Fractal

Η λογοτεχνία στον αστερισμό των απόλυτων μορφών εξουσίας

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

Μάριο Βάργκας Λιόσα, «Η γιορτή του τράγου». Μετάφραση: Αγγελική Αλεξοπούλου. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018. Αθήνα

 

Το βιβλίο «Η γιορτή του τράγου»  του   περουβιανού και  βραβευμένου με Νόμπελ, Μάριο Βάργκας Λιόσα (Mario Vargas Llosa, Αρεκίπα Περού, 1936- ), είναι ένα έργο ιστορικής μυθοπλασίας που δημοσιεύθηκε αρχικά στα ισπανικά το 2000 και στη συνέχεια μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Το μυθιστόρημα εξιστορεί τις τελευταίες ημέρες της απάνθρωπης δικτατορίας του Ραφαέλ Τρουχίλιο (Rafael Trujillo, 1891- 30 Μαΐου 1961) στη Δομινικανή Δημοκρατία από τρεις διαφορετικές σκοπιές και εκδοχές. Πρώτα απ’ όλα μέσα από τα μάτια των δολοφόνων του το 1961, από τη στιγμή συγκεκριμένα που τον περιμένουν στην ενέδρα μέχρι τις τελευταίες τους στιγμές. Για αυτούς, όπως και για πολλούς άλλους, «… ήταν μια όμορφη χώρα σε  τελική ανάλυση… Θα ήταν ακόμα ομορφότερη μετά το θάνατο του καταραμένου που μέσα σε τριάντα ένα χρόνια την είχε βιάσει και δηλητηριάσει, κάνοντάς της περισσότερο κακό απ’ όσο στη διάρκεια ενός ολόκληρου αιώνα, από τη σύσταση της Δημοκρατίας, τής είχαν κάνει η κατοχή των Αϊτινών, οι εισβολές των Ισπανών και των Αμερικανών, οι εμφύλιοι πόλεμοι και οι αγώνες των φατριών και των τοπικών αρχόντων, περισσότερο απ’ όλες τις φυσικές καταστροφές- σεισμοί, κυκλώνες- που είχαν πέσει στους Δομινικανούς από τον ουρανό, τη θάλασσα ή τα έγκατα της γης», συνοψίζοντας με τον τρόπο αυτό την πρόσφατη ιστορία της χώρας τους.  Δεύτερον μέσα από τα μάτια του ίδιου του δικτάτορα Τρουχίλιο, από το πρωί της τελευταίας του, εν ζωή, ημέρας μέχρι τη δολοφονία του εκείνο το βράδυ. Και τέλος, στη δεκαετία του 1990, μέσα από τα μάτια του φανταστικού χαρακτήρα της Ουρανίας Καβράλ, η οποία επέστρεψε στη Δομινικανή Δημοκρατία για πρώτη φορά από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα λίγο πριν από τη δολοφονία του Τρουχίλιο. Ο φημισμένος και πολυβραβευμένος Περουβιανός συγγραφέας, πολιτικός, δημοσιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας και φιλόσοφος, μυθιστορηματοποιεί τις ζωές και τις εμπειρίες πραγματικών ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα βασίζει τις εμπειρίες των φανταστικών χαρακτήρων σε πραγματικά ή συχνά αναφερόμενα γεγονότα της σχετικά πρόσφατης ιστορίας της πολύπαθης χώρας της Καραϊβικής που ακούει στο όνομα Δομινικανή Δημοκρατία. Η Ουρανία Καβράλ επιστρέφει στη Δομινικανή Δημοκρατία το 1996, αφού ο πατέρας της, πρώην αξιωματούχος της κυβέρνησης Τρουχίλιο, είναι βαριά άρρωστος στο κρεβάτι του. Είχε προ πολλού διακόψει την επαφή με τους Δομινικανούς συγγενείς της, όταν συγκεκριμένα έφυγε για ένα καθολικό σχολείο στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε ηλικία δεκατεσσάρων  ετών, το 1961. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ  και τώρα εργάζεται ως ασκούμενη δικηγόρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, και διαβάζοντας κείμενα για την εποχή του Τρουχίλιο. Όταν φτάνει στον πατέρα της, που τώρα δεν επικοινωνεί και είναι κατάκοιτος στο κρεβάτι, τού μιλάει για τις φρικαλεότητες του καθεστώτος όπως ήδη έχουν αρχίσει να σχηματίζονται στο μυαλό της και αναρωτιέται μεγαλόφωνα πόσα απ’ όλα αυτά εκείνος ήξερε και πόσο μπλεγμένος ήταν σε αυτές τις φρικιαστικές θηριωδίες που έλαβαν χώρα εκείνες τις εποχές. Το διαμέρισμά της στο Μανχάταν, λέει παρακάτω στον ανήμπορο πατέρα της, είναι γεμάτο βιβλία, νομικά, ιστορικά, οικονομικά, αλλά στο υπνοδωμάτιό της μόνον δομινικανικά, δοκίμια, μαρτυρίες και απομνημονεύματα της εποχής του Τρουχίλιο. Το ποιο σημαντικό όμως  είναι ότι σε εκείνα «… τα τριάντα ένα χρόνια αποκρυσταλλώθηκαν όλα τα κακά που σέρναμε πίσω μας, από την εποχή της ισπανικής κατάκτησης… Σε ορισμένα από αυτά εμφανίζεσαι και εσύ ως σπουδαία προσωπικότητα. Υπουργός, γερουσιαστής, πρόεδρος του Δομινικανικού Κόμματος… το χόμπυ μου ήταν να ενημερώνομαι για όλα όσα συνέβησαν τα χρόνια εκείνα. Κρίμα που δεν μπορούμε να κουβεντιάσουμε. Πόσα πράγματα θα μπορούσες να μου διασαφηνίσεις, εσύ που τα έζησες αλλά μπρατσέτα με τον αγαπημένο σου αρχηγό, που τόσο άσχημα πλήρωσες την αφοσίωσή σου…». Και το αποκορύφωμα του μονόλογου της Ουρανίας, έρχεται σύντομα, δραματικό, οξύ  και καταιγιστικό: «… πολύ θα ήθελα να μου διευκρίνιζες αν η Αυτού Εξοχότης πλάγιασε και με τη μαμά μου… Επισκέφτηκε ο Αρχηγός τη μαμά μου; Πριν γεννηθώ εγώ»;

