Fractal

Η θεωρία της πράξης και η πράξη της θεωρίας

Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης //

 

“Η λογοτεχνία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση”, Σπύρος Κιοσσές – Ελένη Χατζημαυρουδή, εκδ. Κριτική, 2020

 

Πρωτοδίδαξα λογοτεχνία κατεύθυνσης απ’ την αρχή της καθιέρωσής της ως εξεταζόμενου μαθήματος, το ’99 αν θυμάμαι καλά. Τον Κρητικό του Σολωμού, τη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Ρίτσου, το Αμάρτημα της Μητρός μου του Βιζυηνού, το Όνειρο στο Κύμα του Παπαδιαμάντη, την Ιστορία ενός Αιχμαλώτου του Δούκα κτλ. από κείνο το εξαιρετικό βιβλίο των Ακρίβου, Αρμάου, Καραγεωργίου, Μπέλλα και Μπεχλικούδη υπό την ευθύνη του Μπαλάσκα – ό,τι καλύτερο έχει κυκλοφορήσει εδώ και δεκαετίες στα σχολικά βιβλία.

Θυμάμαι τον τρόμο που ’νιωσα, όταν μέσα στη φροντιστηριακή τάξη αντιλήφθηκα πού ’χα μπλέξει. Αλλά ήταν ήδη αργά, κάπως θα ’πρεπε να κουτσοπορευτώ, κάτι θα ’πρεπε να καταφέρω, παρ’ όλες τις ελλείψεις που είχα σε θεωρητικές γνώσεις, παιδαγωγική κατάρτιση και λογοτεχνικά διαβάσματα και με δεδομένες τις πενήντα ώρες φροντιστηριακού μαθήματος τη βδομάδα, τις διορθώσεις ατέλειωτων εκθέσεων και τα δικά μου γραψίματα για τα βοηθητικά της Νεοελληνικής Γλώσσας.

Τίποτα το ηρωικό δεν υπάρχει σε όλα αυτά. Μια τυπική ιστορία κάθομαι και αφηγούμαι, δηλωτική των συνθηκών γαλέρας που επικρατούσαν τότε στον φροντιστηριακό χώρο και απ’ όσο ξέρω έχουν επιδεινωθεί σήμερα, σωρεύοντας εργασιακό άγχος στους νέους συναδέλφους, ενθαρρύνοντας διδακτικούς πειραματισμούς μέσα στην τάξη και καθιστώντας αναπόφευκτη την καταφυγή στα βοηθητικά βιβλία – την πιο εύκολη και πρακτική λύση διά πάσαν επιστημονικήν, εκπαιδευτικήν και διδακτικήν νόσον ημών των διδασκόντων.

Αλλά πίσω απ’ τη νόσο αυτή υπάρχει μια βαθύτερη παθογένεια. Ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα είναι έτσι στημένο, ώστε να υποβιβάζει τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας από δημιουργούς, ερευνητές και διαμεσολαβητές του εκάστοτε γνωστικού αντικειμένου σε ψιλικατζήδες ή ακόμη χειρότερα σε χασάπηδες. Μια απλή επισκόπηση των θεμάτων στις πανελλαδικές εξετάσεις της λογοτεχνίας κατεύθυνσης  (μη μιλήσω για τη Νεοελληνική Γλώσσα) αρκεί για να καταλάβει κανείς πως, όταν βάζουν θέμα για τη λειτουργία της παύλας στη Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου, είσαι αναγκασμένος ως διδάσκων να κάθεσαι και να εξηγείς τις ορθογραφικές ιδιοτυπίες του Καβάφη.

Είκοσι περίπου χρόνια διδάχτηκε η λογοτεχνία ως πανελλαδικά εξεταζόμενο μάθημα προτού να ενσωματωθεί σαν καρικατούρα (μια άλλη πικρή ιστορία αυτή) στην τωρινή εξέταση της Νεοελληνικής Γλώσσας. Μαθητές διάβασαν Παπαδιαμάντη, μαθητές εξετάστηκαν στον Αναγνωστάκη, μαθητές πέρασαν στις Φιλοσοφικές, στις Νομικές, στις Παιδαγωγικές, στις Αστυνομικές σχολές, στα τμήματα Φυτικής Παραγωγής, αλλά καμιά γενιά νέων αναγνωστών δεν βλέπω να ξεπήδησε στο μεταξύ. Όσο ενοχλητικό και αν ακουστεί αυτό που θα πω, η διδασκαλία της λογοτεχνίας δεν κατάφερε να κάνει στη συνείδηση των μαθητών πιο θελκτική τη λογοτεχνία.

