Fractal

Παραφράζοντας την ουτοπία της Μεγάλης Ιδέας του ελληνισμού

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

Anton Beraber, «Η μεγάλη ιδέα». Μετάφραση: Αλεξάνδρα Κωσταράκου. Εκδόσεις Πόλις. Αθήνα, 2021

 

Εκ πρώτης όψεως είναι περίεργο το γεγονός ότι ένας νεαρός Γάλλος συγγραφέας, ο Αντόν Μπεραμπέρ εν προκειμένω, ασχολείται με μια δραματική ιστορική περίοδο της Ελλάδας, ακριβώς έναν αιώνα πριν, σε αυτό το βαθμό και γράφοντας ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα γύρω από έναν μυθικό ήρωα. Το όνομά του Σαούλ Καλογιάννης και ήταν ένας από εκείνους που πολέμησαν για κάποια μεγάλη ιδέα στη Μικρά Ασία. Ο Αντόν Μπεραμπέρ προσπαθεί να αναλύσει τα γεγονότα πίσω από τα παρασκήνια, να δώσει διαφορετικές εκδοχές της όλης πορείας του κεντρικού του προσώπου. Το ιστορικό υπόβαθρο είναι αρκούντως γνωστό και επώδυνο για τους Έλληνες. Στα τέλη του Αυγούστου και στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1922, η Μεγάλη Ιδέα των Ελλήνων οδηγείται οριστικά στο περιθώριο, στις γνωστές ακτές της Μικράς Ασίας. Ο Αντόν Μπεραμπέρ, μας υπενθυμίζει τα γεγονότα  περιγράφοντας μια ομάδα Ελλήνων στρατιωτών με επικεφαλής κάποιον Σαούλ Καλογιάννη, όπου όλοι τους προσπαθούσαν να διαχειριστούν τα εν εξελίξει γεγονότα σε μια προσπάθεια να  διασώσουν τους εαυτούς τους και ότι άλλο μπορούσαν σε εκείνη την πρωτόγνωρη κόλαση. Περιπλανώμενοι στην πλειάδα των σελίδων του βιβλίου, συνειδητοποιούμε πως ο χαρακτήρας και η προσωπικότητά του ολοένα και υφίστανται αλλαγές και τροποποιήσεις, αφού συχνά οι εξιστορούμενες ιστορίες  γύρω από το άτομό του είναι σε μεγάλο βαθμό  αντιφατικές, αναιρούμενες  και αντικρουόμενες. Οι πολλαπλές εκδοχές του Σαούλ Καλογιάννη, περιγράφονται μια στιγμή για να αναιρεθούν σε λίγο από κάποιον άλλο, έτσι ώστε αρκετά συχνά να αναρωτιέται ο αναγνώστης αν και κατά πόσο υπήρξε πράγματι, πως πορεύτηκε και πώς κατέληξε μετά από όλη εκείνη την λαίλαπα  που σημάδεψε τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας. «…Δεν γνώρισα πραγματικά τον Σαούλ Καλογιάννη. Μου επανέλαβαν πολλές φορές ότι αυτός ο τύπος ήταν ξεχωριστός, όλα όσα έκανε, όσα είπε, ίσως ήταν μόνο ο χαρακτήρας του, επειδή αυτό κυρίως λειτουργεί στον πόλεμο, ο χαρακτήρας…», λέει ο αφηγητής κάπου στις αρχές του πολυσέλιδου βιβλίου του Αντόν Μπεραμπέρ.

Ρημαγμένες εκκλησίες που πλήρωσαν το τίμημα επειδή μια μέρα ένας προσκυνητής ύψωσε πολύ τη φωνή του, πινακίδες που να δείχνουν την κατεύθυνση προς κάποια σύνορα, στρατιώτες και πολίτες εξαθλιωμένοι και απελπισμένοι με μόνη συνοδεία τις επιδημίες, χωρίς να πεθαίνουν όλοι μόνο και μόνο γιατί δεν είχαν αυτή την πολυτέλεια ή την ευγένεια, χωρίς σκοπό και οδηγίες, μάτια βαθουλωμένα ατενίζοντας το τίποτα, ελπίδες χωρίς πιθανότητα αναζωπύρωσης, ταλαιπωρημένα πλοία σε μια θάλασσα ανήξερη και ασυνήθιστη εν πολλοίς για τα τεκταινόμενα στους κόλπους της, αλλά κι’ άλλα που ατένιζαν τους μακρυνούς καπνούς στο βάθος αμέτοχα, μύθοι διφορούμενοι, ερημιές και πορείες άνευ σκοπού, άτομα που ανήκουν σε ήρωες κι’ άλλοι σε καθάρματα, μνήμες και μύθοι ανάκατοι με αφηγήσεις και καταγραφές, μεγάλες ιδέες και καθημερινές αιτιάσεις, θύελλες προσωπικές, κοινωνικές και εθνικές, δάκρυα για τους συντρόφους που έπεσαν, γέλιο για τη σωτηρία της αφεντιάς τους, με την αηδία για τον εαυτό τους να περιμένει να πεθάνει τελευταία, κάποιους να παραμένουν εκεί και να μην ακολουθούν τους άλλους, τους δυστυχισμένους, γιατί ανήκουν κατά δήλωσή τους στην αριστερά, «…και το μίσος πάνω απ’ όλα των ανθρώπων όπως εσείς που θα θελήσουν αργότερα να μας βάλουν να δώσουμε εξηγήσεις…»!

