαιούσι μάλιστα ότι υπό των τρυφερών αισθημάτων του ωραίου τούτου πλάσματος ηλεκτριζόμεναι αι πατριωτικαί κεφαλαί των πρωταγωνιστών της τελευταίας εν Αθήναις μεταπολιτεύσεως, ύψωσαν το ελληνικόν έθνος εις τον κολοφώνα της σημερινής αυτού τελειότητος, ευδαιμονίας και δόξης, και ότι από της εποχής ταύτης τα διατάγματα των διορισμών των πλείστων υπαλλήλων του κράτους εγράφοντο επί των γονάτων και καθ’ υπαγόρευσιν της αξιεράστου ταύτης δεσποινής».

 

Β. Αθώα ειρωνεία

(Ingénue Irony)

 

Στην περίπτωση της αθώας ειρωνείας, η οποία επίσης ανήκει στην κατηγορία της λεκτικής ειρωνεία, ο είρωνας αποσύρεται εν μέρει και παρουσιάζει επί σκηνής κάποιον αθώο ή αφελή, ο οποίος λειτουργεί ως φερέφωνό του και βλέπει ό,τι δεν μπορούν να δουν οι έξυπνοι. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για χρήση προσωπείου ή για χαρακτήρες των οποίων η διαφορετική οπτική έρχεται σε αντίθεση με τη συνηθισμένη θεώρηση της πραγματικότητας. Σύμφωνα με τον Muecke, η αποτελεσματικότητα αυτού του είδους της ειρωνείας οφείλεται στην οικονομία των μέσων: κοινή λογική ή ακόμη αθωότητα ή άγνοια αρκούν για να δει κανείς μέσα από τις διαπλοκές της υποκρισίας και της εκλογίκευσης ή να διαπεράσει τα προστατευτικά πέπλα της σύμβασης και των συνηθισμένων ιδεών. Ο είρωνας δεν χρειάζεται να αναπτύξει όλες τις δυνάμεις του. Αυτή η τεχνική βρίσκεται πολύ κοντά σ’ εκείνη της δραματοποιημένης ειρωνείας.

Στο απόσπασμα που ακολουθεί, η οπτική της αφελούς υπηρέτριας Πλουμούς υπογραμμίζει την ειρωνική ένταση, καθώς αντιτίθεται στην οπτική της διεφθαρμένης κυρίας της Σουλτανίτσας:

 

«[…] παρατήρησον εις την εικόνα ταύτην της εφημερίδος τον νέον τρόπον του κτενίσματος της κεφαλής δια να με κάμης τας χωρίστρας· είναι του τελευταίου συρμού των Παρισίων κατά την κυρίαν Λαφάρζαν (Lafarge).

– Ουγού όμορφη πούν’ η έρημη! Αμμέ γιατί φορεί μαύρα; Ο πάγες της απέθανενε;

– Όχι, αλλ’ η κυρία αύτη, γεννηθείσα εν Παρισίοις εξ ευγενών γονέων, είχε λάβει την καλυτέραν ανατροφήν του συρμού· εγνώριζεν την μουσικήν, εχόρευε κάλλιστα, εχειροκρότει χαριέντως εις το θέατρον, ωμίλει γλαφυρώς περί παντός πράγματος, ενεδύετο φιλοκάλως και είχεν αναγνώσει όλα τα μυθιστορήματα από του Βαλτερσκόττου μέχρι της Σάνδης, τα οποία, αναπτερώσαντα την φυσικήν αυτής φαντασίαν, έκαμον να ελπίζη δικαίως ότι ταχέως έμελλε να γίνη σύζυγος κόμητός τινος υπουργού της οικονομίας, ή πρέσβεως εν Τουρκία· αλλά μείνασα ορφανή και πτωχή μετά τον θάνατον των γονέων αυτής, δια ν’ αποκατασταθή ανεξάρτητος, ηναγκάσθη να συζευχθή εις γάμον μετά τινος εργαστηριάρχου σιδηρουργού, Λαφάρζου ονομαζομένου· επειδή δε ούτος και οι συγγενείς αυτού, όντες άνθρωποι χυδαίοι και χωρίς ανατροφής, ωμίλουν πάντοτε περί εμπορίου και της οικιακής οικονομίας, η δε ευγενής αύτη κυρία, φύσει ευαίσθητος και μη δυναμένη να συμμορφωθή μετά τοιούτων ποταπών ανθρώπων, ευφυής δε και μεγαλοπράγμων, κατ’ αρχάς μεν κατέπεισε τον σύζυγον αυτής και έγραψε διαθήκην, δι’ ης άφηνεν αυτήν μόνην κληρονόμον· ακολούθως δε, αποθανόντος του Λαφάρζου, τα δικαστήρια κατεδίκασαν εις δια βίου δεσμά την ευγενή ταύτην κυρίαν, ως φαρμακεύσασαν τον σύζυγον αυτής· αλλ’ ο ευγενής τρόπος, δι’ ου η σύζυγος του Λαφάρζου υπερασπίσθη, και η κατά την δίκην επιδειχθείσα έξοχος αυτής ανατροφή, εγοήτευσαν επί τοσούτον τας ευαισθήτους των Γάλλων καρίας, ώστε ευθύς μετά την καταδίκην αυτής εδόθη το όνομα της Λαφάρζης εις όλα τα αριστουργήματα του συρμού της εποχής.