Θα μου πείτε ότι όλα αυτά είναι άσχετα με τις κειμενικές προσδοκίες που μια βιβλιοκριτική εγείρει. Αλλά όσο περίεργο και αν φανεί για το βιβλίο που κρίνω μιλώ εδώ και τόση ώρα, έστω και αν δεν φαίνεται ότι γι’ αυτό μιλώ. Και σας λέω λοιπόν ότι έχουμε ανάγκη μια άλλη διδακτική σχέση με τη λογοτεχνία πέρα απ’ τους ευφάνταστους αυτοσχεδιασμούς και έξω απ’ τα βοηθητικά βιβλία, όσο και αν η εξετασιοκεντρική λογική του σχολείου προς τα εκεί συνεχίζει να μας σπρώχνει. Αυτή ακριβώς την ανάγκη υποστήριζα με όσα έγραφα παραπάνω υιοθετώντας όχι την ιδιότητα του πεπειραμένου που σηκώνει το δάχτυλο στους νεότερους αλλά του ενεργού μετόχου στην υπόθεση της λογοτεχνίας, που αναρωτιέται φωναχτά για το πώς θα μπορέσουμε να καταστήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερους νέους κοινωνούς σε αυτή την υπόθεση.

 

Σπύρος Κιοσσές / Ελένη Χατζημαυρουδή

 

Το βιβλίο του Κιοσσέ και της Χατζημαυρουδή είναι ένα πολύτιμο εργαλείο σ’ αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Λέω «εργαλείο» αλλά απ’ όπου κι αν το πιάσεις το βιβλίο αυτό είναι ένα κόσμημα: ως προς την πύκνωση της σχετικής θεωρίας που καταφέρνει σε κάποιες δεκάδες σελίδες να διατρέξει όλη την νεότερη ιστορία απ’ τους ρώσους φορμαλιστές μέχρι τις πιο πρόσφατες αναζητήσεις και να αποδώσει με τον πιο εύληπτο τρόπο, που ’χω υπόψη, τις γενικές αρχές τής κάθε σχολής. ως προς τη ολιστική, δηλαδή αισθητική, κειμενική διακειμενική, αναγνωστική και κοινωνική, αντίληψη που κομίζει για το λογοτεχνικό φαινόμενο, χωνεύοντας όλα τα προηγούμενα θεωρητικά σχήματα και αποσοβώντας θεωρητικές μονομέρειες και ιδεολογικο-επιστημονικές εμμονές. ως προς τον συνδυασμό θεωρίας και πράξης υπό τη μορφή διδακτικών εφαρμογών πάνω σε κείμενα των σχολικών βιβλίων που πλαταίνουν και βαθαίνουν τη γκάμα των σχετικών ασκήσεων με ευφάνταστους νέους τρόπους. ως προς την ποιότητα και το ήθος του εκφερόμενου λόγου που δίχως να αποποιείται τη σαφήνεια και την καθαρότητα της επιστημονικής γλώσσας δανείζεται την απλότητα και την ευκαμψία της δοκιμιακής έκφρασης, έτσι ώστε να απευθύνεται και στον εξειδικευμένο επιστήμονα και στον ανήσυχο αναγνώστη.

Διάβασα το βιβλίο με την τριπλή ιδιότητα του διδάσκοντα, του συγγραφέα και του αναγνώστη λογοτεχνίας και δικαιούμαι να δηλώσω τριπλά ευτυχής. Το κακό με τη θεωρία της λογοτεχνίας είναι ότι συχνά αρθρώνεται, εκφέρεται, εξελίσσεται σε έναν αυτιστικό κόσμο αυταρέσκειας και αφαίρεσης, εν πολλοίς απόμακρο ακόμη και απ’ την ίδια τη λογοτεχνία, τις αντοχές και την υπομονή όχι μόνο του μέσου αναγνώστη αλλά και όσων εμπλεκόμαστε πιο ενεργά με την υπόθεσή της. Το βιβλίο του Κιοσσέ και της Χατζημαυρουδή ήρθε στην κατάλληλη στιγμή για μένα, ώστε να ανανεώσει το ενδιαφέρον μου για τη θεωρία της λογοτεχνίας και να κατευθύνει τη διδακτική, την αναγνωστική και τη συγγραφική μου πράξη. Γιατί σε πείσμα των αυτοσχεδιασμών, της «βιωματικότητας», της εμπειρίας κτλ. κτλ. δεν υπάρχει διδακτική (εγώ θα προσέθετα: αναγνωστική και συγγραφική) πράξη δίχως μια προηγούμενη θεωρία. Και όταν αυτή η θεωρία είναι συμπαγής, ξεκάθαρη και διαφωτιστική, τότε καθοδηγεί πιο σταθερά τη διδακτική (εγώ θα προσέθετα: αναγνωστική και συγγραφική) δημιουργία. Το βιβλίο του Κιοσσέ και της Χατζημαυρουδή το κάνουν άξια – με το σχήμα της επιδιόρθωσης, λέω ότι το κάνουν αξιότατα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top