Fractal

Η Βενετοκρατία στην Κρήτη

Γράφει η Λεύκη Σαραντινού //

 

 

Η παρουσία των Βενετών στον χώρο της Εγγύς Ανατολής χρονολογείται από το 1204, την εποχή δηλαδή της τέταρτης σταυροφορίας.  Τότε, μετά την πρώτη άλωση της Βασιλεύουσας από τους σταυροφόρους και την ίδρυση της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, υπογράφτηκε μία συνθήκη για το διαμοίρασμα των εδαφών της πρώην βυζαντινής αυτοκρατορίας, η Partitio terrarum Imperii Romaniae, η οποία απέδιδε τα 3/8 της τέως αυτοκρατορίας στους Βενετούς.

 

 

Η Κρήτη δεν έτυχε αρχικά αυτής της μοίρας, αφού δόθηκε στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό, τον αρχηγό της σταυροφορίας, ο οποίος όμως με την πρώτη ευκαιρία την πούλησε στους Βενετούς για μόλις 1000 αργυρά μάρκα. Και πάλι όμως, η βενετική κυριαρχία δεν εδραιώθηκε αμέσως καθώς Γενουάτες πειρατές υπό τον Ερρίκο Πεσκατόρε πρόλαβαν και την άρπαξαν σχεδόν μέσα από τα χέρια τους. Τελικά, μόνο ύστερα από πολύχρονους αγώνες, το 1211-1212 κατάφεραν οι Βενετοί να επικρατήσουν στο νησί. Τότε ήταν που ξεκίνησαν τον εποικισμό του νησιού με περίπου 10.000 εποίκους, ανάμεσά τους και ευγενείς, οι οποίοι πήραν γη με αντάλλαγμα την υποχρεωτική στράτευσή τους στο ιππικό. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα Χανιά δεν υπήρχαν πριν από την έλευση των Βενετών, αλλά οι κατακτητές ήταν εκείνοι που αποφάσισαν την ίδρυση της πόλης το 1252 στη θέση των αρχαίων Κυδωνιών.

 

Η Κρήτη λοιπόν έγινε Regno di Candia, δηλαδή  βασίλειο, με προεξάρχοντα στη διοίκηση έναν Δούκα (Ducca di Candia) και όχι βάιλο όπως συνηθιζόταν στις περισσότερες κτήσεις, κάτι που δείχνει τη μεγάλη σημασία που απέδιδαν οι Βενετοί στην Κρήτη ως κτήση. Ο Δούκας μαζί με δύο προσωπικούς συμβούλους αποτελούσαν την Αυθεντία (Signoria), την ανώτατη διοικητική αρχή του νησιού. Αρχικά η Κρήτη διαιρέθηκε διοικητικά σε έξι σεξτέρια, από τις αρχές του 14ου αιώνα όμως υπήρχαν τέσσερα διαμερίσματα (territoria) τα οποία αντιστοιχούσαν περίπου στους σημερινούς νομούς του νησιού. Μικρότερες υποδιοικήσεις ήταν οι Καστελανίες με επικεφαλής τους φρουράρχους. Σε κάθε πόλη (Σητεία, Χάνδακας, Ρέθυμνο, Χανιά) υπήρχε επίσης ένα ταμείο το οποίο διαχειρίζονταν τρεις ταμίες.

Όσον αφορά τον στρατό, προεξάρχων ήταν ο Capitano General di Candia για τον στρατό ξηράς και ο Capitano general da Mar για τον στόλο. Διοικητές στις βενετικές γαλέρες ήταν οι Βενετοί φεουδάρχες, οι σοπρακόμιτοι. Το νησί διέθετε τέσσερεις χιλιάδες περίπου μισθοφόρους και ιππικό, αλλά η στρατιωτική πειθαρχία χαλάρωσε με την πάροδο των αιώνων, παρά τη διηνεκή τουρκική απειλή και τις συνεχιζόμενες εξεγέρσεις των Κρητικών κατά της βενετικής κυριαρχίας. Από το 1569, λόγω του αυξημένου τουρκικού κινδύνου στην Ανατολή εγκαθίσταται μόνιμα στο νησί ο Provveditore Generale, ένας αξιωματούχος ο οποίος αρχικά επισκεπτόταν το νησί μόνο σε περιόδους κρίσεων.

