Fractal

Η ομιλούσα σιωπή

Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης //

 

Γιώργος Λ. Οικονόμου, “Η σιωπή της κερκίδας”, εκδ. Τύρφη, 2021, σ. 97

 

Κάθε ποίημα είναι και μια διαφορετική διερώτηση για τον λόγο της ποίησης. Κάθε ποίημα είναι και μια διαφορετική απάντηση για τον λόγο της ποίησης. Διαβάζω την πιο πρόσφατη ποιητική συλλογή του Γιώργου Λ. Οικονόμου «Η σιωπή της κερκίδας». Ογδόντα τέσσερα ποιήματα, ογδόντα τέσσερις διερωτήσεις, ογδόντα τέσσερις απαντήσεις. Αναζητώ τη συγκλίνουσα.

Κυρίαρχο είναι το θέμα της μοναξιάς – όχι στην αφηρημένη, φιλοσοφική, υπαρξιακή αλλά στην αμιγώς βιωματική διάστασή του. Έχουν ονόματα αυτοί που λείπουν, κάποτε είχανε κι οντότητα, χέρια και πρόσωπα, χαμόγελα και λόγια. Αν εξαιρέσουμε όσους/-ες, προερχόμενοι απ’ τον παιδικό και ποιητικό κύκλο, εμφανίζονται άπαξ σε κάποιον στίχο ή ποίημα, τρία είναι τα σταθερά επανερχόμενα πρόσωπα της συλλογής, ο πατέρας, η μάνα κι η ερωτική σύντροφος.

Ο ποιητικός λόγος εκφερόμενος υπό τη μορφή του εσωτερικού μονολόγου, του μονόπλευρου διαλόγου, του ευθέος λόγου και του διαλόγου επιχειρεί να ανασυστήσει τη σταματημένη επικοινωνία. Τους απευθύνεται άμεσα διαλεγόμενος με τις σιωπές τους, όχι για να καλύψει το κενό της απουσίας ή να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση της συνέχειας αλλά για να διασώσει την ανάμνησή τους. Ούτε γιατρικό ούτε αιμορραγία ούτε άμυνα ούτε καταφύγιο δεν είναι η ποίηση του Οικονόμου. Ένα κεράκι είναι, που καθ’ εκάστην το ανάβει στη μνήμη των αγαπημένων του.

Η αίσθηση της μοναξιάς υποστηρίζεται και απ’ τη σκηνογραφία του χώρου. Το αστικό κάδρο της Θεσσαλονίκης, ενώ υπονοεί ήχους, φωνές, βήματα, χειρονομίες είναι κατά κανόνα κενό απ’ την ανθρώπινη παρουσία. Το ποιητικό υποκείμενο αναζητεί τη ζωή σε άδειους δρόμους, σε άδειες κερκίδες, για να καταλήξει σ’ ένα άδειο διαμέρισμα κοιτάζοντας το ταβάνι. Η μοναξιά του είναι η αιχμηρή βιωματική εμπειρία του μετεωρισμού ανάμεσα στο χτες και στο σήμερα, στην παρουσία και στην απουσία, στη ζωή και στον θάνατο, που δημιουργεί ένα είδος εσωτερικής προσφυγιάς από το εδώ και το τώρα:

 

«”Ήταν εκείνη η νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης…”

παράπονο και μοναξιά σπίρτα βρεμένα

κι ούτε ένα τσιγάρο μισοσβησμένο κάτω

 

Οι φίλοι κοιμούνται σε καθαρά σεντόνια

σταμάτησαν το κάπνισμα χρόνια τώρα

έμαθαν να δίνουν συμβουλές

έμαθαν να κρατούν αποστάσεις

μετρούν καταθέσεις πτυχία δημοσιεύσεις

βαθμούς στα μαθήματα των παιδιών

 

Σταμάτησαν το κάπνισμα

Γραφεία της Ολυμπιακής παραλία λεωφόρος Νίκης

μπροστά το περίπτερο μέρα νύχτα ανοιχτό

μα πώς να ζητήσεις μ’ άδειες τσέπες

 

Ο ηλικιωμένος λούστρος με το κασελάκι του

Είναι εδώ μόνο τις πρωινές ώρες

 

αν του μιλούσα θα καταλάβαινε»

 