– Καλ’ είντα μου λέτενε; Κιαμέ σαν ήτανε τέτοια παράλυτη, είντα της ελιμπιστήκετενε κι εκείνοι και σεις, και θέτενε να μάμενετε και την σκουφωσιά της […]».

 

 

Στο έργο του Πιτσιπιού, η μεγαλοαστική οικία του νεαρού Καλλίστρατου Ευγενίδη, υπηρέτης του οποίου είναι ο επονομαζόμενος πίθηκος Ξούθ, μετατρέπεται σε μηχανή του χρόνου και παράλληλα σε μια αρένα, όπου τα ήθη του αιώνος και ο φλύαρος μιμητισμός τους αναμετριούνται με την αναζήτηση της αυθεντικότητας.

Θεωρώ πως η συγκεκριμένη ευτράπελη μυθιστορία δεν αποτελεί μονάχα ένα κωμικό χρονικό των περιπετειών του περιπλανώμενου και μεταμορφωμένου σε πίθηκο Βαρθόλδυ, ο οποίος ποζάρει σαν άλλος Οδυσσέας ή Αινείας, αλλά κάτι πολύ παραπάνω. Ο Πίθηκος Ξούθ δεν αποσκοπεί αποκλειστικά στην τέρψη και την ευχαρίστηση του αναγνωστικού κοινού της συγκαιρινής του εποχής, αλλά αντιθέτως αναδεικνύει τη γνήσια σατιρική φλέβα του δημιουργού του. Μέσα από τη σατιρική σπονδύλωση του φανταστικού αυτού πεζογραφήματος και την ευφυή αλληγορική μεταμόρφωση του Bartholdy σε ουραγκοτάγκο και την αθηναϊκή συμβίωσή του με τον Καλλίστρατο, ο βίος και η πολιτεία του οποίου δεν διαφέρουν από τον βίο και την πολιτεία ενός πιθήκου, ο Ιάκωβος Πιτσιπιός κατορθώνει να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα της εποχής, να καυτηριάζει τα κολάσιμα ιδιωτικά και δημόσια ήθη του αιώνα, τη σπουδαιοφάνεια, την αλαζονεία, την αγυρτεία, τη ματαιοδοξία, τη φιλοχρηματία, την τρυφηλότητα, τη γυναικεία φιλοκαλία, το νεοπλουτισμό και το μετα-επαναστατικό χαμαιλεοντισμό των ανθρώπων. Επιπροσθέτως, ο Πιτσιπιός διακωμωδεί τη δουλική μίμηση του συρμού, εκτοξεύει αιχμές για την τάση του εξευγενισμού και της βραχύχρονης ευρωπαϊκής παιδείας, ψέγει τη δυτικομανία και τη ξενομανία του νεοπαγούς ελληνικού κράτους των πρώτων οθωμανικών χρόνων αφενός και την προγονοπληξία αφετέρου, το φαινόμενο του «υπερευρωπαϊσμού κι «υπερελληνισμού αντιστοίχως, την ελληνική αλλά ταυτόχρονα και ευρωπαϊκή φενάκη που ταλανίζουν το νεοσυσταθέν τότε ελληνικό κράτος, τον κοινωνικό αριβισμό και τον «συβαριτικό βίο», υπογραμμίζει τη διάσταση ανάμεσα στο «είναι» και στο «φαίνεσθαι», σατιρίζει το σύνδρομο του περιηγητισμού και τη μόδα της συγγραφής ταξιδιωτικών εντυπώσεων που αντιγράφουν τυποποιημένα πρότυπα, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική γνώση του τόπου που απεικονίζουν, και με αυτοσκοπό την γνωστοποίηση του συγγραφέα τους και τέλος τις αξιώσεις της νεοσύστατης αστικής αθηναϊκής τάξης, που καταδεικνύουν τον «πιθηκισμό» που χαρακτηρίζει τη μετα-επαναστατική ελληνική κοινωνία και τον δυτικό κόσμο.

