Fractal

Η ξεχωριστή περίπτωση της Λίλας

Γράφει ο Ανδρέας Καρακίτσιος // *

 

Τασούλα Τσιλιμένη: “Η Λίλα πετάει”, Εικονογράφηση: Μυρτώ Δεληβοριά, Εκδόσεις: ΒιβλιοΔιάπλους, 2019

 

Η Τασούλα Τσιλιμένη είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ΠΤΠΕ, στο οποίο διδάσκει «θέματα Παιδικής-Εφηβικής Λογοτεχνίας, Αφήγηση και Μυθοπλασία-Δημιουργική Γραφή κειμένων βραχείας φόρμας». Παράλληλα με την επιστημονική και διδακτική της δράση έχει να επιδείξει ένα τεράστιο συγγραφικό έργο στο χώρο της λογοτεχνίας (ενήλικης και παιδικής), πράγμα που της επιτρέπει να έχει μια διπλή οπτική και ανάγνωση του λογοτεχνικού κειμένου, εκείνη του συγγραφέα και εκείνη της επιστημονικής προσέγγισης του λογοτεχνικού κειμένου.

Στο πρόσφατο βιβλίο της «Η Λίλα πετάει» η συγγραφέας αγγίζει  ένα σύγχρονο κοινωνικό θέμα, αυτό της μετανάστευσης  αλλά με έναν ξεχωριστό τρόπο που επιβεβαιώνει την ιδιαίτερη και ξεχωριστή της οπτική στην σύνθεση και κατασκευή λογοτεχνικών αφηγήσεων. Σε έναν πολύ συμπυκνωτικό αφηγηματικό λόγο στα όρια του ποιητικού ύφους αναπαρίσταται και εγγράφεται η γοητευτική φιγούρα ενός  μικρού κοριτσιού που κινείται αενάως σε έναν πολύ περιορισμένο χώρο, στο χώρο μιας σκηνής. Ό,τι μαθαίνουμε γι’ αυτήν έρχεται έμμεσα με πλάγιες αναφορές και επισημάνσεις δια μέσω των καταιγιστικών νοερών σκέψεων της ηρωίδας και γίνεται αντιληπτό ότι η Λίλα είναι ένα μικρό κορίτσι, ένα μεταναστόπουλο που ζει με τους γονείς της σε μια σκηνή. Τις νύχτες δυσκολεύεται να κοιμηθεί. Προσπαθεί αλλά οι σκιές, οι σκέψεις …τα κύματα, δεν την αφήνουν να ησυχάσει. Όλα παίρνουν άλλη διάσταση στο μυαλό της. Κι ο παππούς αν στ’ αλήθεια είναι εκεί, παίρνει παράξενη μορφή, αμίλητος πάντα, αλλά …εκεί.

Όλα σχεδόν απαγορεύονται στη σκηνή που μένει, ειδικά τις νύχτες και όλοι ακολουθούν τους κανόνες που είναι απαραίτητοι για τη συλλογική και ομαδική συνύπαρξη. Η Λίλα δυσκολεύεται, δεν καταφέρνει πάντα να ακολουθεί τους κανόνες. Κάτι θα της ξεφύγει ή κάτι δεν θα θέλει να το κάνει. Κι όταν το σκοτάδι είναι βαθύ, ψάχνει με αγωνία το φως, το χρώμα, το διαφορετικό. Και τότε…. τότε είναι που η φαντασία ξεφεύγει και η δημιουργικότητα χτυπάει κόκκινο, τα όνειρα απλώνονται, γιγαντώνονται και φτάνουν πολύ ψηλά, εκεί που μοιάζουν σαν μια κούνια δεμένη σε χοντρά κλαδιά και θέλει εκείνη την μικρή ώθηση να ανέβει όλο και πιο ψηλά.