Η θεία και τα ξαδέρφια της, ταυτόχρονα,  συγκεντρώνονται επίσης στο σπίτι και την επιπλήττουν  για τη διακοπή των δεσμών με την οικογένειά της. Εναλλασσόμενα κεφάλαια αφηγούνται την ιστορία του εβδομηντάχρονου   Ραφαέλ Τρουχίλιο, επίσης γνωστού ως Ελ Τσίβο, ή Τράγου, και της ημέρας της δολοφονίας του, το 1961. Ένας άντρας που ξεκινά την τελευταία μέρα της ζωής στις τέσσερις το πρωί, με μισή ώρα έντονης άσκησης, ακολουθούμενο από μπάνιο, ξύρισμα και ντύσιμο ενώ ακούει διάφορα κρατικά δελτία ειδήσεων, την ώρα που στο εξωτερικό εφημερίδες, ραδιοφωνικοί σταθμοί, τηλεοπτικά κανάλια μιλούσαν για την επικείμενη πτώση του, τώρα που «… η Εκκλησία τού γύρισε την πλάτη…». Σε αυτόν που κόντευε να συμπληρώσει τριάντα δύο χρόνια κουβαλώντας στις πλάτες του το βάρος της χώρας!

 

Μάριο Βάργκας Λιόσα

 