Αρκετές δεκαετίες μετά την Μικρασιατική Καταστροφή ένας νεαρός ερευνητής εκπονεί διδακτορική διατριβή για τον Σαούλ Καλογιάννη, προσπαθώντας να σχηματίσει το χαρακτήρα του, να δώσει το στίγμα του μέσα από μαρτυρίες άλλων, αναζητώντας τα βήματά του εδώ κι’ εκεί. «Δεν θυμάμαι πια και τόσο καλά», λέει. «…Ρώτησα ανθρώπους, κι’ εγώ στην αρχή κυρίως. Έκανα έρευνα, όπως κι’ εσείς. Ωστόσο, ακόμα και γι’ αυτά που έζησα, αυτά που είδα, εγώ ο ίδιος, δεν είμαι πια και τόσο σίγουρος…», εξομολογείται ωσάν να ζητά  επιείκεια για την όποια παράβλεψη στη σκιαγράφηση του μυθικού πλέον ήρωά του, πάνω στον οποίο συναντάται η ιστορία και ο μύθος, η αλήθεια και το ψέμα, η υπερβολή και η πραγματικότητα, και τόσα άλλα γνωρίσματα των διαχρονικών ηρώων. Και το χειρότερο απ’ όλα να εγκαταλείπεις κάτω από αυτές τις συνθήκες έναν τόπο, «… γιατί η εγκατάσταση των ανθρώπων σε ένα τόπο, φορτώνει το έδαφος με στάχτες, κόκαλα και μνήμη».

Οι αναφορές του συγγραφέα στην έννοια της μνήμης συνεχόμενες σε όλο το μήκος του κειμένου: «… Τι παράξενο πράγμα η μνήμη! Νομίζεις ότι η ανάμνηση φωτίζει τη σκέψη, ότι είναι μια σωτήρια άσκηση, μια γυμναστική με την οποία όλοι θα χαρούν. Στην πραγματικότητα αυτή η συστροφή δεν φωτίζει, δεν σώζει κανέναν, το μόνο που κάνει είναι να ξεσηκώνει τις σκιές, να ελευθερώνει καταχνιές που μέχρι τότε κρύβονταν κάτω από το χώμα, και θα σκορπίσουν σε όλες τις περιοχές της συνείδησης, θα αγγίξουν όλους αυτούς που θα εμπιστευτούμε. Πηγάζει, άλλωστε, περισσότερο από το ένστικτο παρά από μια σκόπιμη επιλογή, αυτή η παράλογη σύσπαση της εξυπνάδας, πρώτο σύμπτωμα του πυρετού: μόλις προσεγγίσει το μυαλό η ανάμνηση, νοιώθει κανείς την ανάγκη να την αναζητήσει, ανάγκη ασυγκράτητη…Και κυριευμένοι απ’ αυτό το νήμα που απλώς εξείχε, το τραβάμε, κάτω από τις επιδοκιμασίες του πλήθους, μέχρι που δεν μένει τίποτα από το υφαντό… ».

Το ογκώδες μυθιστόρημα του του Αντόν Μπεραμπέρ, δεν θα μας φωτίσει όσον αφορά την ύπαρξη ή την χρονολογική και γεωγραφική πορεία του Σαούλ Καλογιάννη, τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του χαρακτήρα του, παρά τις πολλαπλές και πολυποίκιλες εξιστορήσεις και μαρτυρίες που παρουσιάζει με καταιγιστικό ρυθμό. Ο Γάλλος συγγραφέας καλός γνώστης της ελληνικής ιστορίας θα επιμείνει αλλού. Θα επιτρέψει στον εαυτό του να υποθέσει ότι η Ελλάδα βιώνει μια περίεργη τάση εσωστρέφειας, ότι είναι μια φυλή κουρασμένη από τον εαυτό της «…από τον οποίο, οριστικά αποκομμένος ο κόσμος δεν   περιμένει τίποτα πια…».  Και ίσως σε τελική ανάλυση εκεί να σκόπευε η εκτενής αναφορά τόσων λεπτομερειών, προσπαθώντας να εστιασθεί στην «μεγάλη ιδέα».

