Fractal

Αντικατοπτρισμός λογοτεχνίας σημαντικής

Από τον Άγγελο Πετρουλάκη //

 

 

Εμμανουήλ Λυκούδης: «Η ξένη του 1854», Εκδόσεις Πατάκη

 

2020, ο κοροναϊός.

1854, η χολέρα.

Το παρελθόν σμίγει με το παρόν

σε μια γραφή ενός ξεχασμένου συγγραφέα.

 

Σίγουρα δεν υπήρχε καταλληλότερη εποχή για να κυκλοφορηθούν, σε ένα βιβλίο, αυτά τα αφηγήματα («Η ξένη του 1854» και «Ο μαρασμός») του Εμμανουήλ Λυκούδη. Αυτά τα βιβλία αποτελούν προσφορά (στην κυριολεξία) των εκδοτών στο ελληνικό λογοτεχνικό στερέωμα και σίγουρα, σ’ έναν κάπως συστηματικό αναγνώστη αφηγούνται τους δρόμους που περπάτησαν Έλληνες λογοτέχνες και μας άφησαν σημαντικές μαρτυρίες για το παρελθόν μας.

Ο Εμμανουήλ Λυκούδης γεννήθηκε το 1849 στο Ναύπλιο και πέθανε στην Αθήνα το 1925. Ήταν νομικός, υπηρετώντας αρχικά στο δικαστικό σώμα και φτάνοντας μέχρι το αξίωμα του Νομικού Συμβούλου του Κράτους, ενώ στη συνέχεια (1905) παραιτήθηκε και άσκησε ελεύθερη δικηγορία.

Παράλληλα επιδόθηκε στην λογοτεχνία, έχοντας στο πνευματικό του οπλοστάσιο βαθιές γνώσεις ιστορίας, κοινωνιολογίας και φιλοσοφίας, κάτι που σπάνια βρίσκει σήμερα, κάποιος, σε συγγραφέα.

Στο αφήγημά του «Η ξένη του 1854», που το χαρακτηρίζει η ιδιαίτερα γλαφυρή λογοτεχνική γραφή, εστιάζεται στην ολέθρια επιδημία της χολέρας που ξέσπασε στην Αθήνα και τον Πειραιά τού 1854. Η «ξένη» είναι η χολέρα, που μπήκε στην τότε Ελλάδα ως «εισαγόμενη» και θέρισε χιλιάδες ζωές. Η «εισαγωγή» της είχε την πικρή ιστορία της.

 

Το 1854, κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, ο Όθων και η Αμαλία πιστεύουν πως έχει ωριμάσει ο χρόνος για να κάνουν πραγματικότητα το όραμα της Μεγάλης Ιδέας και υποκινούν επαναστατικά κινήματα στην Ήπειρο και την Θεσσαλία. Παράλληλα, στον Κριμαϊκό Πόλεμο (Ρωσία κατά της Τουρκίας), παίρνουν το μέρος τής Ρωσίας, ευελπιστώντας πως σε μια νικηφόρα έκβαση, η Ρωσία θα βοηθούσε στην απελευθέρωση και άλλων ελληνικών εδαφών. Όμως, οι Αγγλογάλλοι που βρίσκονται στο πλευρό τής Τουρκίας, επιβάλλουν τον ναυτικό αποκλεισμό τής Ελλάδος, υποχρεώνουν τον Όθωνα να αποκηρύξει τα επαναστατικά κινήματα και να αντικαταστήσει την κυβέρνηση. Για το σκοπό αυτό καλείται στην Αθήνα ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος είχε απομακρυνθεί από τον Όθωνα, ως πρέσβης στο Παρίσι.

Το καράβι που θα φέρει τον Μαυροκορδάτο στον Πειραιά, φέρνει μαζί του και την χολέρα, αυτήν την «ξένη» που θ’ αποδεκατίσει τον Πειραιά και την Αθήνα τής εποχής.

Αν την Αθήνα του 1854 την ρήμαξε η χολέρα, την Ελλάδα (και όχι μόνο) του 2020 την απείλησε ο κοροναϊός, εισαγόμενος κι αυτός, το ίδιο «ξένος».

