Fractal

Ένα σύγχρονο ληστρικό μυθιστόρημα

Γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου //

 

Τάσος Θεοφίλου: “Η ληστεία της Πέτρας” Εκδόσεις Red Ν’ Noir, 2020, σελ. 152

 

Κάποτε στην Ελλάδα γράφονταν ληστρικά μυθιστορήματα τα οποία είχαν ως ήρωες τους ληστές που δρούσαν στα βουνά της χώρας. Ήταν στις αρχές του 1900, όταν εμφανίστηκαν φυλλάδια με κάθε λογής ξένα μυθιστορήματα: περιπετειώδη, πειρατικά, ιπποτικά, ζούγκλας, όπου ένας ρωμαλέος και ευφυής άντρας έκανε άθλους και κατατρόπωνε τους κακούς. Τότε κάποιοι συγγραφείς επιχείρησαν να μεταφέρουν στη χώρα μας τη δράση παρόμοιων ανδρών με ελληνικά χαρακτηριστικά. Ως προσφορότερο έδαφος επέλεξαν την ύπαιθρο και τα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπου δρούσαν (μέχρι το 1935) ληστές, μερικοί από τους οποίους είχαν γίνει διάσημοι: Γιαγκούλας, Νταβέλης, Μπαμπάνης, Ρετζαίοι.

Στο εξώφυλλο του βιβλίο του Τάσου Θεοφίλου Η ληστεία της Πέτρας

υπάρχει εν είδει υποτίτλου η φράση «και άλλες περιπέτειες των αδελφών Ρετζαίων στην ελληνική Άγρια Δύση», κάτι που παραπέμπει στην λογοτεχνία γουέστερν που άνθισε στις ΗΠΑ στις αρχές του εικοστού αιώνα. Ο συγγραφέας, έχοντας μελετήσει το ληστρικό μυθιστόρημα, και έχοντας διαβάσει για τη δράση των αδελφών Ρέντζου, έγραψε μια νουβέλα πάνω στα χνάρια των μυθιστορημάτων που γράφονταν στην Ελλάδα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930.

Βασικοί ήρωες της ιστορίας του είναι ο Γιάννης και ο Θύμιος Ρέτζος, οι οποίοι βγήκαν στο βουνό, ύστερα από τρεις φόνους . Όπως διευκρινίζει στην Εισαγωγή του, όσα παρουσιάζονται στη νουβέλα του «είναι εξαιρετικά ανακριβής», θέλοντας να πει πως δεν είναι πιστή καταγραφή των γεγονότων, δηλαδή πως είναι μια ελεύθερη ως ένα βαθμό ανασύνταξή τους. Διάβασε, λοιπόν, τα ρεπορτάζ των εφημερίδων ( Εμπρός, Εσπερινή, Ακρόπολις, Ελληνική) που γράφτηκαν σχετικά με την υπόθεση, τις συνεντεύξεις που έδωσαν σε δημοσιογράφους, οι οποίοι τους επισκέφτηκαν στις φυλακές, ή που υποτίθεται πως επισκέφτηκαν.

Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιήθηκαν επίσης οι συνεντεύξεις του διευθυντή της αστυνομίας πόλεων Καλυβίτη, ο οποίος ασχολήθηκε με τον εντοπισμό και τη σύλληψή τους, καθώς και οι μαρτυρίες σωφρονιστικών υπαλλήλων.

Επίσης, ο συγγραφέας, αφού ξεκαθαρίσει πως δεν πρόκειται για ιστορική έρευνα αλλά για μυθοπλασία, τονίζει πως δεν έγραψε τη  βιογραφία τους ούτε την αγιογραφία τους. Μάλιστα, δηλώνει πως επιθυμεί να εισφέρει στην αναβίωση του ληστρικού μυθιστορήματος, εγκαινιάζοντας τη νεοσύστατη υποκατηγορία λαϊκής λογοτεχνίας με την ονομασία «Κατσαπάλπ  Γουέστερν».

Η εξιστόρηση της ζωής των δύο αδελφών, των Ρετζαίων, χωρίζεται σε 29 κεφάλαια. Ο συγγραφέας επιλέγει ν’ αρχίσει από το τέλος τους, τον θάνατό τους, έτσι το πρώτο κεφάλαιο ξεκινάει από τις 5 Μαρτίου του 1930, όταν εκτελούνται. Μετά πάει προς τα πίσω, φθάνει στο 1909, όταν . Ο ίδιος γράφει πως δεν πρόκειται για λογοτεχνική πρωτοτυπία, αλλά απλώς θεώρησε πως έτσι η ιστορία γίνεται πιο ευχάριστη στον αναγνώστη.

