Fractal

Πες μας δάσκαλε…

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

Άννα Κοντονή: «Η ζωή κάπως διαφορετικά», Εκδ. Νίκας, 2021

 

Η Διδάκτωρ Άννα Κοντονή έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες και έχει δραστηριοποιηθεί σε πολλά και σημαντικά, με σημαντικότερο το πεδίο των πολιτικών ιδεών και την εκπαίδευση των ενηλίκων.

Και αυτό το επιμελημένο βιβλίο, που είναι και το πρώτο της, Η ζωή κάπως διαφορετικά, από τις εκδόσεις Νίκας, μοιάζει σαν εισαγωγή στον παιδικό παράδεισο από την είσοδο των μεγάλων όμως.

Κάθε διήγημα αρχίζει με τη φράση, Πες μας δάσκαλε …. Αφού  παραδοσιακά ο δάσκαλος είναι εκείνος που θα δώσει απαντήσεις σε όλα τα θέματα, και τα φυσικά και τα μεταφυσικά και τα λογικά και τα παράλογα ή παραλογικά.

Η μητέρα του καθόταν στην πολυθρόνα της κι έλεγε παραμύθια. Στην ίδια πολυθρόνα σήμερα κι αυτός διορθώνει τα γραπτά των μαθητών του. Με  αυτόν τον τρόπο η πολυθρόνα γίνεται  ένα είδος συμβόλου μιας εξουσίας, σαν τον κληρονομικό θρόνο του Βασιλιά, του μέγα μάγιστρου, της μεγάλης Πυθίας, κάθε θώκου και καθέδρας. Από εκεί μιλά, διδάσκει, αποφαίνεται. Σαν ένθρονη Παναγία η μητέρα, σαν παντοκράτωρ σε ανθρώπινα μέτρα,  ο Δάσκαλος, ή σαν Ραββί, αλλιώς, για να δώσω προέκταση στην ιδέα. Και δεν είναι αυθαίρετη η παρομοίωση.

Καθόλου  τυχαίο το ότι ο Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας, ποιητής, θεατρολόγος, κριτικός που προλογίζει το βιβλίο, αυτήν ακριβώς την εικόνα επέλεξε, ως την χαρακτηριστικότερη∙ τη μητέρα στην πολυθρόνα. Προεκτείνοντας τη σκέψη του για την συγγραφέα   Άννα Κοντονή, η οποία «αρέσκεται σε ένα ιδεολογικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο να μπορεί να κινείται ελεύθερη σαν το καναρίνι στο κλουβί…», αλλά «είναι εθισμένη στο όνειρο, μόνον όταν εξασφαλίζει τη φυγή στις ουτοπίες, κάθε φορά σε άλλη», θεωρώ πως δεν είναι τυχαία αυτή η πολυθρόνα, η οποία λειτουργεί σαν θώκος μαγικός, που δίνει δύναμη στον καθήμενο να απαντήσει σε όλα. Θα ταξιδέψουν μητέρα, δάσκαλος, παιδιά, αναγνώστες στα όρια του κόσμου, του χρόνου, των ωραίων πραγμάτων, που για κάτι ελάχιστο εμποδιζόμαστε να τα απολαύσουμε.

 

Τα ερωτήματα: «Πες μας δάσκαλε τι είναι η αγάπη; Πώς θα την καταλάβουμε; Τι πρέπει να κάνουμε;»