Οι κύριες πολιτικές ανησυχίες του Τρουχίλιο είναι οι οικονομικές κυρώσεις που επιβάλλονται στη Δομινικανή Δημοκρατία και οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ της κυβέρνησής του και της Καθολικής Εκκλησίας. Προσωπικά, βιώνει μια κρίση ανδρισμού που συνίσταται σε ακράτεια ούρων συνοδευόμενη από ανικανότητα. Είχε τεθεί η διάγνωση καρκίνου του προστάτη και εκείνος την «απέρριψε», αρνούμενος να αμφισβητήσει την μακρόχρονη ανδροπρεπή του  εικόνα. Η διαδρομή του δεν είναι ασφαλής και οι δολοφόνοι του, που ίσως είχαν προβλέψει την καθημερινή του ρουτίνα σχεδόν μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, αναμένουν κατά μήκος του δρόμου. Η συνωμοσία για την δολοφονία του Τρουχίλιο σχεδιάζεται και πραγματοποιείται κυρίως από επτά άτομα που όλα τους έχουν μια σειρά κινήτρων για την πραγματοποίηση του αποφασιστικού εγχειρήματος. Όταν τελικά εμφανίστηκε ο Τρουχίλιο, το πρώτο αυτοκίνητο τον γαζώνει κυριολεκτικά με έναν καταιγισμό πυρών, με τα άλλα δύο να ακολουθούν. Ο στρατηγός Ρομάν, ο οποίος υποσχέθηκε να  δρομολογήσει  στρατιωτική ανάληψη μετά το θάνατο του του Τρουχίλιο, αποτυγχάνει να την φέρει σε πέρας και να ελέγξει την δημιουργηθείσα κατάσταση και οι δολοφόνοι κυνηγούνται συστηματικά και, με εξαίρεση δύο, φυλακίζονται και σκοτώνονται. Ο Πρόεδρος Μπαλαγέρ ο οποίος εδραιώνεται στην εξουσία στη συνέχεια, χαιρετίζει τους εναπομείναντες δολοφόνους ως ήρωες και προσπαθεί να απομακρύνει τις κρατικές δομές μακριά από τον Τρουχιλισμό και προς τη δημοκρατική μεταρρύθμιση. Στα τελευταία κεφάλαια του μυθιστορήματος, η Ουρανία αποκαλύπτει τι ακριβώς ήταν εκείνο που την έκανε να εγκαταλείψει τη Δομινικανή Δημοκρατία. Ο πατέρας της την έστειλε στον Τρουχίλιο, λέγοντάς της ότι την έστειλε σε ένα πάρτι, ενώ στην πραγματικότητα είχε στείλει την δεκατετράχρονη παρθένα κόρη του για να υπηρετήσει τον δικτάτορα σεξουαλικά, με την ελπίδα εκείνος να αποκατασταθεί στα μάτια του και να αποκτήσει την εύνοιά του. Αφού αποκάλυψε την αλήθεια, η Ουρανία ετοιμάζεται να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη, αυτή τη φορά, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή στις οικογενειακές σχέσεις. Σε διάφορες φράσεις της απεικονίζεται η στάση πολλών απέναντι στο σκληρό και απάνθρωπο καθεστώς της χώρας τους, και ειδικά από τον δικτάτορα Τρουχίλιο, αφού εκείνος ήταν που πολλούς τους σκότωσε τμηματικά, αφαιρώντας τους την υπόληψη, την τιμή, τον αυτοσεβασμό, τη χαρά της ζωής, τις ελπίδες, τις επιθυμίες, «…μετατρέποντάς τους σε ένα τομάρι και ένα σωρό από βασανισμένα κόκκαλα λόγω της ένοχης συνείδησης…». Εδώ, ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, μας δίνει μια υπέροχη εικόνα των τελευταίων ημερών της δικτατορίας του Τρουχίλιο στη