Αρχίζουμε, λοιπόν. Οι δύο αδελφοί βγαίνουν από το κελί τους στις φυλακές της Κέρκυρας δεμένοι με χειροπέδες. Κοντά τους βρίσκονται ο εισαγγελέας και το εκτελεστικό απόσπασμα. Δεν έχουν καμιά τελευταία επιθυμία και ο ένας λέει πως πολλά έκαναν στη ζωή τους και δίκαια τους ντουφεκίζουν. Τριάντα τουφέκια τους σημαδεύουν και μετά τους πυροβολούν.

Το επόμενο κεφάλαιο περιέχει τα γεγονότα της περιόδου 1909-1917 όταν οι δύο αδελφοί αποφασίζουν να βρουν και να τιμωρήσουν εκείνους που σκότωσαν τον πατέρα τους κάπου στην Ήπειρο, κοντά στη Φιλιππιάδα. Σε μια σπηλιά βρίσκουν τα κόκαλα και τις σκισμένες από τα όρνια σάρκες του σκοτωμένου, ενώ η τουρκική χωροφυλακή ερευνούσε την υπόθεση χωρίς αποτέλεσμα –τότε στα πράγματα ήταν οι Τούρκοι. Τον πατέρα τους τον μαχαίρωσαν για να του πάρουν τα λεφτά από τα πρόβατα που είχε πουλήσει. Η εκδίκηση είναι τώρα ο πρωταρχικός τους στόχος.

 

Τάσος Θεοφίλου

 

Πράγματι, πάνε στο χωριό, όπου πληροφορούνται ότι οι φονιάδες είναι τρεις, ο Βασίλης Καρατζάς, ο Κώστας Μπέτσος κι ο Βασίλης Γιολδάσης. Στην Ήπειρο, μας πληροφορεί ο συγγραφέας, έχουν τους δικούς τους νόμους. Η δικαιοσύνη  εκεί λειτουργεί χωρίς δικαστές, χωρίς ρουσφέτια, χωρίς δάκρυα και χωρίς οίκτο. Κάποιοι χωριανοί τους είπαν να βγουν στο βουνό, τους έλεγαν πως θα κάνουν χρυσές δουλειές. Αν κάνετε λεφτά από τις ληστείες, τους έλεγαν, θα καταφέρουμε να πλησιάσουμε κανέναν πολιτευόμενο για να πάρετε αμνηστία. Ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι είσαστε που θα πάρετε χάρη.

Πυροβολούν, λοιπόν, και σκοτώνουν τους τρεις φονιάδες. Ύστερα καταφεύγουν στα βουνά, οπότε για να επιβιώσουν κάνουν ληστείες και απαγωγές. Η πιο δύσκολη δουλειά που αναλαμβάνουν, η πιο αποδοτική αλλά και η πιο αιματηρή, ήταν η ληστεία τη Πέτρα, στην Ήπειρο, όταν η συμμορία τους –άνδρες με στρατιωτική ενδυμασία–, λήστεψαν την χρηματαποστολή της Εθνικής Τράπεζας που κατευθυνόταν στην Αθήνα. Εκεί έγινε μακελειό. Πολλοί ήταν οι νεκρού, ανάμεσά τους και χωροφύλακες. Τους κυνηγάνε, αυτοί πάνε στη Βουλγαρία, όπου τους πιάνουν σε συνεργασία με βούλγαρους αστυνομικούς,

Στην ουσία, όπως είπαμε, το μυθιστόρημα δεν περιέχει μόνο τη ληστεία στην Πέτρα, αλλά τη ζωή των Ρετζαίων, οι οποίοι έπαιξαν με το κράτος. Κι όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, τρεις εκδοχές υπάρχουν για την οριστική νίκη της εξουσίας επί του ήρωα του ληστρικού μυθιστορήματος. Η αμνήστευση, η εκτέλεση από τα καταδιωκτικά αποσπάσματα σε συμπλοκή και η σύλληψη και καταδίκη σε θάνατο. Οι Ρετζαίοι δοκίμασαν την πρώτη και την τρίτη εκδοχή και τελικά έχασαν.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top