 

Συνήθως στα περισσότερα βιβλία μεταναστευτικής λογοτεχνίας οι ήρωες εμφανίζουν ένα στερεοτυπικό μοντέλο εξέλιξης χαρακτήρα, ήτοι ένα ορφανό ή εγκαταλειμμένο μεταναστόπουλο, που ωριμάζει απότομα βιώνοντας τις δυσκολίες και τα εμπόδια της προσφυγιάς, που αρχικά δυσκολεύεται να προσαρμοστεί αλλά στο τέλος σταδιακά τα καταφέρνει και κερδίζει την κοινωνία υποδοχής, τους νέους γείτονες και τη νέα πατρίδα, στην οποία σταδιακά συνήθως αφομοιώνεται. Στις αφηγήσεις αυτές η πλοκή και η σύνθεση της ροής των επεισοδίων υποστηρίζεται από την τυπική τεχνική της επίλυσης προβλήματος ή της τριαδικής δομής, που τόσο εύκολα συναντάται σε λαϊκότροπες παραδοσιακές αφηγήσεις.  Συνήθως βέβαια το τέλος έρχεται περισσότερο ωραιοποιημένο λόγω της πίεσης του  happy end που έχουν οι λαϊκότροπες παιδικές αφηγήσεις αλλά και γενικότερα οι αφηγήσεις της δυτικής κουλτούρας έναντι εκείνων της Ανατολής.

Η μικρή Λίλα όμως αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση συγκρινόμενη με τούς ήρωες  άλλων βιβλίων, καθώς δεν έρχεται σε επαφή με ανθρώπους από την κοινωνία υποδοχής, δεν αναμιγνύεται με ντόπιους και η ιστορία της είναι η ιστορία μιας προσφυγοπούλας που αντιμετωπίζει την δική της πραγματικότητα  χωρίς σύγκρουση και επαφή με το  κοινωνικό περιβάλλον. Δεν είναι το κακόμοιρο παιδί που τρέμει από το κρύο, που φοβάται, που κλαίει στην αγκαλιά της μάνας της ή της γιαγιάς, που τρομάζει στο σκοτάδι… Αντίθετα τα σκοτάδια είναι μια αφορμή για να ονειρεύεται πιο πολύ και να ομορφαίνουν τα άσχημα, τα δύσκολα, τα ΔΕΝ και τα ΜΗ….Δείχνει να υπερβαίνει και να μην ασχολείται με θέματα ενσωμάτωσης και προσαρμογής ή κατασκευής μιας νέας ταυτότητας. Περισσότερο παλεύει με τα δικά της παιδικά όνειρα τις παιδικές της αγωνίες αλλά και με την ιδιαίτερη πρώιμη ,-αν όχι βίαιη-  κοινωνικοποίηση …Η σύντομη ονειρική διαδρομή και στο χώρο( μια σκηνή) και στο χρόνο ( μια νύχτα) είναι  περισσότερο  ένας εσωτερικός αγώνας, μια δημιουργική απελευθερωτική πάλη με τον εαυτό της και με τις αγωνίες της… Δεν ξέρουμε το πριν και το μετά, ξέρουμε μόνο ό,τι της συμβαίνει σε μια νύχτα σκοτεινή σε μια σκηνή και μάλιστα με έναν τρόπο  συμπυκνωτικό και με μια συνεχή εγρήγορση και κίνηση της ηρωίδας.

 

Τασούλα Τσιλιμένη

 

Σε κάποια σημεία του κειμένου πληθαίνουν οι συνειρμοί, η έντονη χρήση των σημείων στίξης, η σχετική απουσία χώρου και χρόνου, χωρίς μετακίνηση ουσιαστική, η έντονη κυριαρχία ενεστώτα, το πρώτο πρόσωπο συνιστούν έναν τυπικό εσωτερικό μονόλογο.