Δομινικανή Δημοκρατία, ένα συναρπαστικό ιστορικό αφήγημα, μέσα σε ένα θλιβερό και συγκινητικό συνάμα οικογενειακό δράμα. Η ιστορία μιας οικογενειακής τραγωδίας στην οικογένεια Καβράλ, είναι βεβαίως φανταστική, λυπητερή, ενοχλητική για πολλούς, αν και ωραιοποιείται από τον Λιόσα. Οι περισσότερες αναδρομικές σκηνές πολλών γεγονότων του 1961, ανακατασκευάστηκαν χρησιμοποιώντας τους πραγματικούς πρωταγωνιστές της εποχής ως χαρακτήρες. Το μυθιστόρημα ξεκινά με την άφιξη της Ουρανίας στο Σάντο Ντομίνγκο, στην πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της Δομινικανής Δημοκρατίας, το 1996, χωρίς να είναι αρκετά σίγουρη γιατί βρίσκεται εκεί, αλλά χρειάζεται απεγνωσμένα να αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο τον πατέρα της και να συζητήσουν για κάποιες λεπτομέρειες γεγονότων της οικογενειακής τους ζωής, το 1961, όταν εκείνος την έστειλε στις ΗΠΑ για να σπουδάσει, μικρό τότε κορίτσι. Η μητέρα της είχε πεθάνει όταν ήταν πολύ μικρή και ο πατέρας της ήταν υψηλόβαθμη προσωπικότητα στην κυβέρνηση του Τρουχίλιο. Αλλά τώρα, τριανταπέντε χρόνια αργότερα, ο πατέρας της βρισκόταν σε «κατάσταση φυτού» λόγω σοβαρής εγκεφαλικής αιμορραγίας. Παρά την  θεαματική της σταδιοδρομία στα διεθνή οικονομικά η Ουρανία δεν έχει απολύτως καμία επαφή με τον πατέρα της ή με οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογένειας από το 1961 παρά τις αμέτρητες επιστολές και τηλεφωνήματα από την πλευρά τους. Ωστόσο, τώρα επέστρεψε και παρόλο που ο 83χρονος πατέρας της δεν έχει καμία ικανότητα να επικοινωνήσει μαζί της, και πιθανώς καμία ικανότητα να την καταλάβει, εκείνη χρειάζεται απεγνωσμένα αυτήν την αντιπαράθεση. Ίσως η πιο εντυπωσιακή στιγμή του μυθιστορήματος είναι η περιγραφή των αντιδράσεων του πατέρα της, από τον Λιόσα, όταν εκείνη τον ρωτά συνεχώς για το παρελθόν της οικογένειάς τους. Η Ουρανία συνειδητοποιεί ότι εκείνος κατανοεί μικρό μόνον ποσοστό των λεγομένων της και για λίγο, και πιθανότατα δεν θα το θυμάται μετά από αυτό. Αλλά το βαθύτερο πρόβλημά της είναι πως δεν μπορεί να σταματήσει από το να βγουν στην επιφάνεια κάποιες καλά κρυμμένες αλήθειες, για τρεις δεκαετίες, πια. Η περιγραφή των αντιδράσεων του πατέρα της, οι μορφασμοί του, τα γρυλίσματα, ορισμένες διφορούμενες κινήσεις του σώματός του,  είναι όλα εκείνα που χαρακτηρίζουν την ξεχωριστή ικανότητα περιγραφής του σιωπηλού και ανίκανου για περαιτέρω αντίδραση πατέρα, από τον περουβιανό συγγραφέα Μάριο Βάργκας Λιόσα. Η αναφορά σε ενέργειες της κυβέρνησης Τρουχίλιο και η συνωμοσία που οδηγεί στη δολοφονία του, περιγράφονται θαυμάσια με εναλλασσόμενα κεφάλαια της επίσκεψης της κόρης στον  πατέρα  της  το 1996, και στις κοινωνικές ταραχές των αρχών του 1961. Ο Λιόσα μας ξεδιπλώνει και αναλύει