Οι περιγραφές τού Λυκούδη για τα αποτελέσματα της επιδημίας είναι ανατριχιαστικές. Ο Λυκούδης δεν έζησε την χολέρα. Την χρονιά που ξέσπασε ήταν πέντε χρονών. Όμως δεν ήταν και μακριά (ηλικιακά) από τα γεγονότα, αφού οι μνήμες και οι επιπτώσεις της κράτησαν πολλά χρόνια μετά. Άλλωστε έζησε την ληστεία, η οποία επίσης αποδιοργάνωνε την χώρα:

«Είναι κάτι χρόνοι, όπου τραβούν οπίσω τους τα βάσανα, τις συμφορές, αλυσίδα βαρειά, ατελείωτη αλυσίδα που σέρνεται στα στήθια. Αφορία από έτη, καταστροφές από σεισμούς, ελπίδες ξερριζωμένες, η ληστεία να βράζη στην Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη. Να μπαίνουν οι ληστρικές συμμορίες μέσα στας πόλεις, στας Θήβας, στη Λειβαδιά, στα Μέγαρα, η ξένη Κατοχή υβριστική να πατεί κατάστηθα τη χώρα, χωρίς ούτε καν να πνίξη τη μαύρη διχόνοια! Και όμως δεν ήταν το πλειό φαρμακερό ποτήρι».

Οι υποθέσεις για την εισαγωγή της χολέρας ήταν δυο. Η μια έλεγε πως ήρθε με το καράβι με το οποίο έφτασε στον Πειραιά ο Μαυροκορδάτος: «Κρυφά κρυφά, για να κάμη πρώτη γνωριμία μαζί μας εταξίδεψε από τη Μασσαλία έως τη Μάλτα μαζί με τον Μαυροκορδάτο, που ήρχετο από τη Γαλλία για να παραλάβη την Κυβέρνησι. Έτσι τουλάχιστον του τέλους Ιουνίου του 1854 οι εφημερίδες…»

Η άλλη πως έφτασε «μέσα σε μια καμαρωμένη φρεγάδα, χυτή, χαριτωμένη, που ήρχουνταν στον Πειραιά φορτωμένη στρατό για την Κριμαία».

 

Τα πρώτα δειλά κρούσματα, τα ακολουθεί, μια χλιαρή κρατική ανακοίνωση, στις 7 Ιουλίου του 1854, που αναφέρει «τινά περιστατικά εμφαίνοντα χολέραν». Ο συγγραφέας, με λεπτή ειρωνεία, συμπληρώνει: «Αυτά τα τινά περιστατικά ήσαν καμιά τριανταριά θάνατοι την ημέρα εις τα νοσοκομεία και εις την πόλιν».

Από τα μέτρα για απαγόρευση των μετακινήσεων, όμως, η κυβέρνηση εξαιρεί κάποιους: «Αλλ’ απ’ αυτή την ενόχλησι είχαν απαλλαχθή όλοι του στρατού της Κατοχής, γιατί γι’ αυτούς θα ήταν αυθάδεια ένα τέτοιο μέτρο…»

Από ποια οπτική να δει κανείς τα γεγονότα; Η ανεπαρκής ιατρική, η αβουλία των πολιτικών, ο αναλφαβητισμός τών απλών πολιτών· όλα είχαν το δικό τους μετρικό ευθύνης. Τα πρώτα κρούσματα ήταν σποραδικά και ελάχιστο φόβο προκάλεσαν.

«Ο κόσμος εξεθάρρευσε και εγύριζε η γαλήνη στα πρόσωπα και το χαμόγελο στο στόμα.

»Μα αυτή (η χολέρα) έβοσκε σαν την κρυμμένη τη φωτιά, ελούφαζε σαν την τίγρι πριν χυμήση, εσέρνουνταν κρυφοδάγκατη οχιά.

»Εις τας 21 Οκτωβρίου εξέσπασε αχόρταγη. Παράλυσε τότε τις ψυχές ο κρύος φόβος και όσοι ημπορούσαν εζήτησαν σωτηρία στη φυγή».

