Fractal

Ο ονειροπόλος υπνοβάτης

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας // *

 

Νίκος Κατσαλίδας: “Η οπτασία του υπνοβάτη”. Εξήντα σπόνδυλοι και δύο κλεψύδρες, μυθιστόρημα, εκδόσεις Νίκας, Αθήνα 2023, σελ. 272

 

Αυτό το άκρως πρωτότυπο και μοναδικό στη σύλληψη και στη σύνθεσή του βιβλίο είναι ένα σπονδυλωτό, συμβολικό, ποιητικό μυθιστόρημα μαγικού ρεαλισμού.

 

Όπως στο φροϋδικό Συλλογικό Ασυνείδητο συμπλέκονται καλλιτεχνικά τα ρεαλιστικά τα μυθικά και τα ονειρικά στοιχεία ενός αέναου οικουμενικού κακού, ξεκινώντας βέβαια από τα ανατολικά φιλοσοφικά συστήματα, τα οποία ο συγγραφέας τα βλέπει εκ των έσω, ως Έλληνας που τα έχει ζήσει, τα έχει βιώσει στο πετσί του και διενεργεί πάνω τους αυτοψία, όμως αυτά τυγχάνει να παραμένουν επίκαιρα – αν όχι και αναλλοίωτα – σε όλους τους καιρούς και σε όλα τα συστήματα Σκέψης. Στους εξήντα συντεθειμένους/συντεθλιμμένους σπόνδυλους και στις δυο κλεψύδρες, επαναφέρεται στη σκηνή η ιδέα ενός ναρκοθετημένου οροπεδίου, του ονομαζόμενου «Οροπέδιο της Κουκουβάγιας», που καθημερινά πρέπει να διασχίζεται και πρέπει να εκραγεί, για να γίνει η αλλαγή, αλλά δεν καθίσταται (ακόμη) δυνατόν να γίνει η έκρηξη κι αργεί η αλλαγή, αφού όλοι οι συμβολικοί πυροκροτητές, τα εργαλεία κι οι μηχανισμοί είναι σκουριασμένοι. Ο στοχαστικός κεντρικός ήρωας (ο υπνοβάτης) βλέπει το καθετί γύρω του και το παρατηρεί από την οπτική γωνία ενός περιπλανώμενου στα όρια μιας συμβολικής νύχτας, προσπαθεί να βγει από το αδιέξοδο, από το μαργωμένο και απολιθωμένο αυτό Οροπέδιο «της Κουκουβάγιας», από τα τοπία της μούχλας, της νεκρικής σιωπής, στα μονοπάτια όπου τίποτε δεν σαλεύει μες στο σκοτάδι, στα κρατητήρια του Σκότους, στα απεχθή και λαομίσητα ολοκληρωτικά (αλλά όχι μόνον ολοκληρωτικά) καθεστώτα. Μπροστά του εμφανίζεται το έρεβος τόσο του Πάνω όσο και του Κάτω Κόσμου, ενός σύμπαντος αχανούς, δίχως σύνορα… Αναμεταξύ τους ο απέραντος κι αινιγματικός λαβύρινθος της λαβωμένης και εγκλωβισμένης ψυχής. Ξεφυλλίζοντας τα χειρόγραφά του, με τις ζοφερές εικόνες, με τους ίσκιους, με τους σκελετούς και τα λείψανα, με τις δραματικές ονειρικές σκηνές, στην αέναη σκουριά ενός αέναου χθες κι ενός ατελείωτου σήμερα που διασχίζουμε (εδώ παντρεύεται το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον), σε αναμονή της έκρηξης που ίσως θα καταστεί κι ο συμβολικός λυτρωμός των κατοίκων του Οροπεδίου της Κουκουβάγιας.