τα συγκρουόμενα συναισθήματα εκείνων που βρέθηκαν στον άμεσο κύκλο του Τρουχίλιο, τα συναισθήματά τους απέναντι σε μια σχεδόν θεόμορφη φιγούρα, τον φοβερό φόβο και το μίσος που έτρεφαν την ίδια στιγμή γι’ αυτόν, τα ανθρώπινα συναισθήματα απληστίας και απόλαυσης της εξουσίας, αλλά και τη συνειδητοποίηση ότι η κατεύθυνση της χώρας καταστρέφει κάθε πιθανότητα αξιοπρεπούς ζωής εκεί, ακόμη και για αυτούς τους ίδιους που προς στιγμήν έχουν την εύνοια και την τύχη των σκληρών κυβερνώντων. Ο Λιόσα για ακόμα μία φορά, αποδεικνύεται ένας υπέροχος αφηγητής ελκυστικών ιστοριών. Δυστυχώς, η ιστορία μας υπενθυμίζει ότι υπάρχει μια σύγχρονη παράδοση πολλών και πασίγνωστων  δικτατόρων στην περιοχή της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, τερατώδεις αυταρχικοί ηγέτες που καταπίεσαν εκατομμύρια ανθρώπους κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα και σε διάφορα κράτη. Αλλά, παράλληλα, βρέθηκαν στο προσκήνιο ορισμένοι από τους καλύτερους συγγραφείς και σε διεθνές επίπεδο, οι οποίοι έχουν δημιουργήσει ένα νέο είδος πολιτικού μυθιστορήματος, ως  απάντηση σε ένα τέτοιο ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό χάος. Το παρόν μυθιστόρημα αναμφίβολα ανήκει σε αυτά τα σπουδαία δημιουργήματα του νομπελίστα συγγραφέα που φέρνει στη μνήμη μας ξεχασμένα ιστορικά γεγονότα. Ο Ραφαέλ Τρουχίλιο ήταν ένας από τους πιο διαβόητους δικτάτορες της Λατινικής Αμερικής. Ανέβηκε στην εξουσία το 1930 και κυβέρνησε τη Δομινικανή Δημοκρατία με την παροιμιώδη σιδερένια γροθιά για πάνω από τρεις δεκαετίες, πριν δολοφονηθεί τον Μάιο του 1961, από μια ομάδα δυσαρεστημένων πιστών του. Τα εγκλήματα του Τρουχίλιο  ήταν σημαντικά και περιελάμβαναν κυρώσεις και βασανιστήρια, ενώ οι βιασμοί ήταν στην ημερησία διάταξη. Μαθαίνουμε εκεί ότι το 1937 διέταξε τη σφαγή 20.000 μαύρων Αϊτινών που δούλευαν  στις Δομινικανές φυτείες ζαχαροκάλαμου. Παρά τα εγκλήματα αυτά, διατήρησε μια αυστηρή αντικομουνιστική πολιτική έχοντας έτσι την εύνοια των προέδρων των ΗΠΑ. Ωστόσο, η διασταύρωση και συνεύρεση της πολιτικής και της ιστορίας υπήρξε ένα αγαπημένο και επαναλαμβανόμενο θέμα για τον Μάριο Βάργκας Λιόσα, όπως για παράδειγμα «Ο πόλεμος της συντέλειας του κόσμου» (La guerra del fin del mundo,  1981), και «Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες» (El hablador, 1987). Τα γεγονότα που περιγράφει εδώ ο Λιόσα είναι αληθινά, αλλά δεν γνωρίζουμε αρκετά ποιες λεπτομέρειες είναι ακριβείς και πόσες συνιστούν απλώς μυθοπλασία. Ένα μεγάλο μέρος του έργου του, να σημειώσουμε, μεταφράστηκε και κυκλοφορεί και στη γλώσσα μας, κατά κύριο λόγο από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, όπως βεβαίως και το παραπάνω.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top