Κι ο  δάσκαλος σαν τους παλιούς παραμυθάδες αρχίζει, φυσικά, με ένα παραμύθι, όπως ο Ιησούς άρχιζε με μια ιστορία αντλημένη από την καθημερινή ζωή, απευθυνόμενος στους ακροατές του,  απλούς ανθρώπους που ήταν και αυτοί σαν παιδιά και μαθητές του. Γιατί με το παραμύθι καταλαβαίνει κανείς καλύτερα τα δύσκολα που κρύβει αυτός ο κόσμος. «Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές/ είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα…», έχει πει ο Γ. Σεφέρης. Έτσι με μύθους, παραβολές κι αλληγορίες, με παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, κατανοητά από κάθε παιδί, και με αοριστίες, όπως στα παραμύθια -«μια φορά κι έναν καιρό»- που είναι και ο πιο σαφής προσδιορισμός μεσ’ στην ασάφειά του,  ακούμε ό,τι ο χρόνος άρχισε «πριν από κάθε τι», και πριν από  «ό,τι μπορεί να βάλει το μυαλό τους». Η φυλή των «Πριν», «ο Από Πάντα» και «ο  Πώς Γίνεται», «Η Αρχή και το Τέλος», «Μια σχέση  μοναδική». Τέτοιες φράσεις και τέτοια «ονόματα»  απαντούν με υπαινιγμούς να οριοθετήσουν το απροσδιόριστο.

Ο Μπούρας γράφει πως η συγγραφέας «κινείται ελεύθερη σαν το καναρίνι στο κλουβί…» – «καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες το κλουβί του»,  πάλι ο Σεφέρης- εκφράζοντας τη δέσμευση από κάθε εξωτερική ανάγκη.  Και η Ανάγκη είναι, όπως στην τραγωδία το αμετάκλητο και αναπότρεπτο της μοίρας το γραμμένο. Κι αφού δεν μπορεί να την αποφύγει, μπορεί να φύγει, να επιχειρήσει  «φυγή στις ουτοπίες». Κι όμως παρά κάτι ελάχιστο θα ήταν η ζωή μας άλλη. Αυτή την άλλη μας δείχνει η συγγραφέας, όταν ο δάσκαλός της  απαντά στα ερωτήματα: «Πες μας δάσκαλε πώς θα βρούμε την ευτυχία, την ηρεμία, τη γαλήνη; Πώς θα τις προσεγγίσουμε; Τι πρέπει να κάνουμε;», ή «Πες μας δάσκαλε τι είναι ο θάνατος; Φοβόμαστε! Τι συμβαίνει, όταν πεθαίνουμε;», ή «Πες μας δάσκαλε ποια είναι επιτυχημένη ζωή; Πώς θα την αποκτήσουμε; Τι πρέπει να κάνουμε;  Και άλλα τέτοια, τα οποία βεβαίως απασχόλησαν όλους τους μεγάλους στοχαστές, παραμένουν αναπάντητα, αν και απαντήσεις δόθηκαν πολλές  αλλά καμία ικανοποιητική.

Θα επανέλθω στον Ιησού, για να πω ότι όλα τα ερωτήματα θυμίζουν, mutatis mutandis, εκείνον  τον πλούσιο νεαρό που, αφού είχε πάρα πολλή μεγάλη περιουσία, τώρα ρωτούσε τι πρέπει να κάνει για να αποκτήσει την αιώνια ζωή κι έτσι να μπορέσει να την απολαύσει. Όμως, επειδή η απάντηση δεν τον ικανοποίησε, έμεινε με την απορία, πώς είναι δυνατόν, με μια περιουσία, που αρκεί για μια αιωνιότητα, να μην μπορεί να την εξαγοράσει την αιωνιότητα! Μακάριος και πτωχός τω πνεύματι, γιατί η ζωή είναι αιώνια αλλά ο άνθρωπος προσωρινός, η ζωή το Αιέν και ο άνθρωπος το Νυν, όπως δίδαξε ο Οδυσσέας Ελύτης  στο Άξιον Εστί.

Στον μαγικό κόσμο της Κοντονή, οι ζώντες λαμποκοπούν και οι μη ζώντες, χρυσόσκονη και μετά κρύσταλλοι, λαμποκοπούν επίσης. Δεν απέχουμε πολύ από τις διαπιστώσεις του Οδυσσέα Ελύτη:  «Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες / Θα ’ρθει μέρα, μ’ ακούς/ Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι/ Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα» (Μονόγραμμα IV).