….Γιατί άραγε οι σκηνές δεν έχουν παράθυρα; Θα μπορούσα να βλέπω τον ουρανό, αλλά λέω βλακείες! Πως θα τον έβλεπα , αφού είναι νύχτα ! Ναι, αλλά όταν θα είχε φεγγάρι; Θα μπορούσα να δω το σκοτάδι , το φεγγάρι και τα πουλιά. Κοιμούνται τα πουλιά τη νύχτα; Μήπως κάποια πετούν και ταξιδεύουν τις νύχτες, όπως κάναμε κι εμείς  πριν φτάσουμε εδώ; Σίγουρα υπάρχουν τέτοια πουλιά! Αλλιώς γιατί ο παππούς με λέει νυχτοπούλι όταν δεν μπορώ …Ο Ρεμπώ είχε πει πως ο ποιητής γίνεται προφήτης και θεμελιωτής μιας νέας πραγματικότητας μέσω της «μακράς, απέραντης και λελογισμένης απορρύθμισης όλων των αισθήσεων». Στο βιβλίο «η Λίλα πετάει», έχουμε μια προέκταση και εφαρμογή των παραπάνω, καθώς το ντεκόρ της σκηνής, το πέταγμα και τα λόγια της Λίλας  μεταβάλλουν και πολλαπλασιάζουν τις αισθήσεις μας.  Μας οδηγούν σε άλλες αναγνώσεις και σε  άλλα επίπεδα, καθώς ξεχνιόμαστε στα πιο απρόβλεπτα αισθητηριακά σκιρτήματα,  που μας οδηγούν στο ξέφωτο όλων των θαυμάτων, στο να αγαπάμε  το πέταγμα των αποδημητικών πουλιών με τους γεωμετρικούς σχηματισμούς τους στον αέρα, να λατρεύουμε τη δική μας  ΝΥΧΤΑ και να την αντικρίζουμε σαν την πιο μεγάλη αγκαλιά…

Κι έτσι αχνοφαίνεται δειλά στην αρχή, πιο καθαρά στην πορεία ότι η μικρή και σύντομη ιστορία της στο βιβλίο «Η Λίλα πετάει» επιτρέπει και στον ενήλικο αναγνώστη να πατήσει πάνω στον κορμό της και να ταξιδέψει όπως και τα παιδιά, να ακουμπήσει τις δικές του σκέψεις, να πάει παραπέρα   τα όνειρα, να μάθει να ακούει και να ακολουθεί τα όνειρά του κι ας ζει μέσα στα σκοτάδια, να ψάχνει το κρυφό μονοπάτι κι ας μην το βλέπει, αρκεί που το φαντάζεται… Μαγική και πρωτότυπη η ιστορία. Όπως κι εκείνη η φράση της Τασούλας στον απόηχο της ιστορίας: « Γιατί μ’ αρέσει να βλέπω τα πράγματα ΑΛΛΙΩΣ.

Τέλος, για όσους από μας μάθαμε να κοιτάζουμε την εικονογράφηση με κάποια έστω γρήγορη ματιά ή πάλι ξεκινώντας πάντα από το κείμενο, από τη γλώσσα, από το στόρυ ή τον μύθο μιας αφήγησης λογοτεχνικής και αφιερώνουμε λίγο χρόνο για την εικονογράφηση, αισθανόμαστε κάποια έκπληξη, καθώς ανακαλύπτουμε την ξεχωριστή οπτική ανάγνωση ή ερμηνεία ή και την επιλεκτική αναπαράσταση των πραγμάτων με μια μαγεμένη ματιά αυτήν του εικονογράφου, που συνεχίζει να κοιτάζει με έναν ξεχωριστό  τρόπο την ιστορία και να την απογειώνει. Άλλωστε σε ένα εικονοβιβλίο οι λέξει δεν είναι ποτέ ανεξάρτητες από τις εικόνες και οι εικόνες δεν είναι ποτέ ανεξάρτητες από τις λέξεις.

Η εικονογράφος Μυρτώ Δεληβοριά  παλεύει και πολλαπλασιάζει τα χρώματα και τις αποχρώσεις που μπορεί να διακρίνει ένα μικρό παιδί που μετράει μέχρι τα 30…που δεν βλέπει τον έναστρο ουρανό. Στηρίζεται πάνω στην οπτική της μικρής ηρωίδας  στη σχεδόν ονειρική της φαντασία που κοιμάται και φαντάζεται  πώς είναι ένα γλυκό παράθυρο, πώς είναι μια σκηνή, μια εικόνα  που συναντάει την ομορφιά της ζωής.

Είναι πραγματικά εκπληκτική η εικονογράφηση της Μυρτώς Δεληβοριά, καθώς  χρησιμοποιώντας μοναδικά χρώματα και τεχνοτροπίες ιμπρεσσιονιστικές, υποβοηθεί την εύκολη πρόσληψη και  ανάγνωση των αναπαριστώμενων, σχημάτων, μορφών και αντικειμένων …

 

 

* Ο Ανδρέας Καρακίτσιος είναι καθηγητής Παιδαγωγικής Σχολής ΑΠΘ

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top