Το άκρως πρωτότυπο και καινοφανές αυτό μυθιστόρημα διακρίνεται από ποιητική ροή εικόνων κι από έντονες υπερρεαλιστικές σκηνές που μεταδίδουν ανάγλυφα καταστάσεις, οι οποίες μοιάζουν με ζωγραφιές και δημιουργούν στην ψυχοσωματική δομή τού συνδημιουργικού αναγνώστη ζωντανές (αν και φανταστικές) εικόνες.

Ο κάθε σπόνδυλος στη δομή αυτού του μυθιστορήματος αυτονομείται κι ανεξαρτητοποιείται από τη δομική σπονδυλική στήλη, αλλά συναποτελεί και μια συνέχεια διαρκείας στον εσωτερικό μύθο του υπνοβάτη, ως συνδετικός κρίκος αναμεταξύ τους… Υπάρχει ένας σαφής (και διόλου αδιόρατος) εσωτερικός ειρμός που συνδέει αυτά τα δομικά μέρη και που έχει σχέση με την κεντρική ιδέα της αναμονής της έκρηξης ενός βασανισμένου/βουρκωμένου/βαλαντωμένου τόπου.

Το μυθιστόρημα χτίζεται από ένα έντονο, πλούσιο υλικό, συντίθεται από ζωή και όνειρο. Με σπίτια βυθισμένα στο χάος, με νεκροθάφτες, με βαλσαμωμένους νεκρούς που φωνάζουν βαθιά μέσα από τους τάφους τους, με αγνώστους μυστικούς δρόμους και διλήμματα επιλογής ταξιδιού προς ανατολή ή προς δύση, με εφηβικούς ερωτικούς στεναγμούς κι άδολες, αγνές σκηνές στα όρια τής απογοήτευσης, με πυρκαγιές που κάνουν να φλέγεται ο τόπος από εσωτερικό άγχος κι αγωνία για λύτρωση, με τόπους και βράχια και ριζοβούνια όπου βρομάει μπαρούτι, με ασφυξία, με σκοταδερά υπόγεια όπου μαγειρεύονται υποστρώματα καχυποψίας, με ορεινές μονές, με κάστρα, με φωνές τρομαχτικές από τα κάτεργα, με στοιχειωμένα δέντρα, πουλιά, όρνια, αγρίμια που μεταμορφώνονται, προσωποποιούνται… Και τα άψυχα γίνονται έμψυχα και κινούνται σαν ζωντανοί, παίρνοντας σάρκα και οστά μέσα πάντα από την οπτική γωνία τού υπνοβάτη. Κι όλα αυτά σε μια επίμονη και ασθματική προσπάθεια, στην υπηρεσία της ιδέας της λύτρωσης που θα ξεκινήσει από την έκρηξη τού ναρκοθετημένου οροπεδίου, το οποίο επιμένει οσονούπω να ξεσπάσει, να εκραγεί… Αλλά πολύ αργεί να γίνει η αναμενόμενη υπαρξιακή έκρηξη. Και στο γενικό τοπίο τής ζοφερότητας που παρουσιάζεται ανάγλυφα μπροστά μας συμβάλουν οι συμβολικοί σεισμογράφοι που ψάχνουν, που ανιχνεύουν τις ανατριχίλες τής γης, οι αντίστροφες ροές τού ρέματος στα θολά και βουρκωμένα ποτάμια, οι εκατόχρονες βροχές που κάνουν να σαπίσουν ακόμα κι οι χείμαρροι και τα βράχια, οι πηχτές αντάρες που σκεπάζουν τα βόρεια βουνά, οι χαριστικές βολές πάνω στα ξαπλωμένα κουφάρια αντιφρονούντων, οι αυτοκτονίες δακτυλοδεικτούμενων, που αποδέχονται καλύτερα τις αυτοκτονίες παρά τις τυραννίες, γυρεύοντας στα χαλεπά να βρουν τα μυστικά τής ανατίναξης, μεσίστιες σημαίες θρήνου και θλίψης, πυροφοβίες προσαρμοσμένων στα σκότη, ονειροβατικές εκρήξεις… Όλα αυτά συμπεριλαμβάνονται στο μυθικό, μυθοπλαστικό και διαμεσολαβημένο βιωματικό εργαστήριο τής νάρκης και εντάσσονται στην οπτασία τού υπνοβάτη.