Ποιος άνεμος μ’ έφερε απόψε εδώ

ποιος θεός δοκιμάζει τις αντοχές μου

κι αυτό το τραγούδι γιατί θέλει

να με δει να κλαίω»

 

Στο άδειο μου πακέτο, σελ. 69

 

Γιώργος Λ. Οικονόμου

 

Ο ποιητικός λόγος τού Οικονόμου προέρχεται απ’ αυτόν ακριβώς τον μετεωρισμό. Οι κόκκινες γραμμές, τα τραύματα, οι οδύνες δεν είναι ποιητικές κατασκευές χάριν της ποιητικής εκφράσεως, αλλά ένα προϋπάρχον ατομικό, οικογενειακό κοινωνικό κτλ. ιστορικό, που ήρεμα και ώριμα πια αναζητά τον αισθητικό τρόπο να διασώσει το μνημονικό του. Εδώ η ποίηση δεν προηγείται, αλλά έπεται της ανάγκης. δεν είναι το παρακολούθημα της σκέψης, αλλά η ίδια η σκέψη. δεν είναι το αποτέλεσμα της τεχνικής επεξεργασίας αλλά η φυσική έκφρασή της. Εν ολίγοις, το πιο βασικό γνώρισμά της είναι η ηθελημένη άρνηση κάθε αισθητικής ψιμυθίωσης, που θα μπορούσε να κρύψει ή να αλλοιώσει την αμεσότητα του βιώματος. Όλη η ποιητική προσπάθεια συγκεντρώνεται στην αποτελεσματικότητα της δήλωσης και στη διαύγεια του νοήματος, ώστε ο ποιητικός λόγος να βγει απ’ το καλλιτεχνικό εργαστήρι, να πάψει να είναι υπόθεση πληκτρολογίου,  να μην υπόκειται στον άνωθεν έλεγχο των τεχνοτροπιών, μπας και ξαναβρεί τον πρωτογενή ρόλο του στην καθημερινότητα των ανθρώπων, σαν πρωινός χαιρετισμός, σαν νυχτερινή σιωπή, σαν ρυθμός της αναπνοής, σαν κόμπιασμα του προφορικού λόγου.

«Να μιλήσω

όλο το αίμα να βγει

κι ας μη με πουν ποιητή

λίγο με νοιάζει

 

Τόσες μέρες στη σιωπή

το τηλέφωνο βουβάθηκε

πεθύμησα ν’ ακούσω τη φωνή σου

που τ’ όνομά σου να ψιθυρίσω

δεν μ’ αφήνεις

 

Σε ορέγομαι όπως ο γύπας το ψοφίμι

ξέρω δεν είναι ποιητική έκφραση αυτή

ξέρω όμως επίσης πως πρέπει

τρόπος να βρεθεί

να σου πω

 

πως μαρμαρώνει το κορμί μου

πως αίμα δεν κυλά

 

πως έμεινα

μια φωνή στην έρημο»

 

Λίγο με νοιάζει, σελ. 64

 

Δεν λείπουν βέβαια και τα ποιήματα που υστερούν. Απ’ τα ογδόντα τέσσερα στον αριθμό κάποια θα μπορούσαν και να αφαιρεθούν επ’ ωφελεία της συλλογής. Θεωρώ όμως ότι η συνολική εικόνα δικαιώνει απολύτως τον ποιητή. «Η σιωπή της κερκίδας» είναι η πιο ολοκληρωμένη μέχρι τώρα συλλογή του Οικονόμου, το δικό του άλμα στην ίδια πάντα γραμμή των σαράντα χρόνων της ποιητικής του δημιουργίας.  Δεύτερη φορά που γράφω για τον Οικονόμου, αν θυμάμαι καλά, τέσσερα χρόνια πριν ήτανε η πρώτη. Στο μεταξύ ψάχνω δεξιά κι αριστερά κριτικές για το έργο του, τον αναζητώ σε ποιητικές ανθολογίες και αφιερώματα για τους ποιητές της Θεσσαλονίκης. Άφαντος ο Οικονόμου. Βέβαια, ούτε ο πρώτος είναι ούτε ο τελευταίος. Υπάρχουν ποικίλοι τρόποι για να υποτιμήσεις έναν ποιητή και ύστερα από κάποια χρόνια να προσέλθεις στο έργο του ή και να μην προσέλθεις καθόλου.

Είναι όμως άδικο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top