Ο υποτυπώδης κρατικός μηχανισμός παρέλυσε, οι τότε γιατροί βρήκαν την ευκαιρία να καταληστεύσουν τον κοσμάκη, η αισχροκέρδεια εξαπλώθηκε σε όλα τα είδη. Μέσα σε όλη αυτή την κόλαση, αναδείχθηκαν και άγιες μορφές, που έδωσαν και την ζωή τους για τον συνάνθρωπο. Διαβάστε πόσο ωραία μας τα γράφει ο Λυκούδης:

«Υπήρξαν, ειν’ αλήθεια, ιατροί ήρωες, γεμάτοι αφοσίωσι, θάρρος, αφιλοκέρδεια. Ένας από αυτούς βοηθώντας τους δυστυχισμένους, χωρίς μισθό, χωρίς αμοιβή, ο Σταυρίδης, έδωσε και τη ζωή του την πολύτιμη. Το Ιατροσυνέδριο άνοιξε εράνους για να του εγείρουν μνημείον. Δεν το ηύρα όμως πουθενά στο νεκροταφείο. Έχει τόσο αδύνατο μνημονικό η Ευγνωμοσύνη».

 

Εμμανουήλ Λυκούδης

 

Εποχές παράλληλες; Δεν θέλω να το εξετάσω από αυτήν την οπτική, αλλά διαβάζοντας τα κατωτέρω, έρχεται στον νου μου το φαινόμενο της αισχροκέρδειας, που εμφανίστηκε με την έλλειψη μασκών στην αρχή τής εμφάνισης του κοροναϊού, στην χώρα μας:

«Η εξουσία σε τέτοια θλιβερή περίστασι όχι μόνο δεν κατώρθωνε να επιβάλη διατίμησι στης πρώτης ανάγκης τα τρόφιμα, αλλά ούτε αυτό το ταχτικό άνοιγμα των μαγαζιών. Έτσι, κοντά στην άσπλαχνη αρρώστια, εθέριζε τη φτώχεια την άμοιρη και η πείνα. Γιατί όλοι εκερδοσκοπούσαν αλύπητα απάνω στη γενική δυστυχία. Φωτιά το ψωμί, το κρέας, το λάδι, το ρύζι· περισσότερο το ρύζι που το ζητούσαν όλοι για προληπτικό της μαύρης αρρώστιας…»

Οι περιγραφές τών θανάτων είναι ανατριχιαστικές, οι νεκροί έμεναν άθαφτοι και ομαδικοί τάφοι υποδέχονταν τα πτώματα, τα οποία σκέπαζαν με ασβέστη. Η επιδημία κατάπινε λαίμαργα όποιους έβρισκε μπροστά της:

«Ένας γιατρός από κείνους όπου ήσαν εις την πρώτη γραμμή της μάχης με τον κρυφό Εχθρό έγραφε κατόπιν: ‘‘Το τέταρτον τμήμα έγινε εις μέγας τάφος· κατά δεύτερον λόγον το πρώτον και το τρίτον. Φρίξον, ήλιε! Πτώματα εις τα οδούς· πτώματα εις εκάστην οικίαν. Πλησίον της νεκράς μητρός ψυχορραγεί η κόρη. Πολλαχού ολόκληροι οικογένειαι εκλείπουσιν. Ως επί το πολύ οι προσβαλλόμενοι ευρίσκονται αμέσως εις το τελευταίον πυρετώδες και ασφυκτικόν στάδιον, λήγον εις τον θάνατον, μετά 7-10 ώρας. Οι ιατροί υπερπηδώντες τα πτώματα κύπτουσιν, όπως παρατηρήσωσι τους εισέτι παρακείμενους επιζώντας. Πόσοι ερρίφθησαν εις τον τάφον πριν ψυχορραγήσωσι!’’».

Προχωρώντας την ανάγνωση του κειμένου, η εντύπωση πως όσα διάβαζα ήταν ένας αντικατοπτρισμός των όσων βιώνουμε σήμερα, ολοένα και εδραιωνόταν. Πλάι στην ασπλαχνία κάποιων, ορθωνόταν η μεγαλοψυχία και ο ηρωισμός άλλων.