Οι αξιωματούχοι του νησιού μετά το πέρας της θητείας τους έπρεπε να καταθέσουν εκθέσεις των πεπραγμένων τους στη Σινιορία, την Ανώτατη Διοίκηση, της Βενετίας, προκειμένου να ελεγχθούν τυχόν ατασθαλίες τους και κακοδιοίκηση της κτήσης. Υπήρχε επομένως αλληλοεπόπτευση των αξιωματούχων, παρ’ όλα αυτά όμως το σύστημα δεν ήταν απαλλαγμένο από τη διαφθορά.

Η εκκλησιαστική οργάνωση του νησιού ήταν ανάλογη με εκείνη που είχαν εφαρμόσει οι Βενετοί σε όλες τους της κτήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο: κατάργηση όλων των ορθόδοξων επισκοπών του νησιού και ίδρυση καθολικών. Στην Κρήτη όμως οι ορθόδοξοι ιερείς για να χειροτονηθούν έπρεπε να μεταβούν στα Κύθηρα, τη Μεθώνη ή την Κορώνη. Η στάση τους όμως απέναντι στην εκκλησία της Κρήτης ήταν ιδιαίτερα σκληρή κάτι που έρχεται σε αντίφαση με έναν λαό ο οποίος πάντοτε διαλαλούσε με έπαρση «Siamo primo Veneziani e poi christiani», το οποίο θα πει «Είμαστε πρώτα Βενετοί και μετά χριστιανοί». Το φαινόμενο αυτό όμως εξηγείται επειδή, πρώτον, οι δεσμοί του βυζαντινού νησιού με το Ορθόδοξο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης ήταν ανέκαθεν πολύ ισχυροί και, δεύτερον, η εκκλησία καθίστατο φορέας της αντίστασης στο νησί και συνεχιστής της βυζαντινής ιδέας, κάτι που ενόχλησε τους Βενετούς εξ’ αρχής.  Επιπλέον, αν προσθέσει κανείς στα παραπάνω το γεγονός ότι η Κρήτη ήταν μία ιδιαίτερα πλούσια κτήση και ότι ξεσπούσαν σε αυτήν επαναστάσεις κατά των Βενετών συχνότερα από κάθε άλλη κτήση τους, τότε μπορεί να κατανοήσει τη σκληρή εκκλησιαστική πολιτική που ακολούθησε η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αδρία, η οποία, πάντως, χαλάρωσε σε κάποιον βαθμό τον 16ο αιώνα όταν έγινε εντονότερη η τουρκική απειλή και οι Βενετοί θέλησαν να προσεταιριστούν τους ντόπιους. Επικεφαλής επομένως του κλήρου στο νησί ήταν οι Πρωτοπαπάδες, παπάδες φιλικά προσκείμενοι στους κατακτητές, χειροτονημένοι όμως με το ορθόδοξο δόγμα.

Οι Βενετοί έποικοι ανέκαθεν υπερτερούσαν αριθμητικά στις πόλεις, σε αντίθεση με την ύπαιθρο όπου πλειοψηφούσαν οι ντόπιοι. Οι Βενετοί ευγενείς κατείχαν ανώτεροι θέση από τους Κρήτες ευγενείς και βρίσκονταν στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας. Διέθεταν τεράστια οικονομική δύναμη και τη συντριπτική πλειοψηφία των φέουδων του νησιού. Ελάχιστοι μόνο Κρητικοί ευγενείς, όπως οι Καλλέργηδες στο Ρέθυμνο, μπόρεσαν να αποκτήσουν την πολυπόθητη βενετική ευγένεια. Ακολουθούσαν οι Κρητικοί ευγενείς, οι αποκαλούμενοι και αρχοντορωμαίοι και κατόπιν οι αστοί, τάξη η οποία περιλάμβανε όλους τους εμπόρους, γιατρούς, δικηγόρους κτλ. Στο τέλος ερχόταν το πόπολο, δηλαδή όλοι οι χειρώνακτες των πόλεων, ήτοι οι μικρέμποροι, οι καλαφάτες, οι ναυτικοί οι σπετσιέροι, οι βαρελάδες κ.α. οργανωμένοι σε συντεχνίες. Στην ύπαιθρο κατώτερη θέση στην κοινωνική κλίμακα είχαν οι βιλάνοι, δηλαδή αγρότες, σε ελεύθερη κατάσταση ή δεμένοι με το φέουδό τους. Οι βιλάνοι ήσαν υποχρεωμένοι να προσφέρουν αναγκαστική εργασία στις οχυρώσεις ή στις γαλέρες.