Η συγγραφέας είναι σαφής. Στο ερώτημα για την επιτυχημένη ζωή –κι όχι για την αιώνια- πλαγίως απαντά, φυσικά, ότι δεν  βρίσκεται στη συσσώρευση πλούτου υλικού, αφού ο μόνος πλούτος είναι αυτός της ψυχής, κρυμμένος  «στο συρτάρι των αναμνήσεων», στα αγαπημένα μας πρόσωπα, που χάθηκαν αλλά εμείς δεν τα ξεχνάμε και σ’ αυτά που έχουμε κοντά μας για να μιλάμε, που παρατηρούμε τις απλές κινήσεις τους και δραστηριότητες στην καθημερινή ζωή», «άλλοτε πικρές άλλοτε γλυκές», «γέλια» και «σκανταλιές», «λύπες» και «χαρές», θάνατοι και αποχωρισμοί.

 

Άννα Κοντονή

 

Δεν μπορούμε να μείνουμε ασυγκίνητοι μπροστά στο άγαλμα της χορεύτριας που έκλαιγε… γιατί και τα αγάλματα «λυγίζουν κάποτε», όπως μας έχει πει ήδη ο Σεφέρης, και είναι η ζωή τους μέσα το μάρμαρο σταματημένη. Κάποιος άλλος μια νύχτα κακοκαιρίας χτυπάει μια πόρτα επιθυμώντας καταφύγιο. Η πόρτα δεν ανοίγει και η παραβολή είναι σαφής. Ο άνθρωπος που δεν άνοιξε δεν θυμόταν το «ζητείτε και ευρήσετε», ίσως γιατί φοβόταν τον ξένο, τον εχθρό, τον άγνωστο. «Παρά λίγη καρδιά θα ’ταν ο κόσμος άλλος», λέει ο ποιητής, αλλά πόρτα, καρδιά και ουρανός όλα βρέθηκαν κλειδωμένα. Ωστόσο, «Όσο πιο ανοιχτός είναι ο ορίζοντας της καρδιάς μας, τόσο πιο κοντά φθάνουμε στον νόμο της ηθικής», ας προσθέσουμε και της αγάπης και της ανθρώπινης αλληλεγγύης. Το πρώτο πράγμα όμως που απαιτείται από τον κάθε άνθρωπο είναι η γνώση του ίδιου του εαυτού μας, η σοφή δελφική προτροπή «Γνώθι σ’ αυτόν».  Η Κοντονή εκεί στρέφει την προσοχή του αναγνώστη∙ «η ικανότητα να συναισθάνεσαι τον κόσμο δεν απαιτεί ακαδημαϊκές περγαμηνές» και ακόμα πως «τα ύστερα του κόσμου είναι ο εαυτός μας και η αναζήτηση εντός μας». «Γνώθι σ’ αυτόν», λοιπόν.

Έτσι με ένα τέχνημα, ας πούμε, η Άννα Κοντονή έκανε το γύρο του κόσμου, του πνεύματος και της ψυχής, έθεσε ερωτήματα και πήρε απαντήσεις, ή έδωσε η ίδια, σοφές και απλές. Γιατί τελικά, ο κόσμος είναι απλός  και  όλα τα άλλα του μυαλού μπερδέματα. Και, όπως απέδειξε η συγγραφική της περιπέτεια, βίωσε το ταξίδι βαθιά, ξεδιάλυνε τα σκοτάδια  και μετέφερε την εμπειρία  της στον αναγνώστη.

Θα κλείσω με την τελευταία αισιόδοξη φράση του βιβλίου που συνιστά και προτροπή: «Μην ξεχάσετε ποτέ ότι οι σκέψεις γίνονται πραγματικότητα!» και ας είναι πάντα θετικές!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top