Σ’ ολόκληρη την αφήγηση εκτοξεύονται σατιρικά βέλη, με ειρωνικές αιχμές, προς όλες τις κατευθύνσεις. Η ιδιοφυής αφηγηματική τεχνική, η αλληγορική διατύπωση, η συγκάλυψη των πραγματικών ονομάτων, οι κρυπτωνυμίες, τα παραπλανητικά ψευδώνυμα, η παραχάραξη τοπονυμιών και χρονολογήσεων, η χρήση προσωπείων, το σατιρικό πνεύμα και η απροκάλυπτη ειρωνική διάθεση διαμορφώνουν έναν ερμητικό και γεμάτο υπαινιγμούς λόγο, που επιτρέπει να διοχετευτούν ανώδυνα και χωρίς τον κίνδυνο της λογοκρισίας οι όποιες τολμηρές προσβολές, ύβρεις, πλεκτάνες, καταγγελίες, όλα εν γένει τα ασθενή σημεία της συγκαιρινής κοινωνίας του Πιτσιπιού.

Η θεωρία της πρόσληψης έγκειται στο πώς το εκάστοτε λογοτεχνικό κοινό αντιλαμβάνεται το λογοτεχνικό γίγνεσθαι, τα προϊόντα δηλαδή της λογοτεχνικής παραγωγής. Η έννοια της υποδοχής, της οικειοποίησης ενός έργου, διαφέρει ανά άτομα κι εποχές. Η λογοτεχνία λαμβάνει θέση αισθητικής εμπειρίας μέσα στην παραγωγική διαδικασία της κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί μέρος μιας έντονης επικοινωνιακής διαδικασίας. Η πρόσληψη ενεργοποιεί την κριτική ικανότητα του αναγνώστη, ο οποίος δίνει ποικίλες ερμηνευτικές εκδοχές, από διάφορες οπτικές γωνίες, καθώς τίποτα στην τέχνη δεν νοηματοδοτείται με μια μονάχα ερμηνευτική προσέγγιση. Ο δημιουργός συνθέτει το έργο του έχοντας στο μυαλό του τον ορίζοντα της προσδοκίας, ενώ  το κοινό – παραλήπτης διαβάζει, επεξεργάζεται, ξεκλειδώνει κι αξιολογεί τα δημιουργήματα με βάση τον ορίζοντα της εμπειρίας του (αισθητικές, κοινωνικές, αναγνωστικές, πολιτισμικές συνθήκες). Ο ορίζοντας των προσδοκιών αποτελεί το μεθοδολογικό κέντρο της θεωρίας του Jauss και ορίζεται ως σύστημα, δίκτυο ή πλέγμα προσδοκιών, μέσα από το οποίο ο αναγνώστης προσεγγίζει κάθε λογοτεχνικό έργο. Αυτόματα, από εποχή σε εποχή, το είδος της υποδοχής διαφοροποιείται, καθώς το κάθε έργο επενεργεί διαφορετικά σε κάθε αναγνώστη.  Έτσι, λοιπόν, το πρώτο αναγνωστικό κοινό κατέχοντας το συγκαιρινό με τη δημοσίευση του έργου συγκείμενο, τα κοινωνικά δηλαδή και πολιτικά συμφραζόμενα, τον κώδικα της εποχής, αντιλαμβανόταν πλήρως το στόχο του Πίθηκου Ξουθ και αποκωδικοποιούσε το κείμενο λέξη προς λέξη.

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top