 

 

Όσον αφορά τις επαναστάσεις στο νησί, αυτές αποτελούν μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της Φραγκοκρατίας στον ελλαδικό χώρο. Καταγράφονται είκοσι επτά μεγάλες επαναστάσεις και επιμέρους τοπικά κινήματα μόνο κατά τους δύο πρώτους αιώνες της βενετικής κυριαρχίας. Τα αίτια για αυτές θα πρέπει να αναζητηθούν πρωτίστως στην ιδιαίτερα σκληρή πολιτική των κατακτητών όσον αφορά την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του νησιού, στο γεγονός ότι ποτέ δεν έσβησε η βυζαντινή ιδέα στο νησί, στην κατάργηση των προνομίων των αρχόντων και την κατάσχεση των φέουδων και δευτερευόντως μόνο στην ανυπότακτη ιδιοσυγκρασία των ντόπιων. Από τις εξεγέρσεις αυτές χρήζουν μνείας η επανάσταση των Αγιοστεφανιτών το 1211, του Αλεξίου Καλλέργη το 1282, των Ψαρομιλήγκων το 1341, η συνωμοσία του Σήφη Βλαστού το 1454, καθώς και η επανάσταση του Αγίου Τίτου το 1363. Η τελευταία διαφέρει από τις υπόλοιπες αφού  για πρώτη φορά συνεργάστηκαν σε αυτή Βενετοί και Κρήτες ευγενείς εναντίον της Γαληνοτάτης. Φυσικά, όλα αυτά τα κινήματα πνίγηκαν στο αίμα, ευκολότερα ή δυσκολότερα, ανάλογα με την περίσταση, από τη Βενετία. Με την πάροδο των αιώνων οι εξεγέρσεις αραίωναν, έως ότου τελικά, λίγο πριν την κατάκτηση του νησιού από τους Οθωμανούς ατόνησαν εντελώς.

Παρ’ όλο που  η βενετική κατοχή ήταν σκληρή, το νησί, και ιδιαίτερα οι πόλεις, γνώρισε πολιτισμική ακμή στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα, περίοδος που αποκαλείται και κρητική αναγέννηση. Ο πολιτισμός της περιόδου αυτής ονομάστηκε κρητοβενετικός. Η βυζαντινή παράδοση διατηρήθηκε, ενώ οι ευγενείς αποκτούσαν δίγλωσση παιδεία. Είναι χαρακτηριστικό το ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα με πολλές βενετσιάνικες λέξεις.

Το επίπεδο της παιδείας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη ήταν αρκετά υψηλό. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είχε στοιχειώδεις γνώσεις ανάγνωσης και γραφής κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της βενετικής κατοχής. Σχολεία υπήρχαν σε μοναστήρια ή λειτουργούσαν υπό την αιγίδα της εκκλησίας για τους αστούς και τους φτωχότερους, ενώ οι πλούσιοι απολάμβαναν ποιοτικότερη εκπαίδευση κατ’ οίκον από φημισμένους δασκάλους με καλό μορφωτικό επίπεδο. Πολλοί από τους γόνους των Βενετών και των Κρητών ευγενών, ακόμη και ορισμένοι των πλούσιων αστών, συνέχιζαν τις σπουδές τους  σε πανεπιστημιακά ιδρύματα της ιταλικής χερσονήσου και ιδιαίτερα στη Βενετία, την Πάδοβα και την Μπολόνια.