Αλλά, αν εξεκλώσσαε φίδια η φλογερή πνοή του Κακού, μέσα σ’ αυτό το χαλασμό, εσήκωνε επίσης το μέτωπο περήφανο, φωτισμένο από άγιο στεφάνι λαμπερό, η αφοσίωση, η παληκαριά. Και έβλεπες ξένους να μπαίνουν στα σπίτια της δυστυχίας, να βοηθούν, να παρηγορούν, να σταυρώνουν τα χέρια, να κλείνουν μάτια γυαλωμένα από το θάνατο, να ανάβουν κεράκια, να καίνε νεκρολίβανο στα μαρμαρωμένα λείψανα. Θα έχη, ναι, πάντα και η Αρετή τους στρατιώτας της!

»Έτσι στους δρόμους εγύριζαν και έμπαιναν στα σπίτια των φτωχών και οι νυφάδες του Χριστού, του Ελέους οι αληθινές Αδελφές».

Πόσο παραστατική γραφή; Πού χάθηκε αυτή η λογοτεχνία; Ποια δημιουργική γραφή την κατασπάραξε;

 

Απέναντι στους ιερωμένους που αντιλαμβάνονταν τους κινδύνους και ζητούσαν από τους πιστούς να μην μαζεύονται στις εκκλησίες, ήταν κι εκείνοι που καλούσαν τους πιστούς, γιατί ισχυρίζονταν πως η αρρώστια ήταν η τιμωρία που είχε στείλει ο Θεός για να εξολοθρεύσει τους αμαρτωλούς. Φρίκη.

Κάποιες εικόνες θυμίζουν την φρίκη τής Ιταλίας και ακόμα περισσότερο της Βραζιλίας, που παρακολουθούσαμε καθηλωμένοι στις τηλεοράσεις μας.

«Άλλους δρόμους τους ερήμωσε η φυγή· σε άλλους επέρασε από άκρη σ’ άκρη το σακκούλι της ανεμότρατας του Θανάτου και εξαπάτωσε κάθε ύπαρξι, μικρή μεγάλη.

»Όσο φτηνός ήταν ο θάνατος, τόσο ακριβή ήταν η ταφή.

»Στο νεκροταφείο κάθε στιγμή καυγάδες περισσότερο για τους μοναχούς τάφους. Για άλλους ετοιμάζονταν οι λάκκοι κι άλλοι πρόφθαναν και τους εγέμιζαν. Πολλές φορές μάλιστα το βράδυ, ενώ έφτανε το φορτωμένο αμάξι δεν έβρισκε λάκκο. Αυτό όμως δεν επολυσκότιζε δα τους νεκροφόρους, Έβγαζαν το αραμπαδόξυλο, ανάστρεφαν το κάρο, και την αυγή οι νεκροθάφτες ας έκαναν καλά με τα σωριασμένα κορμιά.

»Το φριχτότερο όμως ήταν η μεταφορά των νεκρών από τα σπίτια. Τότε εφούντωνε η πλέον άγρια κερδοσκοπία. Λεπτά πολλά και μπροστά πριν σηκώσουν τους πεθαμένους οι νεκροφόροι…»

 

Το δεύτερο αφήγημα έχει τον τίτλο «Μαρασμός». Σύντομο, ωστόσο συγκινητικό. Είναι η ιστορία ενός σκύλου καραβιού, που το εγκαταλείπουν οι ναύτες του στην στεριά κι εκείνο πεθαίνει χωρίς να εγκαταλείψει λεπτό το ακρογιάλι, κοιτώντας προς την θάλασσα και περιμένοντας να επιστρέψει η μπρατσέρα και να το ξαναπάρουν πάνω της οι ναύτες.

Την απορία τού αφηγητή, γιατί άραγε να εγκαταλείψουν το σκυλί οι ναύτες, θα την λύσει ένα μικρό ναυτόπουλο, άλλου καραβιού, που τον πληροφορεί πως το έκαναν γιατί το σκυλί ήταν ήρεμο και καλόβουλο, ενώ εκείνοι ήθελαν στο καράβι τους ένα άγριο σκυλί, να φοβίζει όσους ζύγωναν…

Άραγε, αυτός ο κόσμος δεν έχει θέση για τους καλούς;

 

 

Αγιόκαμπος Λάρισας, 17/7/2020

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top