 

Anton Beraber

 

Παρά το νεαρό της ηλικίας του ο Αντόν Μπεραμπέρ (1987- ) ενδιαφέρεται καταφανώς για την ελληνική ιστορία, εμπνέεται από τα ομηρικά έπη προσπαθώντας να δώσει μια καινούργια εκδοχή για ετούτον τον καινούργιο μυθικό ήρωα. Τον Σαούλ Καλογιάννη. Ο ερευνητής που ψάχνει τον Σαούλ Καλογιάννη είναι και ο αφηγητής της ελπιδοφόρας Μεγάλης Ιδέας. Αλλά η μια   έκπληξη διαδέχεται την άλλη, ανατρέπει τα διαθέσιμα έως τη στιγμή στοιχεία, χτίζει καινούργιο μύθο με άλλα υλικά, διαφορετικές εκδοχές. Ο μύθος του κάποιες στιγμές συγκρούεται με εκείνον του Γάλλου τυχοδιώκτη, συγγραφέα και θαλασσοπόρου Ανρί ντε Μονφρέντ. Μόνο που εκείνος είχε εστιάσει το ενδιαφέρον του στις γνωστές θάλασσες της Μέσης Ανατολής και του Κόλπου, ενώ ο Σαούλ Καλογιάννης είχε άλλες μακρύτερες και βαθύτερες βλέψεις και ανησυχίες. Ο Ανρί ντε Μονφρέντ προτιμούσε τη μοναξιά των απόκρημνων ακτών, τα νησιά των μαργαριταριών, την παρέα με το μαύρο πλήρωμά του, μέσα σε μια δική του μορφή ελευθερίας. Σε αντίθεση, ο Σαούλ Καλογιάννης διέθετε μια χαρακτηριστική τάση  μετακίνησης, έστω πειρατική που να ομοιάζει με του Ανρί ντε Μονφρέντ. Κι αν ο τελευταίος πίστευε πως οι ποιητές βάζουν την υπογραφή τους στην όποια σιωπή τους ακολουθεί, ο Σαούλ Καλογιάννης επιλέγει να αφήσει ελεύθερο το πνεύμα και τη φαντασία του αναγνώστη να διατρέξουν μαζί του σε γεγονότα, υποθέσεις, μύθους και αλήθειες, στην «αργή συλλογή θραυσμάτων του μεγάλου πεπρωμένου». Ο μύθος του παραδέρνεται σε Ευρώπη και Αμερική, όπου ο υπομονετικός αναγνώστης ανακαλύπτει τις πολλαπλές εκδοχές για τον ήρωα του κειμένου, όπως αυτές εκφράζονται από τους διάφορους αφηγητές ή κι’ ακόμα από την ίδια τη μάνα του. Βρίσκουμε έτσι τον Σαούλ Καλογιάννη μια φορά στην Παλαιστίνη, κάποτε στην Χάιφα, ύστερα στην Ισπανία, ίσως και στην Ιταλία, γυρίζοντας και περιπλανώμενος από τον έναν τόπο στον άλλο, από έναν κόσμο σε έναν άλλο διαφορετικό ιστορικά. Έφτασε και στις ακτές της νέας ηπείρου, του νέου κόσμου, και πολλοί τον είχαν συναντήσει στις μεγάλες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Η περιγραφή εν προκειμένω της Νέας Υόρκης από τον συγγραφέα, είναι βαθιά ανθρώπινη και αφοπλιστικά συγκλονιστική για την καθημερινότητα των πολυποίκιλων περιθωριακών ομάδων και ατόμων που δραστηριοποιούνταν στο μεγάλο χωνευτήρι. Ο Αντόν Μπεραμπέρ στο πρώτο του μυθιστόρημα δημιουργεί τον χαρακτήρα του περιπλανώμενου Έλληνα, εκείνου κυρίως του εικοστού αιώνα, ο οποίος είτε από δική του θέληση ή αναγκαζόμενος από την ιστορία και τις περιρρέουσες κάθε φορά συνθήκες παραδέρνεται σε όλες τις γωνιές ετούτης της υφηλίου, αναζητώντας εναγωνίως κάποια απάνεμη στέγη με κάθε μέσο και με όποιο ρίσκο. Η μοίρα μεγάλου αριθμού Ελλήνων όπως μας άφησε να δούμε η πολύξερη ιστορία μας.

 

 

Απόσπασμα από το βιβλίο

 

… Όλα αυτά μένουν στη μνήμη. Οι κατοπινοί άνθρωποι βρίσκουν να διατηρείται εκεί ένα καθρέφτισμα της ζεστασιάς των παλιών, την ανεξήγητη οικειότητα των τόπων που είχαν διαλέξει πριν από χίλια χρόνια οι όμοιοί τους, και απλώς ανακαλύπτουν ξανά τους τόπους αυτούς. Μπήγουν εκεί τους πασσάλους τους, τα σύρματά τους, τους φράχτες τους και τα σιρίτια του δεκανέα: γι’ αυτούς είναι σαν ένα παλιό ξέφωτο στο τεράστιο δάσος του ασυνείδητου, και όσα αγκάθια  κι’ αν φύτρωσαν από τότε, θα ξαπλώσουν εκεί τη νύχτα, ευτυχισμένοι που βλέπουν τ’ αστέρια…Είναι ένας τόπος σημαδεμένος που τον πατάμε με μικρά, προσεχτικά βήματα, κοιτάζοντας δεξιά κι’ αριστερά, με την βεβαιότητα ότι κάποιος θα βγει και θα μας κάνει παρατήρηση…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top