Χαρακτηριστικό της ακμής της εποχής είναι η ίδρυση Ακαδημιών, ένα είδος φιλολογικών συλλόγων για ανάγνωση ποιημάτων και διοργάνωση θεατρικών παραστάσεων, όπως η Ακαδημία των Vivi (Ζωντανών) στο Ρέθυμνο το 1562 που είναι η πρώτη που ιδρύεται στην Ανατολική Μεσόγειο. Ακολούθησε η Ακαδημία  των Stravagandi (Υπερβολικοί) στον Χάνδακα το 1591 και εκείνη των Sterili (Άγονοι) στα Χανιά.

Τα είδη που γνώρισαν ιδιαίτερη ακμή ήταν το θρησκευτικό δράμα, η μυθιστορία, η κωμωδία, το ποιμενικό δράμα, η τραγωδία και το ποιμενικό ειδύλλιο. Κορυφαίοι εκπρόσωποι της κρητικής αναγέννησης θεωρούνται ο Γεώργιος Χορτάτζης με το έργο του Ερωφίλη και ο Βιτσέντζος Κορνάρος με τον Ερωτόκριτο. Άλλοι σημαντικοί λογοτέχνες της ίδιας περιόδου ήταν οι Στέφανος Σαχλίκης, Μπεργαδής, Μαρίνος Τζάνε Μπουνιάλης, Λεονάρντο Ντελαπόρτας, Μαρίνος Φαλιέρος, Ιάκωβος Πικατόρος κ.α.

Άνθηση γνώρισε και η ζωγραφική με ανάμειξη δυτικής και βυζαντινής τεχνοτροπίας. Ονόματα όπως του Θεοφάνη, του Μιχαή Δαμασκηνού, του Εμμανουήλ Σκορδίλη, του Ανδρέα Ρίτζου, του Γεωργίου Κλόντζα, του Ανδρέα Παβία και του Θεόδωρου Πουλάκη ήταν γνωστά όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά σε όλη την ανατολική φραγκοκρατούμενη Μεσόγειο, ενώ κορυφαίος εκπρόσωπος της κρητικής σχολής θεωρείται ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι πολλοί  Κρητικοί τυπογράφοι διέπρεψαν στην ιταλική χερσόνησο ως επιφανείς τυπογράφοι, όπως οι Ζαχαρίας Καλλέργης,  Νικόλαος Βλαστός και  Άγγελος Βεργίτσης. Όλη αυτή η άνθηση και η πολιτιστική ακμή των πόλεων της Κρήτης γνώρισε βίαιο τέλος με το ξέσπασμα του πέμπτου βενετοτουρκικού πολέμου το 1645.

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • -Muller William, Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι, εκδ. Ηρόδοτος
  • -Δετοράκης Θεοχάρης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης,1990
  • -Γεώργιος Πλουμίδης, Η βενετοκρατία στην ελληνική Μεσόγειο, Ιωάννινα, 1991
  • Βενετοκρατούμενη Ελλάδα, Προσεγγίζοντας την ιστορία της, τόμοι Α και Β, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών σπουδών Βενετίας, επιστημονική διεύθυνση Χρύσα Μαλτέζου, Αθήνα-Βενετία 2010
  • -Παναγιώτα Τζιβάρα, Από την εγγραμματοσύνη στη λογιοσύνη, Θέματα παιδείας των Βενετών υπηκόων στον ελληνικό χώρο, εκδ. Ενάλιος, Αθήνα, 2012
  • -Γιάννη Χρηστάκη-Γεωργίου Πατεράκη, Η Κρήτη και η ιστορία της, εκδ. Καλέντης, Αθήνα, 1995
  • -Λιάνα Σταρίδα, Η λέσχη των ευγενών του Χάνδακα, εκδ. Δοκιμάκης, Ηράκλειο, 2008

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top