 

Νίκος Κατσαλίδας

 

Άλλη ομάδα εικόνων φέρνουν οι δάφνες και οι δόξες, η άλωση και η αναπαραγωγή, οι φωνές από τον Κάτω Κόσμο, οι λυρικές εικόνες με το αίμα της τριανταφυλλιάς και της πασχαλιάς, ο ενταφιασμός τής πετροπέρδικας, το κομμένο λαρύγγι τού κύκνου, που του κόβουν τη φωνή στην Ιερά Εξέταση, το κάψιμο τών έργων και των χειρόγραφων, η μετανάστευση τών ταύρων κι ευνουχισμένων λαβωμένων λιονταριών, οι υπόγειες σεξπηρικές προσπάθειες να ρίξουν υδράργυρο στο αυτί τής κοιλάδας, οι τερατόμορφοι ληστές που σκάβουν να βρουν και να κλέψουν τις αξίες, οι κλοπές τών αγαλμάτων μέσα από το μισοφόρι τής νεράιδας. Και πλάι τους πάντοτε ο ονειροπόλος υπνοβάτης, που προσπαθεί να αναστηλώσει την γκρεμισμένη εκκλησία, να αναπαραστήσει και να  φτιάξει την εικόνα τής Παναγιάς, σε τέτοιες προδιαγραφές που να μοιάζει με το πορτρέτο τής γιαγιάς του, κι αυτό ως μορφή πνευματικής και ψυχικής λύτρωσης. Ο Χριστός να γίνεται κι αυτός υπνοβάτης και ο συμβολικός Ιούδας τού σήμερα, που γυροφέρνει στο οροπέδιο, να βρίσκεται κρεμασμένος πάνω από τα φαράγγια. Ο σκύλος, ο φύλακας τού σπιτιού να γυροφέρνει στην αυλή και τα μάτια του να φαντάζουν σαν προβολείς μες στο σκοτάδι προστατεύοντας τα πατρικά σπίτια με τα κατώγια… Και να αγκομαχάει ξεψυχώντας μπροστά στο κατώφλι του και το σπίτι να κοιτάζει και να ψάχνει τις καταβολές του κάτω από τις φάλαγγες τών δέντρων μες στα δάση.

Όλα ετούτα, ένθεν κι εκείθεν της αντάρας, όταν ψάχνεται να βρεθεί το γλωσσάρι τού ναρκοπεδίου και να ερμηνευτούνε οι εκδοχές τής λύτρωσης και της βίας. Κι ο μαρασμός τής Μαρίας, που σαν πρόσωπο αρχαίας ελληνικής τραγωδίας ξεκινάει να βρει τον σκοτωμένο άντρα της στη μέση τής κοιλάδας περιτριγυρισμένη από την τραγική χορωδία συμπατριωτών της και το αγγελόκρουσμα τής βίας.

Κι όλα αυτά ώσπου ο υπνοβάτης ξαναβγαίνει στη λωρίδα της μεγάλης λεωφόρου, μες στο σταυροδρόμι, από το ίδιο παγκάκι που είχε ξεκινήσει για διέξοδο από το σκοτεινό Οροπέδιο τής Κουκουβάγιας, περιτριγυρισμένος από αυτοκίνητα, ψέλνει τα εξαποστειλάρια τού ήλιου.

Το ασύνδετο σχήμα τής κριτικής μου ταύτης απόπειρας ακολουθεί τον αναβατικό ρυθμό ενός αφηγητή που ταυτίζεται με τον ήρωα, αν όχι και με τον δημιουργό αμφοτέρων.

 

 

* Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας (https://konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top